Θεωρία

Επιστρέφοντας στις αισθήσεις μας

από kaboomzine

του David Abram

Μετάφραση: Βάσια Βούλγαρη

Ο David Abram είναι αμερικάνος φιλόσοφος και συγγραφέας των The Spell of the Sensuous: Perception and Language in a More-than-Human World (1996) και Becoming Animal: An Earthly Cosmology (2010). Στο έργο του αντλεί από την παράδοση της φαινομενολογίας, και ιδιαίτερα τη σκέψη του Maurice Merleau-Ponty, από παραδόσεις αυτόχθονων λαών της Ασίας και της Αμερικής καθώς και από ένα ετερόκλητο σύνολο στοχαστών, προκειμένου να αρθρώσει έναν διαφορετικό λόγο πάνω στη σχέση ανθρώπων-φύσης, πέρα από τον κυρίαρχο λειτουργιστικό και διαχειριστικό περιβαλλοντισμό. Βασική του επιδίωξη είναι να συμβάλει στη γεφύρωση χασμάτων μεταξύ μεγεθών που σφραγίζουν τη μοντέρνα αντίληψη (φύση-πολιτισμός, άνθρωπος-ζώο) και να εμπνεύσει μια στάση γήινης ταπεινότητας ως την κρίσιμη ηθική αφετηρία μιας μη κυριαρχική σχέσης με τον φυσικό κόσμο. Είναι συνιδρυτής της οργάνωσης Alliance for Wild Ethics (AWE), ενώ στο παρελθόν έχει εργαστεί συστηματικά ως ταχυδακτυλουργός μάγος, δραστηριότητα που αντιδιαστέλλει ρητά προς τη δημιουργία ψευδαισθήσεων ή την ύπαρξη υπερφυσικών φαινομένων.

Στο παρόν άρθρο επιχειρεί μια εκ νέου κατανόηση των ανθρώπινων αισθήσεων, συναρτώντας τες προς την αντίληψη των εγκόσμιων φαινομένων, σε όλον τον πλούτο, την περιπλοκότητα και το βάθος τους. Η προσέγγισή του ανατιμά και αναζωογονεί τις αισθήσεις όπως αυτές υπάρχουν μέσα σε έναν ζώντα, παλλόμενο κόσμο. Νομίζουμε ότι η απόπειρά του να θέσει τις αισθήσεις στο προσκήνιο της ύπαρξης ως το κατεξοχήν μέσο συνάντησής μας με τον μη ανθρώπινο κόσμο συνομιλεί με τη βασική προβληματική του τρέχοντος τεύχους μας για τους τρόπους συναισθηματικής ύπαρξης στη σύγχρονη εποχή. Τόσο η κατανόηση της οργάνωσης των κυρίαρχων συναισθηματικών στάσεων όσο και η έμπρακτη αναζήτηση άλλων τρόπων να υπάρχουμε συναισθηματικά δεν μπορούν να περιοριστούν σε διανοητικού τύπου προσεγγίσεις. Αντίθετα, προϋποθέτουν την αναδιάταξη μεγεθών, την αντιστροφή προτεραιοτήτων, την αμφισβήτηση ιεραρχιών˙ προϋποθέτουν την επιστροφή στις αισθήσεις μας.

~

Η μοίρα της γης εξαρτάται από την επιστροφή στις αισθήσεις μας.

Ξεκινώ αυτές τις σκέψεις κατά τη διάρκεια του χειμερινού ηλιοστασίου, στο σκοτάδι της χρονιάς, κατά τη διάρκεια μιας νύχτας τόσο μακριάς που ακόμη και τα δέντρα και οι βράχοι αποκοιμιούνται. Το φεγγάρι μάς έριξε μια δυο ματιές μέσα από ένα πυκνό στρώμα σύννεφων, αλλά πιο πολύ μας άφησε να ονειρευτούμε και να παρασυρθούμε στη γεμάτη σκιές νύχτα. Όσοι από εμάς διψάμε για το φως αρχίζουμε να γευόμαστε το άγριο σκοτάδι και να το καταπίνουμε παίρνοντας τη νύχτα, αθόρυβα, μέσα στα σώματά μας.

Σύμφωνα με έναν μύθο ειπωμένο με ποικίλες παραλλαγές από διάφορους αυτόχθονες λαούς, ο φλογερός ήλιος φυλάσσεται, αυτή τη στιγμή, μέσα στο σώμα της γης. Κάθε απόγευμα, στη δύση του ηλίου, ο ήλιος γλιστράει μέσα στο έδαφος· κατά τη διάρκεια της νύχτας ταξιδεύει στα βάθη της γης, κάτω από τα πόδια μας, και το πρωί τον βλέπουμε, μακριά στην ανατολή, να ανέρχεται από το έδαφος και να σκαρφαλώνει στον ουρανό. Αλλά κατά τη διάρκεια των μεγάλων νυχτών του χειμώνα, και ειδικότερα κατά τη διάρκεια του ηλιοστασίου, ο ήλιος παραμένει περισσότερο στο έδαφος, τρέφοντας τη σκοτεινή γη με τη φωτιά του, γονιμοποιώντας τα βάθη με την ποικιλόμορφη ζωή που σύντομα, μετά από αρκετά φεγγάρια κύησης, θα ανθίσει πάνω στην επιφάνεια της γης. Αυτός είναι ένας μύθος γεννημένος από έναν τρόπο σκέψης πολύ διαφορετικό από τους τρόπους με τους οποίους σκέφτονται οι περισσότεροι από εμάς σήμερα. Μια ιστορία που έχει, θα μπορούσαμε να πούμε, πολύ λίγο να κάνει με τα «γεγονότα» που εμπλέκονται στο ζήτημα. Κι όμως, ο μύθος του ταξιδιού του ήλιου μέσα στη γη έχει μια παράξενη συνήχηση [resonance] για πολλούς από εμάς, παρά την επίγνωσή μας ότι τα περιστατικά που περιγράφονται σε αυτόν δεν είναι κυριολεκτικά αληθινά. Γιατί αυτή η ιστορία μάς φέρνει πιο κοντά στις αισθήσεις μας και στην άμεση, σωματική μας αντίληψη για τον κόσμο που μας περιβάλλει.

Η αυθόρμητη, αισθητηριακή μας εμπειρία του ήλιου είναι πράγματι αυτή μιας φλογερής παρουσίας που δύει και ανατέλλει. Όσο διεξοδικά κι αν έχουμε πείσει τη διάνοια/το νου μας ότι η γη είναι αυτή που κινείται στην πραγματικότητα, οι άμεσες [unaided] ζωικές αισθήσεις μας εξακολουθούν να βιώνουν τον ήλιο σαν να ανεβαίνει από τη γη κάθε πρωί, και να βουλιάζει κάτω από το έδαφος κάθε απόγευμα. Και γι’ αυτό κάνω μια παύση, αυτή τη στιγμή, για να νιώσω τη φωτιά του ήλιου που θρέφει τα βάθη της γης μακριά κάτω από τα πόδια μου.

Πολλοί παράγοντες έχουν προκαλέσει την τρέχουσα αποξένωσή μας από τον αισθητηριακό μας περίγυρο [sensuous surroundings]. Ένας από τους πιο σημαντικούς είναι και ένας από τους λιγότερο κοινά αναγνωρισμένους· η καθημερινή μας γλώσσα, οι τρόποι ομιλίας μας.

Αυτό που λέμε έχει τόσο ουσιαστική επίδραση σε αυτό που βλέπουμε και ακούμε και γευόμαστε από αυτόν τον κόσμο! Φυσικά, υπάρχουν και τρόποι ομιλίας που μας κρατούν κοντά στις αισθήσεις μας και βελτιώνουν την αισθητηριακή αμοιβαιότητα μεταξύ των σωμάτων μας και της σάρκας της γης. Όμως συχνά χειριζόμαστε τις λέξεις με τρόπους που απλά απονεκρώνουν τις αισθήσεις μας, κάνοντάς μας να ξεχνάμε τον αισθητηριακό μας περίγυρο και τη φωνή της γης. Για παράδειγμα, συνηθίζουμε να αντικειμενοποιούμε συνεχώς τον κόσμο που είναι πέρα-από-τον-άνθρωπο [more-than-human world], γράφοντας και μιλώντας για οποιαδήποτε επίγεια οντότητα (τα βρύα, τα αλογάκια της Παναγιάς ή τα βουνά) λες και είναι ένα καθορισμένο, ποσοτικοποιημένο αντικείμενο δίχως τις δικές του αισθήσεις και επιθυμίες. Προκειμένου να περιγράψουμε κάποιο άλλο ον με ακρίβεια, νιώθουμε συχνά ότι πρέπει πρώτα να το απογυμνώσουμε από την ζώσα ετερότητά του ή να το δούμε σαν ένα σύνολο παθητικών μηχανισμών δίχως αυθορμητισμό, υποκειμενικότητα, ικανότητα αυτενέργειας. Λες και ένας φρύνος ή μια λεύκα είναι μια σταθερή και περατωμένη οντότητα που περιμένει από εμάς να κατανοηθεί, και όχι μια αινιγματική παρουσία με την οποία εμπλεκόμαστε σε μια σχέση.

Στην πραγματικότητα, όταν έχουμε στ’ αλήθεια συνείδηση της ζωής των αισθήσεών μας, όταν κοιτάμε πραγματικά με τα ζωικά μάτια μας και ακούμε με τα ζωικά αυτιά μας, ανακαλύπτουμε ότι δεν βιώνουμε τίποτα στον κόσμο σαν ένα παθητικό ή άψυχο αντικείμενο. Το κάθε τι, η κάθε οντότητα συναντά το βλέμμα μας με τα δικά της μυστικά και, αν στρέψουμε πάνω της την προσοχή μας, εμπλεκόμαστε σε μια δυναμική αλληλεπίδραση μέσα από την οποία διδασκόμαστε και μερικές φορές μεταμορφωνόμαστε. Στη σφαίρα της άμεσης αισθητηριακής εμπειρίας, όλα είναι ζωντανά, όλα κινούνται (αν και, φυσικά, κάποια πράγματα, όπως οι βράχοι και οι λόφοι, κινούνται πολύ πιο αργά από άλλα). Αν καθώς περπατάω κατά μήκος του ποταμιού νιώσω ξαφνικά μια βαθιά συγ-κίνηση από τον λαμπερό γρανιτένιο τοίχο που υψώνεται πάνω από την αντίπερα όχθη, πώς μπορώ τότε να ισχυριστώ ότι ο γρανιτένιος βράχος δεν σχετίζεται με την κίνηση; Εμένα με συγ-κινεί κάθε φορά που τον συναντώ! Να θεωρήσω ότι αυτή η συγ-κίνηση είναι εντελώς υποκειμενική, μια αποκλειστικά διανοητική εμπειρία που δεν έχει καμιά σχέση με τον πραγματικό βράχο; Ή να παραδεχτώ ότι είναι μια φυσική, σωματική εμπειρία που προκαλείται από την ισχυρή παρουσία αυτού του άλλου όντος, ότι όντως το σώμα μου συγ-κινείται απτά από αυτό το άλλο σώμα και ως εκ τούτου εγώ και ο βράχος δεν σχετιζόμαστε ως ένα διανοητικό «υποκείμενο» με ένα υλικό «αντικείμενο» αλλά μάλλον σαν ένα είδος δυναμικής με ένα άλλο είδος δυναμικής, ως δύο διαφορετικοί τρόποι έμψυχης ύπαρξης, δύο πολύ διαφορετικοί τρόποι να είμαστε γη;

Πηγαίνοντας στο δημοτικό σχολείο τις δεκαετίες του ’60 και ’70, διδάχθηκα επανειλημμένως να μην εμπιστεύομαι τις αισθήσεις μου. Οι αισθήσεις, μου έλεγαν ξανά και ξανά, μας εξαπατούν. Αυτό ήταν ένα σύνηθες θέμα στα μαθήματα των επιστημών σε μια εποχή όπου όλες οι επιστήμες έδειχναν να επιδιώκουν την καθαρή ακρίβεια της φυσικής. Μάθαμε ότι η αλήθεια δεν βρίσκεται ποτέ σε ό,τι φαίνεται, αλλά υπάρχει κάπου αλλού, είτε σε ένα μυστηριώδες υπομικροσκοπικό επίπεδο που μπορούμε να προσεγγίσουμε μόνο μέσω περίπλοκων οργάνων, είτε σε ένα καταφανώς αποσωματοποιημένο πεδίο αριθμών και αφηρημένων εξισώσεων. Ο κόσμος που μας φανερώνεται άμεσα μέσω των αισθήσεών μας κατέληξε να μοιάζει πιο απατηλός και λιγότερο σημαντικός από αυτό το πιο αληθινό επίπεδο που κρύβεται πίσω από τα φαινόμενα. Αυτή η εκπαίδευση συνεχίστηκε στο πανεπιστήμιο, αλλά μέχρι τότε είχα αρχίσει να υποψιάζομαι ότι έπρεπε να ακολουθήσουμε μια αντίστροφη πορεία.

Άρχισα να αναρωτιέμαι μήπως μέσα από αυτή τη συνεχή υποτίμηση των αισθήσεών μας και του αισθητηριακού κόσμου –την ατέλειωτη απόρριψη του κόσμου της άμεσης εμπειρίας– υποτιμούσαμε τον πιο αληθινό κόσμο απ’ όλους, το πρωταρχικό επίπεδο που υποστηρίζει κρυφά όλες αυτές τις άλλες «πραγματικότητες», υποατομικές ή άλλου είδους. Ο αισθητηριακός κόσμος, φυσικά, είναι διφορούμενος και ανοιχτός [open ended], γεμάτος αβεβαιότητα. Υπάρχουν καλοί λόγοι για να είναι κανείς προσεκτικός σε αυτό το αινιγματικό βασίλειο, και έτσι πάντα να κοιτάζει πιο καλά, να ακούει πιο προσεκτικά, προσπαθώντας να αισθανθεί τα πράγματα πιο βαθιά. Τίποτα εδώ δεν είναι ποτέ πλήρως βέβαιο ή σταθερό – οι σκιές από τα σύννεφα που φαίνεται να σκουραίνουν τον μεγάλο ογκόλιθο κατά μήκος του αγρού, καθώς πλησιάζω, αποδεικνύεται ότι είναι μαύρες λειχήνες που ακτινοβολούν κατά μήκος της επιφάνειας του βράχου· το πεταμένο λάστιχο που είναι μισοθαμμένο στην παραλία ξαφνικά μεταμορφώνεται σε φώκια που υλακτεί καθώς την πλησιάζουμε και καλπάζει μέσα στο νερό. Ο κόσμος που βιώνουμε μέσα από τις άμεσες αισθήσεις μας είναι ρευστός και ζωντανός, αλλάζει και μεταμορφώνεται σε απόκριση των δικών μας αλλαγών θέσης και διάθεσης.

Μια ανάμνηση από μια πεζοπορία στη νότια ακτή της Ιάβας: είναι μια αποπνικτικά ζεστή μέρα, ωστόσο είναι σαφές πως ένας δυνατός άνεμος αναταράσσει τα κλαδιά και τα φύλλα κάποιων δέντρων κατά μήκος του χωραφιού. Καθώς κατευθύνομαι προς αυτά τα δέντρα, ο άνεμος που κάνει τα φύλλα να θροΐζουν μεταμορφώνεται ξαφνικά σε μια χούφτα μαϊμούδες που αναζητούν τροφή ανάμεσα στα κλαδιά. Τέτοιες συναντήσεις, και η έλλειψη βεβαιότητας που επιφέρουν, μπορούν πράγματι να μας οδηγήσουν στο να απορρίψουμε την αισθητηριακή εμπειρία ολοσχερώς και να αναζητήσουμε την «αλήθεια» σε μια άλλη, λιγότερο διφορούμενη, διάσταση. Εναλλακτικά, αυτές οι εμπειρίες μπορεί να μας οδηγήσουν να αναγνωρίσουμε ότι η ίδια η αλήθεια είναι κάποιου είδους φαρσέρ που αλλάζει μορφές, και ότι οι αισθήσεις είναι οι καλύτεροι οδηγοί για να την προσεγγίσουμε. Μου φαίνεται ότι όσοι από εμάς εργαζόμαστε για τη διαφύλαξη της άγριας φύσης πρέπει να δουλέψουμε εξίσου για την επιστροφή στις αισθήσεις μας, καθώς και για την ανανέωση του σεβασμού στους αισθητηριακούς τρόπους απόκτησης γνώσης. Γιατί οι αισθήσεις αποτελούν την πιο άμεση πρόσβασή μας στον πέρα-από-τον-άνθρωπο φυσικό κόσμο. Τα μάτια, τα αυτιά, τα ρουθούνια που πιάνουν τις πιο ισχνές μυρωδιές του θαλασσινού αλατιού στο αεράκι, τα ακροδάχτυλα που ψηλαφίζουν τον λείο φλοιό μιας μουριάς, το δέρμα που ανατριχιάζει στην αίσθηση παρουσίας ενός άλλου ζώου – οι σωματικές μας αισθήσεις μας φέρνουν σε μία σχέση με μια γη που αναπνέει κάθε στιγμή. Αν η ανθρωπότητα φαίνεται να έχει ξεχάσει την πλήρη εξάρτησή της από τη γήινη κοινότητα των όντων, αυτό μπορεί να οφείλεται μόνο στο ότι έχουμε ξεχάσει (ή απορρίψει ως κάτι το άσχετο) την αισθητηριακή διάσταση των ζωών μας. Οι αισθήσεις είναι ό,τι πιο άγριο μέσα μας – ικανότητες που μοιραζόμαστε, με κάποιο τρόπο, όχι μόνο με άλλα πρωτεύοντα, αλλά επίσης με τις περισσότερες οντότητες του ζώντος τοπίου, από τους γαιοσκώληκες μέχρι τους αετούς. Τα λουλούδια που ανταποκρίνονται στο φως του ήλιου, οι ρίζες του δέντρου που επεκτείνουν τα ριζίδια προς αναζήτηση νερού, ακόμα και η κίνηση ενός απλού βακτηρίου ως αντίδραση στο ρευστό του περιβάλλον – κι εδώ επίσης υπάρχει αίσθηση και ευαισθησία, μακρινές παραλλαγές της δικής μας αισθητικότητας. Πέρα από την αναπνοή και την τροφή, οι αισθήσεις είναι ο πιο οικείος σύνδεσμός μας με τη ζωντανή γη, ο πρωταρχικός τρόπος με τον οποίο η γη επηρεάζει τις διαθέσεις μας και καθοδηγεί τις πράξεις μας.

Σκεφτείτε μια μέλισσα που προσελκύεται από την όψη και από ένα είδος όσφρησης στην καρδιά ενός αγριολούλουδου – η αισθητηριακή αντίληψη επηρεάζει, συνεπώς, τη στενή σύζευξη μεταξύ αυτού του οργανισμού και του τοπικού του κόσμου. Και οι δικές μας αισθήσεις έχουν, επίσης, εξελιχθεί μαζί με την αισθητηριακή γη που μας αγκαλιάζει. Τα ανθρώπινα μάτια εξελίχθηκαν μέσω μιας ανεπαίσθητης αλληλεπίδρασης με τους ωκεανούς και τον αέρα, σταθερά μορφοποιούμενα και αναμορφοποιούμενα από τα εναλλασσόμενα μοτίβα του ορατού κόσμου. Τα αυτιά μας τώρα είναι συντονισμένα, λόγω της ίδιας τους της δομής, στο αλύχτισμα των λύκων και στην κλαγγή των χηνών. Η αισθητηριακή εμπειρία, θα λέγαμε, είναι ο τρόπος με τον οποίο το σώμα μας δένει τη ζωή του με τις άλλες ζωές που το περιβάλλουν, ο τρόπος με τον οποίο η γη συζεύγνυται με τις σκέψεις και τα όνειρά μας. Η αισθητηριακή αντίληψη είναι η κόλλα που ενώνει το μεμονωμένο νευρικό μας σύστημα με το ευρύτερο οικοσύστημα που μας περικλείει.

Όπως το σύνθετο μάτι της μέλισσας την προσελκύει στο αγριολούλουδο, όπως ο σολομός ονειρεύεται τον δρόμο του μέσα από τις διακυμάνσεις της μυρωδιάς που οδηγούν προς το ρεύμα του ποταμού που αποτελεί το σπίτι του, έτσι και οι δικές μας αισθήσεις έχουν από καιρό συντονίσει τη συνείδησή μας με συγκεκριμένες όψεις και αλλαγές της γης, προκαλώντας συγκεκριμένες διαθέσεις, ενοράσεις, ακόμα και πράξεις που λανθασμένα αποδίδουμε αποκλειστικά στους εαυτούς μας. Αν αγνοήσουμε ή υποτιμήσουμε την αισθητηριακή εμπειρία, χάνουμε μια πρωταρχική πηγή ευθυγράμμισης με την ευρύτερη οικολογία, θέτοντας σε κίνδυνο, κατά τη διαδικασία αυτή, τόσο τους εαυτούς μας όσο και τη γη.

Δεν λέω ότι πρέπει να αποκηρύξουμε την αφηρημένη λογική και απλά να παραδoθούμε στις αισθήσεις μας ή ότι πρέπει να σταματήσουμε την επιστημονική μας διερώτηση και την υπομονετική, προσεκτική ανάλυση των στοιχείων. Κάθε άλλο: λέω ότι ως στοχαστές και ως επιστήμονες πρέπει να προσπαθήσουμε να αφήσουμε τις ιδέες μας να εμπλουτιστούν από την άμεση αισθητηριακή εμπειρία που έχουμε για τον κόσμο που μας περιβάλλει. Επιπλέον, πρέπει να πασχίσουμε να εκφράσουμε τα επιστημονικά μας συμπεράσματα σε μια γλώσσα προσβάσιμη στην άμεση εμπειρία, και άρα σταδιακά να ευθυγραμμίσουμε την επιστήμη μας με τη ζωική νοημοσύνη των ζωντανών σωμάτων μας. (Η επιστήμη δεν μπορεί πλέον να αρνείται την ενσωμάτωση των επιστημόνων στον ίδιο τον κόσμο που μελετά· δεν μπορούμε πλέον να προσποιούμαστε ότι το ανθρώπινο μυαλό δύναται να απελευθερωθεί ολοκληρωτικά από την εξελιγμένη από κοινού με αυτό, σάρκινη ενσωμάτωσή του σε έναν, πέρα-από-τον-άνθρωπο, ιστό επιρροών.) Η αισθητηριακή εμπειρία, όταν τιμάται, ανανεώνει τον δεσμό μεταξύ των σωμάτων μας και της ζωντανής γης. Μόνο μια κουλτούρα που περιφρονεί και απορρίπτει τις αισθήσεις θα μπορούσε να παραμελήσει τη ζωντανή γη τόσο ολοκληρωτικά όσο η δική μας.

Αν μιλάμε για την ύλη ως κάτι ουσιαστικά άψυχο ή αδρανές, εγκαθιδρύουμε την ανάγκη για μια διαβαθμισμένη ιεραρχία των όντων: οι πέτρες δεν έχουν καμία απολύτως εμπειρία. Τα βακτήρια έχουν έναν ελάχιστο βαθμό ζωής. Τα φυτά έχουν λίγη περισσότερη ζωή, με έναν υποτυπώδη βαθμό ευαισθησίας. Τα «κατώτερα» ζώα αισθάνονται λίγο περισσότερο, αλλά και πάλι είναι κολλημένα στα ένστικτά τους. Τα «ανώτερα» ζώα αντιλαμβάνονται περισσότερα. Οι άνθρωποι μόνο είναι αληθινά συνειδητοί και έχουν νοημοσύνη. Με αυτόν τον τρόπο απομονώνουμε συνεχώς την ανθρώπινη αντίληψη πάνω και έξω από τον αισθητηριακό κόσμο. Αν, ωστόσο, θεωρήσουμε την ύλη ως κάτι ζωντανό (ή αυτο-οργανωμένο) από την αρχή, τότε οι ιεραρχίες εξαφανίζονται, και το μόνο που μας μένει είναι ένα ποικιλοτρόπως διαφοροποιούμενο πεδίο ζωντανών όντων, καθένα από τα οποία έχει τα δικά του χαρίσματα σε σχέση με τα άλλα όντα. Και βρίσκουμε τους εαυτούς μας όχι πάνω από αυτόν τον ζωντανό ιστό, αλλά ακριβώς μέσα στην καρδιά του: η δική μας αισθητικότητα αναπόσπαστο μέρος του αισθητηριακού τοπίου.

Αν συνεχίσουμε να μιλάμε για τα άλλα ζώα λες και είναι λιγότερο μυστηριώδη απ’ ό,τι εμείς, αν μιλάμε για τα δάση σαν να είναι άψυχα συστήματα και για τα ποτάμια και τους ανέμους σαν κατά βάση παθητικά στοιχεία, τότε αρνούμαστε την άμεση εμπειρία αυτών των δυνάμεων που πηγάζει μέσα από τα σπλάχνα μας. Και έτσι καταργούμε τις αισθήσεις μας και καταλήγουμε να ζούμε όλο και περισσότερο μέσα στο μυαλό μας. Σφραγίζουμε τη νοημοσύνη μας μέσα στον εαυτό της και αρχίζουμε να αντικρύζουμε τον κόσμο μόνο σαν θεατές – και ποτέ ως συμμετέχοντες. Αν, από την άλλη, θέλουμε να θυμηθούμε πώς είναι να νιώθεις ολοκληρωτικά κομμάτι αυτής της άγριας γης, τότε θα πρέπει να αρχίσουμε να μιλάμε κάπως διαφορετικά. Θα είναι μια δύσκολη αλλαγή, αλλά επίσης θα είναι περιέργως απλή, και αλλόκοτα οικεία· κάτι που τα παιδιά μας μπορούν να μας βοηθήσουν να θυμηθούμε. Αν στ’ αλήθεια επιθυμούμε να ξυπνήσουμε τις αισθήσεις μας, και να ανανεώσουμε έτσι την αλληλεγγύη μας με την υπόλοιπη γη, τότε πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι τα μυριάδες πράγματα γύρω μας έχουν τη δική τους ενεργή επιρροή πάνω στις ζωές και τις σκέψεις μας (και επίσης, φυσικά, το ένα πάνω στο άλλο). Πρέπει να αρχίσουμε να μιλάμε για τον αισθητηριακό μας περίγυρο με τρόπο ώστε τα ζωντανά σώματά μας να τον βιώνουν αληθινά – ως ενεργό, ως έμψυχο, ως ζωντανό.

[Το πρωτότυπο κείμενο είναι διαθέσιμο εδώ.]

Σχετικά με τον αρθρογράφο

kaboomzine