Πιάνοντας το νήμα από την αρχή και ξετυλίγοντας σιγά σιγά ολόκληρη την αλυσίδα της ανάλυσής μας, δεν έχουμε παρά να αναφερθούμε στην επιλογή του συγκεκριμένου τίτλου. Ως σημείο εκκίνησης, ο τίτλος, προβάλλει ως μια ειδική σήμανση που προσπαθεί να μας υποβάλλει τι σημαίνει Paul Valery.
Πιο συγκεκριμένα, η ποίηση για εκείνον δεν έχει να κάνει επ’ ουδενί με ένα πνευματικό προϊόν αυθαίρετο ή σχετικιστικό. Από την άλλη, δεν μπορούμε να συνηγορήσουμε υπέρ ενός απόλυτου υποκειμένου, ποιητικού εν προκειμένω, που συνέλαβε και περάτωσε ένα τέλειο αποτέλεσμα. Αυστηρή προϋπόθεση του, είναι να απαλλαγούμε από μια διαζευκτική λογική που κατευθύνεται μονοσήμαντα περιχαρακωμένη προς το έναν πόλο. Για να το πούμε ξεκάθαρα, ο ποιητής είναι και στοχαστής μαζί. Δύο πόλοι που λειτουργούν υπό το πρίσμα του περιεχομένου και της μορφοποίησης αντίστοιχα. Σημασία λοιπόν έχει, ο τρόπος με τον οποίο θα συναρμοσθούν σε μια ορισμένη τάξη τα διάφορα στοιχεία που έχει στη διάθεσή του.
Για να γίνει ακόμη πιο σαφές το τι θέλει να μας πει ο Valery, πρέπει να προχωρήσουμε σε μια αυστηρή διάκριση την οποία συναντούμε στα δύο από τα πιο θεωρητικά του βιβλία όπως το "Ποίηση και Αφηρημένη Σκέψη ή Καθαρή Ποίηση" και "Ο Άνθρωπος και το Κοχύλι". Το ότι μιλήσαμε παραπάνω για συνδυασμό και διευθέτηση σε μια συγκεκριμένη τάξη, του υλικού το οποίο έχουμε στη διάθεσή μας, δεν συνεπάγεται ένα καθαρό βλέμμα θεωρού που στοχάζεται και τακτοποιεί αποστασιοποιημένος από το υλικό που έχει ενώπιον του.
«Έχω τη συνήθεια ή τη μανία να θαυμάζω τα έργα μόνο εν τω γίγνεσθαι. Βλέπω τον ποιητή σαν έναν άνθρωπο, ο οποίος ξεκινώντας από κάποιο γεγονός, υφίσταται μια μυστική μεταμόρφωση. Ξεφεύγει από την κανονική του κατάσταση, της γενικής διαθεσιμότητας* (ή της φυσικής εστίασης, θα έλεγα εγώ), και συγκροτείται εντός του ένας φορέας, ένα σύστημα το οποίο δημιουργεί στίχους.»
Διασαφηνίζοντας λοιπόν τα ως άνω λεχθέντα, καθίσταται εύλογο ότι αποκλείει το μάτι του εξωτερικού θεωρού, κι αυτό, διότι προηγουμένως θέσαμε ως εναρκτήρια προϋπόθεση την απαλλαγή από τη διαζευκτική λογική της περιχαράκωσης. Για να λυθεί ο προβληματισμός που ανακύπτει σε αυτό το σημείο, πρέπει να βάλουμε μαζί τη σκέψη του στοχαστή και του ποιητή. Ο λόγος μας εδώ παρασύρει τον όρο "φαινομενολογική" του τίτλου. Το ποίημα είναι μια ύπαρξη που γεννάται και αναγεννάται. Κι αυτό βέβαια αφορά την νοηματοφόρα πηγή, δηλαδή το εκάστοτε υποκείμενο. Όπως το ποίημα είναι μια ύπαρξη, μια κατάσταση, έτσι λοιπόν σε αμοιβαία συνάφεια και το ίδιο το υποκείμενο ως αναγνώστης αυτό-διαμορφώνεται νοηματικά καθώς εργάζεται επί της διαδικασίας της συναρμογής. Ένα ατελεύτητο και απροσδιόριστο φάσμα ή ορίζοντας καλύπτει τη συνεχή αναδιαμόρφωση.
Αυτή είναι και η διαδικασία στην οποία καταγίνεται με ενθουσιασμό όπως τον διαβάζουμε στα βιβλία του. Δεν ξεχνά, όπως εκφαίνεται και από τη γλώσσα του ίδιου του ποιητή, να δώσει φωνή σε αυτή την πρωταρχική κατάσταση της γενικής διαθεσιμότητας ή φυσικής στάσης- εστίασης, όπως θα τολμούσα να προσθέσω εγώ. Δεν μπορούμε να αποκοπούμε από τον κόσμο και τον πλούτο των ερεθισμάτων με τα οποία μας πορίζει και κατά συνέπεια ζούμε, βιώνουμε τον κόσμο. Το ποίημα και ο αναγνώστης είναι μια ύπαρξη ή μια κατάσταση σύμφωνα με την οποία τοποθετούμαστε ως μια εκάστοτε ορισμένη κατάσταση. Κι εδώ θα αναφερθούμε πάλι στην δεύτερη παράγραφο για να εισδύσουμε σε μεγαλύτερο βάθος. Δεν έχουμε να κάνουμε με κανενός είδους σχετικισμό ή υποκειμενική αυθαιρεσία. Ας ακολουθήσουμε μερικούς από τους στίχους του στο έργο του "Το Θαλασσινό Κοιμητήριο" για να το κατανοήσουμε καλύτερα :
« Το τρωκτικό τ’ αληθινό, το αναντίρρητο σκουλήκι… Η σάρκα μου του αρέσει, και μέχρι το στρώμα μου επάνω, Σ’ αυτό το ζωντανό είδα πως ανήκω!... Σώμα μου, σπάσε τη στοχαστική αυτή μορφή! Στήθος μου, πιες τη γέννηση τ’ ανέμου! »
Στους στίχους αυτούς, αναδεικνύεται αυτό που ονομάζει ο ίδιος μουσικο-ποιητικό σύμπαν. Αν και ένα πρώτο και αφελές βλέμμα θα όριζε στο σημείο αυτό μια αντίφαση, στην πραγματικότητα δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Το γεγονός ότι ο Valery την ίδια στιγμή, και εννοώ εντός του ίδιου συντιθεμένου ποιήματος, έχει βάλει μαζί το θάνατο με τη ζωή ή τη γέννηση, με σημείο αναφορά το σώμα, δεν σημαίνει ότι ρευστοποιεί σε ακραίο βαθμό την ποιητική σκέψη του. Ακριβώς όμως επειδή πρόκειται τόσο για σκέψη όσο και για ποίηση, μας δείχνει μια εσωτερική αναγκαιότητα που λαμβάνει η εκάστοτε κατάσταση για την επίτευξη μιας ποιητικής ύπαρξης, ενός ποιήματος. Από δω και πέρα λοιπόν, το ορθό είναι να μιλάμε για ποιητική σκέψη και όχι για δύο όλως διακριτά και αποχωρισμένα μέλη.
*Με τον όρο "γενική διαθεσιμότητα" θέλω να εκφράσω την αφελή φυσική στάση της καθημερινότητας. Σκοπίμως εδώ χρησιμοποιώ τον όρο "φυσική εστίαση", προκειμένου να καταδείξω αφενός μια ασύνειδη και μη διαρθρωμένη σκέψη επί των πραγμάτων και αφετέρου για να φέρω σε αντιπαραβολή αυτή την φιλοσοφημένη διευθέτηση του υλικού που ορίζεται ως ένα ορισμένο νόημα για εμένα.