Διαβάζοντας κανείς την Ιστορία της Πολιτικής Σκέψης της Janet Coleman δεν μπορεί παρά να θαυμάσει τις σημαντικές και ουσιαστικές γνώσεις της, που αφορούν μάλιστα τόσους πολλούς και τόσο διαφορετικούς στοχαστές. Επίσης, όμως, δεν μπορεί παρά να απορήσει με την απλοϊκότητα ορισμένων διατυπώσεων που αναφέρονται στα σημερινά πολιτικά πράγματα και στη σύγκρισή τους με την αρχαιότητα. Γράφει, παραδείγματος χάρη, στο κεφάλαιο για τον Αριστοτέλη: "ο δικός μας σύγχρονος φιλελεύθερος πλουραλισμός, ο οποίος λειτουργεί προϋποθέτοντας ότι οι άνθρωποι μπορούν να ζήσουν ειρηνικά και με αμοιβαίο όφελος στην ίδα κοινωνία με ασύμβατα συστήματα αξιών, και όπου το κράτος δεν ευνοεί το ένα σύστημα σε βάρος του άλλου, θα ήταν είτε ακατανόητος είτε πραγματικό ανάθεμα για την επιτυχημένη κοινότητα, όπως την αντιλαμβανόταν ο Αριστοτέλης και οι κοινώς αποδεκτές απόψεις που παρουσιάζει." (281). Βρίσκουμε εδώ πυκνά διατυπωμένη την κλασική φιλελεύθερη αντίληψη, σύμφωνα με την οποία το κράτος είναι ένας ουδέτερος διατητής, που απλώς εξασφαλίζει ότι οι άνθρωποι συμβιώνουν χωρίς αδικίες και εχθροπραξίες, ενδεχομένως παρέχει στους ανθρώπους και κάποια minimum παιδείας και υγείας, αλλά, τελικά, επιτρέπει απλώς στον καθένα να επιδιώκει το αγαθό που ελεύθερα επιλέγει.
Η Coleman, φυσικά, δεν είναι μόνη. Ο επίσης σημαντικός φιλόσοφος John Rawls, στο κλασικό έργο του Θεωρία της Δικαιοσύνης, ξεκαθαρίζει ευθύς εξαρχής ότι οι αρχές της δικαιοσύνης που θα προτείνει είναι κατά κάποιον τρόπο ξεχωρισμένες από τα κοινωνικά ιδεώδη. Γράφει: "η βασική διάρθρωση [των θεσμών της κοινωνίας], όπως και οι κοινωνικοί διακανονισμοί γενικότερα, μπορεί να είναι όχι μόνο δίκαιη ή άδικη, αλλά και αποτελεσματική ή αναποτελεσματική, φιλελεύθερη ή ανελεύθερη και πολλά άλλα. Μια αντίληψη που ορίζει αρχές για όλες τις αρετές της βασικής διάρθρωσης, καθώς και για το πόσο βαρύνουν αυτές σε περίπτωση μεταξύ τους σύγκρουσης, είναι κάτι περισσότερο από μια αντίληψη δικαιοσύνης· είναι ένα κοινωνικό ιδεώδες. Οι αρχές της δικαιοσύνης δεν αποτελούν παρά μέρος, αν και ίσως το πιο σημαντικό, μιας τέτοιας αντίληψης." (34) Η ιδέα του Rawls που εκφράζεται εδώ, αν και ελαφρώς διαφορετική, είναι συναφής: μπορούμε να συλλάβουμε κάποιες αρχές κοινωνικής δικαιοσύνης που είναι ανεξάρτητες από τους στόχους και τις αξίες της θέσμισης της κοινωνίας και κατά τούτο ουδέτερες, "διαδικαστικές", δηλαδή μη εμπλεκόμενες με τα ουσιαστικά περιεχόμενα της κοινωνικής ζωής.
Στο παρόν κείμενο θα προσπαθήσουμε να εξετάσουμε την αντίληψη περί της ουδετερότητας του κράτους από τρεις σκοπιές. Η πρώτη είναι γνωστή και έχει συζητηθεί επαρκώς, επομένως δεν θα επιμείνουμε πολύ. Η δεύτερη αφορμάται από μια εξέταση της ίδιας της έννοιας του κράτους. Η τρίτη είναι η κατά τη γνώμη μας η πιο ουσιαστική για την παρούσα συζήτηση και, τρόπον τινά, η πιο ριζική· επιπρόσθετα, δεν είναι τόσο γνωστή, γι' αυτό θα την αναπτύξουμε κάπως περισσότερο-όσο γίνεται μέσα στο πλαίσιο αυτού του μικρού κειμένου.
Ας ξεκινήσουμε με την πρώτη κριτική που μπορεί να αρθρωθεί κατά της άποψης ότι το φιλελεύθερο κράτος είναι ουδέτερο. Αυτή συνίσταται στην ανάδειξη του γεγονότος ότι η υπέρμετρη συσσώρευση πλούτου στα χέρια λίγων, που συνεπάγεται ταυτόχρονα την πενία πολλών, αναιρεί στην πράξη κάθε δυνατότητα ουδετερότητας. Στις σύγχρονες κοινωνίες, η οικονομική εξουσία μεταφράζεται άμεσα σε πολιτική εξουσία. Η οικονομική ευμάρεια και η πολιτική επιρροή είναι συγκοινωνούντα δοχεία, δεν μπορούμε, επομένως, να κλείνουμε τα μάτια και να θεωρούμε την ισότητα της ψήφου επαρκές αποδεικτικό της ισότητας, της ελευθερίας και της ουδετερότητας. Όταν κάποιοι άνθρωποι είναι τόσο πλούσιοι ώστε να μπορούν να συνομιλούν προνομιακά με τις κυβερνήσεις των κρατών, όταν στην παρούσα φάση του καπιταλισμού ο χρηματοπιστωτικός τομέας είναι πιο ισχυρός από τους προέδρους μεγάλων χωρών, όταν, τέλος, οι πλούσιοι έχουν τις τηλεοράσεις τους μέσα στις κρεβατοκάμαρες των φτωχών, όπως πολύ όμορφα λέει ο Leonard Cohen, και επομένως μπορούν να κατευθύνουν την κοινή γνώμη, να τρομοκρατούν, να προπαγανδίζουν ανάλογα με τα συμφέροντά τους, να θέτουν κάθε φορά το ερώτημα με τον τρόπο που θέλουν ώστε να εκμαιεύσουν την αντίστοιχη απάντηση, τότε θα πρέπει κανείς να εθελοτυφλεί προκειμένου να μιλήσει για ουδετερότητα.
Φυσικά, η κατοχή ενός καναλιού, που υπονοείται στο τραγούδι του Cohen, δεν είναι το μόνο πρόβλημα. Θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί την επιρροή που ασκούν μεγαλοεπιχειρηματίες στους βουλευτές, ακόμη και λόγω της δυνατότητας να συνομιλούν προσωπικά μαζί τους σε δεξιώσεις, ή το σύστημα της χρηματοδότησης των κομμάτων στην Αμερική, κατά το οποίο οι πλούσιοι χρηματοδοτούν τις καμπάνιες των κομμάτων με αντάλλαγμα ευνοϊκές νομοθετικές ρυθμίσεις προς τα συμφέροντά τους. Ο Noam Chomsky έχει επιμείνει αρκετά επ’ αυτού (βλ για παράδειγμα Occupy, σελ 28 κε). Θα μπορούσαμε ακόμη να αναφερθούμε στα lobbys, στα συνταγματικά κατοχυρωμένα στην Ελλάδα προνόμια των εφοπλιστών, στην πίεση που ασκείται στους πολιτικούς μιας χώρας να πάρουν αποφάσεις προωθητικές των συμφερόντων των μεγαλοεπιχειρηματιών προκειμένου το εγχώριο κεφάλαιο να μην αποσύρει τις επενδύσεις του. Ας προσέξουμε εδώ ότι αναφερόμαστε σε μορφές επιρροής που τυπικά είναι απολύτως νόμιμες, σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα και νομοθετημένες: όχι απλώς δεν απαγορεύονται, αλλά προβλέπονται κιόλας. Δεν πρόκειται, δηλαδή, για θέματα που θα λύνονταν με έναν αυστηρότερο έλεγχο της διαπλοκής, του χρηματισμού, με μια επιβολή της διαφάνειας, αλλά για αναπόσπαστα κομμάτια του κοινωνικοπολιτικού συστήματος.
Περνώντας στο δεύτερο σημείο, θεωρούμε ότι είναι χρήσιμο να στοχαστούμε για λίγο πάνω στο τι σημαίνει κράτος. Από τη δική μας οπτική, το κράτος δεν ταυτίζεται με την εξουσία στην κοινωνία: εξουσία υπάρχει σε κάθε κοινωνία, όχι όμως και κράτος. Το νεωτερικό κράτος είναι ένας καταπιεστικός μηχανισμός ξεχωριστός από την κοινωνία. Εξ ου και το όνομά του. Η συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων στις σύγχρονες κοινωνίες δεν έχουν πρόσβαση σε αυτόν τον μηχανισμό. Το κράτος ούτε τους εκπροσωπεί, ούτε διασφαλίζει απλώς τη συμβίωσή τους υπό κάποιους κανόνες, όπως θα ήθελαν οι φιλελεύθεροι. Το κράτος ρυθμίζει τεράστια κομμάτια της ζωής τους αντί για αυτούς. Πρόκειται για μια εξουσία αποκομμένη από την κοινωνία, που βρίσκεται στα χέρια διάφορων μικρών ελίτ: των βιομηχάνων, των τραπεζιτών, της κορυφής της κομματικής γραφειοκρατίας, των ιδιοκτητών των ΜΜΕ κλπ.
Ίσως για να φωτιστεί καλύτερα αυτό το σημείο να έχει νόημα μια αντιπαραβολή, που είναι ταυτόχρονα και μια διόρθωση. Είναι λάθος να χαρακτηρίζουμε την αρχαία Αθήνα -με όλα τα καλά της και τα κακά της, δεν είναι αυτό το θέμα μας εδώ- "πόλη-κράτος". Ο όρος όχι μόνο είναι αναχρονιστικός, αλλά είναι και παραπλανητικός, γιατί στην Αθήνα, ενώ φυσικά υπήρχε εξουσία, αυτή βρισκόταν στα χέρια του συνόλου των πολιτών. Δεν υψωνόταν πάνω από την κοινωνία, αντιθέτως ασκούταν από την κοινωνία. Ο Θουκυδίδης αναφέρει: Άνδρες γαρ πόλις. Η πολιτική κοινότητα είναι οι πολίτες της, θα λέγαμε σε σύγχρονα συμφραζόμενα. Φυσικά, στην αρχαία Αθήνα το πολιτικό υποκείμενο υπόκειτο σε περιορισμούς απαράδεκτους για εμάς σήμερα: υπήρχαν δούλοι και οι γυναίκες δεν θεωρούνταν άξιες να συμμετάσχουν στην πολιτική ζωή. Αυτό όμως δεν είναι επιχείρημα υπέρ της κρατικής οργάνωσης. Κάλλιστα μπορούμε να διανοηθούμε μια κοινωνία στην οποία η εξουσία δεν θα είναι αποκομμένη από την κοινωνία και, παράλληλα, θα ασκείται από γυναίκες και άνδρες, δεν θα υπάρχει ανοχή για τη δουλεία και τον ρατσισμό και ούτω καθεξής- αυτή άλλωστε είναι και η κοινωνία την οποία επιθυμούμε.
Συνεπώς, η δεύτερη ένσταση απέναντι στη φιλελεύθερη αντίληψη για την ουδετερότητα του κράτους συνίσταται στο ότι η ίδια η έννοια του κράτους δεν είναι ουδέτερη: συνεπάγεται τον διαχωρισμό της κοινωνίας σε κυρίαρχους και κυριαρχούμενους, σε διευθυντές και διευθυνόμενους. Παρεμπιπτόντως, το ίδιο μπορεί να ειπωθεί και για τη διάκριση της ελευθερίας σε αρνητική και θετική. Πρόκειται για μια διάκριση που βρίσκουμε σε έναν εξέχοντα φιλελεύθερο στοχαστή, τον Iasaiah Berlin. Σύμφωνα με αυτήν, η αρνητική ελευθερία είναι η ελευθερία μου να μην καταπιέζομαι από το κράτος, ενώ η θετική ελευθερία είναι η ελευθερία να συμμετέχω ενεργά στη διακυβέρνηση. Πέρα από το γεγονός ότι η φιλελεύθερη σκέψη τείνει σαφώς υπέρ της πρώτης μορφής ελευθερίας, οφείλουμε επιπρόσθετα να υπογραμμίσουμε ότι ήδη το γεγονός ότι μιλάμε για αρνητική ελευθερία, σημαίνει ότι η εξουσία είναι κάτι ξεχωριστό από τους πολίτες, ότι κάποιος άλλος την ασκεί και απλώς προσπαθούμε να βάλουμε όρια στην αυθαιρεσία του κατά την άσκηση αυτής της εξουσίας.
Τέλος, και αυτό ίσως είναι το πιο ουσιώδες επιχείρημά μας, υποστηρίζουμε ότι ποτέ καμία κοινωνία, ακόμη κι αν δεν είναι κρατική, δεν είναι ουδέτερη. Η φιλελεύθερη αντίληψη βλέπει την κοινωνία σαν μια πλήρως διαφανή γυάλα μέσα στην οποία τα άτομα αιωρούνται ελεύθερα και επιλέγουν μόνα τους το δικό τους αγαθό. Αυτή η σύλληψη παραβλέπει ουσιώδεις πτυχές κάθε κοινωνίας. Η κοινωνία δεν είναι ένα απλό άθροισμα των ατόμων που την αποτελούν. Έχει αξίες, θεσμούς, στόχους, φαντασιακές σημασίες που τη συνέχουν, που ξεπερνούν τα άτομα και μάλιστα τα διαμορφώνουν. Όλοι μας γεννιόμαστε μέσα σε μία γλώσσα και σε μια παράδοση που δεν έχουμε επιλέξει και που μας διαμορφώνει σε απίστευτο βαθμό. Βρίσκουμε τους όρους της σκέψης μας και τα υλικά με τα οποία χτίζουμε τον ιδιόκοσμό μας μέσα στην κοινωνία που υπάρχει πριν από εμάς και μας περιμένει. Ακόμη και τις αξίες που θα επιλέξουμε, τις διαλέγουμε μέσα από ένα φάσμα αξιών που υπάρχουν ήδη σε αυτή την κοινωνία, ή έστω υπάρχουν μέσα στον ορίζοντα του νοητού της. Ακόμη κι όταν είμαστε επαναστάτες και μιλάμε κόντρα στην κοινωνία στην οποία ζούμε, αντιμαχόμαστε αυτή τη δεδομένη κοινωνία και όχι κάποια άλλη. Δεν θα γινόταν να είναι κανείς αριστερός στο Βυζάντιο ούτε χριστιανός στην αρχαία Σπάρτη.
Όλα αυτά φανερώνουν ότι καμία κοινωνία δεν μπορεί να είναι ουδέτερη: στο βάθος, ακόμα και η μεγαλύτερη δυνατή "ουδετερότητα", που θα συνίστατο ίσως στην αποχή από νέες δημιουργικές πράξεις ή παρεμβάσεις, θα σήμαινε μια θετική επικύρωση της υπάρχουσας κατάστασης, επομένως, για μία ακόμη φορά, δεν θα ήταν ουδετερότητα. Και πράγματι, είναι φανερό ότι οι σύγχρονες κοινωνίες, ακόμη κι όταν είναι φιλελεύθερες, δεν είναι ουδέτερες: θεσμίζουν τα άτομα που ζουν σε αυτές με τρόπο ώστε να είναι κατάλληλα για τη ζωή μέσα σε αυτές. Είναι πραγματικά αξιοπερίεργο το γεγονός ότι, ενώ πάρα πολλοί άνθρωποι συνειδητοποιούν και κριτικάρουν την άθλια κατάσταση των σύγχρονων εκπαιδευτικών συστημάτων, ενώ τονίζουν πως η έλλειψη σφαιρικής μόρφωσης και καλλιέργειας και η διαρκώς αυξανόμενη εξειδίκευση οδηγούν στην παραγωγή ατόμων-γραναζιών χωρίς κριτική σκέψη, δεν κάνουν και το επόμενο, απαραίτητο βήμα. Δεν βλέπουν, δηλαδή, ότι αυτά τα γρανάζια είναι ακριβώς ό,τι χρειάζεται ο καπιταλισμός σήμερα. Τι χρησιμότητα μπορεί να έχει στο σημερινό κοινωνικοοικονομικό γίγνεσθαι η κριτική σκέψη; Το πιθανότερο αποτέλεσμά της θα ήταν απλώς να μεταμορφώσει τους ανθρώπους σε εχθρούς του παραλογισμού που βιώνουμε. Πώς, λοιπόν, περιμένουμε να καλλιεργηθεί;
Κλείνοντας, οφείλουμε να σημειώσουμε ότι, ενώ τα δύο πρώτα σημεία (η οικονομική ανισότητα και η ύπαρξη κράτους) αναφέρονται συγκεκριμένα στις σύγχρονες κοινωνίες και μπορούμε να παλέψουμε για την εξάλειψή τους, το τρίτο, δηλαδή η -πάντα παρεμβατική- διαμόρφωση των ανθρώπων από την κοινωνία στην οποία ζουν, δεν εξαλείφεται, είναι ένα μόνιμο χαρακτηριστικό της ύπαρξης εν κοινωνία. Αυτό όμως που μπορεί και πρέπει να αλλάξει είναι οι στόχοι αυτής της διαμόρφωσης: από το πάθος για τα εμπορεύματα και την πολιτική απάθεια, πρέπει να περάσουμε στο πάθος για τα κοινά, στην κοινωνική αλληλεγγύη, στην αγάπη για τη δημιουργία και την τέχνη. Κάτι τέτοιο, φυσικά, προϋποθέτει τον ριζικό μετασχηματισμό ολόκληρης της κοινωνίας.