Θεωρία

Για την ενσώματη ύπαρξη στην ψηφιακή εποχή

από kaboomzine

Στην παρούσα συνθήκη της καραντίνας, καθώς τα chat δουλεύουν ασταμάτητα και οι web κάμερές μας υπερφορτώνουν, φαίνεται πολύ λογικό να αναστοχαστεί κανείς πάνω στη σημασία των νέων, ψηφιακών τεχνολογικών μέσων. Το εγκώμιό τους πλέκεται ασταμάτητα, μέσα από τη μόνιμη επωδό «τι θα κάναμε χωρίς αυτά;». Μέσα στην εξάρτησή μας από αυτές τις τεχνολογίες, ξεχνάμε ότι όπως και να ’χει θα κάναμε κάτι, όπως έκαναν οι άνθρωποι και πριν από την έλευσή τους. Αυτό το κάτι θα μπορούσε να λειτουργήσει και ως μια μικρή υπενθύμιση του ότι υπήρξαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν πάντα κι άλλοι τρόποι για να ζει και να επικοινωνεί κανείς.

Χωρίς να παραβλέπουμε τη δύναμη της κοινωνικής πραγματικότητας, και χωρίς να μπούμε στην τεράστια συζήτηση για τον ρόλο των ψηφιακών μέσων στη συγκρότηση των υπερπαγκοσμιοποιημένων και υπερδικτυωμένων κοινωνιών που πλήττονται από τον ιό, σκεφτόμαστε ότι το σημερινό αναγκαστικό overdose της ψηφιακότητας καθιστά ταυτόχρονα ανάγλυφο και αυτό που μας λείπει αφόρητα στη δεδομένη συνθήκη: την ενσώματη παρουσία και επαφή.

Έτσι, αναδημοσιεύουμε με ορισμένες τροποποιήσεις ένα παλιότερο κείμενο που αρχικά είχε συμπεριληφθεί στο δεύτερο τεύχος μας, ως σχόλιο σε ένα άρθρο του Ιβάν Ίλιτς για την «Πληροφοριακή εγγραμματοσύνη και το όνειρο της κυβερνητικής».

~

Η γενικευμένη χρήση των ψηφιακών τεχνολογιών στην καθημερινότητά μας εγκωμιάζεται για τις νέες δυνατότητες που μας προσφέρει, εμπλουτίζοντας τις συγκινήσεις, διευρύνοντας τις επαφές, ενδυναμώνοντάς μας γνωσιακά, συναισθηματικά, ηθικά.

Όμως αυτός ο διαρκής πανηγυρικός περί των νέων μέσων, υπό την προϋπόθεση φυσικά της συνετής και βιώσιμης χρήσης τους, τείνει να εστιάζει σχεδόν αποκλειστικά στη λειτουργική τους διάσταση, σε ό,τι μπορούμε να κάνουμε με αυτά, να μάθουμε μέσα από αυτά, αγνοώντας τη συμβολική επίδραση των τεχνικών μέσων στην ανθρώπινη συνείδηση και εν τέλει στην κοινωνική διαμόρφωση της ανθρώπινης υποκειμενικότητας.

Πέρα από την αμιγώς εργαλειακή-λειτουργική διάσταση των ψηφιακών εργαλείων με τα οποία αλληλεπιδρούμε καθημερινά, ίσως πρέπει να στρέψουμε το ενδιαφέρον μας στην ικανότητά τους να αναδιοργανώνουν την αντίληψή μας για τον κόσμο και τον εαυτό μας. Υπό μια τέτοια σκοπιά, το ερώτημα που μας απασχολεί δεν είναι τόσο το «τι κάνουν» αυτά, αλλά κυρίως το «τι μας λένε».

Η σημασιακή διάσταση των τεχνικών μέσων επιδρά πάνω μας μέσα από τη διαμόρφωση ισχυρών μεταφορών. Αυτές διαχέονται στην καθημερινή ζωή ανανοηματοδοτώντας δραστηριότητες και σχέσεις, μετατοπίζοντας ανεπαίσθητα, αλλά εξίσου καταλυτικά, τα περιεχόμενα της καθημερινής μας εμπειρίας. Ας σκεφτούμε εδώ τη συχνή χρήση των μεταφορών και των ανάλογων εικόνων του δικτύου ή της διαδραστικότητας· της πλατφόρμας ή του λειτουργικού περιβάλλοντος, ακόμη και για την περιγραφή σχέσεων ή τρόπων συνύπαρξης πολύ μακριά από τα αρχικά τους τεχνικά συμφραζόμενα. Για μια τέτοιου τύπου επιρροή δεν απαιτείται η εξειδικευμένη γνώση προγραμματισμού ή η εξοικείωση με την επιστήμη των υπολογιστών, όπως ακριβώς η κοινωνική επενέργεια της μεταφοράς του βιβλίου, της γραφής και του κειμένου δεν προϋπέθετε τη λειτουργική γνώση γραφής και ανάγνωσης.

Ένα από τα σημαντικά ζητήματα στα οποία αξίζει να σταθεί κανείς είναι η διαδικασία της αποσωματοποίησης που λαμβάνει χώρα κατά τον συσχετισμό μας με τις τεχνολογίες πληροφορίας και επικοινωνίας. Η ενσώματη εμπειρία του εαυτού μας και του κόσμου υπονομεύεται, καθώς η αντίληψη ανασυγκροτείται μέσα από τεχνογενείς όρους αντλημένους από την κυβερνητική. Αφηρημένες κατασκευές, πλαστικές λέξεις, στατιστικές προσομοιώσεις ανακατασκευάζουν την ανθρώπινη εμπειρία ως μια ασώματη συνθήκη, σχεδόν αποκλειστικά βυθισμένη σε ένα ανθρωπογενές και τεχνογενές περιβάλλον. Την ίδια στιγμή, διαμορφώνουν τύπους ανθρώπου που αντιλαμβάνονται τον κόσμο ως ένα λειτουργικό περιβάλλον δεδομένων και τους εαυτούς τους ως πομπούς και διαχειριστές μηνυμάτων, σε διαρκή επικοινωνία, και γι’ αυτό σε διαρκή αναζήτηση feedback από τους αποδέκτες των μηνυμάτων αυτών. Το δίχως άλλο, και σε αυτά τα ψηφιακά περιβάλλοντα η σωματική μας υπόσταση δεν εξαϋλώνεται, έτσι απλά, σε ένα αχανές σύμπαν δυαδικών ψηφίων. Επαναπροσδιορίζεται, ωστόσο, υπό την ισχυρή τεχνική μεσολάβηση των μονίμως ανοικτών συσκευών μας, που ακτινοβολούν μέσα από τις οθόνες τους όχι μόνο εκείνη τη, συνηθισμένη πια, παράξενη φωτεινότητα, αλλά και μία δέσμη νέων κατανοήσεων για τον εαυτό μας και τους άλλους.

Έτσι, αυτό το σώμα που υποχωρεί και περιθωριοποιείται σε μια τέτοια συνθήκη τεχνικής μεσολάβησης δεν είναι εκείνο το υλικό που κατέχουμε και επί του οποίου μπορούμε να παρεμβαίνουμε στρατηγικά, προστάζοντας και κατευθύνοντάς το από το εγκεφαλικό μας κέντρο. Δεν γίνεται, δηλαδή, εδώ λόγος για το ήδη πανταχού παρόν σώμα στις ασκήσεις του γυμναστηρίου, στις τροφές μιας πολλά υποσχόμενης νέας δίαιτας, στον στιγμιαίο πόνο ενός ακόμη τατουάζ ή πίρσινγκ. Όχι ένα άθροισμα σάρκινων λειτουργιών, το υλικό από το οποίο σμιλεύεται η ωραία του μορφή, ο λευκός καμβάς για κάθε είδους αισθητική παρέμβαση. Το σώμα ούτε ως αντικείμενο κακοποίησης ή εγκατάλειψης ούτε ως επιφάνεια μιας σχολαστικής και ατέρμονης επιμέλειας του εαυτού.

Αντίθετα, η άλλη αυτή σωματικότητα αποτελεί την απαραίτητη συνθήκη της εγκόσμιας ύπαρξής μου· τον καλό αγωγό που με γειώνει στον κόσμο· εκείνο τον «φρουρό που στέκει σιωπηλά κάτω απ’ όλα μου τα λόγια, κάτω απ’ όλες μου τις πράξεις» και εξασφαλίζει στην ύπαρξή μου όχι απλά μια θέση, αλλά την παρουσία της μέσα σε έναν ορίζοντα σημασιών. Συνιστά, εν τέλει, τον απαραίτητο όρο για τη συγκρότηση των ίδιων των σημασιών της ζωής μας και την αποφυγή της μετατροπής τους σε νοήματα ή ιδέες. Οι δύο τελευταίες κατηγορίες μοιάζουν να υπονοούν μια επεξεργασία νοητικού τύπου ή έναν άσαρκο διανοητισμό. Σκεφτόμαστε, έχουμε ιδέες τις οποίες επεξεργαζόμαστε και ύστερα επιδιώκουμε την εφαρμογή τους σε ό,τι μας περιβάλλει. Στην καλύτερη περίπτωση, τα νοήματα και οι ιδέες προσιδιάζουν σε ό,τι μπορεί να νοηθεί· στη συνείδηση ότι έχουμε ένα σώμα. Αντίθετα, οι σημασίες εκφράζουν την πληρέστερη δυνατή αντίληψή μας για τον κόσμο που, ως κατεξοχήν ενσώματη, πηγαίνει πέρα τόσο από τον διανοητισμό των ιδεών όσο και από τον αντικειμενισμό των επιστημών. Επιβεβαιώνουν με έναν τρόπο άρρητο και μη αρχικά συνειδητό τη σχέση μας με ό,τι μας περιβάλλει ως πρωταρχική συνάφεια, ως σάρκινη επαφή. Με τη σειρά τους, προσιδιάζουν στη συνείδηση ότι είμαστε το σώμα μας.

Η αποσωματοποίηση αυτή, φυσικά, δεν αποτελεί κάτι το νέο για τον μοντέρνο δυτικό πολιτισμό, και οι συνέπειες της αφορούν πολλές και κρίσιμες διαστάσεις της ύπαρξης· από την αντίληψη της πραγματικότητας και την ικανότητα απόκτησης πρακτικών δεξιοτήτων έως την αίσθηση του κινδύνου και το αίσθημα ευθύνης απέναντι στον άλλο.

Η σχέση ανάμεσα στο εγώ και στο εσύ ως δύο εγκόσμιες και ενσώματες υπάρξεις μοιάζει να τίθενται εν αμφιβόλω από τις νέες τεχνολογίες. Η σχέση αυτή μετατρέπεται σταδιακά σε σύνδεση και τα πρόσωπα που μέχρι τώρα συνομιλούσαν, δεν σταματούν να συνδέονται και να επικοινωνούν. Όμως η διαρκής συνδεσιμότητα και η ακατάπαυστη επικοινωνία όλων με όλους υπάρχουν, λειτουργούν και σημαίνουν κάτι για εμάς επειδή αρδεύονται από τη σημασιακή πηγή του ενσώματου εαυτού μας. Η νοητική επεξεργασία και οι καλές ιδέες δεν μπορούν να σταματήσουν να βασίζονται στην εξασφάλιση που παρέχει ο σιωπηρός φρουρός ότι παραμένουμε ακόμη εντός του κόσμου, σε σάρκινη σχέση μαζί του.

Σίγουρα, η χρήση των ψηφιακών μέσων μπορεί να διευρύνει τις προσλαμβάνουσές μας, να μας εξοικειώσει με νέες όψεις της κοινωνικής πραγματικότητας, να απαλύνει τη μοναξιά των ακούσια ή εκούσια περιορισμένων συναναστροφών μας. Ωστόσο, όσο ενδιαφέρουσα, διασκεδαστική ή εποικοδομητική μπορεί να είναι μια τέτοια συνθήκη, δεν παύει να θέτει σημαντικά πολιτικά και ηθικά ζητήματα, που είναι αδύνατον να παρακαμφθούν.

Ο συγκεκριμένος, ενσώματος άλλος που στέκεται ενώπιόν μου αποτελεί τη βάση μιας ουσιαστικής κατανόησης, που συντελείται δίχως την προβολή προκατασκευασμένων κατηγοριών ή αφηρημένων γενικεύσεων για αυτόν, πάνω σε αυτόν. Το ειλικρινές άνοιγμα σε ό,τι λέει και κάνει μπορεί, έτσι, να αποτελέσει την αφετηρία μιας απροκατάληπτης συνομιλίας, μιας γόνιμης συμφωνίας ή διαφωνίας μαζί του, καθώς και την πηγή του αισθήματος ευθύνης και ηθικής δέσμευσης απέναντί του. Ανάλογα, η ίδια η ύπαρξή του, όπως μου φανερώνεται πέρα από τις τεχνητές εικόνες και τα πληροφοριακά δεδομένα που συγκροτούν το προφίλ του, δεν είναι παρά η καλύτερη επιβεβαίωση της ίδιας μου της ύπαρξης. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η ανταπόκρισή του στη δική μου ενσώματη παρουσία είναι το αφιλοκερδές, απρόθετο δώρο του προς εμένα. Αυτή η πρωταρχική σχέση με διαμορφώνει ως ύπαρξη και με οδηγεί, λυτρωτικά, έξω από το δωμάτιο με τους καθρέφτες· τη φυλακή του εαυτού μου.

Γιώργος Περτσάς

Σχετικά με τον αρθρογράφο

kaboomzine