του Νίκου Τσουκαλά
Το σύγχρονο μάντρα «σκέψου θετικά» ηχεί γνώριμο γύρω μας, έχοντας καταστεί μία από τις πλέον κοινότοπες συμβουλές. Από τα εγχειρίδια αυτοβοήθειας, τη Θετική Ψυχολογία, τη διαφήμιση, τους κάθε είδους γκουρού του New Age αλλά και τους life coaches και τους influencers που ξεπηδούν κατά χιλιάδες καθημερινά στο διαδίκτυο, μέχρι τους φίλους και τους οικείους που αναπαράγουν –εσχάτως– τους κυρίαρχους λόγους περί ευτυχίας και αυτοπραγμάτωσης, όλοι έχουν βαλθεί να μας πείσουν πως τα προβλήματά μας οφείλονται σε κάποιον λανθασμένο τρόπο σκέψης. Κάθε στοιχείο κριτικής κι αρνητικότητας οφείλει να απωθηθεί, αν όχι να κατασταλεί, στο διαρκές κυνήγι της χαράς και της ευτυχίας. Αν αυτές μας διαφεύγουν, δεν αποτελεί φυσικά παρά δική μας ευθύνη να τις κατακτήσουμε, καλούμενοι να ξεπεράσουμε τις «ανεπάρκειές» μας. Όλα εμφανίζονται ως εάν σε αυτή τη συνωμοσία της θετικότητας, της «εορταστικότητας» και του διαρκούς κυνηγιού της ευτυχίας, ο κόσμος να μην είναι παρά μια αντανάκλαση του εσωτερικού μας κόσμου, τον οποίο καλούμαστε να διαχειριστούμε αποδοτικότερα, για να επιτύχουμε τα ζητούμενα αποτελέσματα. Πώς όμως αυτές οι νέες επιταγές της ατομικής πρωτοβουλίας, της αυτοβελτίωσης και της αυτοπραγμάτωσης έγιναν τόσο κοινώς αποδεκτές στα πλαίσια ενός νέου κοινωνικού κανονιστικού συστήματος, και μάλιστα σε βαθμό που οποιαδήποτε κριτική σε αυτές να φαντάζει από μίζερη έως και ανούσια ή αναχρονιστική;
Στο βιβλίο τους με τίτλο Ευτυχιοκρατία, Πώς η βιομηχανία της ευτυχίας κυβερνά τη ζωή μας (μτφρ. Β. Πέτσα, εκδ. Πόλις, 2020), οι συγγραφείς Εdgar Cabanas και Eva Illouz αναδεικνύουν ακριβώς αυτή τη διαδρομή της καθολικής αποδοχής του προσωπικού, αλλά κατά βάση «πολιτικού», στόχου της ευτυχίας στις κοινωνίες της ύστερης νεωτερικότητας. Παράλληλα επιχειρούν μια ενδιαφέρουσα αποδόμηση της Θετικής Ψυχολογίας, εντάσσοντάς τη στο γενικότερο κοινωνικο-οικονοµικό πλαίσιο εμφάνισής της στα τέλη του 20ού αιώνα, δηλαδή στη συνθήκη κυριαρχίας της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας. Αναλύουν τον τρόπο με τον οποίο τα προτάγματά της, τη στιγμή της ραγδαίας ανάρρησής της σε αναγνωρισμένη επιστήμη, εργαλειοποιήθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν για την κατάρρευση των συλλογικών αφηγήσεων, την εξατομίκευση της κοινωνικής ζωής, την αποδιοργάνωση των εργασιακών σχέσεων, την ψυχολογικοποίηση των κοινωνικών επαφών, την εμπορευματοποίηση της ψυχικής υγείας, και κυρίως τη μετατόπιση της σκέψης μας από δομικές αιτίες και κοινωνικά ζητήματα, σε ατομικά και ψυχικά ελλείμματα.
Στόχος της πολιτικής δεν είναι η ευτυχία, αλλά η ελευθερία.
Κ. Καστοριάδης
Στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου περιγράφεται η σχέση μεταξύ ευτυχίας και πολιτικής, καθώς και η σχέση μεταξύ του κλάδου της Θετικής Ψυχολογίας και των Οικονομικών της Ευτυχίας. Ήταν το έτος 1998 όταν ο Μάρτιν Σέλιγκμαν, πρόεδρος της Αμερικανικής Ψυχολογικής Εταιρείας (APA), παρουσίασε το μανιφέστο της Θετικής Ψυχολογίας, με το οποίο θέλησε να ρίξει φως στους παράγοντες που επιτρέπουν σε άτομα, ομάδες και κοινωνίες να ευδοκιμούν. Το μανιφέστο έμοιαζε περισσότερο με έκθεση προθέσεων παρά με κάποιο στιβαρό επιστημονικό έργο. Μολαταύτα, μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, ο ίδιος κατόρθωσε να βρει χρηματοδότες (ανάμεσα στους οποίους μεγάλες πολυεθνικές εταιρίες και κυβερνήσεις), να ιδρύσει το Κέντρο Θετικής Ψυχολογίας και να δημιουργήσει ένα θεσμικό δίκτυο παγκόσμιας εμβέλειας με διδακτορικά, μεταπτυχιακά, βραβεία και υποτροφίες, προσελκύοντας έναν τεράστιο αριθμό ψυχολόγων. Παρά τις κριτικές που ασκήθηκαν και οι οποίες υποστήριζαν ότι η Θετική Ψυχολογία δεν αποτελεί παρά μια ανακυκλωμένη ιδεολογία με τη μορφή πινάκων, γραφημάτων και διαγραμμάτων, απέκτησε ένα επιστημονικοφανές κύρος και μια υποτιθέμενη αντικειμενικότητα. Η ευτυχία μετατράπηκε έτσι σε μετρήσιμο, ποσοτικοποιημένο, αυταπόδεικτο αγαθό και ταυτόχρονα σε μέτρο οικονομικής αξίας· ένα κατασκεύασμα μέτρησης της οικονομικής και κοινωνικής προόδου ενσωματωμένο στην τεχνοκρατική διακυβέρνηση, ένα εργαλείο για την κατανόηση και τη διαμόρφωση της κοινής γνώμης σε κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα. Παρ’ όλα τα μεθοδολογικά ζητήματα που τίθενται, με τη μετατροπή της σε ένα αμερόληπτο και αντικειμενικό μέγεθος ενταγμένο σε μία μαζική κλίμακα κόστους-οφέλους, η ευτυχία προωθείται σε μια από τις κυριότερες οικονομικές, πολιτικές και ηθικές πυξίδες εντός των νεοφιλελεύθερων κοινωνιών, αποκρύπτοντας τις ποικίλες δομικές πολιτικές και οικονομικές ανεπάρκειες. Για παράδειγμα, μια μελέτη αναφορικά με τον δείκτη ευτυχίας που καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η εισοδηματική ανισότητα συνδέεται με υψηλότερα επίπεδα ευτυχίας στις αναπτυσσόμενες χώρες, κάλλιστα μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι οποιαδήποτε άσκηση πολιτικής για τη μείωσή της είναι δυνητικά επιζήμια. Αυτή η φαινομενικά μη ιδεολογική και καθαρά τεχνοκρατική διευθέτηση πολιτικών και οικονομικών ζητημάτων με βάση τη μέτρηση της ευτυχίας, παρά τις διακηρύξεις της, είναι βασισμένη σε έναν βαθύ μυστικιστικό ηθικισμό και μια ουσιαστικά αντιδημοκρατική και αυταρχική νοοτροπία. Επομένως, σύμφωνα με αυτή τη γραμμή σκέψης, οι κυβερνώντες επιλέγουν ορθολογικά να αντιμετωπίζουν τους ανθρώπους ως «δεδομένα», δίχως να ζητούνται οι δικές τους απόψεις, καθώς προϋποτίθεται ότι αυτές είναι δυνητικά ασυνάρτητες, «λανθασμένες», ή ότι εν τέλει ίσως δεν συμβαδίζουν με τις νέο-ωφελιμιστικές αξίες που επιχειρούν να μεταμφιέσουν μέσω της επιστημονικοφάνειας.
Τα οικονομικά είναι η μέθοδος. Ο στόχος είναι να αλλάξουμε την καρδιά και την ψυχή.
Μ. Θάτσερ
Στο δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου, αναλύεται η σχέση μεταξύ Θετικής Ψυχολογίας και νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας. Ο νεοφιλελευθερισμός εδώ ορίζεται όχι μόνο ως μια πολιτικo-οικονομική θεωρία και πρακτική, αλλά ευρύτερα ως ατομικιστική κοινωνική φιλοσοφία. Η στροφή προς την ευτυχία συνέπεσε, όχι τυχαία, με την κατά Λιποβετσκύ «δεύτερη ατομικιστική επανάσταση», μια πολιτισμική διαδικασία η οποία μετέβαλε την πολιτική και κοινωνική τάξη λογοδοσίας στις προηγμένες καπιταλιστικά κοινωνίες, στρέφοντας το βλέμμα από τα δομικά ελλείμματα, τις αντιφάσεις και τα παράδοξα αυτών των κοινωνιών στα ψυχολογικά χαρακτηριστικά και τις ατομικές ευθύνες των ανθρώπων. Στο πλαίσιο της κατάρρευσης του κοινωνικού προς όφελος του ψυχολογικού, η δημόσια πολιτική αντικαθίσταται από δέσμες «θεραπευτικών» πολιτικών και η ρητορική της ευτυχίας σταδιακά παίρνει τη θέση του ατομικιστικού αφηγήματος στον ορισμό του νεοφιλελεύθερου προτύπου πολιτειότητας. Γιατί όμως η ευτυχία και όχι κάποια άλλη αξία κατέληξε να διαδραματίζει τόσο κομβικό ρόλο στις νεοφιλελεύθερες κοινωνίες; Κατά τους συγγραφείς, αυτό οφείλεται στο ότι η ευτυχία παρέχει, μέσω της ουδέτερης εγκυρότητας του επιστημονικού της λόγου, ένα εργαλείο μη ιδεολογικά φορτισμένο, κατάλληλο για την εδραίωση και τη νομιμοποίηση του ατομικισμού. Παρά την ευρέως αποδεδειγμένη σχέση μεταξύ ευτυχίας και ατομικισμού, πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η ευτυχία αποδείχτηκε επιτυχής ακριβώς εξαιτίας αυτού του υποκείμενου ατομικισμού της, ο οποίος παράγει έναν οικουμενικό και α-πολιτικό λόγο περί ατόμου που επιτρέπει τη σύλληψη της ζωής του καθενός ως ξέχωρης από την κοινότητα, καθιστώντας τον εσωτερικό κόσμο πηγή και αιτία όλων των συμπεριφορών. Μολονότι και η συμβατική ψυχολογία είναι στενά συνδεδεμένη με τον ατομικισμό, η διαφορά τους έγκειται στην κυκλικότητα και την κατηγορηματικότητα με την οποία η Θετική Ψυχολογία αντιλαμβάνεται την ευτυχία και τη συσχετίζει με τον ατομικισμό τόσο από ηθική όσο και από εννοιολογική σκοπιά. Υποτίθεται ότι η Θετική Ψυχολογία ως επιστήμη είναι περιγραφική και συνεπώς ουδέτερη∙ όμως η αγαθότητα της ευτυχίας στην οποία βασίζεται, σχετίζεται με την ηθική όσο οποιαδήποτε άλλη αιτιολόγηση. Επίσης, οι Θετικοί Ψυχολόγοι αναγορεύουν τον ατομικισμό σε πολιτισμική και ηθική προϋπόθεση της ευτυχίας και την ευτυχία σε επιστημονική θεμελίωση του ατομικισμού ως ηθικά ορθής αξίας, καταλήγοντας συχνά σε ταυτολογικές συλλογιστικές, που εντούτοις δεν γίνονται εύκολα αντιληπτές. Οι τρόποι εννοιολόγησης και καταμέτρησης της ευτυχίας είναι επίσης ιδιαίτερα ατομικιστικοί και τείνουν να αγνοούν άλλους παράγοντες, όπως τις κοινωνικές, πολιτικές και πολιτισμικές συνθήκες και περιστάσεις. Μάλιστα, σύμφωνα με την περίφημη φόρμουλα της ευτυχίας του εισηγητή της Θετικής ψυχολογίας Σέλιγκμαν, μόλις το 10% της παραγόμενης ευτυχίας επηρεάζεται από τις κοινωνικές περιστάσεις και δη όχι από τον αντικειμενικό χαρακτήρα των κοινωνικών διεργασιών, αλλά από τον υποκειμενικό τρόπο με τον οποίο αυτές εσωτερικεύονται, ενώ το υπόλοιπο 90% τοποθετείται στο βασίλειο της ατομικότητας και του εσωτερικού μας κόσμου. Ειδικότερα με την έλευση της παγκόσμιας οικονομικής κρίση του 2008, ο εσωτερικός κόσμος προτάχθηκε ακόμα περισσότερο ως ένα «ψυχικό καταφύγιο» μέσα στο οποίο αναζητείται η δύναμη της θέλησης. Πράγματι, σε επισφαλείς συνθήκες και με τις δομικές δυνάμεις που διαμορφώνουν τις ζωές των ανθρώπων να παραμένουν αθέατες και ακατανόητες, τεχνικές όπως η ενσυνειδητότητα (mindfulness) απέκτησαν τεράστια δημοφιλία και μετατράπηκαν σε παγκόσμια επικερδή βιομηχανία. Η ενσυνειδητότητα, εναρμονιζόμενη πλήρως με τη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία, μετατρέπει την εμμονική ενασχόληση με τον εσωτερικό μας κόσμο και την ψυχική αυτοβελτίωση σε ηθική επιταγή, προσωπική ανάγκη και οικονομικό κεφάλαιο. Υποσχόμενη να δράσει ως πανάκεια έναντι των ενδημικών προβλημάτων των νεοφιλελεύθερων κοινωνιών, η «φυγή προς τα μέσα» εξελίχθηκε όχι μόνο στο ιδανικό σύγχρονο αναισθητικό, αλλά και σε ένα εργαλείο προσαρμογής και μεταμόρφωσης των ατόμων ώστε να μπορούν να αντεπεξέλθουν σε ένα άκρως ανταγωνιστικό και επισφαλές κοινωνικό περιβάλλον. Άλλωστε, τα άτομα καλούνται πρώτα να εμπεδώσουν την πεποίθηση ότι η ρίζα των προβλημάτων τους εντοπίζεται στα ίδια και τον εσωτερικό τους κόσμο, κι όχι στην οικονομικο-κοινωνική πραγματικότητα που τα περιβάλλει, και κατόπιν να μάθουν να ενεργούν σύμφωνα με αυτήν, με στόχο τη διαρκή τους αυτοβελτίωση. Με τον τρόπο αυτό όμως, οι συγκεκριμένες τεχνικές συντηρούν και επιτείνουν τη δυσαρέσκεια την οποία υπόσχονται να θεραπεύσουν και φυσικά μαζί με αυτήν και τη ζήτησή τους στην αγορά, μετατρέποντας τον εαυτό και την εσωτερική ζωή σε αποκλειστικό ορίζοντα παροχής νοήματος και κατεύθυνσης. Η αντίληψη της ευθύνης ως αυστηρά υποκειμενικής υπόθεσης σημαδεύει τα άτομα και αποτελεί πηγή προσωπικής δυσαρέσκειας, ντροπής και ενοχής για τη μη επίτευξη του πολυπόθητου στόχου της ευτυχίας.
Ξέρεις ότι βρίσκεσαι στον δρόμο προς την επιτυχία, εάν θα έκανες τη δουλειά σου ακόμα και χωρίς να πληρωνόσουν για αυτή.
Όπρα Γουίνφρεϋ, αμερικανίδα τηλεπαρουσιάστρια
Στο τρίτο κεφάλαιο παρουσιάζεται η εργαλειοποίηση της Θετικής Ψυχολογίας από τις εταιρείες, με στόχο την ανακατασκευή των εργατικών ταυτοτήτων και την καλύτερη προσαρμογή των εργαζόμενων στις μεταβαλλόμενες εργασιακές σχέσεις. Οι προσωπικές ανάγκες και η ευτυχία αποτελούν έννοιες που απασχολούν τόσο τους ψυχολόγους όσο και τους οικονομολόγους τουλάχιστον τα τελευταία 50 χρόνια, επηρεάζοντας και διαπλάθοντας έτσι τις οργανωσιακές ανάγκες των επιχειρήσεων. Από την τεϋλορική εποχή και την «εργασιοκεντρική» διοικητική περίοδο, που εστίαζε στην καλύτερη δυνατή προσαρμογή των εργατών στις απαιτήσεις και τις προδιαγραφές του εκάστοτε πόστου τους, περάσαμε στην «ανθρωποκεντρική» διοικητική περίοδο, η οποία εμφορείται από την ιδέα ότι το κάθε πόστο πρέπει να ταιριάζει και να ικανοποιεί συγκεκριμένες ανάγκες των ατόμων, προκειμένου βέβαια να αυξηθεί η παραγωγικότητα και η απόδοσή τους. Η θεωρία των ανθρώπινων αναγκών και του ανθρώπινου κινήτρου του Μάσλοου, καθώς και ο «βιομηχανικός ανθρωπισμός» που εδραιώθηκε κατά τη δεκαετία του ’60 στον τομέα της διοίκησης επιχειρήσεων, παρείχαν ένα μοντέλο ανθρώπινης συμπεριφοράς που νομιμοποιούσε ένα μεγάλο μέρος των επιχειρηματικών απαιτήσεων. Κατά τη βιομηχανική περίοδο, η ασφάλεια και η σταθερότητα θεωρούνταν οι απαιτούμενες βάσεις για την αυτοπραγμάτωση του εργαζόμενου στα πλαίσια της «επαγγελματικής του σταδιοδρομίας». Αυτή περιελάμβανε αυξήσεις, ευκαιρίες προαγωγής, καθώς και την υπόσχεση για συμβόλαια αορίστου χρόνου στους πιο αποδοτικούς. Με τις αλλαγές στην οικονομία της αγοράς και την έλευση του νέου πνεύματος του καπιταλισμού, όπως αποκάλεσαν τον νεοφιλελευθερισμό οι Μπολτανσκί και Σιαπελλό, το εταιρικό περιβάλλον και οι έννοιες της «εργασίας» και της «ασφάλειας» μετασχηματίστηκαν ριζικά, μαζί βέβαια με τις συμβάσεις εργασίας και τις προηγούμενες προσδοκίες του εργατικού δυναμικού, που θεωρήθηκαν πλέον αβάσιμες. Ο όρος επαγγελματική σταδιοδρομία αντικαταστήθηκε πια από τα λεγόμενα εργασιακά πρότζεκτ, και μια νέα ηθική της εργασίας αυστηρά εστιασμένη στην προσωπική ευθύνη αναδύθηκε. Στο πλαίσιο αυτό, η έννοια της εργασιακής «ασφάλειας», που κατείχε θέση-κλειδί στη διοίκηση επιχειρήσεων, παραμερίστηκε καθώς δεν απαντούσε στις αναγκαιότητες του νέου οικονομικού και οργανωσιακού περιβάλλοντος. Νέα ψυχολογικά μοντέλα, που παρέχουν μια διαφορετική οπτική των ανθρώπινων αναγκών και της ευτυχίας, έπρεπε να καλύψουν αυτό το κενό στον τομέα του μάνατζμεντ, κι εκεί ήταν που η Θετική Ψυχολογία κλήθηκε να επιτελέσει το έργο της. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, περάσαμε από την Πυραμίδα του Μάσλοου στην αντιστροφή της και την υιοθέτηση της θεώρησης ότι ένας εργαζόμενος δεν γίνεται ευτυχής επειδή είναι επιτυχημένος, αλλά αντιθέτως ότι γίνεται επιτυχημένος επειδή ακριβώς είναι θετικός και ευτυχής. Σε συνάφεια με τα παραπάνω, η ευτυχία φαίνεται να αποτελεί προάγγελο και καθοριστικό παράγοντα για την επιτυχία και συνεπώς την αποδοτικότητα, την παραγωγικότητα καθώς και τη «φιλότιμη οργανωσιακή συμπεριφορά» (sic). Η ευτυχία φαίνεται να λειτουργεί ως εκ των ων ουκ άνευ για την προσαρμογή στα νέα ρευστά, ασταθή και ανταγωνιστικά περιβάλλοντα και η θετικότητα, τα θετικά συναισθήματα, οι θετικές στάσεις και η κινητροδότηση να αποτελούν ψυχολογικά γνωρίσματα και ποιότητες σημαντικότερες ίσως κι από τα τεχνικά προσόντα και τις δεξιότητες. Η κατασκευή ευτυχισμένων εργαζομένων αναδείχθηκε έτσι σε κύριο μέλημα πολλών μεγάλων εταιρειών και νέα τμήματα ανθρώπινου δυναμικού, όπως αυτό που ασχολείται με την καλλιέργεια του ψυχικού κεφαλαίου της ευτυχίας των εργαζομένων (με επικεφαλής τον Chief Happiness Officer, CHO), ξεφύτρωσαν σε διάφορους οργανισμούς. Σ’ αυτή τη νέα εταιρική κουλτούρα «αμοιβαίας» εμπιστοσύνης και δέσμευσης, τα συμφέροντα των εργαζομένων και των εταιρειών προτάσσονται ως ταυτόσημα και ο έλεγχος από τη διεύθυνση αντικαθίσταται όλο και περισσότερο από τον αυτοέλεγχο. Σε μια αγορά που επικρατεί η εργασιακή ανασφάλεια, η ευελιξία, ιδωμένη από μια θετική ψυχολογική σκοπιά ως το προσόν της ψυχικής ανθεκτικότητας (resilience), καθίσταται πρωταρχικής σημασίας, μεταθέτοντας το φορτίο της οργανωσιακής αβεβαιότητας στους ίδιους τους εργαζόμενους. Κατά την ίδια οπτική, η προτασσόμενη αυτονομία του εργαζόμενου, ιδωμένη ως αυτοέλεγχος, αυτορρύθμιση της συμπεριφοράς και αυτάρκεια, λειτουργεί ως εσωτερίκευση του ρίσκου και των ευθυνών της διοίκησης καθώς και ως ταύτιση της αξίας του εργαζόμενου με την απόδοσή του εντός ενός ανταγωνιστικού εργασιακού περιβάλλοντος – επωφελούς φυσικά σε όσους το επιβάλλουν στο πλαίσιο του επιχειρείν.
Θετική Ψυχολογία είναι η επιστημονική έρευνα για το τι κάνει τη ζωή πιο άξια να τη ζει κανείς.
Μάρτιν Σέλιγκμαν
Πέραν όμως της εργασιακής σφαίρας, σύμφωνα με την κυρίαρχη ιδεολογία η ευτυχία θεωρείται πλέον απαραίτητη προϋπόθεση για την επίτευξη της επιτυχίας και της προσωπικής πλήρωσης και στους υπόλοιπους τομείς της καθημερινής ζωής. Στο τέταρτο κεφάλαιο περιγράφεται πώς αυτό ακριβώς το κυνήγι της ευτυχίας εξαπλώνεται παράλληλα με μια επικερδή βιομηχανία, η οποία μέσω των προϊόντων της υπόσχεται την κατάκτηση της πολυπόθητης ατομικής ευεξίας και ισορροπίας, και συνεπώς την επακόλουθη κοινωνική, οικονομική και πολιτική καταξίωση. Η ευτυχία ως ατελείωτη διαδικασία προσωπικής βελτίωσης, έχει μετατραπεί σε μέτρο ευζωίας τόσο από ηθική όσο και από ψυχολογική άποψη, και το αφήγημά της, ακριβώς επειδή στερείται συγκεκριμένου περιεχομένου, την καθιστά εύκολα εμπορεύσιμη ως ιδεατή προοπτική του καθενός. Η μετατροπή της ευτυχίας στο κατεξοχήν εμπόρευμα-φετίχ του 21ου αιώνα δημιούργησε μια τεράστια αγορά προσφοράς και ζήτησης επικερδών «συναισθηματικών εμπορευμάτων» της ευτυχίας (emodities), που αποτελείται από διάφορες τεχνικές, υπηρεσίες, θεραπείες και εφαρμογές (apps). Η επένδυση στην ευτυχία μέσω της κατανάλωσης όλων αυτών των προϊόντων, τη μετατρέπουν από ένα αίσθημα σε μια δήθεν αντικειμενική και μετρήσιμη έννοια και κινητοποιούν τους σύγχρονους «ψυχοπολίτες» να την αναζητήσουν και να την κατακτήσουν ως τρόπο ζωής, συνήθεια του μυαλού και της ψυχής αλλά και ως πρότυπο της προσωπικότητας κι ενός εαυτού βέλτιστα λειτουργικού, προσαρμοστικού και ευτυχισμένου. Ο συγκεκριμένος τύπος προσωπικότητας, που διακατέχεται από τα ψυχολογικά χαρακτηριστικά της συναισθηματικής αυτοδιαχείρισης, της αυθεντικότητας και της ευημερίας, τα οποία προσπαθεί να καλλιεργήσει και να βελτιώσει μέσω των διαφόρων τεχνικών και υπηρεσιών που του προσφέρονται στην αγορά, καλείται να μετατρέψει την ευτυχία σε συνήθεια και αυτοματοποιημένη συμπεριφορά. Έτσι, σύμφωνα με τις προσταγές της Θετικής Ψυχολογίας και τις συνακόλουθες εμπορευματικές τεχνικές, κάθε αναφορά στο ασυνείδητο, ως φροϋδική ανακάλυψη που υποδηλώνει τον διχασμό του υποκειμένου και την ύπαρξη πλευρών της ψυχής που παραμένουν απρόσιτες στο «εγώ», εξαλείφεται και αγνοείται. Η ψυχή γίνεται αντιληπτή ως αντικείμενο γνώσης στην ολότητά της, επιδεχόμενη πλήρους διερεύνησης και ανεμπόδιστης χειραγώγησης κατά τη βούληση του ατόμου, το οποίο καλείται να αυτο-θεραπευθεί μέσω της άσκησης του αυτοέλεγχου των συναισθημάτων του και της θετικής του σκέψης. Η έννοια της συναισθηματικής νοημοσύνης, όσο παράδοξη και αν ακούγεται, εκφράζει ακριβώς αυτή την κοινωνική απαίτηση, που βρίσκεται στο επίκεντρο του νέου θεραπευτικού ήθους των νεοφιλελεύθερων κοινωνιών, για συναισθηματική ορθολογικότητα και μια ανάληψη της ευθύνης από μεριάς του ατόμου στην κατεύθυνση της αυτοδιεύθυνσης των συναισθημάτων του. Αυτή η απαίτηση, όπως και η εσωτερίκευσή της από τα άτομα, εξαπλώνεται βέβαια παράλληλα με τις προσοδοφόρες αγορές των αντίστοιχων προϊόντων, υπηρεσιών, οδηγιών και τεχνικών, τόσο στην αναλογική όσο και στην ψηφιακή σφαίρα, τις οποίες και τροφοδοτεί αενάως. Για παράδειγμα, μια δημοφιλής εφαρμογή κινητής τηλεφωνίας (Happify-app) επιτρέπει την παρακολούθηση σε πραγματικό χρόνο της συναισθηματικής κατάστασης του ατόμου, παρέχοντας προτάσεις επέμβασης στα θετικά συναισθήματα και σκέψεις και προτάσσοντας τη μεγιστοποίηση της ευτυχίας και της συναισθηματικής ανθεκτικότητας. Οι χρήστες της εφαρμογής καλούνται όχι μόνο να αυτο-επιτηρούν και να διαχειρίζονται τα συναισθήματά τους αναλαμβάνοντας την ευθύνη της ευζωίας και της υγείας τους, αλλά και να συναινούν στην καταγραφή, τη διερεύνηση, την πρόβλεψη και εν τέλει τη διαμόρφωση της συμπεριφοράς τους. Η πραγμοποίση του εσωτερικού κόσμου των χρηστών, ως αποτέλεσμα της ποσοτικοποίησης και της συνεχούς καταγραφής, δρα κατ’ αυτόν τον τρόπο διαπλαστικά πάνω στις υποκειμενικότητες και τις ταυτότητές τους, και τα άτομα αντί να ανακαλύπτουν και να διαχειρίζονται τον εαυτό τους, τελικά τον διαμορφώνουν σύμφωνα με τις προσταγές και τις απαιτήσεις της πλατφόρμας.
Η αυθεντικότητα, δηλαδή το να είσαι ο εαυτός σου και να διαμορφώνεσαι με βάση τα γούστα και τις πραγματικές προτιμήσεις σου αποτελεί επίσης χαρακτηριστικό του ευτυχισμένου ατόμου με βάση τις διδαχές της Θετικής Ψυχολογίας. Η έννοια αυτή γίνεται αντιληπτή ως γνώρισμα της προσωπικότητας, ως σταθερό χαρακτηριστικό των ευτυχισμένων ατόμων. Οι μεθοδολογίες της αυθεντικότητας στοχεύουν να εμφυσήσουν τη συνήθεια του αυτο-στοχασμού ώστε τα άτομα να ανακαλύψουν και να κάνουν τα πράγματα που πραγματικά θέλουν, μετατρέποντας τη συμβολική αξία των γνήσιων ικανοτήτων τους σε συναισθηματικό και οικονομικό κεφάλαιο και πλασάροντας τους εαυτούς τους και την εικόνα τους ως επαγγελματικά brands στην αγορά (το περίφημο personal branding). Η ανάπτυξη και η προώθηση προϊόντων συναντιούνται εδώ με την αυθεντικότητα, συνθέτοντας την τέχνη του επενδύειν στον εαυτό (entrepreneurship) και συντείνοντας στην αύξηση της πιθανότητας επιτυχίας, ικανοποίησης και προσληψιμότητας. Ειδικά στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τα οποία αποτελούν μια δίοδο προς την αγορά, η πίεση στα άτομα να διαμορφώνουν και να παρουσιάζουν μια αυθεντική και αποκλειστικά θετική εκδοχή της αυτοεικόνας τους είναι φοβερά έντονη, με αποτέλεσμα να έχει εσωτερικευθεί πλήρως από τις νεότερες γενιές.
Το γνώρισμα της προσωπικής ευδοκίμησης και βελτίωσης αναδείχθηκε ως το πιο ουσιώδες σκέλος του ορισμού της ευτυχίας και η επαύξησή της ως ο κύριος σκοπός της Θετικής Ψυχολογίας. Το «ευδοκιμείν» –ως μια ατέρμονη διαδικασία– περιλαμβάνει και συναρθρώνει κεντρικές έννοιες, όπως αυτές της αυτοδιαχείρισης και της αυθεντικότητας που αναφέρθηκαν άνωθι, αλλά δεν ολοκληρώνεται ποτέ πλήρως, καθώς πάντα η περαιτέρω βελτίωση του εαυτού θεωρείται γόνιμη και ευκταία. Έτσι, το νεοφιλελεύθερο ιδανικό της απεριόριστης αυτοβελτίωσης συμβαδίζει με την αδιάκοπη κατανάλωση σε μια αγορά που δεν προωθεί την προσωπική τελειότητα αλλά την κανονικοποίηση της εμμονής με την προσωπική βελτίωση. Το ίδιο το αφήγημα της προαγωγής της ευτυχίας και της αυτοβελτίωσης είναι εκείνο που παράγει τη ρητορική της δυστυχίας και της αδιάλειπτης κατάστασης έλλειψης, πάνω στα οποία βασίζεται.
Επιτυχία είναι να έχεις αυτό που θέλεις. Ευτυχία είναι να θέλεις αυτό που έχεις. Οι περισσότεροι στην ευτυχία την πατάμε.
Στέφανος Ξενάκης, σύγχρονος γκουρού αυτοβοήθειας
Η τυραννική αναζήτηση της ευτυχίας ως εγωκεντρικού, αυτόνομου και ατομικιστικού εγχειρήματος, πέραν των ψυχολογικών όρων στους οποίους βασίζεται, εδράζεται και σε μια υπόρρητη παραδοχή ηθικού περιεχομένου, που ταυτίζει την ευτυχία με την αρετή. Σύμφωνα με αυτή την παραδοχή, ο ευτυχισμένος άνθρωπος είναι και αγαθός, ενώ ο άνθρωπος που αισθάνεται άσχημα είναι ένας «κακός» και δυνάμει επικίνδυνος άνθρωπος. Το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου ρίχνει φως στους τρόπους με τους οποίους η γλώσσα της ευτυχίας έχει σταδιακά αντικαταστήσει τη γλώσσα της λειτουργικότητας, ενώ η ίδια η ευτυχία έχει καταστεί μια νέα κανονιστική κατηγορική προσταγή. Με βάση την τελευταία, λαμβάνει πλέον χώρα ένας σαφής, απλουστευτικός και νατουραλιστικός διαχωρισμός μεταξύ των θεωρούμενων ως θετικών και αρνητικών συναισθημάτων, σκέψεων, συνηθειών και προσωπικών χαρακτηριστικών, με τα πρώτα να γίνονται μέτρο της ανάπτυξης, της ευδοκίμησης, της ψυχικής υγείας και της λειτουργικότητας. Η εννοιολόγησή τους, βέβαια, γίνεται μέσα σε ένα ιστορικό και κοινωνικό κενό, εφόσον δεν λαμβάνονται καθόλου υπόψιν τα πολιτισμικά και κοινωνικά νοήματα, οι δομές ή οι σχέσεις εξουσίας, εφόσον αγνοείται και «παγώνει» οποιαδήποτε έννοια ή μορφή κοινωνικού και ταξικού ανταγωνισμού. Ο πολωτικός αυτός διαχωρισμός φέρνει στην επιφάνεια νέους τρόπους παθολογικοποίησης, σύμφωνα με τους οποίους οι «αρνητικοί» άνθρωποι δεν διαθέτουν τα απαραίτητα εφόδια για να ζήσουν λειτουργικές και υγιείς ζωές. Εφευρίσκοντας την έννοια της «ψυχικής ανθεκτικότητας», δηλαδή της εγγενούς ψυχολογικής αισιοδοξίας και της συνακόλουθης ικανότητας να μην υποχωρεί κανείς μπροστά στις κακοτυχίες, μετατρέποντας τις αντιξοότητες σε ευκαιρίες, oι θετικοί ψυχολόγοι δεν κρύβουν τον κοινωνικό δαρβινισμό που τους διακατέχει. Ο όρος μετατραυματική ανάπτυξη, χαρακτηριστικός επ’ αυτού, απηχεί το γνωστό νιτσεϊκό ρητό «ό,τι δε σε σκοτώνει σε κάνει πιο δυνατό». Καθίσταται έτσι το ιδανικό σλόγκαν σε ένα κοινωνικό και εργασιακό περιβάλλον όπου επικρατεί ο πλήρης ανταγωνισμός.
Δύναμη... Όλοι οι προσωπικοί ρόλοι ας υποκλιθούν σε αυτή τη γνωστή, μεγάλη μηχανή. Η δύναμη και η αδυναμία, η εικόνα της ευτυχίας ή της δυστυχίας είναι, όπως οι ειδικοί μάς «αποδεικνύουν», μετρήσιμες ποσότητες. Οι δυστυχείς λοιπόν, δηλαδή οι αδύναμοι και όσοι δεν δύνανται να μετατρέψουν τα αρνητικά τους συναισθήματα σε θετικά γιατί δεν μπορούν ή δεν θέλουν, ας παραμερίσουν. Άλλωστε η ευθύνη γι’ αυτό είναι όλη δική τους, εφόσον, όπως υπονοείται, ζούμε στον καλύτερο δυνατό κόσμο και οποιαδήποτε δυσφορία, αμφισβήτηση ή και κριτική είναι από άσκοπη ως αυτοκαταστροφική. Ποιος ασχολείται τώρα με όσους δεν έχουν την ελάχιστη δυνατότητα να προσποιηθούν τους δυνατούς; Το άκρο της ευτυχίας, βέβαια, δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι συντηρείται από τις εικόνες και την αισθητικοποίηση του άλλου «άκρου». Η καλή διάθεση και η ανάλογη εικόνα της πρέπει να αυτοσυντηρηθούν σε συνθήκες ψύξης είτε να συντηρηθούν με τεχνητά υποκατάστατα (φαρμακολογία), που προσφέρουν άλλες, πιο προσοδοφόρες αγορές. Η αστυνόμευση των εκφράσεων και των συναισθημάτων πρέπει πρώτα απ’ όλα να είναι εσωτερική υπόθεση. Ψυγείο σκέψεων και εκφράσεων, στυλιζάρισμα της αδιαφορίας, καδράρισμα κάθε συναισθήματος στη χαμογελαστή εικόνα της απάθειας. Ανέφικτο; Μα γι’ αυτό ακριβώς υπάρχουν οι μύθοι, για το αγχώδες κυνήγι τους. Η κοινωνική γλώσσα που επιπλέει στην επιφάνεια των σχέσεων που προτείνουν είναι καθαρότερη από ποτέ. Τα είδωλα όμως σε αυτή την επιφάνεια κάτι άλλο ομολογούν με τους σπασμούς τους…