“Δε συμφωνώ με τη γνώμη αυτών που υποστηρίζουν πως το έργο του Καβάφη θα μείνει για πάντα μια περιφερειακή περίπτωση στην ποίησή μας και δε θα βρει μιμητές λόγω της ιδιομορφίας του και επειδή δεν ανήκει σε καμία από τις γνωστές σχολές.
Ήδη μπορεί να ανακαλύψει κανείς τέτοιους μιμητές και μάλιστα όχι μόνο ανάμεσα στους Έλληνες ποιητές, αν και είναι αλήθεια πως παραμένουν επιφανειακοί στην πλειοψηφία τους. Σπάνια αλλά χτυπητά σημάδια της επιρροής του Καβάφη εμφανίζονται σχεδόν παντού. Κι αυτή είναι η φυσική συνέπεια ενός έργου τόσο προοδευτικού και αξιόλογου.
Κατά τη γνώμη μου ο Καβάφης είναι ένας ποιητής “υπερ-μοντέρνος”, ένας ποιητής που ανήκει στις μελλοντικές γενιές. Εκτός από ιστορική, ψυχολογική και φιλοσοφική αξία του έργου του, η νηφαλιότητα του αψεγάδιαστου ύφους του που συχνά αγγίζει τη λακωνικότητα, ο σταθερός ενθουσιασμός του που διεγείρει τις εγκεφαλικές αισθήσεις, οι σχολαστικές διατυπώσεις του, αποτέλεσμα μιας φυσικής ευγένειας και η ελαφρά ειρωνεία του είναι όλα στοιχεία που οι μελλοντικές γενιές, θρεμμένες από την πρόοδο των ανακαλύψεων και ασκημένες στη λεπτότητα των εγκεφαλικών διεργασιών, θα εκτιμήσουν στο έπακρο.”*
Στις 29 Απριλίου του 1863 γεννιέται στην Αλεξάνδρεια ο Κωνσταντίνος Καβάφης, ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές της σύγχρονης εποχής. Το έργο του Καβάφη, διεθνώς αναγνωρισμένο σήμερα, διαμορφώνεται έξω από τον κανόνα της αθηναϊκής ποιητικής πραγματικότητας που κυριαρχείται εκείνη την εποχή από την επιβλητική φιγούρα του Παλαμά και τη γενιά του 1880. Ο Καβάφης δεν υπερασπίζεται μαχητικά τη δημοτική και – σύμφωνα με αρκετούς σύγχρονούς του – δεν ασχολείται με τα μεγάλα ιστορικά προβλήματα της γενιάς του. Είναι για πολλούς κριτικούς της εποχής μία εξαίρεση, μια φωνή περιθωριακή και μόνη, ανέγγιχτη από τη “βαλκανική σκόνη της Αθήνας”. Έτσι, δίπλα σε πρώιμες θετικές αποτιμήσεις του έργου του, όπως αυτή του Ξενόπουλου το 1903, που ήταν και η πρώτη παρουσίαση του ποιητή στο αθηναϊκό κοινό, σώζονται και κείμενα καθαρά “αντικαβαφικά”. Ο Στρατής Τσίρκας συνοψίζει τις βασικές θέσεις ενός τέτοιου κειμένου του 1912 το οποίο υπογράφεται με το ψευδώνυμο Ροβέρτος Κάμπος : “Πεζή γλώσσα, ξεραΐλα ιδεών, απουσία αισθήματος, περιγραφών, χάρης, αρμονίας. Κι ένα δειλό υπονοούμενο για τα ωραία σώματα.”
Σε αυτή τη μεγάλη αντιπαράθεση, πρωταγωνιστές της οποίας υπήρξαν οι οπαδοί του Παλαμά και του Καβάφη, έρχεται να συνεισφέρει και η παραπάνω κριτική.
Συντάκτης της είναι ο ίδιος ο ποιητής ως κριτικός και υπερασπιστής του έργου του.
(το αυθεντικό κείμενο στα γαλλικά εδώ).