Βιβλίο

Γραφομηχανούλα: πράγμα σαν κι εμένα από ατσάλι

Τί κάνουν και πώς εμφανίζονται, τί μεταφορικά περιγράφουν και τί ανακαλούν η γραφομηχανούλα του Κρακάουερ και η γραφόσφαιρα του Νίτσε; Μέσα στο κείμενο του γερμανοεβραίου ετερόδοξου εκπροσώπου της σχολής της Φρανκφούρτης, του Siegfried Kracauer, και μέσα σε έξι επιστολές και σε ένα ποίημα ενός από τους σημαντικότερους γερμανούς φιλοσόφους, του Friedrich Nietzsche, το παραπάνω ερώτημα φαίνεται να καταλαμβάνει, με τρόπο αμφίσημο, τη θέση του. Αν ο Νίτσε δεν χρειάζεται συστάσεις, εντούτοις με αφορμή την έκδοση του μικρού τόμου  Η γραφομηχανούλα. Nietzsche ex machina. Έξι επιστολές και ένα ποίημα του Φρίντριχ Νίτσε για τη «γραφόσφαιρα»[1] αξίζει μια σύντομη εισαγωγή για το έργο του εν πολλοίς άγνωστου για το ντόπιο αναγνωστικό κοινό Κρακάουερ.

Στην εισαγωγή του, ο μεταφραστής Νικήτας Σινιόσογλου, προβαίνοντας στις αναγκαίες συστάσεις, μας τον παρουσιάζει αφενός, ως μελετητή των μηχανισμών της φασιστικής προπαγάνδας, του κινηματογράφου και της θεωρίας της ιστοριογραφίας και αφετέρου, ως αναπόσπαστο μέρος των σημαντικότερων θεωρητικών κύκλων της εποχής του. Μαθητής του κοινωνιολόγου Georg Simmel, συνεργάτης και αλληλογράφος του Theodor Adorno, μα κυριότερα φίλος του Walter Benjamin, ο Κρακάουερ θα συνδεθεί θεωρητικά με τον τελευταίο γύρω από μια συναστρία κοινών ερωτημάτων και αναπτύξεων, με κεντρικότερη ενδεχομένως εκείνη της flânerie (περιπλάνηση, σεργιάνι), που απαντάται στη μπενγιαμινική μελέτη για τον Baudelaire.

Έτσι, «ο αφηγητής της Γραφομηχανούλας», γράφει ο μεταφραστής, μεταμορφώνεται σε έναν «πλάν[η] που τριγυρνά σε εναλλασσόμενα συναισθηματικά τοπία ερωτικής αφοσίωσης, ζήλιας, μίσους και εντέλει μελαγχολίας». Η γραφομηχανή του Κρακάουερ περιγράφεται ως αντικείμενο κυριότητας, ως τέλειο πράγμα του οποίου ο αφηγητής είναι κύριος, μα καθόλου με τρόπο που να θυμίζει ιδιοκτήτη, καθόλου με αγοραίο τρόπο, αλλά ως μια αγκαλιά που δέχεται ένα σκυλάκι χωρίς αφέντη, αγκαλιά στην οποία φτάνει μέσα από συμπληγάδες ασυνήθιστων συγκυριών. Και τέλεια καθώς είναι, η μηχανή συνιστά πλάσμα ανώτερο της απλής χρήσης. Η σχέση τους είναι μια σχέση ερωτική, έτσι που η συνήθεια μιας ζωής μαζί της, με τη λατρεμένη γραφομηχανούλα, μεταμορφώνει την πράξη της γραφής σε πράξη απεικόνισης γραμμάτων. «[Υ]πέροχα σχέδια καμωμένα με γλωσσικά σημεία», μαρτυρά ο αφηγητής, εξοβελίζοντας τη γραφή πέραν του νοήματος. Αλλά όταν ο επισκευαστής την πλησιάσει και το άγγιγμά του πάνω της μολύνει τη μοναδικότητα των χειρονομιών του αφηγητή, όταν την πλησιάσει μηχανικά, κι όχι με λατρεία, με τρόπο που μόνο άσκηση βίας μπορεί να υπονοεί, τότε η μοναδική γραφομηχανούλα γίνεται μία μεταξύ τόσων άλλων της μαζικής παραγωγής.

Πώς η μηχανή ανταποκρίνεται στ’αγγίγματα, πώς αρνείται και πώς καταφάσκει είναι ένα αίνιγμα που κατονομάζεται στην επιστολή της 23ης Μαρτίου του 1882 του Νίτσε προς τον Πάουλ Ρέε∙ «Από προχθές μου αρνείται η γραφομηχανή τις υπηρεσίες της∙ τι αίνιγμα!». Μπορεί η σχέση του αφηγητή του Κρακάουερ με τη μηχανή να μοιάζει με ερωτική παραφορά, όμως η ίδια η παραφορά συνιστά το πραγματικό αίνιγμα. Έτσι όταν ο αφηγητής επανέρχεται από τη δίνη της φετιχιστικής του αγκίστρωσης, καταλήγει να ακούγεται, όπως ο ήχος από τα πλήκτρα αλλάζει ανάλογα με τη χειρονομία, πλέον απογοητευμένος∙ «[τ]η μηχανή τη χειρίζομαι σαν αντικείμενο. Τα γραπτά μου είναι επιστολές, λογαριασμοί και πράξεις ανάλαφρες. Οι φίλοι μου είναι ικανοποιημένοι, μια και καταλαβαίνουν τα κειμενάκια που γράφω και το δωμάτιο είναι πάντα συμμαζεμένο μόλις». Γιατί με τις μηχανικές χειρονομίες του επισκευαστή, η μηχανή χάλασε τελείως, όπως η γραφομηχανή του Νίτσε χάλασε εντελώς σαν «καθετί που πέφτει στα χέρια αδύναμων ανθρώπων για κάποιο διάστημα, είτε πρόκειται για μηχανές, για προβλήματα ή για γυναίκες».

Αν στη φωτογραφία, η μηχανή αποκτά το δικό της βλέμμα –αδύνατο να κατανοηθεί με αναφορά και εν συγκρίσει προς το ανθρώπινο– κι αν στον κινηματογράφο αποκτά κίνηση –αδύνατο να κατανοηθεί με βάση την κοινή αντίληψη του χώρου και του χρόνου που περιγράφει η παραδοσιακή φυσική– έτσι και στη γραφομηχανή, η χειρονομία, το χάδι και το άγγιγμα είναι αδιαχώριστα του δημιουργημένου σώματος από απεικονίσεις γραμμάτων, το οποίο αποκαλούμε κείμενο. Στα κείμενα του Κρακάουερ και του Νίτσε, η αναγκαία υποδοχή της μηχανής ως αναπόσπαστου θραύσματος της εμπειρίας στον νεωτερικό κόσμο, καθιστά αναγκαία την εγκατάλειψη της παραδοσιακής ανθρωποκεντρικής ματιάς.

Μεταξύ τους μοιράζονται την αναγκαιότητα εύρεσης ενός νέου –αντάξιου της εποχής τους– βλέμματος, προτού η σημασία της αναγκαιότητας αυτής γίνει πλήρως αντιληπτή –με οδυνηρό βέβαια τρόπο– σε όσους έζησαν την εμπειρία του 20ου αιώνα. Όπως θα γράψει ο Νικήτας Σινιόσογλου∙ «ίσως η Γραφομηχανούλα να είναι μια μελαγχολική και ρομαντική κριτική της νεωτερικότητας, ενδεδυμένη τον μανδύα της ερωτικής και φετιχιστικής παραβολής». Ίσως, θα προσέθετε κανείς, η συναρπαστική υποδοχή της μηχανής από τους δύο στοχαστές, που την καθιστούν ρητά σημαντικότερη των παραγόμενων γραπτών, δεν συνιστά παρά το εφαλτήριο σημείο μιας κριτικής των παραδεδομένων αξιών, των «καθαυτών αξιών», συζήτηση γνωστή από τη νιτσεϊκή Γενεαλογία της ηθικής. Κι αυτό, ίσως, κάπως να επανερμηνεύει τον αμφίσημο στίχο του, «χτυπημένου» σε μεγαλογράμματη γραφή, ποιήματος του Νίτσε∙

Η ΓΡΑΦΟΣΦΑΙΡΑ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΠΡΑΓΜΑ ΣΑΝ ΚΙ ΕΜΕΝΑ ΑΠΟ ΑΤΣΑΛΙ.

 

Σημειώσεις

[1] Ζίγκφριντ Κρακάουερ, Η γραφομηχανούλα. Nietzsche ex machina. Έξι επιστολές και ένα ποίημα του Φρίντριχ Νίτσε για τη «γραφόσφαιρα». Εισαγωγή, μετάφραση: Νικήτας Σινιόσογλου, Αθήνα: Κίχλη, 2017.

Σχετικά με τον αρθρογράφο

Μαριλένα Καρρά