Είναι γνωστό πως οι άνθρωποι έχουν την τάση να αυτοδιαχωρίζονται σε κατηγορίες μέσω ενός μεγάλου πλήθους κριτηρίων, συχνά με τραγικές συνέπειες. Όπως είναι φυσικό, σε κάθε παρόμοια συζήτηση θα συναντήσει κανείς αμφότερες τις ακραίες, ιδεοτυπικές θέσεις που καθιστούν κάθε πεδίο λόγου δυνατό· έτσι, ο συμπαθής νομιναλιστής θα υποστηρίξει ότι ο μόνος θεμιτός διαχωρισμός είναι τελικά ο κατά μόνας, πράγμα που δίχως άλλο θα εξαγριώσει τον εκάστοτε οπαδό του πανθεϊσμού ή και μονισμού σε όλες τις μορφές του, με αναπόφευκτο αποτέλεσμα την καταστροφή μιας βραδιάς που υποσχόταν κάποτε πολλά, κάτω από τα αστέρια της μητρόπολης που ξεκουράζεται. Χωρίς να εισέλθουμε στα τεχνικά άδυτα αυτής της δαιδαλώδους όσο και συναρπαστικής συζήτησης, θα υποστηρίξουμε, με τη συνεπικουρία του κ. Σπυρίδωνα Μηλιαράκη, ότι ο εγκυρότερος διαχωρισμός δεν είναι μεταξύ προλετάριων και κεφαλαιοκρατών, καλών και κακών, ζωντανών και νεκρών ή ευφυών και κουτών. Δεν βαραίνει τόσο η αναπαραγωγική ικανότητα, η καλλιτεχνική ποιότητα, η δυνατότητα για ωμότητα και η φυσική ρωμαλεότητα –και δεν γίνεται καν λόγος για την προσωπικότητα, η οποία οφείλεται στην τυχαιότητα, για την περιπλοκότητα που οδηγεί σε αβεβαιότητα ή για την κενότητα μιας ανέξοδης σοβαρότητας. Δεν μας απασχολεί η αποστολή που θέτει ο καθένας στον εαυτό του και δεν θα δίναμε ποτέ την εντολή να σταματήσει επιτέλους να κάνει το δικό του.
Με λίγα λόγια, εάν δεν έχει ήδη καταστεί σαφές, ο διαχωρισμός στον οποίο αναφερόμαστε άπτεται φυσικά της σχέσης που τρέφει το εκάστοτε υπό εξέταση δείγμα του λεγόμενου ανθρώπου –στην ειδικότητά του– με έναν έτερο τρόπο της ύπαρξης (του είναι) στη γενικότητά του, ο οποίος τρόπος συνιστά και το αντικείμενο στο οποίο ο προαναφερθείς Μηλιαράκης αφιέρωσε προ τριάντα τε και εκατό ετών, τελώντας αδιαμφισβήτητα σε μια ψυχική και άλλη κατάσταση αρκούντως κοντινή στην παρούσα δική μας, μια μελέτη εμβριθή όσο και αβαθή, την οποία και επένδυσε αφενός και αφειδώς με την πλούσια επιστημονική του κατάρτιση, μειρακιευόμενος αφετέρου με τρόπο που να αντανακλά τη βιωμένη καθημερινότητα του εν λόγω αντικειμένου σε φαινομενολογικό και όχι μόνο επίπεδο.
Όλα όσα χρειάζεται να γνωρίζετε για τον Σπυρίδωνα Μηλιαράκη
Ο Σπυρίδων Μηλιαράκης (1852 – 1919) ήταν Έλλην ιατρός και καθηγητής Φυτιολογίας του γενικώς Πανεπιστημίου του 19ου αιώνα. Εισηγήθη στην Ελλάδα τη νεώτερη Συστηματική Φυτιολογία και συνίδρυσε τον Φυτιολογικό εργαστηριακό πειραματισμό. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1852. Σπούδασε γιατρική στο Εθνικόν Πανεπιστήμιο. Αποφοίτησε με διδακτορική πτυχίου το 1876, και πήγε στην Τζερμανία με υποτροφία της Κυβέρνησης για να συνεχίσει τις σπουδές του. Σπούδασε Φυτιολογία και αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο του Würzburg [Βύρτσμπουργκ] με δεύτερο διδακτορικό πτυχίο.
Επέστρεψε στην Ελλάδα και έγινε υφηγητής και επιμελητής του Φυτιολογικού Μουσείου, και καθηγητής της Φυσικής Ιστορίας στο Πρακτικό Λύκειον. Το 1892 διορίστηκε τακτικός καθηγητής της Φυτιολογίας στο Παπανεπιστήμιο. Αποχώρησε από τη διδασκαλία μετά επαίνων το 1918.
Απεβίωσε το 1919. ✞✞✞
~
Τι θέλω να πω με τα παραπάνω; Προσωπικά τίποτα· δεν θέλω να καταστρέψω την απόλαυση που θα δοκιμάσουν οι προαναφερθέντες φίλοι του τρόπου-του-είναι-γάτα –γιατί περί αυτού πρόκειται!– κατά την ανάγνωση του ήσσονος μα συμπαγούς μηλιαρακικού πονήματος, που πρόσφατα εκδόθηκε εκ νέου από το βιβλιοπωλείο Λαβύρινθος. Αξίζει όμως να σημειωθεί π.χ. ότι ο αναγνώστης ο σχετικός με τη δυτική παράδοση της λεγόμενης έντεχνης μουσικής θα πληροφορηθεί ποιος είναι ο μείζων διευθυντής ορχήστρας του οποίου ο πατέρας έχει χρονολογήσει αθηναϊκά αγγεία από του έτους 440 π.Χ. που διακοσμούνται από σχέδια γατών, διατεινόμενος επιπλέον ότι η γάτα δεν είναι ακόμη πολύ διαδεδομένη στην κλασική Αθήνα, καθώς μετήχθη σε αυτήν πιθανώς κατά την ατυχή εκστρατεία του 460 στην Αίγυπτο· ο ίδιος ο Αριστοτέλης μοιάζει να την αγνοεί, καθώς δεν τη συμπεριλαμβάνει στους εχθρούς του ποντικιού, το δε γατικό δίκαιο δεν έχει καθόλου εγκαθιδρυθεί στον ελλαδικό χώρο κατά τη διάρκεια του βίου του. Η αναγνώστρια που αρέσκεται στις αφηγήσεις θα συναντήσει π.χ. αυτή της φιλόγατης αγγλίδας για την αγαπημένη της Ευμορφούλα· τις δηλώσεις κάποιου ανώνυμου φυσιολόγου για την προσωρινή παύση των αιμοδιψικών ορέξεων της λεχώνας γάτας, και ταυτοχρόνως τις ενστάσεις έτερου ζωολόγου· και βεβαίως τα λόγια του σοφού φυσιοδίφη Scheitlin, όστις δηλώνει εύστοχα πως «η φύσις έφθασεν εις το ζώο τούτο το άκρον της τελειότητος».
Το λουτρό αλήθειας του Μηλιαράκη είναι πραγματικά αστείρευτο –η ζωηράδα και η ευρύτητα του πνεύματός του συναγωνίζονται επάξια αυτές του αντικειμένου του. Είναι βέβαιο ότι το αξεδιάλυτο κράμα νοσταλγικής ηδονικότητας («Η αγάπη αυτής προς την καθαριότητα είνε αποτέλεσμα της καθαρότητος της ψυχής της. Αδιακόπως γλύφεται και πλύνεται και στολίζεται»), γέλιου («Ένεκα τούτου φαίνονται προς στιγμήν ήσυχοι και σώφρονες και αποφασίζουσι να μείνωσιν οίκοι· μετά μικρόν όμως λησμονούσι τα ταχέως ιαθέντα αυτών τραύματα και επαναλαμβάνουσι τας αυτάς παλαιάς αμαρτίας») και απόκτησης πολύτιμων γνώσεων («Η γάτα δεν επιχαίρει επί τη νίκη, αλλά και ουδέποτε αισχύνεται. Υποπίπτουσα εις σφάλμα και αναγνωρίζουσα αυτό φοβείται μόνον την τιμωρίαν») θα οδηγήσει τον αναγνώστη που αγαπά το αντικείμενο –και αξίζει λοιπόν, ας το πούμε επιτέλους, να ονομάζεται στ’ αλήθεια άνθρωπος– σε μονοπάτια που έχει συχνά διαβεί και σπανίως απαντήσει αποτυπωμένα με τέτοια ενάργεια. Οι γνώσεις που αποκομίζονται, και που θα αποβούν οπωσδήποτε ευεργετικές στην καθημερινή τριβή με τους τετράποδους τσαρλατάνους-συγκατοίκους, σχετίζονται με τις σωματικές και πνευματικές ιδιότητες της γάτας, περιλαμβάνοντας επιπλέον πληροφορίες για τις μουσικές τους συναυλίες, την κυοφορία, την ιστορία, τη χρησιμότητα και την εν γένει μέχρι εδώ πορεία τους. Επιπροσθέτως, ο φιλόγατος θα εξοπλίσει τη φαρέτρα του όσον αφορά την αιώνια διαπάλη, με πολυεπίπεδα αποσπάσματα σαν αυτό: «Κατά τας μουσικάς ταύτας συνεντεύξεις και έριδας καταδεικνύεται και άλλη τις της γάτας αρετή, ης στερείται εντελώς ο σκύλος, τουτέστιν η συστολή και αιδώς προ του ανθρώπου, διότι ως ώραν των συνετεύξεων αυτής εκλέγει τη νύκτα και αποσύρεται εις μέρη συνήθως μη ορατά υπό των ανθρώπων. Τις δεν δύναται ν’ αρνηθεί ότι δικαίως ο Όμηρος μεταχειρίζεται τον σκύλον όπως παραστήση την αναίδειαν;». Έαν όλα αυτά δεν είναι αρκετά, πραγματικά δεν ξέρω τι θα ήταν.
~
(… κι έτσι της είπα: «προτιμώ τις γάτες από τους ανθρώπους» κι αμέσως το μετάνιωσα και, καθόσον μου απαντούσε κοιτάζοντάς με έντονα και αινιγματικά στα μάτια, εγώ απαριθμούσα νοερά τους λόγους για τους οποίους είχα μετανιώσει αυτή τη δήλωση. Ο πρώτος –και προφανέστερος– ήταν αισθητικός, γιατί ήταν μια πρόταση ανόητη, οπότε άγαρμπη και απολύτως άχαρη κι έτσι μετακυλιόμουν αυτομάτως στη φιγούρα του άγαρμπου, του άχαρου, του ακαλαίσθητου, εν ολίγοις του κρετίνου· ίσως μόνο ανεπαίσθητα, ίσως και δια παντός, ποιος ξέρει; Είναι φορές που ένα μοναδικό στιγμιότυπο, μία και μόνη τοποθέτηση αρκεί για να μας εγκαταστήσει άπαξ σ’ ένα εδώλιο, να μας παραχώσει σε έναν ρόλο από τον οποίο δεν θα γλιτώσουμε ποτέ και φυσικά δεν μπορούσα να γνωρίζω τι θα συνέβαινε σε αυτήν την περίπτωση…)
[Το κείμενο δημοσιεύτηκε αρχικά στο blog fragmentary program]