Του Γιώργου Μιχαηλίδη
Στο παρόν κείμενο θα προσπαθήσω να παρουσιάσω συνοπτικά το βιβλίο του Κωνσταντίνου Ράντη Εισαγωγή στην Διαλεκτική: Από τον Πλάτωνα ώς τον Μαρκούζε, το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια. Το συγκεκριμένο έργο αποτελεί μια σφαιρική θεώρηση της διαλεκτικής μέσα στον αστερισμό της φιλοσοφίας του Ζήνωνα, του Πλάτωνα, του Πρόκλου, του Καντ, του Χέγκελ, του Μαρξ, του Αλτουσέρ και του Μαρκούζε. Μέσα από μια γενεαλογική προσέγγιση της διαλεκτικής ο συγγραφέας προσπαθεί να χαρτογραφήσει την ανάπτυξή της, ώστε να φανούν οι συγκεκριμένες μορφές της μέσα στον ρου της ιστορίας των ιδεών, αλλά και της κοινωνικής πράξης. Επίσης, με βάση αυτήν ο αναγνώστης μπορεί να κατανοήσει πώς η διαλεκτική έφτασε στις σημερινές μορφές της και να έχει μια πληρέστερη εποπτεία επί του ζητήματος. Στο έργο αυτό ο Κ. Ράντης επιχείρησε την ανασύνθεση μιας ορισμένης ιστορίας της διαλεκτικής, έχοντας στο επίκεντρό της τις δύο μορφές της εγελιανής διαλεκτικής: την αρνητική και τη θεωρησιακή. Έτσι, εξέτασε συστηματικά και με συνέπεια τους προγενέστερους αστερισμούς της διαλεκτικής, που αποτέλεσαν τη βάση για τη συγκρότηση της εγελιανής, αλλά και τους μεταγενέστερους αστερισμούς της.
Ωστόσο, βασιζόμενος στην ιστορικοφιλοσοφική ερμηνεία του H. Marcuse, στο τρίτο κεφάλαιο του έργου εστιάζει στην κοινωνία ως έργο τέχνης, διότι αυτή αναδεικνύει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τη δυνατότητα για τη μετάβαση από το βασίλειο της αναγκαιότητας στο βασίλειο της ελευθερίας. Πιο συγκεκριμένα, αναδεικνύει πώς η κοινωνία μπορεί να γίνει έργο τέχνης, στο οποίο οι κοινωνοί της μπορούν να συμφιλιώσουν την αρχέτυπη φαντασία του ασυνείδητου με την ιστορική εργασία. Αυτό θα συμβεί, αν η εργασία ταυτισθεί με το παιχνίδι του Ωραίου, δηλαδή τα δίκτυα λιβιδινικών σχέσεων που αποτελούν πλέγματα δυνάμεων, επιρροής, ικανοποίησης επιθυμιών και πρωτίστως καθορισμού της προσωπικής ταυτότητάς μας. Μ’ άλλα λόγια, αυτό σημαίνει ότι το εν λόγω παιχνίδι φέρνει τον άνθρωπο αντιμέτωπο με το καθήκον να διαμορφώσει τον εαυτό του μέσα από την αισθητική απελευθέρωση των κριτικών δυνάμεών του, οι οποίες είναι ριζωμένες στην ποιητική φύση της εργασίας.
Η ιστορική διαλεκτική θα εγκλείει πλέον το περιεχόμενο της ριζικής μετατροπής των εννοιών που κυριαρχούν στην οικονομία μας στο αντίθετό τους: από την κοινωνική αδικία στη δίκαιη ανταλλαγή, από το μονοπώλιο στην ελεύθερη οικονομία και από την εξαθλίωση στην ηδονή. Όπως γράφει ο Η. Μarcuse, «ο άνθρωπος αρχίζει να εργάζεται, επειδή προσπορίζεται ηδονή στην εργασία –και όχι πρώτα μετά την εργασία: παιχνίδι των ικανοτήτων του και εκπλήρωση των ζωτικών αναγκών– [...] [η εργασία] δεν είναι μέσο για τη ζωή αλλά η ίδια η ζωή.» Στο τέλος του κεφαλαίου, ο Κ. Ράντης επισημαίνει ότι «αυτή η ασυμφιλίωτη διαμάχη μεταξύ της φαινομενικά ρεαλιστικής προοπτικής ενός πολύ μακρινού μέλλοντος και της φαινομενικά αντιρεαλιστικής προοπτικής ενός πολύ κοντινού μέλλοντος εξακολουθεί να προσδιορίζει τον σισύφειο αγώνα για μια έλλογη κοινωνία. Η επίλυση αυτής της πραγματικής αντίθεσης επαφίεται στην ιστορική πράξη.»
Η εργασία δεν θα είναι πια καταναγκασμός, αλλά ένα ευχάριστο άνοιγμα στον κόσμο. Αυτή η δυνατότητα για διαφορά υπάρχει μέσα στο υπάρχον σύστημα, και μέσα από τη συνειδητοποίηση αυτού του γεγονότος εμφανίζεται η μυθική και ποιητική ύπαρξη του ανθρώπου. Η στενή αυτή σύνδεση ανάμεσα στην ιστορική εργασία και στην υπαρκτική αλήθεια του ανθρώπου μπορεί να φανεί κάλλιστα από τη γενεαλογική προσέγγιση της Εισαγωγής στη Διαλεκτική και, πρωτίστως, φαίνεται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο και το αδιανόητο της διαλεκτικής, δηλαδή η πραγματική πηγή, ή ο ορίζοντας αυτής της έννοιας που βρίσκεται στο προσκήνιο ή στο βάθος των υπό εξέταση διανοητών.
Το όλο εγχείρημα πρέπει να θεωρηθεί ως επιτυχημένο, καθώς έλαβε υπόψη του με σεβασμό και μεθοδικότητα την πρόσφατη διεθνή βιβλιογραφία για το συγκεκριμένο θέμα, κάλυψε ευρείες θεματικές περιοχές της Ιστορίας της Φιλοσοφίας και εμπλουτίζει την ελληνική βιβλιογραφία στη σχετική θεματική. Επιπλέον, καταδεικνύει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο την αναγκαία συμφιλίωση της ιστορικής εργασίας με την αρχέτυπη φαντασία, με απώτερο σκοπό τη θεμελίωση μιας αυτόνομης κοινωνίας∙ δηλαδή μιας κοινωνίας που η εργασία θα αποτελεί το μέσο κατανόησης της ανθρώπινης ύπαρξης και όχι το πεδίο επέκτασης μιας καταπιεστικής εξουσίας. Πάντα θα υπάρχει εξουσία μέσα στις διαπροσωπικές, τις κοινωνικές κ.ά. σχέσεις. Όμως, δεν θα υπάρχει η έμμεση επιβολή ενός φαντασιακού, το οποίο δεν θεσμίσαμε εμείς, ενός κόσμου που δεν δημιουργήσαμε εμείς! Το νέο είναι η πραγματοποίηση των όχι ακόμη (noch nicht) πραγματοποιημένων ρεαλιστικών δυνατοτήτων της πραγματικότητας.