Μετά την τριλογία του, Μαύρο Αλγέρι, Κόκκινη Μασσαλία και Παρίσι Μπλουζ, με ιστορικά σημεία αναφοράς τον πόλεμο της Αλγερίας, τις παραμονές του γαλλικού Μάη και τον απόηχό του, αντίστοιχα, ο Μωρίς Αττιά επιστρέφει με νέο μυθιστόρημα· η Λευκή Καραϊβική (εκδόσεις Πόλις, μτφρ. Χαρά Σκιαδέλλη) είναι το πρώτο βιβλίο μιας καινούργιας τριλογίας που χρονικά εκτείνεται από το 1976 έως το 1981.
Ο κεντρικός ήρωας του Αττιά, Πάκο Μαρτίνεθ, είναι μία πολυδιάστατη προσωπικότητα με αντιμαχόμενα στοιχεία· αν και έχει πτυχίο γαλλικής φιλολογίας, γίνεται αστυνομικός, ενώ λύση στα αδιέξοδά του δίνουν οι σκοτεινές κινηματογραφικές αίθουσες. Γιος ισπανού αναρχικού, βιώνει τον πόλεμο της Αλγερίας και την αιματηρή πορεία της προς την ανεξαρτησία. Επαναπατρίζεται στη μητροπολιτική Γαλλία και εγκαθίσταται στη Μασσαλία, όπου καλείται να αντιμετωπίσει τον ρατσισμό και την καχυποψία των Γάλλων έναντι των προσφύγων. Αδυνατώντας να προσαρμοστεί, παίρνει μετάθεση για το Παρίσι.
Στη Λευκή Καραϊβική, ο Πάκο δεν είναι πια αστυνομικός, αλλά δικαστικός συντάκτης και κριτικός κινηματογράφου στην εφημερίδα Le Provençal, ενώ η γυναίκα του πλέον, Ιρέν, εξακολουθεί να διατηρεί κατάστημα με καπέλα στην Αιξ αν Προβάνς. Ένα απελπισμένο τηλεφώνημα από τον αλκοολικό πια Τιγκράν Κουπιγκιάν (Κουπί), στενό συνεργάτη και φίλο του Πάκο από το εγκληματολογικό της Μασσαλίας, ο οποίος έχει καταφύγει στην Καραϊβική με τη σύντροφό του, Εύα, γίνεται η αιτία να μεταβεί ο Πάκο επειγόντως στη Γουαδελούπη, προκειμένου να τον βοηθήσει στην εξιχνίαση ενός εγκλήματος, για το οποίο κινδυνεύει να κατηγορηθεί ο ίδιος.
Ο Κουπί δεν θυμίζει σε τίποτα τον ήρωα που γνωρίσαμε στην Κόκκινη Μασσαλία· εγκλωβισμένος σε μια αποπνικτική ρουτίνα, εγκαταλελειμμένος από την Εύα και εξαρτημένος από το αλκοόλ, εργάζεται πια ως νυχτοφύλακας. Ένα βράδυ, γίνεται μάρτυρας της δολοφονίας του αρχιτέκτονα Σελεστέν Φαραπατί, του καινούργιου συντρόφου της Εύας. Ο φόβος του ότι θα θεωρηθεί ύποπτος για τον φόνο παρακινεί τον Κουπί να ζητήσει τη βοήθεια του πρώην συνεργάτη του.
Το ασφυκτικά τροπικό περιβάλλον της Γουαδελούπης αποσυντονίζει τον Πάκο, ο οποίος αρκετά κουρασμένος προσπαθεί να ανακτήσει τις ικανότητές του. Παγιδεύεται στις ίδιες του τις υποθέσεις και αποπροσανατολίζεται από μυστηριώδεις ανθρώπους, αμφιβάλλοντας πια για τον εαυτό του.
Ο Μωρίς Αττιά, λόγω και της ιδιότητάς του ως ψυχιάτρου-ψυχαναλυτή, αναλύει σε βάθος τους χαρακτήρες του: τα αδιέξοδά τους, το παρελθόν τους, τις παρορμήσεις τους. Η διεισδυτικότητα αυτή ενισχύεται και από τη χρήση του πρώτου ενικού προσώπου, η οποία προσδίδει εξομολογητικό τόνο στην αφήγηση· ο συγγραφέας παίρνει τη θέση του ήρωα στον οποίο κάθε φορά εστιάζει, παρουσιάζοντας τα γεγονότα υπό τη δική του οπτική.
Ο Μωρίς Αττιά, παντρεύοντας με εντυπωσιακή επιδεξιότητα τη μυθιστορηματική πλοκή με τις ιστορικές, πολιτικές και οικονομικές συνθήκες της εποχής, μεταφέρει τον αναγνώστη στην Καραϊβική των λαθρεμπόρων, των ναρκωτικών και του οργανωμένου εγκλήματος. Οι παραγκουπόλεις αντικαθίστανται από χαμηλής ποιότητας εργατικές κατοικίες (HLM)[1], ενώ οι κάτοικοι επιδίδονται σε κάθε λογής λαθρεμπόριο, αναπτύσσοντας μια μορφή παράλληλης οικονομίας. Η Μπας Τερ, το Πουάντ α Πιτρ, η Μαρί Γκαλάντ και το Ιλ ντε Σαιντ δεν είναι τουριστικά θέρετρα, ενώ τα ατμοσφαιρικά τοπία και οι αμμουδερές παραλίες απουσιάζουν σχεδόν από την αφήγηση. Στόχος του συγγραφέα δεν είναι απλώς η λύση του μυστηρίου και η αποκάλυψη του δολοφόνου· βλέποντας πίσω από τις τροπικές ακτές και τις πολυτελείς επαύλεις, αναδεικνύει τις νεοαποικιακές πρακτικές και αποκαλύπτει την εξαθλίωση και την εκμετάλλευση του ντόπιου πληθυσμού. Σημαίνοντα πρόσωπα του νησιού δολοφονούνται, ενώ το ζοφερό σκηνικό συμπληρώνει μια επικείμενη ηφαιστειακή έκρηξη.
Η Καραϊβική του Μωρίς Αττιά δεν είναι ειδυλλιακή. Η ατμόσφαιρα είναι πνιγηρή, η ζέστη ανυπόφορη και η τροπική καταιγίδα ανελέητη. Οι χρυσές ακτές έχουν εξαφανιστεί, ενώ οι θερινές κατοικίες έχουν μετατραπεί σε τόπους παράνομων δοσοληψιών και στυγερών εγκλημάτων.
[1] Habitations à Loyer Modéré