Το ηλιόλουστο πρωινό της 13ης Δεκεμβρίου, ξεκινήσαμε μαζί με τον σκηνοθέτη Θάνο Αγγέλη και τον συνθέτη Γιάννη Κονσολάκη για το studio Paraktio, που βρίσκεται στον αριθμό 9 της οδού Ακόβης, ενός ήσυχου δρόμου της Βούλας. Εκεί, μέχρι και αργά το απόγευμα, είχαμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε την ηχογράφηση της μουσικής που πρόκειται να επενδύσει το ντοκιμαντέρ Βίλα Ιόλα-Ένα ταξίδι στον χώρο και στον χρόνο.
Ο Γιάννης δουλεύει για πρώτη φορά πάνω σε κάτι που προορίζεται για τον κινηματογράφο. Για τις ανάγκες του ντοκιμαντέρ έχει χωρίσει τις συνθέσεις του σε «κεφάλαια» που ακολουθούν τη δομή της αφήγησης και γίνονται όλο και πιο μοντέρνα, ταυτόχρονα με την πορεία της οικείας που αλλάζει μορφή μέσα στον χρόνο, ενώ έχει διασκευάσει και το E lucevan le stelle του Puccini, ενώνοντάς το με μια δική του μουσική ιδέα.
«Έχω γράψει μουσική για διαφημίσεις και για θέατρο, όμως αυτό είναι πολύ διαφορετικό» μου λέει. «Στο θέατρο κάθε παράσταση είναι διαφορετική και η μουσική πρέπει να το υπολογίζει αυτό και να αφήνει περιθώρια δημιουργικής ελευθερίας στους ηθοποιούς. Αντιθέτως, εδώ η πρόκληση έγκειται στο να επενδύσω κάτι που θα είναι μόνιμο, πατώντας σε αλλαγές εικόνων, οι οποίες πρέπει να εναρμονιστούν και να γίνουν μέρος του ρυθμού της μουσικής».
Για να εμπνευστεί και να γράψει τα δύο πρώτα μουσικά θέματα, τα οποία λειτούργησαν και ως βάση για την υπόλοιπη μουσική της ταινίας, χρησιμοποίησε φωτογραφίες και μικρά unedited πλάνα που του έστειλε ο σκηνοθέτης, πάνω απ’ όλα όμως προσπάθησε να συλλάβει το αίσθημα της πρώτης επίσκεψής του στη βίλα. «Υπήρχε μια ενέργεια στον χώρο, την οποία δεν μπορώ να περιγράψω ακριβώς με λέξεις. Αυτήν προσπάθησα να αποδώσω με τη μουσική μου και, γενικότερα, αυτό προσπαθούμε να πετύχουμε στο ντοκιμαντέρ».
Επισημαίνω ότι μιλάει στο πρώτο πληθυντικό πρόσωπο, σαν να νιώθει μέλος μιας ομάδας. «Πράγματι» απαντάει. «Όταν γράφω μόνος μου κάνω ό,τι μου έρχεται, μπορώ να δουλέψω όπως θέλω, να κάνω edit όσες φορές θέλω. Αντιθέτως, σε αυτό το project μετράει πολύ η σύνθεση των αντιλήψεων κι αυτό είναι το ωραίο στη συνεργασία. Περάσαμε πολλές ώρες με τον Θάνο συζητώντας για το πώς θα πρέπει να είναι η μουσική, όχι τόσο σχετικά με τις νότες και τα όργανα, όσο για το αίσθημα που θέλαμε να βγάζει.»
Σε αυτό το αίσθημα εστιάζει και ο σκηνοθέτης, Θάνος Αγγέλης, που γνώρισε τον μουσικό συνεργάτη του τυχαία, καθώς του προτάθηκε από τον φωτογράφο που κάλυπτε τα γυρίσματα. «Ο πατέρας του Γιάννη, που ανέλαβε να μας καλύψει φωτογραφικά τα γυρίσματα, μου τον πρότεινε. Αρχικά, όταν έμαθα για το νεαρό της ηλικίας του ήμουν κάπως δύσπιστος, όταν όμως άκουσα τη δουλειά του, έμεινα έκπληκτος από το ταλέντο του! Θεώρησα πως είναι ο κατάλληλος για να εκφράσει αυτό το κάπως ‘μεταφυσικό’ συναίσθημα που σε διακατέχει όταν μπαίνεις στη Βίλα Ιόλα, αυτήν την πολύ ιδιαίτερη και μυστήρια αύρα που πηγάζει από την ιδιόρρυθμη αρχιτεκτονική του κτιρίου, από τις πόρτες, από τα παράθυρα, που κανένα δεν είναι ίδιο με κανένα άλλο, από τον τρόπο που μπαίνει το φως και δημιουργεί εναλλαγές, ερριμένες σκιές και μοναδικές φιγούρες : είναι κάπως σαν λαβύρινθος».
Επιμένει, μάλιστα, ότι είναι μεγάλη τύχη που συναντήθηκαν οι δρόμοι τους με τον Γιάννη, καθώς θεωρεί πως στην Ελλάδα είναι δύσκολο να βρεις άνθρωπο για να γράψει καλή μουσική για τον κινηματογράφο.
Ο Θάνος πιστεύει ότι αυτό που κάνει πετυχημένη τη μουσική μιας ταινίας είναι κατά πρώτον το δέσιμό της με την αφήγηση («θέλουμε να δώσουμε έμφαση στη νοσταλγία αλλά και τη θλίψη που πηγάζει από την ιστορία του σπιτιού, τόσο μέσα από τον τρόπο που ξετυλίγεται η πλοκή, όσο και μέσα από τη μουσική») και κατά δεύτερον η εξυπηρέτηση του μοντάζ: «Η μουσική λειτουργεί στον κινηματογράφο ως προέκταση του μοντάζ, το συμπληρώνει και ενίοτε διορθώνει κάποιες ατέλειές του. Και όταν αυτά τα δύο στοιχεία δουλέψουν καλά μαζί, δημιουργούν θαύματα. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό για εμάς, γιατί το συγκεκριμένο ντοκιμαντέρ (όπως και τα περισσότερα, άλλωστε) συνίσταται κατά 50% σε πρωτότυπη σκηνοθετική δημιουργία και κατά 50% σε αρχειακό υλικό και συνέντευξη. Έτσι, η αφήγηση κατακερματίζεται, και η μουσική πρέπει κατά κάποιον τρόπο να την ακολουθήσει σε αυτό και να την ξανα-συναρμολογήσει».
Η ώρα περνάει με συζητήσεις, αστεία, αλλά και εντατική δουλειά. Ο Γιάννης κατευθύνει τους μουσικούς του ευγενικά αλλά επίμονα, προκειμένου να πετύχει ακριβώς το αποτέλεσμα που θέλει. Πού και πού ανταλλάσσει μερικές κουβέντες με τον Θάνο, ζητάει τη γνώμη του. Παρά το νεαρό της ηλικίας τους, δουλεύουν απολύτως επαγγελματικά.
Οι ήχοι του Φρανς Σεστάνι, που παίζει βιολί, και των Θωμά Μπήκα και Δάφνης Μέγγου, που παίζουν κλαρινέτο, γεμίζουν την ατμόσφαιρα. Δεν μπορεί κανείς παρά να ανυπομονεί να τους ακούσει να πλαισιώνουν αυτό το Ταξίδι στον χώρο και στον χρόνο, που αναμένεται το λιγότερο συναρπαστικό. Μέχρι τότε, θα πρέπει απλώς να αρκεστεί σε μια πρόγευση από τη μουσική της ταινίας.
κείμενο: Γιάννης Κτενάς
φωτογραφίες: Θοδωρής Διαμαντής
περισσότερες πληροφορίες για το ντοκιμαντέρ μπορείτε να βρείτε στη σελίδα του στο facebook