«Γράφω σημαίνει κάνω μια τελευταία επίθεση. Απρίλιος είναι ο μήνας ο καλός. Και ποιος ξέρει, μπορεί αυτή τη φορά να πετύχει. Γράφω σημαίνει αυτό που δεν τολμώ να τελειώσω ή αυτό που δεν ξέρω πώς να τελειώσω. Γράφω σημαίνει να κάνω μπάνιο στη μπανιέρα μου στο Παρίσι, να μυρίζει λίγο άσχημα, σαν σάπιο φύκι, όμως εμένα να μου μυρίζει θάλασσα» ή σαρδελοποιημένο τρόλεϊ στο Παγκράτι που μένει στα μισά της διαδρομής και συνεχίζεις το μισητό υπόλοιπο με τα πόδια.
Κάτι σαν το αδέξιο στρίψιμο τσιγάρων ή τα ξόρκια που πρέπει να λύσεις για να κοιμάσαι ήρεμα. Ή μάλλον καλύτερα, σαν τις κουβέντες που κάνεις όχι σώνει και ντε για να κοινωνικοποιηθείς, αλλά γιατί δεν αντέχεις να τις αφήνεις ανείπωτες. Αλκοόλ και εξευγενισμός της μνήμης. Πολύ καλύτερα.
Μέρες που είναι- πολιτικές κυρίως- και ενώ μερικοί αποφασίσαμε να αφήσουμε πίσω μας μια δεδομένη συμβίωση με τη συλλογικότητα, τη συλλογική εκείνη ψυχή, την προσωρινή αλλά με χαρακτήρες σαφείς, όπως την ορίζει ο Le Bon ή κατά κόσμον την ψυχολογική μας μάζα , πολλοί έψαξαν για καταφύγια. Άλλοι για πανομοιότυπα άλλοι για τη μόνη τους πατρίδα, τα γαμημένα εκείνα παιδικά όνειρα που ο Τολστόι τα συνδέει με την αυτοκτονία και μοιάζουν με βουτιά στο νερό, ή αλλιώς με μυρωδιά Davidoff Light που αναβλύζει από την πίσω ξεκλείδωτη πόρτα μιας παλιάς Alfa Romeo που είναι παρκαρισμένη κάτω από το εγκαταλελειμμένο πλέον πατρικό και φέρνει στο μυαλό ταξίδια με μουσική υπόκρουση το πρώτο δισκάκι του Φοίβου, το ασπρόμαυρο με τους πολύχρωμους ανεμόμυλους και τον σκύλο στο Κολωνάκι.
Αλκοόλ και εξευγενισμός της μνήμης. Πολύ καλύτερα.
Ή στην ταράτσα μιας γειτονιάς στα Νότια που δε σε ξεχνά ακόμη και αν έχεις να τον δεις δυο χρόνια. Πού να του εξηγείς τώρα τι και πως, σημασία έχει πως όταν πέφτει ο ήλιος δεν πηγαίνει τη βόλτα που ήθελε και αυτός βάζει τη μούρη ανάμεσα στα κάγκελα και εσύ δε μπορείς να αντικρίζεις κανένα jack russel με την ίδια ευκολία. Την ώρα του ηλιοβασιλέματος λένε, σε μερικούς εμφανίζεται ένα σύνδρομο με πλάκωμα στο στήθος και κακή διάθεση και όλα εκείνα τα πάντα λειψά του ψυχιατρικού εγχειριδίου. Κάπου εκείνη την ώρα, μετά από το ηλίθιο power nap μιας ηλίθιας Τετάρτης, ήρθε το όνειρο το περίεργο με τις μπαλκονόπορτες. Μπαλκονόπορτα x και μπαλκονόπορτα y, η x κλειδωμένη, από το δώμα στην Κρήτη που έχει συνδυαστεί με 39 πυρετό και έναν διαρκή άνεμο που παίζει και να έπαιρνε τη στέγη και να έμενα ξεσκέπαστη τελείως και η y, από το εγκαταλελειμμένο πατρικό του παιδικού εκείνου δωματίου, ξεκλείδωτη σα να περιμένει να γυρίσω με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.
Αν κρίνω από τα κλάματα που συνοδεύουν οποιαδήποτε προσέγγιση στο στενό εκείνο, μάλλον η μόνη επιστροφή θα αφορά μια απάντηση στην άσπρη πόρτα του δωματίου, τη σοδομισμένη από μαύρο ανεξίτηλο μαρκαδόρο που ακουμπάει πάνω της λέξεις διάσπαρτες για την πόλη και το λαό της και αφίσες μιας επανάστασης που το πέρασμα από την εφηβεία αποφάσισε να επανανοηματοδοτήσει ως σχεδόν ανέφικτες. Διπλό χτύπημα του gin στο τραπέζι .
Ξέρεις, είναι φορές που κάτι τόσο προσωπικό όσο μια γειτονιά μπορεί να είναι κάτι βαθιά πολιτικό. Όπως όλες οι φορές που προσπαθούσες ματαίως να πείσεις μερικούς επαναστάτες του ’08 πως η ανάγκη για αλλαγή δεν ανήκει χωροταξικά στα Εξάρχεια και τα παιδιά από τα Νότια μπορεί να μην έχουν όλα λεφτά και οι φωτιές στους κάδους μπορεί να μην είναι μόνο από τα κακομαθημένα των Βορείων και άλλα πολλά τέτοια στερεότυπα. Αλλά μπορεί και να είναι η ανάγκη για καταφύγιο που πολιτικοποιεί τα πάντα, από το @ στο τέλος των λέξεων μέχρι τον έρωτα και τις βιαστικές μουτζούρες στους τοίχους.
Μπαλκονόπορτα x και μπαλκονόπορτα y, η x κλειδωμένη
Τελευταία τρίμματα καπνού και φιλτράκι μέντας. Για μερικούς, ο αγώνας για ζωή και αξιοπρέπεια μπορεί να σημαίνει κάτι πολύ παραπάνω από ιδεολόγημα ή προεκλογικό σποτ. Ένα τέλος εποχής βαθιά πιο επιτακτικό από τους σωστούς συνδυασμούς χρωμάτων στα πανό. Ένα σημείο αναφοράς ντυμένο με πλακάκι μωσαϊκό και ροδακινί τοίχους που μέσα του τα απογεύματα προσπαθούσε να αναιρεθεί ο Le Bon.
Που ξέρεις, μπορεί στην τελική η ανάγκη μας για ένταξη στο ωκεάνιο συναίσθημα του Θεού να καταρρίφθηκε και τη θέση της να πήρε η συλλογικότητα και μπορεί να γίναμε «ένα αυτόματο, που η βούλησή του έχει γίνει ανίκανη να το οδηγήσει… με τον παρορμητισμό, την οργή, την αγριότητα καθώς και τους ενθουσιασμούς και τους ηρωισμούς των πρωτόγονων υπάρξεων» ή μπορεί ο Le Bon να έχει άδικο αλλά να πρέπει να το ανακαλύψουμε με διαφορετικό τρόπο αυτή τη φορά.
Πήγα να βρω την παλιά Alfa Romeo που τελικά την πήρε ο δήμος. Η κατάληξή της είναι στα παλιοσίδερα, το ίδιο μάλλον και η ντουντούκα στο πορτ μπαγκάζ που είχε ξεμείνει από μπαταρία. Δε γαμιέται; Παραφράζοντας τη Μαργαρίτα Καραπάνου, μερικές φορές με την απώλεια φεύγει το διφορούμενο και μένει μόνο η αγάπη. Ας γυρίσω στο σπίτι με τα πόδια, εξάλλου, εμείς δε ζούμε σ’ άλλη εποχή, η μοίρα μας έταξε σ’ αυτή.
Βάλε άλλο ένα.