του Τζέικομπ Μπλούμενφελντ
μτφρ. Μανώλης Δέγλερης
«Η πρώτη σου σκέψη με το που ξυπνάς οφείλει να είναι: ‘Άτομο’. Διότι δεν πρέπει να ξεκινάς τη μέρα σου με την αυταπάτη πως ό,τι σε περιβάλλει είναι ένας κόσμος σταθερός. Ακόμα και το αύριο μπορεί να γίνει ‘κάτι που απλά υπήρξε’: διότι εμείς, εσύ, εγώ και οι συνάνθρωποί μας είμαστε ‘πιο θνητοί’ και ‘πιο έγχρονοι’ από όλους εκείνους που ως χτες θεωρούνταν θνητοί. ‘Πιο θνητοί’ γιατί η χρονικότητά μας δεν σημαίνει μόνο ότι είμαστε θνητοί, μόνο ότι είμαστε ‘φονεύσιμοι’. Αυτό το ‘έθιμο’ υπήρχε από πάντα. Αντιθέτως, σημαίνει πως εμείς, σαν ανθρωπότητα εν συνόλω, είμαστε φονεύσιμοι. Και ‘ανθρωπότητα’ δεν σημαίνει μόνο τη σημερινή ανθρωπότητα, μόνο την ανθρωπότητα που ‘χει εξαπλωθεί στις επαρχίες της υφηλίου αλλά και την ανθρωπότητα απλωμένη σε όλες τις επαρχίες του χρόνου. Γιατί εάν σκοτωθεί η σημερινή ανθρωπότητα, τότε αυτό που υπήρξε, πεθαίνει μαζί της. Πεθαίνει όμως κι η ανθρωπότητα που έπεται. Η πρώτη, αυτή που υπήρξε, γιατί, εκεί που δεν θα υπάρχει κανείς πια να θυμάται, δεν υπάρχει και τίποτα να γίνει αντικείμενο ενθύμησης. Η δεύτερη, εκείνη που έπεται, γιατί εκεί που δεν υπάρχει το σήμερα, δεν υφίσταται και αύριο για να πάρει τη θέση του. Στην πόρτα εμπρός μας θα αναγράφεται: ‘Τίποτα δεν υπήρξε’. Κι από τη μέσα μεριά: ‘Ο χρόνος δεν ήταν παρά ένα επεισόδιο’. Κι όχι όπως το ήλπιζαν οι πρόγονοί μας, ένα επεισόδιο ανάμεσα σε δύο αιωνιότητες αλλά ένα επεισόδιο ανάμεσα σε δύο τίποτα. Ανάμεσα στο τίποτα που, καθώς δεν το θυμάται κανείς, θα είναι σαν να μην υπήρξε ποτέ και στο τίποτα που δεν θα έρθει ποτέ στην ύπαρξη. Και καθώς δεν θα υπάρχει κανείς για να ξεχωρίσει το ένα τίποτα από το άλλο, έτσι τα δύο τους θα καταρρεύσουν σε ένα ενιαίο τίποτα. Αυτή λοιπόν θα είναι η πραγματικά καινοφανής, αποκαλυπτικής υφής χρονικότητα – η δική μας χρονικότητα κι ό,τι μέχρι τώρα αποκαλούσαμε ‘έγχρονο’ θα έχει καταντήσει ξέφτι σε σύγκριση. Γι’ αυτό η πρώτη σου σκέψη με το που ξυπνάς οφείλει να είναι: ‘Άτομο’.»
Γκύντερ Άντερς, Οι Εντολές στην Ατομική Εποχή, 1957
Ο Γκύντερ Άντερς (Στερν) – πρώτος σύζυγος της Χάνα Άρεντ, δεύτερος ξάδερφος του Βάλτερ Μπένγιαμιν, μαθητής των Χούσερλ και Χάϊντεγκερ, συγκάτοικος του Μαρκούζε, φίλος του Μπρεχτ, αντίπαλος του Αντόρνο, θαμώνας των διαλέξεων του Κοζέβ στο Παρίσι, συμμεταφραστής μαζί με τον Λεβινάς, αντιφασίστας λογοτέχνης, ακτιβιστής εναντίον της ατομικής βόμβας, φιλόσοφος της τεχνολογίας, της αποκάλυψης, του απαρχαιωμένου των ανθρώπινων όντων, συνθέτης, σεναριογράφος, ενδυματολόγος, Εβραίος που εγκατέλειψε την Εβραϊκή κοινότητα, μέλος Διεθνούς Δικαστηρίου Εγκλημάτων Πολέμου του 1967 (μαζί με τον Ζαν Πωλ Σαρτρ και τον Στόκλυ Κάρμαϊκλ) που καταδίκασε τον πόλεμο του Βιετνάμ σαν γενοκτονία – πέθανε απένταρος στη Βιέννη το 1992 κοντά στο γραφείο του Φρόυντ. Έζησε 90 χρόνια σε έναν κόσμο που κατρακυλούσε από τη μία καταστροφή στην άλλη, καταφέρνοντας να επιζήσει στη διάρκεια του αιώνα που ισορρόπησε στα δύο άκρα του αγεφύρωτου χάσματος που ανοίχθηκε από το εξαιρετικό γεγονός της 6ης Αυγούστου του 1945, όταν έπεσε η βόμβα στη Χιροσίμα κι η ανθρωπότητα επέδειξε την καινοφανή ικανότητά της για ολοκληρωτικό όλεθρο. Αυτή η ημέρα, σύμφωνα με τον Άντερς, έκοψε την ιστορία σε δύο ποιοτικά διακριτές περιόδους, τον χρόνο του πριν και τον χρόνο του τέλους. Μόνο τώρα, αφού δηλαδή η ανθρωπότητα απέδειξε την ικανότητά της για καταστροφή, μπορούμε να πούμε ότι όντως ζούμε στο τέλος του κόσμου. Το να ζεις όμως στο τέλος του κόσμου δεν ταυτίζεται με το να βιώνεις το ίδιο το τέλος. Οφείλουμε να παλέψουμε, υποστηρίζει ο Άντερς, ώστε το τέλος του κόσμου να μην ολοκληρωθεί. Δεν υπάρχει πια δυνατότητα επιστροφής σε μία εποχή όπου η πιθανότητα της καταστροφής θα μπορούσε να σβηστεί, να λησμονηθεί και να αποσυναρμολογηθεί. Ακόμα κι αν όλες οι ατομικές βόμβες του κόσμου παροπλίζονταν, τα σχέδια κατασκευής τους δεν θα ξεχνιόντουσαν. Είναι αιώνια, σαν τις Ιδέες του Πλάτωνα. Το μόνο που μας απομένει να κάνουμε τώρα είναι να καθυστερούμε επ’ αόριστον, να αναβάλλουμε στο διηνεκές αυτό που θα παραμένει πάντοτε πιθανό, αυτό που μπορεί να πυροδοτηθεί ανά πάσα στιγμή. Το να αποτρέψουμε τον πυρηνικό πόλεμο και να σταματήσουμε τον φόνο τη ανθρωπότητας είναι ένα καθημερινό καθήκον που πρέπει να εκπληρώνουμε αέναα από σήμερα και εις τους αιώνες των αιώνων. Μοιάζει σαν ο δολοφόνος να στέκει από πάνω μας, με το μαχαίρι τραβηγμένο, και να περιμένει σιωπηλά – για πάντα. Καλωσήρθατε στην Αντερσόκαινο.
Ο Γκύντερ Άντερς ήταν πολυγραφότατος άνθρωπος: δεκάδες βιβλία, εκατοντάδες άρθρα, ομιλίες, ημερολόγια, ιστορίες. Παρ’ όλ’ αυτά η σκέψη του δεν έχει καταφέρει να αγγίξει ούτε καν την επιφάνεια του δημόσιου λόγου. Ανεξαρτήτως αν αναμετρήθηκε με τον φιλοσοφικό αντίκτυπο της σύγχρονης τεχνολογίας ή τις ηθικές συνέπειες της ατομικής βόμβας, ανεξαρτήτως αν δημοσίευσε ημερολόγια από τις επισκέψεις του στη Χιροσίμα, το Ναγκασάκι και το Άουσβιτς, αν έγραψε διαλόγους με τη Χάνα Άρεντ αν δημοσίευσε την αλληλογραφία του με τον Κλωντ Έδερλυ, τον πιλότο που έριξε τη βόμβα στη Χιροσίμα, ή αν έγραψε μια διεξοδική κριτική του Χάιντεγκερ, ο Άντερς δεν έχει ακόμα πάρει τη θέση του στο πάνθεον των αξιοσέβαστων γερμανοεβραίων στοχαστών του 20ού αιώνα όπως ο Μπένγιαμιν, ο Αντόρνο, ο Μαρκούζε, η Άρεντ, ο Στράους, ο Μπλοχ κ.ο.κ. Όπως γράφτηκε χαρακτηριστικά από τον επιζώντα του Άουσβιτς και στοχαστή των βασανιστηρίων, Ζαν Αμερύ, σε ένα άρθρο του 1972 με τον τίτλο Ανασκόπηση της Αποκάλυψης: «Ο Γκύντερ Άντερς ήταν και παραμένει ο πιο διαυγής κριτικός του τεχνολογικού κόσμου, το λυκόφως των ειδώλων του οποίου, ο ίδιος το βλέπει να διαγράφεται στη λάμψη της ατομικής βόμβας».[1] Σήμερα, σε μια εποχή όπου η ανάπτυξη της τεχνολογίας έχει προχωρήσει τόσο πολύ που η κατεύθυνσή της είναι πρακτικά και λειτουργικά αυτόνομη από ανθρώπινες στοχοθεσίες, τόσο κυρίαρχη και πανταχού παρούσα στις βασικές αρθρώσεις της κοινωνίας, που έχει εκτοπίσει την ανθρώπινη κρίση σε πληθώρα ηθικών, διανοητικών και βιολογικών ζητημάτων, τώρα που τα τεχνολογικά άβαταρ μας πωλούν τα μέσα για να προστατευτούμε από τα ίδια τους τα όπλα μαζικής αλλοτρίωσης, τώρα ίσως έχει έρθει η ώρα να διαβαστεί ο Άντερς ξανά.
Πλάι στον Άντερς, ο Αντόρνο μοιάζει αισιόδοξος. Ενώ για τον Αντόρνο το αρνητικό είναι διάτρητο από κλεφτές ματιές προς την ουτοπία, για τον Άντερς το καλύτερο που μπορούμε να ελπίζουμε είναι ο φόβος – ένας φόβος ορθολογικός, που κινητοποιεί, κατευθύνει προς τη δράση, απαραίτητος για να προσανατολιστούμε στο παρόν ενάντια στην ακύρωση του μέλλοντος. «Έχε το θάρρος να φοβάσαι» μας λέει. «Πίεσε τον εαυτό σου να παραγάγει εκείνη την ποσότητα του φόβου που αντιστοιχεί στο μέγεθος ενός κινδύνου αποκαλυπτικών διαστάσεων. Διότι ο φόβος, ή μάλλον, κατεξοχήν ο φόβος ανήκει σε εκείνα τα συναισθήματα που αδυνατούμε ή αποφεύγουμε να βιώσουμε»[2]. Ή επίσης: «μην φοβάσαι τον φόβο, έχε το θάρρος να φοβηθείς και να φοβίσεις και άλλους ακόμα. Φόβησε τον πλησίον σου ως εαυτόν»[3]. Ενώ ο Αντόρνο αναμετρήθηκε με την αγιάτρευτη πληγή του Άουσβιτς και η Άρεντ αποπειράθηκε να στοχαστεί την ανθρώπινη κατάσταση στην ατομική εποχή, ο Άντερς έβαλε το Άουσβιτς και τη Χιροσίμα σε ένα κοινό κάδρο καταστροφής που σηματοδοτούσε μια νέα εποχή της ανθρώπινης ιστορίας, βασικό χαρακτηριστικό της οποίας είναι η αδυναμία της παντοδυναμίας μας. Παντοδυναμία επειδή κάποιοι συγκεκριμένοι άνθρωποι έχουν τώρα την ισχύ να καταστρέψουν τον κόσμο με τεχνολογικά μέσα. Αδυναμία, επειδή οι υπόλοιποι, περισσότεροι, δεν έχουν τη δύναμη να κάνουν απολύτως τίποτα για αυτό. Για τον Άντερς, μέσα σε αυτή την κατάσταση που αποκαλεί «ανικανότητα για δράση», εκεί ακριβώς είναι που οφείλει κανείς να δράσει. Πώς μπορεί όμως κανείς να δράσει σε τέτοιες συνθήκες; Το να δράσεις χωρίς δράση πια, καθώς η προέλευση της τελευταίας εδράζεται πλέον στα πράγματα που παράγουμε και όχι σε αυτούς που τα παράγουν, δεν μπορεί παρά να σημαίνει απεργία αφού η απεργία αποτελεί την πιο ισχυρή δράση μη-δράσης που διαθέτουμε. Θα μπορούσε να υπάρξει άραγε μια παραγωγική απεργία απέναντι σε πράγματα τόσο καταστροφικά, μια μεγάλη άρνηση της δημιουργίας αυτού που μας αφανίζει; Αυτό ήταν το στοίχημα του Άντερς. Ήξερε βέβαια πως ήταν «πιθανό οι προσπάθειές μας να μη σημειώσουν την παραμικρή πρόοδο. Ακόμα όμως και η αποτυχία αυτή δεν πρέπει να μας αποθαρρύνει. Η επαναλαμβανόμενη ματαίωση δεν αναιρεί την ανάγκη επανάληψης της προσπάθειας»[4].
Θέλω να προσπαθήσω να διαβάσω τον Άντερς σε ένα νέο συγκείμενο, όχι πλέον του πυρηνικού πολέμου, αλλά του κινδύνου της κλιματικής αλλαγής ή, όπως αποκαλείται –λανθασμένα– της Ανθρωπόκαινου. Τι θα συνέβαινε άραγε εάν αλλάζαμε τη λέξη «άτομο» με τη λέξη «κλίμα» στα κείμενά του; Πώς θα έμοιαζε το «τέλος του κόσμου ή ο κόσμος του τέλους» όταν την απειλή της βόμβας συντροφεύουν οι πανδημίες, η λειψυδρία, η αποψίλωση των δασών και η υπερθέρμανση του πλανήτη; Πώς θα έπρεπε να διαβάσουμε σήμερα την Απαρχαίωση του Ανθρώπου, όταν, πενήντα χρόνια μετά τη δημοσίευση του πρώτου τόμου, οι σύγχρονες τεχνολογικές εξελίξεις έχουν ξεπεράσει κατά πολύ αυτό που τότε ήδη φαινόταν στον Άντερς σημάδι μιας απόλυτης κυριαρχίας; Συνεχίζουμε να νιώθουμε Προμηθεϊκή ντροπή ή έχουμε γίνει πια αναίσθητοι; Ο στοχασμός του Άντερς πάνω στα πυρηνικά εγκαίνια μιας πραγματικά αποκαλυπτικής εποχής, όπου η ανθρωπότητα βρισκόταν συνεχώς στα πρόθυρα της εξαφάνισης, είναι δεμένος με ένα συγκεκριμένο ψυχροπολεμικό συγκείμενο όπου η Αμοιβαία Εξασφαλισμένη Καταστροφή κρατούσε συνεχώς την αποκάλυψη στην ημερήσια διάταξη. Ενώ η πυρηνική απειλή δεν έχει με κανέναν τρόπο εκλείψει –ίσως μάλιστα να είναι και πιο κοντά απ’ όσο νομίζουμε με δεδομένο των αριθμό των κρατών με πυρηνικά που εμπλέκεται αυτή τη στιγμή σε πολέμους– την έχουμε πλέον συνηθίσει τόσο που δεν καταγράφεται καν σαν έγνοια στην καθημερινότητά μας. Αυτό που έχει αλλάξει από την εποχή του Άντερς δεν είναι μόνο το πλήθος των απειλών – η αλλαγή είναι ποιοτική. Δεν ζούμε σε έναν μετα-αποκαλυπτικό κόσμο αλλά σε έναν πολύ-αποκαλυπτικό όπου η καταστροφή δεν παίρνει πια τη μορφή ενός ενικού γεγονότος στη ροή του χρόνου αλλά αφορά το ίδιο το ξεδίπλωμά του. Το αργό γλίστρημα της ζέστης, της ξηρασίας, των εξαφανισμένων ειδών, των επιδημιών, των καταιγίδων, των πλημμυρών, της μόλυνσης του αέρα και της υποβάθμισης του εδάφους είναι διάστικτο από –τακτικές– ακραίες ρήξεις που μας υπενθυμίζουν την κατηφόρα στην οποία βρισκόμαστε. Ας δούμε κατά πόσον ο Άντερς μπορεί να μας βοηθήσει να πλοηγηθούμε σ’ το μονοπάτι της απελπισίας.
1945, το Έτος Μηδέν
Όπως στην περιοδολόγηση του Ανθρωπόκαινου για πολλούς, έτσι κι ο Άντερς βλέπει στο 1945 το απόλυτο στρωματογραφικό όριο που οριοθετεί την έναρξη μιας νέας εποχής για την ανθρωπότητα. Η Αντερσόκαινος όμως δεν αποτελεί μια γεωλογική εποχή που ξεχωρίζει λόγω της επίδρασης της ανθρωπότητας ως φυσικής δύναμης στον πλανήτη αλλά, αντίθετα, προσδιορίζει την έναρξη της περιόδου όπου οι άνθρωποι έχουν τη δυνατότητα να φέρουν το τέλος του κόσμου. Μ’ αυτή την έννοια, οι όποιοι αγγελιοφόροι της αποκάλυψης πριν το 1945 ήταν ουσιαστικά ψεύτες, μάντεις και απατεώνες. Ο κόσμος πριν το 1945 ήταν ανίκανος να προσφέρει εξιλέωση με τη μορφή της αποκάλυψης. Μόνο έπειτα από την 6η Αυγούστου του 1945 η αποκάλυψη έγινε μία πραγματική προοπτική για την ανθρωπότητα. Ήταν όμως μια αποκάλυψη χωρίς Βασιλεία των Ουρανών, χωρίς λυτρωτική συνοδεία. Στο τέλος της δεν υπάρχει ουτοπία, μόνο τέλος, σκέτο. Αυτό ακριβώς ανήγγειλε η βόμβα στον κόσμο το 1945, όχι απλά θάνατο και ‘χάλαζα καὶ πῦρ μεμιγμένα ἐν αἵματι’, αλλά έναν νέο χρονικό ορίζοντα για το ανθρώπινο είδος: «Εκείνη τη μέρα γίναμε, έστω αρνητικά, ‘modo negativo’, παντοδύναμοι. Ταυτόχρονα όμως, καθώς μπορεί να εξαφανιστούμε ανά πάσα στιγμή, γίναμε και παντελώς ανίσχυροι»[5]. Ενώ οι κλιματικοί επιστήμονες αντιμετωπίζουν τη μεταπολεμική περίοδο ως τη Μεγάλη Επιτάχυνση (καθώς σημειώνεται μία δραματική αύξηση της ανθρώπινης δραστηριότητας σύμφωνα με πολλούς κοινωνικούς και οικολογικούς δείκτες), σε μία Αντερσιανή προοπτική πρέπει να αντιθέτως να κατανοήσουμε την περίοδο αυτή ως το Προμηθεϊκό Χάσμα που ορίζεται από τη ριζική μας αδυναμία να συλλάβουμε την κλίμακα του αντικτύπου των πράξεών μας.
Προμηθεϊκό χάσμα
Το Προμηθεϊκό Χάσμα (ή υστέρηση, απόκλιση, διολίσθηση) συνίσταται στο διαχωρισμό της ίδιας μας της πράξης από την ικανότητά μας να την αναπαριστούμε ή να την κατανοούμε[6]. Πρόκειται, εν συντομία, για «το αποτέλεσμα του καθημερινά διευρυνόμενου χάσματος ανάμεσα στις δύο θεμελιώδεις μας ικανότητες: τη δράση και τη φαντασία. Για το γεγονός ότι αδυνατούμε να συλλάβουμε αυτό το οποίο κατασκευάζουμε, αδυνατούμε να αναπαραγάγουμε νοητικά αυτό που μπορούμε να παραγάγουμε, αδυνατούμε να συνειδητοποιήσουμε ποια είναι η πραγματικότητα που μπορούμε να φέρουμε στον κόσμο. Διότι κατά τη διάρκεια της τεχνολογικής εποχής, η σχέση ανάμεσα σε δράση και φαντασία κατέληξε ανεστραμμένη»[7].
Αυτό που κάνει την κλιματική αλλαγή τόσο τρομακτική είναι πως «αδυνατούμε να φανταστούμε την απεραντοσύνη της καταστροφής» καθώς «αυτό που πρέπει να οπτικοποιήσουμε σήμερα δεν είναι η ανυπαρξία αυτού ή του άλλου συγκεκριμένου πράγματος μέσα σε ένα –κατά τα άλλα σταθερό και δεδομένο– πλαίσιο, αλλά η ανυπαρξία του ίδιου του πλαισίου»[8]. Ο Άντερς αναφερόταν στο εννοιολογικό πλαίσιο της ανθρώπινης δράσης που, για τον ίδιο, δεν μπορεί να προσδώσει νόημα σε μια δράση που καθιστά την ίδια τη δραστηριότητα εν γένει α-νόητη. Για εμάς, αυτό θα αντιστοιχούσε στο πλαίσιο της Ολόκαινου, της γεωλογικής δηλαδή εποχής που χαρακτηρίστηκε από κλιματική σταθερότητα και στην οποία αναπτύχθηκε ο ανθρώπινος πολιτισμός. Το να οπτικοποιήσουμε την απεραντοσύνη της καταστροφής δεν απαιτεί να φανταστούμε ένα πυρηνικό ολοκαύτωμα αλλά να αποπειραθούμε απλώς να συλλάβουμε πως θα μοιάζει ο κόσμος. Το ένα και μοναδικό πράγμα που παρέμενε σταθερό τις τελευταίες χιλιετίες ανάμεσα στις διάφορες μεταβλητές των ανθρώπινων υποθέσεων, έχει τώρα γίνει το πιο χαοτικό από όλα, διαταράσσοντας τις ίδιες τις συντεταγμένες πάνω στις οποίες μπορεί να σχεδιαστεί το μέλλον.
Ανεστραμμένες Ουτοπίες
Για τον Άντερς, το χάσμα δεν βρίσκεται ανάμεσα σε μεγαλεπήβολα οράματα του τι θα θέλαμε να κάνουμε και στις πενιχρές μας δυνάμεις για να τα πραγματοποιήσουμε, αλλά μάλλον στο αντίστροφο. «Είμαστε μικρότεροι από τους εαυτούς μας» γράφει, «ανίκανοι να αναπαραστήσουμε διανοητικά τις πραγματικότητες που εμείς οι ίδιοι έχουμε παραγάγει. Έτσι θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε τους εαυτούς μας ‘ανεστραμμένους Ουτοπιστές’: αν οι κανονικοί Ουτοπιστές είναι να ανίκανοι να παραγάγουν όντως αυτό που είναι ικανοί να φανταστούν, εμείς είμαστε ανίκανοι να φανταστούμε αυτό που όντως παράγουμε»[9]. Αυτός ο σύγχρονος ανεστραμμένος ουτοπισμός «προσδιορίζει την ηθική κατάσταση του ανθρώπου σήμερα. Ο δυισμός στον οποίο είμαστε καταδικασμένοι αφορά […] την ικανότητά μας να παράγουμε στην αντίθεσή της με την ικανότητά μας να φανταζόμαστε»[10]. Μας είναι εξαιρετικά δύσκολο να συνειδητοποιήσουμε τι έχουμε κάνει και τι συνεχίζουμε να κάνουμε στη ζωή πάνω στον πλανήτη, συμπεριλαμβανομένων των εαυτών μας αλλά και των επόμενων γενιών. Τα ηθικά και διανοητικά μας μοντέλα δεν μπορούν να υπολογίσουν την ανθρώπινη δράση σε τέτοια κλίμακα. Το Προμηθεϊκό Χάσμα βρίσκεται ανάμεσα σε εμάς και στο τι έχουμε κάνει, η Προμηθεϊκή Υστέρηση ανάμεσα στο τι κάνουμε και στο τι νομίζουμε ότι κάνουμε. Αυτό σημαίνει: καθυστερούμε να συλλάβουμε όχι το τι θα κάνουμε αλλά το τι έχουμε κάνει ήδη. Σήμερα, η απεραντοσύνη της ανθρωπογενούς κλιματικής αλλαγής αντικατοπτρίζει εξαιρετικά το δίλημμα αυτό καθώς πασχίζουμε να συμφιλιωθούμε με αυτό που ήδη έχει παραχθεί. Για τον Άντερς όμως, ήταν η σύγχρονη τεχνολογία που έθετε το πρόβλημα. Απέναντί της, η μόνη δυνατή συναισθηματική αντίδραση είναι η ντροπή, Προμηθεϊκή ντροπή που δεν είμαστε τόσο τέλειοι όσο εκείνη.
Προμηθεϊκή Ντροπή
Το χάσμα ανάμεσα στις πράξεις μας και τη φαντασία μας παράγει ένα αίσθημα ντροπής ειδικά όταν έχουμε να κάνουμε με τα προϊόντα που παράγουμε. Πρόκειται για την ντροπή που νιώθουμε επειδή δεν είμαστε φτιαγμένοι σαν τα προϊόντα μας, ντροπή που γεννιόμαστε και δεν κατασκευαζόμαστε, ντροπή που είμαστε θνητοί, μοναδικοί, εξατομικευμένοι, ντροπή που δεν γινόμαστε αθάνατοι όπως στη συνεχή παραγωγή του ίδιου προϊόντος, ντροπή που δεν μπορούμε να παραβγούμε τις μηχανές, που δεν είμαστε τόσο πραγμοποιημένοι όσο αυτές, τόσο αλλοτριωμένοι όσο αυτές. Ντροπή που έχουμε φτιάξει έναν κόσμο που δεν κατανοούμε, δεν ταυτιζόμαστε μαζί του, δεν ελέγχουμε, δεν αναγνωρίζουμε αλλά στον οποίο, παρ' όλα αυτά, θέλουμε απελπισμένα να συμμετάσχουμε[11]. Πρόκειται για έναν κόσμο γεμάτο από σειριοποιημένα προϊόντα και τεχνικές διατάξεις που μας επιτηρούν με βλέμμα, όχι γεμάτο ερωτική Χάρη όπως το θέλει ο ποιητής[12], αλλά γεμάτο οίκτο που δεν είμαστε σαν κι αυτές. Η Προμηθεϊκή ντροπή είναι για τον Άντερς το συναίσθημα που νιώθουμε μπροστά στα προϊόντα μας για τα σώματά μας, για το ότι δεν είναι τόσο δυνατά, τόσο όμορφα, τόσο επισκευάσιμα. Ντροπή για το μυαλό μας, για το ότι δεν είναι εξίσου έξυπνο, για τις λέξεις που συχνά τις συγχέουμε, για τις σκέψεις μας που είναι ανακριβείς, ντροπή για τη μέση μας, τα πόδια, τα χέρια και τους γλουτούς μας που γερνούν, εξασθενούν και χρειάζονται συνέχεια φροντίδα, θρέψη, συντήρηση. Τα προϊόντα μας είναι τελειότερα από οτιδήποτε θα μπορούσαμε να φτάσουμε και, ταυτόχρονα, πολύ πιο επικίνδυνα απ’ όσο φανταζόμαστε. Είναι μια διπλή ντροπή: ντροπή που δεν είμαστε τα προϊόντα μας και ντροπή που νιώθουμε ντροπή μπροστά τους.
Εικονομανία
Ο ψυχολογικός μηχανισμός που μας επιτρέπει να αντεπεξέλθουμε και να διαχειριστούμε την Προμηθεϊκή ντροπή για το ότι γεννιόμαστε και δεν κατασκευαζόμαστε, μπορεί να ιδωθεί σύμφωνα με τον Άντερς στον εθισμό μας στις εικόνες, σε αυτό που ο ίδιος αποκαλεί εικονομανία[13]. Ο εθισμός μας στο να βλέπουμε τον εαυτό μας αλλά και τους άλλους, να βλέπουμε σταρ του Χόλιγουντ, για πάντα νέους, στην ίδια εικόνα ξανά και ξανά, δεν είναι απλά ένα μέσο ταύτισης με την αναπαράσταση σε βάρος της πραγματικότητας αλλά ένα τελετουργικό υπέρβασης της ίδιας της θνητότητας. Για τον Άντερς, ήδη από τη δεκαετία του ’50, το να κοιτάμε εικόνες των εαυτών μας αποτελούσε έναν τρόπο να απο-θανατίσουμε τους εαυτούς μας, να ξεφύγουμε από τις ατομικές μας ελλείψεις και να ζήσουμε στη στατική στιγμή της αιώνιας ζωής όπως αυτή συλλαμβάνεται από την εικόνα που έχουμε μπροστά μας. Αν για τον Αντρέ Μπαζέν[14] οι φωτογραφίες ομοιάζουν με την ταρίχευση, για τον Άντερς σηματοδοτούν την αιώνια ζωή: κι όμως πρόκειται για μια ζωή στην οποία είμαστε ήδη νεκροί, όπως ακριβώς τα προϊόντα που προσπαθούμε να μιμηθούμε. Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι η εικονομανία σήμερα έχει ξεπεράσει τα πιο τρελά όνειρα του Άντερς, καθώς δεν αποτελεί πια απλά έναν ψυχολογικό μηχανισμό διαχείρισης της Προμηθεϊκής ντροπής αλλά τον κυρίαρχο τρόπο που σχετιζόμαστε με τον κόσμο. Η εικόνα δεν μας προσφέρει πια ένα προσωρινό καταφύγιο μακριά από την επικράτεια της θνητότητας αλλά μας αγκυρώνει στο έδαφος της πραγματικότητας προκαταβολικά προσαρμόζοντας τη συμπεριφορά μας στην ενδεχόμενη φωτογραφική αποτύπωσή της.
Ανεπαρκής Πραγμοποίηση
Το πρόβλημα δεν είναι πως ο καταμερισμός εργασίας στις καπιταλιστικές κοινωνίες μας πραγμοποιεί, μας κάνει να μοιάζουμε με πράγματα. Το αντίθετο μάλλον ισχύει: είμαστε ανεπαρκώς πραγμό-μορφοι:
Δεν μπορεί κανείς να ερμηνεύσει ικανοποιητικά το φαινόμενο κολλώντας του τη μαρξική ετικέτα της ‘πραγμοποίησης’ γιατί ο όρος αυτός περιγράφει αποκλειστικά το γεγονός ότι ο άνθρωπος καταλήγει να περιοριστεί σε ένα πράγμα-λειτουργία. Έχει σημασία να επισημανθεί επίσης το γεγονός ότι οι ποιότητες και οι λειτουργίες που αποσπώνται από τον άνθρωπο μέσω της πραγμοποίησής του μετατρέπονται σε ποιότητες και λειτουργίες των ίδιων των προϊόντων τα οποία με τη σειρά τους μεταμορφώνονται σε ψευδο-πρόσωπα που, και μόνο εκ της ύπαρξής τους, έχουν τη δυνατότητα δράσης[15].
Η εναντίωση στην απόπειρα να τροποποιήσουμε τα σώματά μας έτσι ώστε να ομοιάζουν περισσότερο με τα προϊόντα μας δεν υπονοεί τη φυσικοποίηση μιας ‘αυθεντικής’ κατάστασης του ανθρώπου όντος. Αντίθετα, αφορά την κατεξοχήν νεωτερική προσπάθεια να ξεφύγουμε από την ευάλωτη αλληλεξάρτηση του ενός από τον άλλο, να αποφύγουμε την ευθραυστότητα της ανάγκης αλληλο-αναγνώρισης σφαλίζοντας ουσιαστικά τους πόρους του εαυτού από οποιαδήποτε τυχόν ενόχληση. Η Προμηθεϊκή ντροπή την εποχή της κλιματικής αλλαγής επιτελεί μια παρόμοια λειτουργία: ντροπή όχι απέναντι σε αυτό που κάναμε ‘εμείς’ –γιατί δεν είμαστε εξάλλου εμείς που το κάναμε– αλλά ντροπή μπροστά στο γεγονός ότι αδυνατούμε να κάνουμε το παραμικρό, ότι είμαστε τόσο ικανοί για καταστροφή όσο ανίκανοι για δημιουργία. Ντρεπόμαστε μπροστά στον πλανήτη που δεν μπορούμε να αναλάβουμε δράση σε πλανητική κλίμακα και ντρεπόμαστε απέναντι στο μέλλον γιατί δεν μπορούμε να φτάσουμε στο ύψος των απαιτήσεών του. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο η γεωμηχανική μοιάζει λογικά αναπόφευκτη: είναι ο τρόπος να ανταποκριθούμε στην καταστροφή καταστρέφοντάς τη, η Προμηθεϊκή απόπειρα να βάλουμε το κλίμα στη θέση του, κάτω από τον έλεγχό μας, να του δείξουμε ότι είμαστε κύριοι της μοίρας μας. Το γεγονός ότι η γεωμηχανική είναι η ίδια απρόβλεπτη αλλά και επικίνδυνη δεν θα παίξει κανένα ρόλο μπροστά στην αίσθηση της δράσης. Διότι «την ίδια ακριβώς στιγμή που γίναμε ικανοί για την πιο τερατώδη πράξη, την καταστροφή του κόσμου, οι ‘πράξεις’ μοιάζουν να εξαφανίζονται»[16]. Η Προμηθεϊκή ντροπή μπροστά στις τερατώδεις πράξεις μας και στα τέλεια προϊόντα μας εκβάλλει στην υπεράνθρωπη πράξη της κλιματικής γεωμηχανικής έτσι ώστε να αποτρέψουμε την παγκόσμια άνοδο της θερμοκρασίας διατηρώντας παράλληλα τον βασισμένο στα ορυκτά καύσιμα τρόπο ζωής μας. Ακριβώς όπως η αρχή των πυρηνικών όπλων για τον Άντερς, έτσι και η αρχή της γεωμηχανικής είναι καθαρός μηδενισμός: «Ό,τι και να καταστρέψουμε, δεν μας κάνει διαφορά»[17]. Απέναντι σε αυτόν τον μηδενισμό της φαντασίας που αδυνατεί να οραματιστεί οποιαδήποτε εναλλακτική του παρόντος πέρα από την επιτάχυνση του ταυτού, ο Άντερς μας προσκαλεί να κλείσουμε το Προμηθεϊκό χάσμα διευρύνοντας τη φαντασία μας:
Το καθήκον σας συνίσταται στο να γεφυρώσετε το χάσμα που υπάρχει ανάμεσα στις δύο θεμελιώδεις σας ικανότητες: την ικανότητά σας να παράγετε πράγματα και την ικανότητά σας να φαντάζεστε πράγματα. Στο να λειάνετε τα εμπόδια που ορθώνονται αναμεταξύ τους. Με άλλα λόγια: οφείλετε να διευρύνετε με τη βία τις εξαιρετικά στενές σας δυνατότητες φαντασίας (και τις ακόμα στενότερες των συναισθημάτων σας) μέχρις ότου φαντασία και συναίσθημα καταφέρουν να συλλάβουν και να συνειδητοποιήσουν την απεραντοσύνη των πράξεών σας. Μέχρι να καταφέρετε να συλλάβετε και να καταλάβετε, να αποδεχτείτε ή να απορρίψετε, ένα είναι το καθήκον σας εν συντομία: διευρύνετε την ηθική σας φαντασία[18].
Πολέμιοι της Αποκάλυψης
Ο Άντερς πίστευε ότι για πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία είναι πραγματικά δυνατή μια πολεμική εναντίον της Αποκάλυψης: «Εφόσον πιστεύουμε ότι το Τέλος του Κόσμου είναι πιθανό, βρισκόμαστε στην παράδοση της Αποκάλυψης. Εφόσον όμως πολεμάμε αυτή την ανθρωπογενή Αποκάλυψη, είμαστε –κι αυτό δεν έχει υπάρξει ποτέ ως τώρα– πολέμιοι της Αποκάλυψης»[19]. Ποια είναι η ανθρωπογενής καταστροφή που πολεμάμε τώρα; Η παγκόσμια υπερθέρμανση του πλανήτη μαζί με την πλημμυρίδα αλληλοεξαρτώμενων κοινωνικών και οικολογικών κρίσεων που έχουν προκληθεί από συγκεκριμένους ανθρώπους για εξίσου συγκεκριμένους σκοπούς, και συνεχίζονται έως και σήμερα. Ενώ τα χιλιαστικά κινήματα του παρελθόντος προσπαθούσαν, μάταια, να επισπεύσουν την αποκάλυψη, τώρα αποτελεί μια καθόλα υπαρκτή δυνατότητα και μάλιστα, εάν δεν ανασχεθεί κινηματικά, αποτελεί την λογική κατάληξη των πραγμάτων. Από τη σκοπιά του Άντερς, «οι πολιτικές δράσεις και εξελίξεις λαμβάνουν χώρα μέσα στην πυρηνική συνθήκη»[20]. Κατ’ αντιστοιχία, για εμάς, το πλαίσιο μέσα στο οποίο πραγματοποιούνται οι πολιτικές πράξεις είναι η κλιματική συνθήκη. « Δεν πολεμάμε τον έναν ή τον άλλο εχθρό,» επισημαίνει, «αλλά την ίδια την πυρηνική συνθήκη ως τέτοια»[21]. Την κλιματική, θα λέγαμε αντίστοιχα εμείς. Σε αυτή τη συνθήκη «οι αποστάσεις καταργούνται…και ο καθένας βρίσκεται μέσα στη θανατηφόρα εμβέλεια όλων των υπολοίπων»[22]. Το να αντεπεξέλθουμε στις νέες χωρικές συνθήκες της συλλογικής μας ευαλωτότητας σημαίνει να επανασχεδιάσουμε τα ηθικά μας όρια γύρω από το ποιων την έγνοια συμπεριλαμβάνουμε στην κοινότητά μας:
«Εάν δεν θέλουμε να τρέχουμε συνεχώς πίσω από τον αντίκτυπο των προϊόντων μας –αυτό δεν θα αποτελούσε εξάλλου απλώς μια θανατηφόρα ντροπή αλλά κι έναν ντροπιαστικό θάνατο– οφείλουμε να προσπαθήσουμε να διευρύνουμε τον ορίζοντα της ευθύνης μας μέχρι να φτάσει να ταυτιστεί με τον ορίζοντα μέσα στον οποίο μπορούμε να καταστρέψουμε τον οποιονδήποτε και μπορούμε να καταστραφούμε από τον οποιονδήποτε, μέχρι δηλαδή ο ορίζοντάς μας να γίνει παγκόσμιος. Οποιαδήποτε διάκριση ανάμεσα στο κοντά και το μακριά, στους γείτονες και στους ξένους στερείται νοήματος. Σήμερα είμαστε όλοι ‘proximi’»[23].
Πέρα από τα χωρικά, καταργούνται όμως και τα χρονικά όρια. Η παρουσία της βόμβας σύμφωνα με τον Άντερς εκμηδενίζει τη διάκριση ανάμεσα στις γενιές του παρόντος και αυτές του μέλλοντος «καθώς πράξεις του σήμερα (όπως για παράδειγμα οι πυρηνικές δοκιμές) επηρεάζουν τις μελλοντικές γενιές εξίσου ολέθρια με τις σημερινές». Αυτό σημαίνει ότι «το μέλλον έχει ήδη ξεκινήσει» καθώς «βάζοντας φωτιά στο σπίτι μας οι φλόγες δεν μπορούν παρά να φτάσουν στις πόλεις του μέλλοντος και τα ακόμη άχτιστα σπίτια των ακόμη αγέννητων γενιών να γίνουν στάχτες όπως και το δικό μας»[24]. Για τον Άντερς οι φλόγες αυτές ήταν πυρηνικές, τεχνητές, εξαπολύονταν με το πάτημα μιας σειράς κουμπιών. Για εμάς από την άλλη, είναι άγριες, ‘φυσικές’, ένα σύμπτωμα μιας ατμόσφαιρας επιβαρυμένης με τόνους διοξειδίου του άνθρακα σωρευμένου για γενιές από την εργασία της βιομηχανίας και την ανάπτυξη της γης. Για τον Άντερς, το να προφυλάξουμε το μέλλον σήμαινε να προλάβουμε μία πράξη. Για μας, σημαίνει να πράξουμε για να προλάβουμε. Εφόσον η πράξη έχει ξεφύγει από τον ανθρώπινο έλεγχο και έχει μετοικήσει στα πράγματα, δεν υπάρχει πλέον κατηγορική προσταγή που να αναφέρεται στη βούληση. Αντίθετα, υφίσταται μόνο η κατηγορική προσταγή των πραγμάτων: «να έχεις και να χρησιμοποιείς μόνο εκείνα τα πράγματα, τα ενδιάθετα αξιώματα των οποίων μπορούν να γίνουν δικά σου αξιώματα και συνεπώς, αξιώματα του καθολικού νόμου»[25]. Η αρχή αυτή για τον Άντερς αφορά στα πυρηνικά όπλα αλλά θα μπορούσαμε να την εφαρμόσουμε σε ό,τι ο Μαρξ αποκαλεί καταστροφικές δυνάμεις των μηχανών και του χρήματος, που δεν διαδραματίζουν πλέον κανέναν προοδευτικό ρόλο στην ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών.
Αποκαλυπτική Τύφλωση
Απέναντι στην πραγματικότητα της απειλής, πώς αντιδρούν πολιτικοί και γραφειοκράτες; Παραπέμπουν το ζήτημα σε επιτροπές δημιουργώντας ένα υποτιθέμενα εξειδικευμένο πεδίο όπου το ερώτημα ‘να ζει κανείς ή να μη ζει’ μπορεί να απαντηθεί. Για τον Άντερς, πρόκειται για μία «μοιραία απόδειξη ηθικής τύφλωσης» αφού το να έρθουμε αντιμέτωποι με την πραγματικότητα της κατάστασής μας είναι ένα καθήκον για όλους μας, και όχι για κάποιους ειδικούς του πεδίου των πλανητικών ρίσκων και κρίσεων[26]. Το να αποφύγουμε αυτή την τύφλωση δεν σημαίνει να παραδοθούμε στην απραγία, την καταστροφολαγνεία και τη μοιρολατρία αλλά να έχουμε την ηθική ακεραιότητα να αντιμετωπίσουμε την κρίση με αυτό που της ταιριάζει: κοινωνικό μετασχηματισμό.
Μελλοθάνατοι όλου του κόσμου, ενωθείτε
Για τον Άντερς, η προτροπή του Μαρξ στους εργάτες όλου του κόσμου, δεν διατηρεί την αξία της στην εποχή της οικουμενικής καταστροφής, καθώς αυτό που μας ενώνει τώρα δεν είναι πλέον οι παραγωγικές μας δυνατότητες αλλά η κοινή μας ευαλωτότητα. Η ανθρώπινη συνθήκη βέβαια πάντοτε περιελάμβανε αναγκαστικά τον «θάνατο σαν μέρος του μέλλοντος», ήμασταν από πάντα μελλοθάνατοι, χωρίς αυτό να συνεπάγεται αυτόματα καμία κοινωνική ή πολιτική ενότητα. Γι’ αυτό ο Άντερς έχει κατά νου μια «απεργία προϊόντων», μια απεργία ενάντια στην παραγωγή ενός συγκεκριμένου προϊόντος, των πυρηνικών όπλων, όπως το έκαναν οι Γερμανοί εργάτες το ’17-’18 αρνούμενοι να παραγάγουν στρατιωτικό υλικό. Είναι άραγε εφικτό να ενωθούν οι εργαζόμενοι μελλοθάνατοι στη βάση του να μην παραγάγουν κάτι; Κάποιοι ίσως. Η πραγματική πρόκληση όμως δεν αφορά απλά το σταμάτημα της παραγωγής ενός συγκεκριμένου καταστροφικού προϊόντος αλλά τον επανασχεδιασμό της κοινωνίας γύρω από νέες ενεργειακές σχέσεις που, με τη σειρά τους, θα χρειαστούν τη δημιουργία νέων τρόπων παραγωγής και πλάνου κι όχι απλά το σταμάτημα των παλιών.
Αυτά είναι σε αδρές γραμμές τα βασικά σημεία της σκέψης του Άντερς κι ελπίζω να βρεθούν κι άλλοι να πιάσουν το νήμα και να συνεχίσουν στην ίδια γραμμή στοχασμού πάνω στη σημερινή συγκυρία. Ο Άντερς ανήκει σε εκείνη την ειδική κατηγορία στοχαστών που ελπίζουμε να μην έχουν δίκιο. Το ήξερε κι ο ίδιος εξάλλου: «Δημοσίευσα αυτά τα λόγια ώστε να τα προλάβω απ’ το να γίνουν πραγματικότητα […] Δεν υπάρχει τίποτα πιο τρομακτικό απ’ το να έχεις δίκιο»[27]. Ίσως να μην είχε δίκιο για την ατομική βόμβα, αλλά μπορεί να έχει για τις καταστροφές που ελλοχεύουν στο μέλλον μας. Πώς να αντιμετωπίσει κανείς μια τέτοιου είδους πρόκληση; Σε μια αυτο-συνέντευξη του 1986, ο Άντερς εξηγεί για ποιον λόγο δεν ήταν ειρηνιστής:
«Για μένα η ειρήνη δεν είναι μέσο αλλά σκοπός και δεν είναι μέσο επειδή η ειρήνη είναι το τέλος. Αδυνατώ να κάτσω και να παρακολουθώ ενώ εμείς, που απειλούμαστε με θάνατο από τους βίαιους, εμείς και οι απόγονοί μας να καθόμαστε με σταυρωμένα τα χέρια και να μην τολμάμε να χρησιμοποιήσουμε βία ενάντια στη βία που μας απειλεί. Εφόσον τα λόγια του Χέλντερλιν, που οι πάστορες αρέσκονται να χρησιμοποιούν συχνά από τον άμβωνα, ‘Όμως εκεί που ο κίνδυνος – εκεί η σωτηρία βλασταίνει’, είναι λάθος (όλοι ξέρουν πως στο Άουσβιτς και τη Χιροσίμα τίποτα δεν ήρθε να τους σώσει), το καθήκον μας είναι παρέμβουμε οι ίδιοι για τη σωτηρία: να καταστρέψουμε τον κίνδυνο θέτοντας τους καταστροφείς σε κίνδυνο»[28].
Αυτό είναι νόημα του να παλεύεις στην Αντερσόκαινο.
[1] Jean Améry, “Rückblick auf die Apokalypse” (Ανασκόπηση της Αποκάλυψης), Die Zeit, 1972, https://www.zeit.de/1972/27/rueckblick-auf-die-apokalypse.
[2]Günther Anders, “Commandments in the Atomic Age” (Οι Εντολές στην Ατομική Εποχή), 14, in: Burning Conscience: The case of the Hiroshima pilot, Claude Eatherly, told in his letters to Gunther Anders, with a postscript for American readers by Anders (Φλεγόμενη Συνείδηση: η περίπτωση του πιλότου της Χιροσίμα, Κλωντ Έδερλυ, αποτυπωμένη στην αλληλογραφία του με τον Γκύντερ Άντερς) Monthly Review, 1962, 11-20.
[3] Günther Anders, “Theses for the Atomic Age” (Θέσεις για την Ατομική Εποχή), The Massachusetts Review, 3(3), 1962, 493-505, §13.
[4] "Theses for the Atomic Age” (Θέσεις για την Ατομική Εποχή), §14.
[5] Anders, “Theses for the Atomic Age” (Θέσεις για την Ατομική Εποχή), §1.
[6] Το επίθετο Προμηθεϊκός παραπέμπει στον Προμηθέα, τον τιτάνα που έκλεψε τη φωτιά από τους θεούς για να τη δώσει στον άνθρωπο. Η φωτιά συμβολίζει κυρίως την τεχνολογική ισχύ που χρησιμοποιήθηκε για να υποτάξει τη φύση και να δημιουργήσει τον πολιτισμό. Οι ηθικές συνέπειες αυτής της ισχύος, σύμφωνα με τον Άντερς, βρίσκονται πλέον πάνω από τις δυνατότητες κατανόησης που διαθέτουμε, γεγονός που απαιτεί να στοχαστούμε εκ νέου το ίδιο το πλαίσιο που διέπει την ίδια την ανθρώπινη δράση.
[7] Anders, “Commandments in the Atomic Age,” (Οι Εντολές στην Ατομική Εποχή) 12.
[8] Anders, “Theses for the Atomic Age” (Θέσεις για την Ατομική Εποχή), §8.
[9] Anders, “Theses for the Atomic Age” (Θέσεις για την Ατομική Εποχή), §9.
[10] Anders, “Theses for the Atomic Age” (Θέσεις για την Ατομική Εποχή), §10.
[11] See the chapter “Über Prometheische Scham”, in Günther Anders, Die Antiquerheit des Menschen, Bd. 1 (Beck, 2018 [1956)) translated as “On Promethean Shame”(Περί Προμηθεϊκής Ντροπής) in Christopher John Müller, Prometheanism (Rowan and Littlefield, 2016), 23-95
[12] (σ.τ.μ.) Πρόκειται για τίτλο ποιήματος (Όλοι υπό το βλέμμα των Μηχανών της Ερωτικής Χάρης) του αμερικανού ποιητή Ρίτσαρντ Μπρότιγκαν (Richard Brautigan, 1935-1984). Τον τίτλο έχει δανειστεί και ο ντοκυμαντερίστας Άνταμ Κέρτις για μία μίνι σειρά τριών ντοκυμαντέρ που προβλήθηκαν το 2011 στο BBC.
[13] See section 9 of Anders’ “On Promethean Shame”, in Müller, Prometheanism
[14] Ο Αντρέ Μπαζέν (André Bazin, 1918-1958) ήταν Γάλλος κριτικός κινηματογράφου και συνιδρυτής του περιοδικού Τετράδια του Σινεμά (Cahiers du Cinema).
[15] Anders, “Theses for the Atomic Age” (Θέσεις για την Ατομική Εποχή), §20.
[16] Anders, “Theses for the Atomic Age” (Θέσεις για την Ατομική Εποχή), §19.
[17] Anders, “Theses for the Atomic Age” (Θέσεις για την Ατομική Εποχή), §21.
[18] Anders, “Commandments in the Atomic Age” (Οι Εντολές στην Ατομική Εποχή), 13.
[19] Anders, “Theses for the Atomic Age” (Θέσεις για την Ατομική Εποχή), §2.
[20] Anders, “Theses for the Atomic Age” (Θέσεις για την Ατομική Εποχή), §3.
[21] Anders, “Theses for the Atomic Age” (Θέσεις για την Ατομική Εποχή), §4.
[22] Anders, “Theses for the Atomic Age” (Θέσεις για την Ατομική Εποχή), §6.
[23] Anders, “Theses for the Atomic Age” (Θέσεις για την Ατομική Εποχή), §6.
[24] Anders, “Theses for the Atomic Age” (Θέσεις για την Ατομική Εποχή), §7.
[25] Anders, “Theses for the Atomic Age” (Θέσεις για την Ατομική Εποχή), §21.
[26] Anders, “Theses for the Atomic Age” (Θέσεις για την Ατομική Εποχή), §17.
[27] Anders, “Theses for the Atomic Age” (Θέσεις για την Ατομική Εποχή), 505.
[28] “State of emergency and self-defense: an imaginary interview with Gunther Anders” (Κατάσταση Έκτακτης Ανάγκης και αυτοάμυνα: μία φανταστική συνέντευξη με τον Γκύντερ Άντερς), 1986. https://libcom.org/article/state-emergency-and-self-defense-imaginary-interview-gunther-anders.