Αναδημοσιεύω ένα απόσπασμα από το Søren Kierkegaard, Τα κρίνα του αγρού και τα πετεινά του ουρανού, μτφρ.-επίμ.-σημ. Βασιλική Τσακίρη, Άρτος Ζωής, Αθήνα 2018, σ. 25-29. «Όλα ανήκουν στη σιωπή, και βρίσκονται σε μυστική, άρα και σιωπηλή, αρμονία με τη σιωπή· την αυξάνουν.»
Γράφει ο Kierkegaard: «“Επειδή”, θα έλεγε ο ποιητής, “αν πράγματι η ομιλία είναι ένας τρόπος να διαφοροποιηθώ – όχι, τότε βρίσκω τη σιωπή εκεί έξω πολύ, πάρα πολύ προτιμότερη. Την προτιμώ –όχι, δεν υπάρχει σύγκριση–, η σιωπή ξεχωρίζει ως απείρως υπεράνω των ανθρώπων, που είναι ικανοί να ομιλούν”. Διότι ο ποιητής πιστεύει ότι μέσα στη σιωπή της φύσης αντιλαμβάνεται τη φωνή του Θεού. […] Ο ποιητής λέει: “Η ομιλία σίγουρα αποτελεί το πλεονέκτημα του ανθρώπου έναντι του ζώου – αν αυτός είναι ικανός να μείνει σιωπηλός”». Κι ο ποιητής του Agamben, στις Βεβηλώσεις (μτφρ. Παναγιώτης Τσιαμούρας, Άγρα, Αθήνα 2006), κατά κάποιον τρόπο αντικρούει: «Πόσο πιο ευγενική, μετρημένη και νηφάλια είναι η στάση εκείνου του ποιητή που δεν έχει ανάγκη από έναν παρόμοιο χαμερπή συνεργό, γιατί γνωρίζει πως “η απουσία του Θεού μας βοήθα”»! Επειδή «οι χειρονομίες, οι πράξεις: για πρώτη φορά είναι μόνο δικές μας, ολότελα απομαγευμένες, χωρίς καμιά γητειά».
Οι πράξεις είναι για πρώτη φορά μόνο δικές μας, κι ο Agamben εγκωμιάζει την πρακτική της βεβήλωσης: «Βεβηλώνω σημαίνει: διανοίγω τη δυνατότητα μιας ειδικής μορφής “αμέλειας”, η οποία αγνοεί τον διαχωρισμό ή, καλύτερα, τον μετέρχεται με έναν ιδιαίτερο τρόπο». Η διευκρίνιση αυτή («ή καλύτερα…») έχει μεγάλη σημασία. Η άγνοια του διαχωρισμού –οπότε της αρνητικότητας– σημαίνει ακύρωση της οριοθέτησης, οπότε και της ετερότητας: μια αφελής έννοια θετικότητας, ένα απλοϊκό αναλογικό πεδίο δίχως τομές. Το ιερό είναι η κατεξοχήν περιοχή της οριοθέτησης, της ριζικής ετερότητας, αυτό που δεν μπορεί, με τη στενή έννοια, να χρησιμοποιηθεί, και άρα παραμένει απόμακρο, διαχωρισμένο. Η βεβήλωση του Agamben εντάσσεται στο ίδιο σύμπαν με την ιεροπρέπεια του Kierkegaard, στον βαθμό που προϋποθέτει εξαρχής τον διαχωρισμό ιερό/βέβηλο και στηρίζεται σε αυτόν, σε ένα συμβολικό σύμπαν που αντιτίθεται στο νεωτερικό/καπιταλιστικό αίτημα του αναλογικού: τη δημιουργία ενός τέλειου, και παράδοξου, συνεχούς αναλυτικής γνώσης, κατανάλωσης/θεάματος και τεχνικής κατάτμησης –και, εσχάτως, ψηφιοποίησης–, μια γενικευμένη ομοιογένεια μέσω του τεμαχισμού σε ψηφία, σε σειρές από διαρκείς παράλληλες επεκτάσεις της ομοιογένειας μέσω εκκένωσης που είναι το εμπόρευμα και το σημείο. Οι θεματικές συναντιούνται, όταν ο Agamben εξετάζει τον «Καπιταλισμό ως θρησκεία» του Benjamin: «μία μοναδική, πολύμορφη, ακατάπαυστη διαδικασία διάζευξης, που περιβάλλει κάθε πράγμα, κάθε τόπο, κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα, για να τη διαχωρίσει από τον εαυτό της και που αδιαφορεί παντελώς για την τομή ιερό/βέβηλο, θεϊκό/ανθρώπινο. Στην ακραία μορφή της η καπιταλιστική θρησκεία πραγματώνει την καθαρή μορφή της διάζευξης, καθώς δεν υπάρχει τίποτα πλέον που να επιδέχεται διαχωρισμό». Έτσι, το αναλογικό/συνεχές και το ψηφιακό/ασυνεχές καταλήγουν να ταυτίζονται, από μια πρακτική που τα απομονώνει αφηρημένα αντί να διακρίνει την αλληλεξάρτησή τους. Αμφότερες η ιεροπρέπεια και η βεβήλωση αντιπαλεύουν τη θετικότητα που δεν λαμβάνει καν υπ’ όψιν το ιερό ως τέτοιο, είτε χάριν της «αισθητικής» (Kierkegaard), είτε χάριν της κατανάλωσης (Agamben). Και το ζητούμενο είναι κατά πόσο καλούμαστε να επιλέξουμε ανάμεσα στην ιεροπρέπεια και τη βεβήλωση, τι σημαίνει η κάθε επιλογή και τι ρόλο παίζει στο παρόν μας, στην ειδικότητά του.
Με άλλα λόγια, κατά πόσον είναι επίκαιρη η διάκριση του Agamben μεταξύ εκκοσμίκευσης και βεβήλωσης, και πώς σχετίζονται οι δύο έννοιες με την ιεροπρέπεια: «η εκκοσμίκευση είναι μία μορφή απώθησης, που αφήνει άθικτες τις δυνάμεις, τις όποιες περιορίζεται να μετατοπίζει από τον έναν τόπο στον άλλο. Αντιθέτως, η βεβήλωση συνεπάγεται μια εξουδετέρωση εκείνου (του πράγματος, του προσώπου ή του χώρου) που βεβηλώνεται. Από τη στιγμή που βεβηλωθεί, ό,τι ήταν μη διαθέσιμο και διαχωρισμένο απολλύει την αύρα του και αποδίδεται εκ νέου στη χρήση». Η βεβήλωση είναι ένας τύπος παιχνιδιού, ή παιχνιδοποίησης, και εξαρτάται από την ύπαρξη του ιερού. Μπορεί όμως η πρακτική του παιχνιδιού να παίξει ακόμη τον ρόλο που της είχε επιφυλάξει η φιλοσοφική, και πολιτική, στιγμή της δεκαετίας του ’60 και οι προπομποί της, τη στιγμή που τα προτάγματά και τις ιδέες που παρήγαγαν τα συναντάμε καθημερινά στα πιο προωθημένα τμήματα του κυρίαρχου λόγου (το μάρκετινγκ σφετερίζεται τον ρόλο της φιλοσοφίας, ως δημιουργός εννοιών [«κόνσεπτ»], προειδοποιούν οι Deleuze-Guattari); Είναι άραγε το είτε/είτε, τα άλματα της πίστης, οι συμβαντικές στιγμές και τα λοιπά ανελέητα παρωχημένα, πρόκειται για νέτη σκέτη νοσταλγία, έχουμε αφήσει οριστικά πίσω τον Kierkegaard ωθούμενοι προς την τεχνική αυτονομία που αποτελεί σήμερα τη μοναδική γενική υπόσχεση, μέσα από την οριστική σύμφυση της φύσης με τον πολιτισμό (που επιτελεί ο πολιτισμός…); Ή παρακολουθεί ο φιλόσοφος ειρωνικά τις παραστάσεις που ανεβάζουμε, καθώς τσουλάμε ολοένα και ταχύτερα κατά μήκος φωταγωγημένων λεωφόρων γνήσιας, απόλυτης αχρειότητας;
Και με ποια κριτήρια θα αποτιμήσουμε, και θα επιλέξουμε: με την πολιτική αποτελεσματικότητα, με τον βαθμό αντίθεσης στις υπαρξιακές εκπτώσεις της εποχής, με τη διαίσθησή μας, μέσω σχοινοτενούς επιχειρηματολογίας; Μπορεί, εντέλει, ο βέβηλος να παραμείνει σιωπηλός; Ποιος να ξέρει… Να κάτι όμως που υποψιαζόμαστε πως εκκρεμεί από καιρό: να εξεταστεί ξανά, και ριζικά, το τι εκφράζει σήμερα η τόσο πολυφορεμένη ριζοσπαστικότητα, που είναι βέβαιο ότι της αρέσει να μιλάει, να μιλάει πολύ.
~
Πόσο ιεροπρεπή είναι όλα εκεί έξω, κάτω από τον ουρανό του Θεού, μαζί με το λουλούδι και το πουλί – και γιατί; Ρώτα τον «ποιητή». Αυτός απαντά: «Διότι υπάρχει σιωπή». Και επιδιώκει να βρίσκεται εκεί έξω, σε αυτή την ιεροπρεπή σιωπή, μακριά από την κοσμικότητα του ανθρώπου, όπου υπάρχει τόση πολλή ομιλία – μακριά απ’ όλη την κοσμική ζωή της ανθρωπότητας, που απλώς δείχνει με αξιολύπητο τρόπο ότι η ομιλία είναι αυτό που διαφοροποιεί τους ανθρώπους από τα ζώα. «Επειδή», θα έλεγε ο ποιητής, «αν πράγματι αυτός [η ομιλία] είναι ένας τρόπος να διαφοροποιηθώ – όχι, τότε βρίσκω τη σιωπή εκεί έξω πολύ, πάρα πολύ προτιμότερη. Την προτιμώ –όχι, δεν υπάρχει σύγκριση–, [η σιωπή] ξεχωρίζει ως απείρως υπεράνω των ανθρώπων, που είναι ικανοί να ομιλούν». Διότι ο ποιητής πιστεύει ότι μέσα στη σιωπή της φύσης αντιλαμβάνεται τη φωνή του Θεού. Όχι μόνο δεν πιστεύει ότι αντιλαμβάνεται τη φωνή του Θεού μέσα στις αργολογίες των ανθρώπων, αλλά δεν πιστεύει καν ότι μπορεί να αντιληφθεί ότι η ανθρωπότητα έχει συγγένεια με τη θεότητα. Ο ποιητής λέει: «Η ομιλία σίγουρα αποτελεί το πλεονέκτημα του ανθρώπου έναντι του ζώου – αν αυτός είναι ικανός να μείνει σιωπηλός».
Όμως η ικανότητα να μένεις σιωπηλός είναι κάτι που το μαθαίνεις εκεί έξω, συντροφιά με το λουλούδι και το πουλί, εκεί όπου υπάρχει σιωπή και επίσης κάτι από τη θεότητα μέσα σε αυτή τη σιωπή. Υπάρχει σιωπή εκεί έξω, και όχι μόνο όταν όλα μένουν σιωπηλά μέσα στη σιωπή της νύχτας, αλλά επίσης όταν χίλιες χορδές πάλλονται κατά τη διάρκεια της ημέρας και όλα είναι ένας ωκεανός ήχων, κατά κάποιον τρόπο – και παρ’ όλα αυτά υπάρχει σιωπή εκεί έξω: καθετί ξεχωριστά το κάνει αυτό τόσο καλά που κανένα τους, ούτε και μαζί με όλα τα άλλα, δεν κάνει κάτι για να σπάσει την ιεροπρεπή σιωπή. Υπάρχει σιωπή εκεί έξω. Το δάσος μένει σιωπηλό· ακόμη και όταν ψιθυρίζει, είναι εντούτοις σιωπηλό. Αφού τα δέντρα, ακόμα και όταν στέκονται πολύ κοντά μαζί, κρατούν μεταξύ τους τον λόγο τους – κάτι που οι άνθρωποι κάνουν τόσο σπάνια, παρότι έχουν υποσχεθεί ότι «αυτό θα μείνει μεταξύ μας». Η θάλασσα μένει σιωπηλή· ακόμα και όταν λυσσομανά δυνατά, μένει εντούτοις σιωπηλή. Αρχικά, ίσως να παρακούσεις, και να την ακούσεις να λυσσομανά. Αν φύγεις βιαστικά φέροντας αυτό το μήνυμα, θα είσαι άδικος προς τη θάλασσα. Από την άλλη, αν δώσεις περισσότερο χρόνο και ακούσεις πιο προσεκτικά, θα ακούσεις –πόσο εκπληκτικό!–, θα ακούσεις τη σιωπή, καθώς η ομοιομορφία είναι ασφαλώς επίσης σιωπή. Όταν η σιωπή του δειλινού σκεπάζει σιγά σιγά την ύπαιθρο και ακούς από μακριά τις αγελάδες να μουγκανίζουν στο λιβάδι ή ακούς τη γνώριμη φωνή του σκύλου από την αγροικία, δεν μπορεί να ειπωθεί ότι αυτό το μουγκανητό ή η φωνή του σκύλου παρεμποδίζουν τη σιωπή – όχι, ανήκουν στη σιωπή, και βρίσκονται σε μυστική, άρα και σιωπηλή, αρμονία με τη σιωπή· την αυξάνουν.
Ας κοιτάξουμε τώρα με μεγαλύτερη προσοχή το λουλούδι και το πουλί από τα οποία πρόκειται να μάθουμε. Το πουλί μένει σιωπηλό και περιμένει: γνωρίζει, ή μάλλον πιστεύει απόλυτα και σταθερά, ότι καθετί συμβαίνει στον προκαθορισμένο γι’ αυτό χρόνο. Συνεπώς, το πουλί περιμένει, αλλά ξέρει ότι δεν του έχει δοθεί η δυνατότητα να γνωρίζει χρόνους ή καιρούς· συνεπώς μένει σιωπηλό. «Σίγουρα θα συμβεί στον προκαθορισμένο χρόνο», λέει το πουλί. Ή μάλλον όχι, το πουλί δεν λέει αυτό, αλλά μένει σιωπηλό. Αλλά η σιωπή του ομιλεί, και η σιωπή του λέει ότι το πιστεύει αυτό, και επειδή το πιστεύει, μένει σιωπηλό και περιμένει. Τότε, όταν έρχεται η στιγμή, το σιωπηλό πουλί καταλαβαίνει ότι αυτή είναι η στιγμή· την αξιοποιεί και ποτέ δεν ντροπιάζεται. Το ίδιο συμβαίνει και με το λουλούδι, μένει σιωπηλό και περιμένει. Δεν ρωτά ανυπόμονα: «Πότε θα έρθει η άνοιξη;» επειδή γνωρίζει ότι θα έρθει στον προκαθορισμένο χρόνο· γνωρίζει ότι δεν θα είχε κανένα απολύτως όφελος αν του επιτρεπόταν να καθορίσει τις εποχές του χρόνου. Δεν λέει: «Πότε θα έχουμε βροχή;» ή «Πότε θα έχουμε ήλιο;» ή «Τώρα βρέχει δυνατά» ή «Τώρα κάνει πολλή ζέστη». Δεν ρωτά προκαταβολικά πώς θα είναι το καλοκαίρι φέτος, πόσο μακρύ ή πόσο σύντομο· όχι, μένει σιωπηλό και περιμένει – είναι τόσο απλό αυτό. Όμως, παρ’ όλα αυτά, το λουλούδι δεν πλανάται ποτέ, καθώς μόνο η οξύνοια μπορεί να πλανηθεί, όχι η απλότητα, που δεν πλανά και δεν πλανάται. Έπειτα έρχεται η στιγμή, και όταν έρχεται η στιγμή, το σιωπηλό λουλούδι καταλαβαίνει ότι τώρα είναι η στιγμή και την αξιοποιεί. Ω εσείς βαθυστόχαστοι δάσκαλοι της απλότητας, δεν θα ήταν επίσης πιθανό να συναντήσει κάποιος τη «στιγμή» καθώς μιλά; Όχι. Μόνο μένοντας σιωπηλός συναντά τη στιγμή. Όταν μιλά, ακόμα και όταν εκστομίζει μία μόνο λέξη, χάνει τη στιγμή. Μόνο στη σιωπή είναι η στιγμή. Και γι’ αυτό, βέβαια, τόσο σπάνια συμβαίνει ένας άνθρωπος να καταλάβει σωστά πότε είναι η στιγμή και πώς να κάνει κατάλληλη χρήση της στιγμής – επειδή δεν μπορεί να μείνει σιωπηλός. Δεν μπορεί να μείνει σιωπηλός και να περιμένει· αυτό ίσως να εξηγεί το γιατί η στιγμή δεν έρχεται ποτέ γι’ αυτόν. Δεν μπορεί να μείνει σιωπηλός· αυτό ίσως εξηγεί το γιατί δεν αντιλαμβάνεται τη στιγμή όταν έρχεται γι’ αυτόν. Παρόλο που η στιγμή κυοφορεί πλούσιο νόημα, δεν στέλνει προκαταβολικά κάποιον αγγελιοφόρο να αναγγείλει την άφιξή της· έρχεται τόσο γοργά, που δεν μπορεί να συμβεί αυτό· πράγματι, δεν υπάρχει εκ των προτέρων ούτε μια στιγμή χρόνος. Ούτε έρχεται με θόρυβο και φωνές, ανεξάρτητα από το πόσο σημαίνουσα είναι καθεαυτή· όχι, έρχεται μαλακά, με ελαφρύτερο βήμα από τον ελαφρύτερο βηματισμό οποιουδήποτε πλάσματος, αφού έρχεται με τον ελαφρύ βηματισμό του αιφνίδιου· έρχεται κρυφά. Συνεπώς, θα πρέπει κάποιος να είναι εντελώς σιωπηλός για να αντιληφθεί ότι «τώρα [η στιγμή] έφτασε». Και την επόμενη στιγμή εξαφανίζεται. Συνεπώς, θα πρέπει κάποιος να είναι εντελώς σιωπηλός για να καταφέρει να την αξιοποιήσει. Αλλά φυσικά όλα εξαρτώνται από τη «στιγμή». Και αυτό είναι σίγουρα η δυστυχία στη ζωή των πολλών, του μεγαλύτερου μέρους της ανθρωπότητας: ότι ποτέ δεν αντιλήφθηκαν τη «στιγμή», ότι στη ζωή τους το αιώνιο και το έγχρονο έμειναν εντελώς διαχωρισμένα. Και γιατί συνέβη αυτό; Επειδή δεν μπόρεσαν να μείνουν σιωπηλοί.