Θεωρία

Μαρξισμός και συγκεκριμένη προσδοκία

από kaboomzine

του Ernst Bloch

Μετάφραση: Χρύσα Κατσογριδάκη

Το κείμενο αυτό αποτελεί την κατακλείδα της ενότητας «Ελευθερία και τάξη, έρευνα των κοινωνικών ουτοπιών» από τον δεύτερο τόμο της Αρχής της Ελπίδας, στην οποία ο E. Bloch ανακατασκευάζει και αποτιμά την ουτοπική σκέψη από την αρχαία και τη μεσαιωνική φιλοσοφία έως τους ουτοπικούς σοσιαλιστές του 19ου αιώνα. Στο κείμενο εμπεριέχεται η θέση του Bloch σχετικά με τη διάκριση ανάμεσα σε αφηρημένη και συγκεκριμένη ουτοπία, συμπυκνώνονται βασικά σημεία της κριτικής του στον ουτοπικό σοσιαλισμό, και τέλος ο μαρξισμός αναδεικνύεται ως η μόνη πολιτική και φιλοσοφική παράδοση που διασώζει τη διαλεκτικά συγκεκριμένη ουτοπία και την ελευθερία ως αντικειμενική δυνατότητα.[1]

~

Η θέληση να σκεφτόμαστε προς την κατεύθυνση του σωστού πρέπει να παραμείνει [ζωντανή] περισσότερο από ποτέ. Εφόσον ήταν τόσο δυναμικά ζωντανή στα προηγούμενα, πραγματικά ανθισμένα όνειρα για το μέλλον, αυτά αξίζει να μνημονεύονται. Να μνημονεύονται με περισσότερη στοργή, καθώς η πρόοδος του σοσιαλισμού από την ουτοπία στην επιστήμη είναι εδώ και καιρό αδιαμφισβήτητη. Η συναισθηματική όπως και η αφηρημένη βελτίωση του κόσμου έχει ξοφλήσει∙ τη θέση της έχει πάρει η καταρτισμένη εργασία μέσα σε –και με τις– πραγματικές τάσεις. Η υπαρκτή αθλιότητα δεν θρηνείται και δεν εγκαταλείπεται, αλλά αντίθετα εμφανίζεται, όταν γνωρίσει τον εαυτό της και τα αίτιά της, σαν να είναι η επαναστατική δύναμη που θα αυτοναιρεθεί αιτιωδώς. Παρομοίως, ο Marx ποτέ δεν επέτρεψε στην υποκειμενική του αγανάκτηση να παρουσιαστεί ως αντικειμενικός παράγοντας και έτσι να εξαπατάται σχετικά με τους πραγματικά υπαρκτούς επαναστατικούς παράγοντες. Ποτέ δεν δίδαξε όπως ο Owen και ο Proudhon, και όπως ο Rodbertus και ιδίως ο Lassalle, ότι επειδή οι εργάτες στην καπιταλιστική κοινωνία λαμβάνουν άδικους μισθούς, γι’ αυτό θα πρέπει να δημιουργηθεί μια νέα κοινωνία με δίκαιους για παράδειγμα μισθούς. Όμως το Δέον που αναδείχθηκε από τον Marx είναι εντελώς διαφορετικό από εκείνο της παραπάνω ηθικής απαίτησης. Βρίσκεται μέσα στις οικονομικά εμμενείς εκδηλώσεις της ίδιας της καπιταλιστικής κοινωνίας και μόνο με εμμενώς διαλεκτικό τρόπο επιτρέπει την κατάρρευσή της. Ο υποκειμενικός παράγοντας της πτώσης της βρίσκεται στο προλεταριάτο το οποίο έχει δημιουργηθεί μαζί με την καπιταλιστική κοινωνία ως η αντίφασή της, και ως αντίφαση αποκτά συνείδηση για τον εαυτό του. Ο αντικειμενικός παράγοντας της πτώσης της εμπεριέχεται στη συσσώρευση και τη συγκέντρωση του κεφαλαίου, στο μονοπώλιο, στην κρίση αφθονίας που προκύπτει από την αντίφαση ανάμεσα στον επιτευχθέντα συλλογικό τρόπο παραγωγής και στους διατηρηθέντες ιδιωτικούς τρόπους ιδιοποίησης. Τέτοιες είναι οι νέες βασικές αρχές μιας εμμενούς οικονομικής κριτικής· απουσιάζουν σχεδόν πλήρως από τις παλιές ουτοπικές θεωρίες, είναι όμως χαρακτηριστικές του Marx. Η μαρξική κριτική δεν παρουσιάζει τις πτυχώσεις της καρδιάς, όπως θα έλεγε ο Hegel, αλλά παρουσιάζει πολύ πιο αιχμηρά τις καταγεγραμμένες πτυχώσεις, τις ρωγμές, τα άλματα, τις αντιφάσεις μέσα στην αντικειμενικά υπαρκτή οικονομία. Γι’ αυτόν τον λόγο, όσον αφορά το περίφημο κράτος του μέλλοντος, δεν υπάρχει καμία ιδιωτική, από τα έξω, ante rem, διατυπωμένη λεπτομέρεια με αφηρημένη προσδοκία, όπως στις παλιές ουτοπίες. Οι αφηρημένες ουτοπίες είχαν αφιερώσει εννιά δέκατα του έργου τους στην απεικόνιση του κράτους του μέλλοντος και μόλις ένα δέκατο στην κριτική, συχνά μόνο αρνητική, εξέταση του παρόντος. Αυτό φυσικά διατήρησε τον στόχο πολύχρωμο και ζωντανό, όμως ο δρόμος προς αυτόν, στο βαθμό που αυτός θα μπορούσε να βρίσκεται εντός των δεδομένων συνθηκών, παρέμεινε κρυμμένος. Ο Marx αφιέρωσε περισσότερο από εννιά δέκατα του γραπτού του έργου στην κριτική ανάλυση του παρόντος και παραχώρησε σχετικά λίγο χώρο στις περιγραφές του μέλλοντος. Ως εκ τούτου, όπως σωστά έχει επισημανθεί, ο Marx ονόμασε το έργο του «Το Κεφάλαιο» και όχι για παράδειγμα «Έκκληση για σοσιαλισμό». [Το έργο του] εμπεριέχει μια συνολική θεώρηση του οικονομικού βίου, για πρώτη φορά μετά το «Tableau économique» του Quesnay, και [μάλιστα] σε πολύ υψηλότερο επίπεδο. [Το έργο του] δεν ζωγραφίζει κανέναν επίγειο παράδεισο, [αντίθετα] αποκαλύπτει το μυστικό της κερδοσκοπίας και το ακόμα πιο περίπλοκο [μυστικό] της κατανομής του κέρδους. Ο Marx εφαρμόζει τον νόμο της αξίας του Ricardo στην εργατική δύναμη ως εμπόρευμα, ανακαλύπτει τη διαλεκτική του εμπορεύματος μέσω της ανταλλακτικής αξίας και εντός αυτής, ανακαλύπτει το κέρδος ως αποσπασμένη υπεραξία και το παράξενο μέσο ποσοστό κέρδους σαν τη βάση της ταξικής αλληλεγγύης των καπιταλιστών. Με αυτό τον τρόπο θεμελιώνει υλιστικά τη διαλεκτική της ιστορίας, η οποία οδηγεί σε εντάσεις, ουτοπίες και επαναστάσεις. Θεμελιώνει και ανακατασκευάζει τις προσδοκίες της ουτοπίας διαμέσου της οικονομίας, διαμέσου των εμμενών ριζοσπαστικών αλλαγών του τρόπου παραγωγής και ανταλλαγής και έτσι αναιρεί τον πραγμοποιημένο δυϊσμό ανάμεσα στο Είναι και το Δέον, ανάμεσα στην εμπειρική πραγματικότητα και την ουτοπία. Με αυτό τον τρόπο, αντιστέκεται τόσο ενάντια στον προσκολλημένο εμπειρισμό όσο και στον αντίθετό του ουτοπισμό. Αντ’ αυτών, αυτό που μετράει είναι η ενεργητικά συνειδητή συμμετοχή στην ιστορικά εμμενή διαδικασία επαναστατικής ανασυγκρότησης της κοινωνίας. Όλα αυτά ως ρεαλισμός γεμάτος μέλλον, στις πιο ενδελεχείς έρευνες, με γοητευτική αιχμηρότητα και εύρος, για τον σκοπό της πραγματικής επανάστασης, σαν το γενικό επιτελείο και το οπλοστάσιό της ταυτόχρονα. Και όπως, από τη σκοπιά του επιτευχθέντος ρεαλισμού δεν υπήρχε τίποτα που να δικαιολογεί τις μυθιστορηματικές εικόνες-στόχους (Zielbilder) των παλιών ουτοπιών, έτσι δεν υπήρχε ακόμα λόγος να περιγραφεί αναλυτικά η σοσιαλιστική οικοδόμηση με έναν συγκεκριμένο-διαδικαστικό τρόπο. Παρ' όλη την πληρότητα του τρόπου διερεύνησης, για τις κοινωνικές σχέσεις πέρα από την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής έχει γίνει ελάχιστη μνεία. Ο Engels μιλάει σε γενικές γραμμές για το βασίλειο της ελευθερίας, ο Marx θέτει κάτι περισσότερο από την πενιχρή έννοια της αταξικής κοινωνίας, έστω και αν αυτή διαφέρει σημαντικά από οτιδήποτε έχει προηγηθεί. Όπως έχει ειπωθεί, οι πραγματικές περιγραφές του μέλλοντος απουσιάζουν σκόπιμα, και απουσιάζουν σκόπιμα ακριβώς γιατί το συνολικό έργο του Marx υπηρετεί το μέλλον, και μόνο στον ορίζοντα του μέλλοντος μπορεί να γίνει κατανοητό και να υλοποιηθεί, όχι όμως σε ένα [μέλλον] που απεικονίζεται με ουτοπικούς-αφηρημένους όρους. Αλλά σε ένα [μέλλον] το οποίο θα φωτιστεί ιστορικά-υλιστικά μέσα από το παρελθόν και το παρόν, μέσα από τις ενεργές, μάλιστα συνεχώς ενεργές τάσεις, προκειμένου να είναι ένα αναγνωρίσιμο και διαμορφώσιμο [μέλλον]. Τίποτα δεν ήταν πιο αναγκαίο από αυτή την εμφατική αντίθεση στα επινοημένα φαλανστήρια[2] ή τις νέες αρμονίες,[3] από την απόρριψη όλων των φαντασιώσεων για το περίφημο κράτος του μέλλοντος, από την παράλειψη του μελλοντικού πεδίου, μαζί με το συγκρατημένο ύφος που της αρμόζει. Αλλά αυτή η παράλειψη έγινε αποκλειστικά για χάρη του μέλλοντος, ενός κατανοημένου [μέλλοντος] στο οποίο ήταν δυνατό να πορευτούμε με χάρτη και πυξίδα∙ δεν έγινε για χάρη των ρεβιζιονιστών, οι οποίοι μπέρδεψαν τη συγκεκριμένη ουτοπία με τον εμπειρισμό, γιατί δεν επιθυμούσαν καθόλου να ταξιδέψουν. Στη περίπτωσή τους βέβαια, η αδυναμία περιγραφής του στόχου μετατράπηκε στην αδυναμία του ίδιου του στόχου, και η επιθυμητή παράλειψη –στον Marx ουσιαστικά η διατήρηση ενός ανοίγματος (Offenhaltung)– έχασε επίσης τις κριτικές της αξίες σε μια εποχή που ούτως ή άλλως δεν απειλούνταν από τα όνειρα, αντίθετα παραδόθηκε σε έναν επίπεδο εμπειρισμό. Όπως έχουμε ήδη επισημάνει, για τους ρεφορμιστές το κίνημα έγινε τα πάντα, ο στόχος [έγινε] ένα τίποτα· και με αυτόν τον τρόπο το ίδιο το μονοπάτι έπαψε να υπάρχει. Πράγματι, η συνάντηση των άκρων είχε σαν αποτέλεσμα ο ψευδοεπαναστατικός σεκταρισμός να βυθιστεί παρομοίως στον εμπειρισμό, στερώντας έτσι από τον μαρξισμό τον πλούτο και το βάθος, το οποίο [ο σεκταρισμός] δεν μπορεί να κατανοήσει. Αλλά ο Marx, όταν αναποδογύρισε τη διαλεκτική και [όταν] πολέμησε τις νεφελώδεις μορφές στον ουρανό της δικής του –ακόμη ολοκληρωτικά ιδεαλιστικής– εποχής, σίγουρα δεν είχε κηρύξει τον εμπειρισμό και την μηχανιστική φιλοσοφία που αναλογεί σε αυτόν (διχοτομημένος κόσμος). Μια τέτοια εξασθένιση της επαναστατικής φαντασίας και μια βολική, δηλαδή σχηματικά πρακτική συρρίκνωση της ολότητας, προέκυπτε περιστασιακά· παρά την προτροπή του Lenin, να διατηρούμε αυτήν την ολότητα ζωντανή τόσο στον υποκειμενικό όσο και στον αντικειμενικό παράγοντα. Έτσι, μια υπερβολικά μεγάλη πρόοδος του σοσιαλισμού από την ουτοπία προς την επιστήμη εμφανιζόταν κατά καιρούς, με τέτοιον τρόπο ώστε μαζί με το σύννεφο και ο πύρινος στύλος της ουτοπίας, ο οποίος δυναμικά έδειχνε τον δρόμο, μπορούσε να ρευστοποιηθεί. Αντ’ αυτού θα πρέπει να επαναλάβουμε: ο μαρξισμός δεν σημαίνει καμία προσδοκία (αφηρημένη ουτοπία), σημαίνει το Novum μιας διαδικαστικά συγκεκριμένης προσδοκίας. Ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο είναι χαρακτηριστικό του μαρξισμού το ότι ο ενθουσιασμός και η νηφαλιότητα, η συνείδηση του στόχου και η ανάλυση των δεδομένων [συνθηκών] βαδίζουν χέρι-χέρι. Όταν ο νεαρός Μαρξ κάλεσε [τον κόσμο] επιτέλους να σκεφτεί, να πράξει «σαν ένας απογοητευμένος άνθρωπος που έχει έρθει στα λογικά του»,[4] δεν ήταν για να μετριάσει τον ενθουσιασμό του στόχου, αλλά για να τον ακονίσει. Με όλα αυτά, αυτό που ο Μαρξ εδραίωσε ως «κατηγορική προσταγή» ήταν και εξακολουθεί να είναι το μόνο πραγματοποιήσιμο: δηλαδή να ανατραπούν όλες οι συνθήκες, στις οποίες ο άνθρωπος είναι ένα ταπεινωμένο, υποδουλωμένο, εγκαταλελειμμένο, περιφρονημένο ον· το καλύτερο [στοιχείο] της ουτοπίας αποκτά μια σταθερή πρακτική βάση. Από τον Μαρξ και έπειτα διασαφηνίζεται η υποβολή της τολμηρότερης πρόθεσης στον κόσμο των γεγονότων, η ενότητα της ελπίδας και της γνώσης της διαδικασίας, εν συντομία ο ρεαλισμός. Με αυτό τον τρόπο οτιδήποτε θερμό αποβάλλεται από το όνειρο για το μέλλον, όπως [αποβάλλεται] και κάθε τι μουχλιασμένο από τη νηφαλιότητα. Το συγκεκριμένο όνειρο καθίσταται στερεό και έγκυρο ακόμη πιο αδιαμφισβήτητα, το πραγματωμένο περιεχόμενό του έχει αναπτυχθεί και το μη πραγματοποιημένο περιεχόμενό του λειτουργεί ακόμη πιο ισχυρά στην πραγματικότητα.

Η θέληση να σκεφτόμαστε προς την κατεύθυνση του σωστού πρέπει να επιδρά περισσότερο από ποτέ. Το στερεό όνειρο ακολουθεί ενεργητικά αυτό που είναι ιστορικά ώριμο με έναν περισσότερο ή λιγότερο παρεμποδισμένο τρόπο. Η συγκεκριμένη ουτοπία λοιπόν εξαρτάται από τη λεπτομερή κατανόηση του ονείρου της αιτίας της, το οποίο βρίσκεται μέσα στην ίδια την ιστορική κίνηση. Ως ουτοπία μεσολαβημένη από τη διαδικασία, καλείται να αναδείξει τις φόρμες και τα περιεχόμενα, τα οποία έχουν ήδη αναπτυχθεί μέσα στους κόλπους της παρούσας κοινωνίας. Έτσι, η ουτοπία σε αυτή την όχι πλέον αφηρημένη έννοια είναι το ίδιο όπως η ρεαλιστική προσδοκία του καλού· κάτι που θα πρέπει να έχει καταστεί σαφές. Η συγκεκριμένη ουτοπία βρίσκεται και στα δύο βασικά στοιχεία της μαρξιστικά ιδωμένης πραγματικότητας: στην τάση της, ως ένταση του ώριμου αν και παρεμποδισμένου, στη λανθάνουσα κατάστασή της, ως συσχετισμός των μη-εισέτι πραγματοποιημένων, αντικειμενικά-πραγματικών δυνατοτήτων μέσα στον κόσμο. Εκεί όπου τόσα πολλά οικοδομούνται στο διαμεσολαβημένο γαλάζιο, η ουτοπική βάση προϋποτίθεται· εάν αυτή δεν υπήρχε, τίποτα πολύτιμο δεν θα μπορούσε να δημιουργηθεί. Κάθε όνειρο για μια καλύτερη, ανώτερη, πληρέστερη ζωή θα περιοριζόταν σε ένα διακριτό, εσωτερικό, στενό, και μάλιστα μυστηριωδώς περίκλειστο, έδαφος. Αλλά τον κόσμο διατρέχει ένα μεγάλο νόημα και μια προσμονή γι’ αυτό που δεν έχει ακόμα πραγματοποιηθεί: η συγκεκριμένη ουτοπία είναι η πιο σημαντική θεωρία-πράξη αυτή της τάσης. Αντίστοιχα, η ουτοπική πρόθεση δεν περιορίζεται ούτε στο απλό, εσωτερικό, περίκλειστο έδαφος των ονείρων αλλά ούτε και στα προβλήματα του καλύτερου κοινωνικού συντάγματος. Αντίθετα, το πεδίο της είναι κοινωνικά ευρύ, έχει υπέρ της όλους τους αντικειμενικούς κόσμους της ανθρώπινης εργασίας, εκτείνεται –όπως πρέπει να θυμόμαστε και όπως πρόκειται να φανεί στη συνέχεια– εξίσου στην τεχνολογία και την αρχιτεκτονική, στη ζωγραφική, την ποίηση και τη μουσική, την ηθική όπως και τη θρησκεία. Υπάρχουν τεχνολογικές εικόνες επιθυμίας (Wunschbilder) εξίσου καλές όπως οι κοινωνικές, δεν υστερούν σε τόλμη από αυτές και μάλιστα στον βαθμό που απωθούν τους φραγμούς της φύσης και οικοδομούν έναν κόσμο για εμάς, ήταν πάντα συνυφασμένες μαζί τους. Και κάθε έργο τέχνης, κάθε κεντρική φιλοσοφία είχε και έχει ένα ουτοπικό παράθυρο, μέσα από το οποίο διαφαίνεται ένα τοπίο που ακόμη διαμορφώνεται. Ακόμα και οι μορφές της φύσης, εκτός από αυτό που έχουν γίνει, αντιπροσωπεύουν ένα κρυπτογράφημα, μέσα στο οποίο κυκλοφορεί ένα μη-εισέτι πραγματοποιημένο, αντικειμενικά ουτοπικό περιεχόμενο, το οποίο είναι αρχικά ορατό σε λανθάνουσα μορφή· η φυσική ομορφιά όπως και η φυσική μυθολογία έδιναν και δίνουν πρόσβαση σε αυτό το πραγματικά-ουτοπικό κρυπτογράφημα. Όπως ανατέλλει στην ανθρώπινη ψυχή το μη-εισέτι συνειδητό, αυτό που δεν είχε γίνει ποτέ συνειδητό, έτσι [ανατέλλει] και στον κόσμο το μη-εισέτι πραγματοποιημένο: στην κορυφή της διαδικασίας του κόσμου και της ολότητας του κόσμου βρίσκεται το Front και η πελώρια, ακόμη τόσο λίγο κατανοητή κατηγορία του Novum. Τα περιεχόμενά του δεν αντιπροσωπεύουν μόνο αυτά που δεν έχουν εμφανιστεί, αλλά αυτά που δεν έχουν αποφασιστεί, [αυτά] ανατέλλουν στην απλή πραγματική δυνατότητα, ενέχουν τον κίνδυνο της πιθανής καταστροφής, αλλά και την ελπίδα της δυνατής, όχι ακόμη ματαιωμένης, ευτυχίας που μπορεί να αποφασιστεί από τους ανθρώπους. Τόσο μακριά εκτείνεται η ουτοπία, τόσο δυναμικά αυτή η πρώτη ύλη επικοινωνεί με όλες τις ανθρώπινες δραστηριότητες, τόσο ουσιαστικά πρέπει κάθε ανθρώπινη επιστήμη και κάθε επιστήμη του κόσμου να την εμπεριέχει. Δεν υπάρχει κανένας ρεαλισμός που να αξίζει το όνομά του, εάν αφαιρεί το ισχυρότερο αυτό στοιχείο από την πραγματικότητα, ως ακόμη ανολοκλήρωτη πραγματικότητα. Βεβαίως μόνο η κοινωνικά επιτυχημένη ουτοπία, σε συνεργασία με την τεχνολογικά επιτυχημένη [ουτοπία], μας επιτρέπουν να ορίσουμε την προ-εμφάνιση (Vor-Schein) στην τέχνη, πόσο μάλλον στη θρησκεία, που δεν είναι ψευδαίσθηση, πόσο μάλλον δεισιδαιμονία. Ο μαρξισμός ωστόσο είναι η πρώτη πόρτα προς τη συνθήκη εκείνη που εξαλείφει τις αιτίες της εκμετάλλευσης και της εξάρτησης, και κατά συνέπεια [προς] ένα διαφαινόμενο Είναι, αυτό της ουτοπίας. Θέτει την απελευθέρωση από την τυφλή μοίρα, από την ακατανόητη αναγκαιότητα, σε συνδυασμό με τη συγκεκριμένη πράξη απώθησης των φυσικών φραγμών. Καθώς οι άνθρωποι δημιουργούν συνειδητά για πρώτη φορά ιστορία, η μοίρα η οποία έχει παραχθεί από τους ανθρώπους στην ταξική κοινωνία και έχει εν αγνοία τους φετιχοποιηθεί, εξαφανίζεται. Η μοίρα συνιστά ακατανόητη, ανεξέλεγκτη αναγκαιότητα, η ελευθερία συνιστά ελεγχόμενη [αναγκαιότητα], από την οποία η αποξένωση έχει εξαφανιστεί και η πραγματική τάξη αναδύεται, ακριβώς όπως το Βασίλειο της Ελευθερίας. Η ουτοπία που έχει γίνει συγκεκριμένη παρέχει το κλειδί, για τη μη-αποξενωμένη τάξη στην καλύτερη από όλες τις δυνατές κοινωνίες. Homo homini homo: αυτές λοιπόν είναι οι βασικές γραμμές ενός καλύτερου κόσμου, όσον αφορά την κοινωνία. Μόνο όταν η διαπροσωπική σχέση, η σχέση με τον άνθρωπο, το ισχυρότερο ον που ζει, έχει τεθεί δεόντως σε τάξη, μπορεί να ξεκινήσει και μια πραγματικά συγκεκριμένη διαμεσολάβηση με το ισχυρότερο ον που δεν ζει: τις δυνάμεις της ανόργανης φύσης.


[1] Η μετάφραση έχει γίνει από τη γερμανική έκδοση: Bloch Ernst, Das Prinzip Hoffnung: 3 nde,Suhrkamp: 1976, λαμβάνοντας κατά τόπους υπόψη και την αγγλική έκδοση: Bloch Ernst, Principle of Hope. Volume 2,The MIT Press: 1995.

[2] Τα φαλανστήρια (phalanstères) ήταν αυτόνομες συνεταιριστικές κοινότητες που επινοήθηκαν από τον Charles Fourier στις αρχές του 19ου αι.

[3] Το New Harmony είναι μια ιστορική πόλη στην Ιντιάνα των Η.Π.Α. Το 1824 ο Robert Owen, ένας εκ των σημαντικότερων εκπροσώπων του ουτοπικού σοσιαλισμού, επένδυσε το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του σε ένα κοινοτικό πείραμα στην πόλη του New Harmony, η οποία θα χρησίμευε ως πρότυπο για την συγκρότηση μιας ουτοπικής κοινωνίας.

[4] Marx, Karl, «Για την κριτική της εγελιανής φιλοσοφίας του δικαίου» στο (2014) Κείμενα απο τη δεκαετία του 1840. Μια ανθολογία, επιλ.–μτφρ. Θ. Γκιούρας, επιμ. Θ. Γκιούρας, Θ. Νουτσόπουλος, ΚΨΜ, Αθήνα, σελ. 148.

Σχετικά με τον αρθρογράφο

kaboomzine