Δεν χρειάζονται ιδιαίτερες συστάσεις για την Matina Sous Peau. Η Ματίνα είναι μουσικός και παίζει και ως Dj σε διάφορα μαγαζιά και events. Το όνομά της έγινε ευρύτερα γνωστό στους μουσικόφιλους από τα mashup που κάνει μπλέκοντας αναπάντεχα ξένες με ελληνικές επιτυχίες, αλλά και από τις ενδιαφέρουσες διασκευές της σε γνωστά κομμάτια. Το καλλιτεχνικό της ψευδώνυμο, όπως έχει εξηγήσει πολλάκις, προκύπτει από ένα λογοπαίγνιο με το μικρό της όνομα «Ματίνα σου πω;», το οποίο αποκτά και δεύτερη σημασία καθώς «sous peau» στα γαλλικά σημαίνει «κάτω από το δέρμα». Στην πραγματικότητα, μόνη αφορμή για την παρούσα συνέντευξη απετέλεσε το ίδιο το έργο της Ματίνας και η ποικιλία των ακουσμάτων και επιρροών της που είναι εμφανής στη δουλειά της. Ας δούμε λοιπόν τι μας απάντησε σε όσα την ρωτήσαμε.
Μιας και είσαι πολυάσχολη καλλιτεχνικά θα θέλαμε αρχικά να μάθουμε με τι ασχολείσαι αυτήν την περίοδο.
Η βασική μου ασχολία είναι ότι παίζω μουσική σε μαγαζιά. Αυτή τη στιγμή παίζω στο 42 στην Κολοκοτρώνη και στο Quartier d’Athénes πίσω από την πλατεία Κλαυθμώνος. Πριν λίγο καιρό ήρθα κοντά με τους The Blue Square, για να τραγουδήσω μαζί τους στα πλαίσια του Release Festival. Δυστυχώς ακυρώθηκε η μέρα λόγω ακύρωσης των Jamiroquai, ωστόσο ήταν μια καλή αφορμή να γνωρίσω τα παιδιά και είναι πιθανό να συνεργαστούμε στο μέλλον. Ταυτόχρονα συνεχίζω να παίζω ως μουσικός στον Papercut και την Dusk. Εκτός από τα μουσικά, ασχολούμαι πού και πού και με την αρχιτεκτονική και η τελευταία μου ασχολία είναι η γραφιστική. Γενικά είμαι εμφανώς κατασταλαγμένο άτομο…
Παίζεις μουσική, τραγουδάς και παίζεις και ως dj. Ξεχωρίζεις περισσότερο κάποια από αυτές τις δραστηριότητές σου; Επίσης, δεδομένου ότι λειτουργείς και δημιουργείς τόσο ατομικά όσο και ομαδικά με τη συμμετοχή σε μπάντες για παράδειγμα, ποια διαδικασία από τις δύο σου ταιριάζει περισσότερο;
Θα έλεγα ότι είτε παίζω κάποιο όργανο είτε τραγουδάω, το βλέπω σαν κάτι παρόμοιο, στα πλαίσια του ότι γράφω μουσική. Η δουλειά ως dj είναι κάτι άλλο, και ειδικά όταν είναι για μπαρ ή εστιατόριο όπου συνήθως παίζω, το συνδέω περισσότερο με το να μπορείς να ταιριάξεις τη μουσική στον χώρο και στον κόσμο. Ως προς το ατομικό ή το ομαδικό, και τα δύο τα απολαμβάνω. Χωρίς το ατομικό δεν θα μπορούσα, γιατί κάποιες ιδέες χρειάζονται ηρεμία για να δουλευτούν, από την άλλη μια συνεργασία ή μια ομάδα έχει να σου δώσει κι άλλα ερεθίσματα ή να σε ξεκολλήσει.
Έχω την αίσθηση ότι ο περισσότερος κόσμος σε γνώρισε από τα mashup. Αφ’ ενός θα θέλαμε να μάθουμε πώς αισθάνεσαι γι’ αυτό και εφ’ ετέρου αν για σένα αυτού του τύπου η δημιουργία ξεκίνησε ως ένας τρόπος καλλιτεχνικής έκφρασης ή απλώς εμπλουτισμού των sets σου και προσπάθεια για να εμπλακεί περισσότερο το κοινό.
Μεγάλη κουβέντα μην πω, αλλά νομίζω ότι πλέον οι μισοί με ξέρουν από τα mashup και οι άλλοι μισοί από τη διασκευή του Μπονάτσου. Τα mashup ξεκίνησαν από τη δική μου περιέργεια να ακούσω κάτι σε συνδυασμό με κάτι άλλο που αρχικά θα έμοιαζαν άσχετα, και νομίζω ότι είναι η ίδια περιέργεια που κάνει και τον κόσμο κατ’ αρχήν να τα ακούσει. Δεν έχει να κάνει σχεδόν καθόλου με τα σετ, άλλωστε σπάνια παίζω δικά μου κομμάτια. Το κοινό στην πλειοψηφία του εμπλέκεται όταν ακούσει κάτι γνώριμο.
Τι θεωρείς απαραίτητο στοιχείο για να είναι μια διασκευή καλλιτεχνικά επιτυχημένη;
Να μπορέσει να δώσει μια άλλη αύρα σε ένα κομμάτι, πολύ διαφορετική από αυτή που αρχικά είχε, διατηρώντας όμως ένα σεβασμό ως προς το αρχικό κομμάτι και μια αξιοπρέπεια σαν αποτέλεσμα.
Πλέον στις μέρες μας η ακρόαση μουσικής έχει πάρει τη μορφή ακρόασης κυρίως αποσπασματικών κομματιών σε αντίθεση με την ακρόαση ολόκληρων albums και δισκογραφίας καλλιτεχνών. Εσύ ως ακροάτρια πώς λειτουργείς; Αλλάζει ο τρόπος όταν ψάχνεις υλικό για τα sets σου ή όχι;
Νομίζω ανήκω στη χειρότερη κατηγορία ακροατών. Είμαι από αυτούς που κατεβάζουν 200 πράγματα άσχετα μεταξύ τους μουσικά, και τα βάζω όλα σε μια λίστα και παίζουν shuffle. Ό,τι μου αρέσει το κρατάω, ό,τι δεν μου αρέσει το πετάω. Τους τελευταίους μήνες έχω αρχίσει και ακούω δίσκους από την αρχή μέχρι το τέλος, αλλά σπάνια δεν βαριέμαι κάπου στη μέση. Είναι δυστυχώς μια παράπλευρη απώλεια του γεγονότος ότι είμαι dj και χρειάζεται να ακούω πολλά κομμάτια, οπότε δεν τα ακούω καν ολόκληρα τις περισσότερες φορές.
Οι παλαιότερης κοπής Dj’s κουβαλούσαν, και πολλοί φυσικά το κάνουν ακόμα, στην κυριολεξία μια βαλίτσα βινύλια για να παίξουν μουσική, ενώ οι συλλέκτες γέμιζαν βιβλιοθήκες με τα αποκτήματά τους, δίσκους, κασέτες και CD’s. Πλέον η συλλογή μας χωράει σε ένα στικάκι usb και οι μουσικές μας βιβλιοθήκες είναι ως επί το πλείστον ψηφιακές. Αυτό κατά τη γνώμη σου έχει επιφέρει αλλαγές στη σχέση ακροατή και μουσικού έργου; Για παράδειγμα έχουμε καιρό να ακούσουμε κάποιον φίλο να ανακοινώνει με καμάρι την αγορά ενός νέου δίσκου στην παρέα.
Επειδή ανήκω στην κατηγορία ακροατή που περιέγραψα πριν, τους θαυμάζω και τους χαίρομαι τους ανθρώπους που μαζεύουν δίσκους, ψάχνουν καλλιτέχνες, τους στηρίζουν με την αγορά δίσκων, και θα έλεγα ότι όσον αφορά κυρίως τα βινύλια, υπάρχει μεγάλη αύξηση στην αγορά, ακριβώς επειδή όλα είναι ψηφιακά και ο κόσμος έχει ανάγκη το φυσικό και το ρετρό, έστω κι αν είναι σε ένα βαθμό μόδα. Σίγουρα μια αλλαγή έχει επέλθει, καταρχήν γιατί υπάρχουν πλέον άπειροι καλλιτέχνες, από την άλλη το Internet έχει βοηθήσει πάρα πολύ στην επικοινωνία καλλιτεχνών και ακροατών.
Το διαδίκτυο έχει κάνει ευκολότερη τη διάθεση της μουσικής από τους καλλιτέχνες και αμεσότερη τη σχέση με το κοινό. Από την άλλη ίσως μεγάλη μερίδα των ακροατών την «καταναλώνει» κάπως πιο αψήφιστα, αφού είναι μονίμως προσβάσιμη εύκολα και συνήθως δωρεάν. Δεδομένης λοιπόν μιας ενδεχόμενης βιασύνης να επικοινωνηθεί ένα έργο που μπορεί να μην έχει δουλευτεί επαρκώς και μιας ακρόασης τύπου ζάπινγκ από ένα κοινό που ίσως δεν έχει συναισθηματική σχέση με το έργο και το ακούει ούτως ή άλλως με το πάτημα ενός κλικ στο YouTube μην έχοντας τίποτα να χάσει, θεωρείς ότι έτσι επηρεάζεται η ποιότητα της μουσικής και πώς;
Νομίζω ότι γενικά εθιζόμαστε στην υπερπληροφόρηση. Δηλαδή θέλουμε να γίνονται συνέχεια καινούρια πράγματα, βαριόμαστε πολύ πιο εύκολα, και ο χρόνος μετράει πολύ πιο γρήγορα. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, από τη μια πλευρά δημιουργείται μια μάζα που ακούει συνέχεια ό,τι καινούριο βγαίνει χωρίς ιδιαίτερα κριτήρια, από την άλλη όμως, έχει κάνει μια μερίδα κοινού πολύ πιο επιλεκτική σε αυτό που θέλει να ακούσει, κάτι που ανεβάζει και τις απαιτήσεις από τους δημιουργούς και τους καλλιτέχνες.
Ακούγοντας τη διασκευασμένη σου «Σιωπή» των Ξύλινων Σπαθιών, συνειρμικά μπορεί να αναλογιστεί κανείς τη σχέση μουσικής και σιωπής, όπως απαντάται αντιστοίχως και στη ζωγραφική, καθώς το κενό είναι αναπόσπαστο μέρος της σύνθεσης. Τι ρόλο έχει για σένα η σιωπή, η παύση, το κενό στη συνθετική διαδικασία;
Τα περισσότερα πράγματα ισορροπούν επειδή υπάρχουν δυο αντίρροπες δυνάμεις που τα διαμορφώνουν. Αλληλο-νοηματοδοτούνται λόγω της διαφορετικότητας και της αντίθεσής τους. Αυτό μάλλον αφορά κάθε συσχετισμό, είτε είναι ανάμεσα σε ανθρώπους, οπτικές ή μουσικές φόρμες. Οι ήχοι αποκτούν νόημα μέσα από τις παύσεις που τους διαχωρίζουν. Όλα είναι θέμα ισορροπίας.
Το μουσικό σου εύρος είναι τεράστιο και ετερόκλητο. Υπάρχει είδος μουσικής που να μην αντέχεις να ακούσεις καθόλου;
Μιλώντας για τη δυτική μουσική, δεν συγκινούμαι ιδιαίτερα από την κλασική ροκ, από τη metal και από την trance. Από ελληνική μουσική με ενοχλεί το «έντεχνο» και κυρίως αυτός ο υπερβολικός συναισθηματισμός που έχει ο στίχος, η μουσική και η εκτέλεση. Υπάρχει ένας πλεονασμός και μια υπερβολή σε όλο αυτό. Παρ’ όλα αυτά για να μην είμαι άδικη, καθαρά σε μουσικό επίπεδο, έχουν γραφτεί πολλά κομμάτια που μου αρέσουν. Απλώς γενικά με ενοχλεί οτιδήποτε κουβαλάει μια υπερβολή ή μια επιτήδευση.
Κομμάτι που θες διακαώς να «πειράξεις» και δεν το έχεις κάνει ακόμα;
Άμα το ήθελα διακαώς, μάλλον θα το είχα ήδη κάνει...!
Για το Kaboom: Αδελφός Κουφίωνας και Μάριος Κατρίτσης