Βιβλίο

Μια bustina για το τελευταίο βιβλίο του Umberto Eco (που είναι γεμάτο bustine)

Αν δεν έχετε υπόψιν σας τι είναι μια bustina, μην ταράζεστε γιατί ούτε εγώ ήξερα μέχρι πρότινος, αλλά είναι μάλλον εξαιρετικά απλό να εξηγήσω: είναι ένα σύντομο κείμενο τριών-τεσσάρων σελίδων περίπου, το οποίο πραγματεύεται ένα συγκεκριμένο επίκαιρο θέμα με κάποια αφορμή (το πραγματεύεται εν συντομία βέβαια, αλλά όχι με πασαλείμματα) και ύστερα εκδίδεται σε κάποια εφημέριδα. Κάτι σαν επιφυλλίδα.

Μπορεί η λέξη να ακούγεται κάπως ύποπτη καθώς στα ελληνικά το μυαλό μας πηγαίνει αμέσως σε μία ομόηχη σχεδόν λέξη με πιπεράτο περιεχόμενο, όμως στα ιταλικά σημαίνει σακίδιο, τσάντα, σακουλάκι, και ανάμεσα στις πολλές φωτογραφίες στο ίντερνετ βλέπουμε φακελάκια τσαγιού γνωστής εταιρείας, έναν περιποιημένο στρατιωτικό μπερέ και γυναικείες τσάντες της μόδας, και αυτό ακριβώς θα ενθουσίαζε τον Έκο σε αυτή μας την αναζήτηση: η πολυσημία των λέξεων και τα λογοπαίγνια που γεννιούνται με αφορμή τα άρθρα του.

Τα κείμενα λοιπόν αυτού του τελευταίου βιβλίου του είναι, αν μου επιτρέπεται, σαν μικρές μερίδες φαγητού ή σαν τοστάκια με σολωμό. Σε δροσίζουν, σε χορταίνουν, δεν σου πέφτουν βαριά όπως ένα γεμάτο γεύμα από φαστ φουντ. Γιατί μπορεί να είναι fast texts (μέσα σε ένα πεντάλεπτο τα έχεις ήδη διαβάσει), αλλά δεν είναι καθόλου junk food for thought. Είναι μάλλον εκείνο που θα θέλαμε όλοι μας από ένα πεντάλεπτο κείμενο, έτσι όπως θέλουμε και από ένα φαγητό, να το διαβάσουμε με ευχαρίστηση, να μας μείνει η γεύση του και να μας κάνει καλό.

Όποιος ξέρει τι εστί Ουμπέρτο Έκο στα άρθρα του, τα δοκίμιά του και τις διαλέξεις του, πρέπει να διαβάσει αυτό το βιβλίο οπωσδήποτε. Γιατί όταν κάποιος γνωρίζει πώς γράφει στα άρθρα του, θα το επιλέξει ανεπιφύλακτα. Ποιος άλλος θα σε κάνει να γελάσεις, να σκεφτείς και να μάθεις πράγματα που επικοινωνούνται πολύ δύσκολα, και να σχηματίσεις μια σωστή άποψη για αυτά μέσα σε πέντε δέκα λεπτά; Δεν εννοώ πως θα τα μάθεις αμέσως και αβίαστα, εντάξει, αλλά όπως και να το κάνουμε, θα τα μάθεις σχετικά ξεκούραστα, με πραγματικό ενδιαφέρον, χωρίς βαρετές αναλύσεις σε άγνωστα και περιττά αντικείμενα. Ο Έκο βαράει στο ψαχνό. Αυτό το βιβλίο φιλοξενεί κείμενα και από άλλα βιβλία του, που «δένουν» μεταξύ τους επ’ ευκαιρία. Υπάρχουν ήδη κάποιες bustine στο Με το βήμα του κάβουρα, στο Δεύτερο ελάχιστο ημερολόγιο. Με λίγα λόγια, δεν είναι όλες καινούργιες, το ένα τρίτο περίπου έχουν συμπεριληφθεί σε προηγούμενες εκδόσεις του. Αυτό το βιβλίο όμως είναι μια καλή αφορμή για να απολαύσουμε πάλι τον σύντομο λόγο του.

O Umberto Eco (1932-2016)

Ο τίτλος είναι Χρονικά μιας ρευστής κοινωνίας, το βιβλίο κυκλοφορεί απ’ τις εκδόσεις Ψυχογιός και ως υπότιτλος χρησιμοποιείται η φράση απ’ τη Θεία Κωμωδία «Pape Satan Aleppe». Η ρευστή κοινωνία είναι αυτή που ζούμε εδώ και κάμποσες δεκαετίες, η κοινωνία που μεταμορφώνεται με ταχύ ρυθμό μονίμως σε κάτι διαφορετικό, η κοινωνία που δεν έχει σταθερό προσανατολισμό, η κοινωνία που αναπτύσσει επικοινωνίες και αναπτύσσεται από επικοινωνίες που δεν έχουν νόημα ή ξεκάθαρους κανόνες. Με λίγα λόγια, η κοινωνία μας.

Ο υπότιτλος «Pape Satan Aleppe» δεν σημαίνει τίποτα. Όπως αναφέρθηκε, προέρχεται απ’ τη Θεία Κωμωδία, και όσο κι αν προσπαθούν οι μελετητές του Δάντη να διευκρινίσουν τι σημαίνει, δεν συμφωνούν μεταξύ τους και δεν καταλήγουν πουθενά. Αυτή η φράση, συμπληρωματική στον τίτλο, δίνει και την προσπάθεια του βιβλίου. Σαν να λέει με αυτές τις φράσεις ο Έκο: Χρονικά της παρατήρησης των μεταβολών, και προσπάθεια απόδοσης νοήματος. Ή τουλάχιστον, κάτι τέτοιο μου έρχεται εμένα.

Ο Έκο ήταν μεγάλος στοχαστικός και χιουμοριστικός συγγραφέας και αυτό φαίνεται απ’ τις παρατηρήσεις του. Πάντα βρισκόταν ένα βήμα μπροστά στον σχολιασμό της καθημερινότητας και έβλεπε πράγματα που άλλοι δυσκολεύονται να δουν ακόμα κι όταν τους τα έχεις υποδείξει πολλάκις με απεγνωσμένες προσπάθειες. Τίποτα δεν είναι ανάξιο λόγου, όλα μπορούν να εξηγηθούν και να πάρουν τη σημασία τους μέσα στον κόσμο. Είναι εκείνες οι στιγμές που λες: «Εκεί, να εκεί! Τι πού, μα καλά θα με τρελάνεις δε το βλέπεις; Να το! Εκεί είναι...Με κοροϊδεύεις ρε, θες να μου σπάσεις τα νεύρα; Τι δεν το βλέπεις! Αν είναι δυνατόν, Χριστέ μου!»

Αναφέρω ενδεικτικά κάποια ωραία αποσπάσματα απ’ το βιβλίο, αλλά όποιος νομίζει πως αυτά είναι τα καλύτερα του, γελιέται· απλώς ωθώ τον αναγνώστη να το διαβάσει ολόκληρο:

     Περπατούσα στο πεζοδρόμιο και είδα να έρχεται  προς το μέρος μου μια κυρία κολλημένη στο κινητό, χωρίς να κοιτάει μπροστά της. Ή έπρεπε να παραμερίσω, ή θα συγκρουόμασταν. Επειδή είμαι κατά βάθος κακός, σταμάτησα απότομα και γύρισα απ’ την άλλη, σαν να κοίταζα στο βάθος του δρόμου: έτσι η κυρία έπεσε πάνω στην πλάτη μου. Εγώ είχα σφιχτεί  γιατί περίμενα τη σύγκρουση και άντεξα, εκείνη όμως έκανε τιλτ, της έπεσε το κινητό, συνειδητοποίησε ότι έπεσε πανω σε κάποιον που δεν μπορούσε να τη δει και ότι έπρεπε η ίδια να τον παρακάμψει. Άρχισε να ψελλίζει συγγνώμες, ενώ εγώ με απέραντη καλοσύνη της έλεγα: «Μην ανησυχείτε, συμβαίνουν αυτά στις μέρες μας».

Ελπίζω μόνο το κινητό να έσπασε πέφτοντας· και συμβουλεύω όποιον βρίσκεται σε ανάλογες καταστάσεις, να συμπεριφερθεί όπως εγώ. Ασφαλώς τους μανιακούς του τηλεφώνου πρέπει να τους σκοτώνει κανείς από μικρούς, αλλά επειδή δεν βρίσκεις Ηρώδη κάθε μέρα, καλά θα κάνουμε να τους τιμωρούμε τουλάχιστον όταν μεγαλώσουν, αν και δεν πρόκειται να καταλάβουν ποτέ σε ποια άβυσσο έχουν πέσει και θα επιμείνουν[...]

[σελ. 131-132] 

~

[...] Το να σε δουν, το να γίνεις αντικείμενο συζητήσεων είναι αξία μερικές φορές τόσο κυρίαρχη, ώστε πρόθυμα απαρνιέται κανείς αυτό που κάποτε αποκαλούσαν αιδώ (ή τη ζηλότυπη αίσθηση της ιδιωτικότητάς μας). Ο Εσπόζιτο παρατηρούσε ότι είναι στοιχείο έλλειψης ντροπής να μιλάς μεγαλόφωνα στο κινητό μες στο τρένο, διατυμπανίζοντας σε όλους τα προσωπικά σου, αυτά που κάποτε τα ψιθύριζαν στο αυτί. Δεν είναι ότι δεν αντιλαμβάνονται ότι οι άλλοι τους ακούν (τότε θα ήταν απλώς αγενείς), είναι ότι υποσυνείδητα θέλουν να ακουστούν, ακόμα κι αν τα προσωπικά τους είναι ασήμαντα – μα, αλίμονο, δεν μπορούν να έχουν όλοι σημαντικά προσωπικά όπως ο Άμλετ ή η Άννα Καρένινα και, επομένως, αρκεί να σε αναγνωρίσουν ως συνοδό κυριών ή ως οφειλέτη που αφήνει φέσια[...]

[σελ.40]

~

Στην αρχή του 1991, μιλώντας για τον Πόλεμο του Κόλπου, είχα εξηγήσει ότι «φίλια πυρά» είναι «η βόμβα που σου ρίχνει κατά λάθος ένας μαλάκας που φοράει την ίδια στολή μ’ εσένα». Ίσως σήμερα, μετά την υπόθεση Καλιπάρι, οι αναγνώστες να έχουν ευαισθητοποιηθεί περισσότερο στο ότι και με τα φίλια πυρά πεθαίνεις: ωστόσο, πριν από δεκαπέντε χρόνια, πολλοί αντέδρασαν όχι στην ανηθικότητα των φίλιων πυρών αλλά στην ανηθικότητα της λέξης «μαλάκας». Είχα πάρει πολλά γράμματα από αναγνώστες και, αν θυμάμαι καλά, υπήρχαν και κριτικές σε άλλες εφημερίδες, σε σημείο που αναγκάστηκα μετά να γράψω και μία άλλη Bustina όπου υπενθύμιζα πόσες φορές λαμπροί συγγραφείς της λογοτεχνίας μας είχαν χρησιμοποιήσει παρόμοιες λέξεις [...]

[σελ.475]

 

Σχετικά με τον αρθρογράφο

Π.Βρεττάκος