Το κείμενο που ακολουθεί εκφωνήθηκε στις 16/12/2015 σε εκδήλωση που διοργανώθηκε στη βιβλιοθήκη του Αρσακείου Ψυχικού. Το κοινό αποτελούταν από μαθητές της Γ' Γυμνασίου, οι οποίοι είχαν διαβάσει την Παραλογή και τον Νόκερ από τη συλλογή Γκιακ του Δημοσθένη Παπαμάρκου. Επέλεξα να διατηρήσω την αμεσότητα και τον προσωπικό τόνο του προφορικού λόγου, καθώς ελπίζω πως έτσι θεραπεύονται κάποιες ατέλειες της ομιλίας.
Γεια σας! Ευχαριστούμε που ήρθατε να μας ακούσετε αρχικά για λίγο και στη συνέχεια να συζητήσουμε!
Πρέπει πριν απ’ όλα να ευχαριστήσουμε την κυρία Έφη Ταμπακάκη για τη θαυμάσια ιδέα της να μας καλέσει εδώ. Και λέω θαυμάσια όχι τόσο γιατί έχουμε απαραίτητα κάτι σημαντικό να πούμε (αν και το βιβλίο με το οποίο θα ασχοληθούμε κυρίως είναι σημαντικό), αλλά γιατί τέτοιες πρωτοβουλίες, τέτοιες διοργανώσεις μέσα στο σχολικό πλαίσιο είναι ο μόνος πραγματικός τρόπος να μάθουν οι μαθητές σήμερα κάτι. Πρέπει να είμαστε, νομίζω, ξεκάθαροι: το σημερινό εκπαιδευτικό σύστημα, με αποκορύφωμα τις πανελλήνιες εξετάσεις είναι μια μεγάλη ανοησία (και, μεταξύ μας, σας το λέει αυτό κάποιος που τα πήγε καλά στις πανελλήνιες). Το σχολείο σήμερα προωθεί την παπαγαλία και την ανούσια εξειδίκευση και με αυτόν τον τρόπο δηλητηριάζει και όσες πτυχές των μαθημάτων έχουν πράγματι ενδιαφέρον.
Μέσα, λοιπόν, σε ένα τέτοιο εκπαιδευτικό σύστημα –και, φυσικά, μέσα σε μια τέτοια κοινωνία, γιατί η παιδεία εξαρτάται άμεσα από την κοινωνία και θα μπορούσε να πει κανείς ότι η παιδεία είναι ολόκληρη η κοινωνία- η μοναδική ευκαιρία σας να αποκομίσετε κάτι υπάρχει χάρη στις προσωπικές πρωτοβουλίες ορισμένων εμπνευσμένων δασκάλων, οι οποίοι παθιάζονται με το αντικείμενό τους και καταφέρνουν να μεταδώσουν αυτό το πάθος τους και στους μαθητές τους, βγαίνοντας, βεβαίως, από τα σφιχτά όρια των υπουργικών εγκυκλίων. Ξέρετε, ένας πολύ ιδιαίτερος έλληνας ποιητής, ο Νίκος Εγγονόπουλος, έγραψε: «Η αγάπη είναι ο μόνος τρόπος κάτι να γνωρίσουμε». Και νομίζω πως είχε απόλυτο δίκιο. Μαζί του συμφωνούσε και ο Κορνήλιος Καστοριάδης, ο φιλόσοφος με τον οποίο ασχολούμαι συστηματικά τα τελευταία χρόνια. Αυτός έλεγε ότι ο μόνος τρόπος να μάθει στις μέρες μας ένα παιδί κάτι στο σχολείο είναι να έχει την τύχη να συναντήσει έναν καθηγητή που είναι ερωτευμένος με το μάθημά του και έτσι καταφέρνει να μεταδώσει αυτόν τον έρωτα και στους μαθητές του. Ε λοιπόν, εσείς έχετε τουλάχιστον μία τέτοια καθηγήτρια, την κυρία Ταμπακάκη!
Είχα κι εγώ εδώ, στο ίδιο σχολείο, μερικούς τέτοιους καθηγητές. Επιτρέψτε μου να σας πω, λοιπόν, μια σύντομη ιστορία πριν μπούμε στο κυρίως θέμα μας. Δεν είναι, εξάλλου, και τόσο άσχετη. Εγώ φοιτούσα στο Β’ Λύκειο και ήμουν στη θεωρητική κατεύθυνση. Μια μέρα είχαμε την πρώτη ώρα αρχαία κατεύθυνσης και, όπως καταλαβαίνετε, προχωρούσαμε προς την αίθουσα σαν τους καταδικασμένους σε θάνατο! Ευτυχώς όμως έγινε κάποιο μπέρδεμα με την αίθουσα, κάποια άλλη τάξη είχε μπει εκεί όπου κανονικά θα κάναμε εμείς μάθημα, κι έτσι υπήρξε μια σχετική καθυστέρηση. Στη διάρκεια αυτής της καθυστέρησης, πιάσαμε κουβέντα με την καθηγήτρια, την κυρία Θεοδωρέλλου- διδάσκει ακόμη εδώ; Εν πάση περιπτώσει, δεν ξέρω πώς πήγε η συζήτηση, αλλά αρχίσαμε να μιλάμε για ποιήματα, στα οποία εγώ έχω μεγάλη αγάπη, και της είπα ότι μου αρέσουν ο Αναγνωστάκης και ο Εγγονόπουλος, τον οποίο σας προανέφερα. Μετά μπήκαμε για μάθημα κι εγώ θεώρησα το θέμα λήξαν. Την επόμενη μέρα, όμως, η κυρία Θεοδωρέλλου με πλησίασε πριν από το μάθημα και μου χάρισε αποκόμματα από εφημερίδες και περιοδικά που είχε μαζέψει για αυτούς τους δύο ποιητές! Κι αυτά μου έχουν μείνει, τα έχω ακόμη στο γραφείο μου και τα διάβαζα προχθές. Όπως, λοιπόν, σε μένα έχει μείνει αυτή η ανάμνηση και όχι οι χιλιάδες ανούσιες ώρες βομβαρδισμού με πληροφορίες, είμαι σίγουρος ότι και σε σας από το σχολείο θα μείνουν όχι μόνο τα παιχνίδια, οι φιλίες και τα φλερτ, αλλά και κάποιες εκδηλώσεις σαν τη σημερινή. Ίσως όχι η σημερινή, αλλά κάποια παρόμοια.
Μπαίνω, χωρίς άλλη καθυστέρηση, στο θέμα μας. Διαβάσατε δύο από τα περιεχόμενα της συλλογής του Δ. Παπαμάρκου που τιτλοφορείται Γκιακ. Αυτή η λέξη, όπως μάλλον έχετε ήδη μάθει, σημαίνει αίμα στα αρβανίτικα. Αυτό είναι ιδιαιτέρως σημαντικό για εμάς, όπως θα δούμε στη συνέχεια. Ας πούμε αρχικά λίγα λόγια για το βιβλίο. Αποτελείται από 8 διηγήματα, τα οποία είναι σχετικά ανεξάρτητα μεταξύ τους, ενώνονται, όμως με ένα νήμα. Θα λέγαμε, όπως λέγεται συχνά, με ένα κόκκινο νήμα, καθώς το στοιχείο που τα συνέχει είναι ότι οι κεντρικοί τους ήρωες πολέμησαν στον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1919-1922 και, όταν γύρισαν πίσω, είχαν αλλάξει σε σημαντικό βαθμό από αυτή τη δραματική εμπειρία. Μάλιστα, πολλοί είχαν αλλάξει σε τέτοιο βαθμό, που δεν μπορούσαν πια να προσαρμοστούν στις κοινωνίες τους. Είχαν βγει στον πόλεμο τόσο έξω από τους κοινωνικούς κανόνες, που στη συνέχεια δυσκολεύονταν να ζήσουν με αυτούς.
Ανάμεσα σε αυτά τα διηγήματα, στη μέση του βιβλίου, παρεμβάλλεται το ένα από τα δύο κείμενα που διαβάσατε, η Παραλογή. Πρόκειται για ένα πολύ ιδιαίτερο κείμενο, αν το συγκρίνουμε τόσο με το υπόλοιπο βιβλίο, όσο και με τη γενικότερη δουλειά του Δημοσθένη. Κατ’ αρχάς, είναι κατά κάποιον τρόπο έμμετρο, ενώ τα υπόλοιπα περιεχόμενα του βιβλίου είναι πεζά διηγήματα. Δεν έχει ομοιοκαταληξία, διέπεται, όμως, από έναν αυστηρό εσωτερικό ρυθμό, πατάει σε ένα δεκαπεντασύλλαβο μέτρο που μας θυμίζει τα δημοτικά τραγούδια, όπως άλλωστε και η γλώσσα και πολλά εκφραστικά σχήματα. Στα δημοτικά άλλωστε παραπέμπει και ο τίτλος του. Επομένως, νομίζω ότι δεν θα ήταν λάθος να πούμε ότι ο Δημοσθένης κάνει εδώ μια διασκευή, εμπνέεται και χρησιμοποιεί τη δημοτική φόρμα για να κάνει κάτι δικό του.
Απ’ όσο γνωρίζω, είναι η μόνη δημοσιευμένη δουλειά του Δημοσθένη που πηγαίνει πιο πολύ προς την ποίηση, έστω την αφηγηματική. Αυτό δεν την καθιστά λιγότερο πετυχημένη: πάρα πολλοί άνθρωποι στους οποίους έδωσα το βιβλίο μού είπαν ότι η Παραλογή είναι το αγαπημένο τους!
Έχει επίσης και μία ακόμη ιδιαιτερότητα η παραλογή: είναι το μόνο αφήγημα του βιβλίου στο οποίο ηρωίδα είναι γυναίκα. Σε όλο το υπόλοιπο βιβλίο τα κεντρικά πρόσωπα είναι άντρες στρατιώτες που αντιμετωπίζουν τον θάνατο, όχι πάντα πετυχημένα. Εδώ έχουμε μια γυναίκα, που, όταν έρχεται πρόσωπο με πρόσωπο με τον Χάροντα (άλλο ένα στοιχείο των δημοτικών), δεν ηττάται, αρνείται να παραδοθεί και να χάσει.
Θα αφήσω την Παραλογή έχοντας πει αυτά τα λίγα. Ελπίζω ότι θα έχουμε την ευκαιρία στη συνέχεια, στο πλαίσιο της συζήτησης να επανέλθουμε σε αυτή. Ο λόγος για αυτή τη βιασύνη μου δεν είναι καθόλου ότι θέλω να υποβαθμίσω την αξία της Παραλογής. Είναι, αντιθέτως, ότι θέλω να έχω περισσότερη ώρα να μιλήσω για τον Νόκερ, το διήγημα που διαβάσατε.
Και θα σας πω και γιατί. Κατά πρώτον, ο Νόκερ είναι το τελευταίο διήγημα της συλλογής, και όχι τυχαία: κατά κάποιον τρόπο συνοψίζει το βιβλίο, τραβώντας το μάλιστα στα άκρα. Κατά δεύτερον, ενώ θεωρώ γενικά το βιβλίο του Δημοσθένη πολύ καλό, το εν λόγω διήγημα δεν το θεωρώ απλώς πολύ καλό: το βρίσκω αριστουργηματικό και νομίζω ότι δεν θα πέσω έξω αν πω ότι συνιστά μια τομή τόσο στο έργο του Δημοσθένη όσο και στη νεοελληνική λογοτεχνία. Είναι, νομίζω, από τα διηγήματα που θα μείνουν.
Την ιστορία την ξέρετε, επομένως δεν θα επιμείνω πολύ. Θα σας θυμίσω μόνο τα κύρια σημεία που με ενδιαφέρουν: ο Αργύρης, εμπειροπόλεμος μαχητής, αφού έχει πολεμήσει στους Βαλκανικούς, στον Α' Παγκόσμιο, στην Εκστρατεία στην Κριμαία και, τέλος, στη Μικρασιατική Εκστρατεία, γυρνάει στο χωριό του εντελώς αποκτηνωμένος, έχοντας σκοτώσει, βιάσει, κάψει, ακόμη και επιδοθεί σε κανιβαλισμό εναντίον ενός εχθρού του. Βλέποντας πως δεν μπορεί πια να προσαρμοστεί στην τοπική κοινωνία, φεύγει για την Αμερική, όμως ακόμη και εκεί δεν βρίσκει ησυχία, καθώς γυρεύει συνέχεια να μπλεχτεί σε καβγάδες προκειμένου να ικανοποιήσει τις επιθετικές του ροπές. Τελικά, η λύση που βρίσκει και που τον κάνει να ηρεμήσει κάπως, είναι ότι βρίσκει δουλειά ως νόκερ σε ένα σφαγείο. Χτυπάει, δηλαδή, τα ζώα και τα βγάζει knock out πριν τα σφάξουν.
Θα περάσω τώρα στην εξέταση κάποιων νοημάτων που νομίζω πως μπορούμε να ανιχνεύσουμε μέσα στο διήγημα. Μία, όμως, σημαντική σημείωση, πριν αρχίσουμε: αυτά που θα πω είναι απλώς η δική μου ανάλυση, η ανάλυση του Γιάννη, ο τρόπος που εγώ διάβασα το κείμενο. Είναι τόσο νόμιμη, όσο στηρίζεται σε επιχειρήματα. Δεν είναι ούτε απόλυτη, ούτε εξ ορισμού σωστή, ούτε αποδείξιμη, με τον τρόπο που έχετε μάθει να αποδεικνύετε στη γεωμετρία το πυθαγόρειο θεώρημα. Δεν ισχυρίζομαι ούτε ότι αυτά που θα πω είναι το κρυμμένο νόημα του έργου, ούτε ότι ο «συγγραφέας λέει αυτά». Απλώς σας εκθέτω κάποιες σκέψεις μου, που νομίζω ότι πατάνε κάπου. Θα χαρώ, όμως, πολύ να έχετε κι εσείς να προτείνετε μια δική σας, διαφορετική ανάλυση. Αν, μάλιστα, συγκρούεται με τη δική μου, θα χαρώ ακόμη περισσότερο και θα θελήσω να το συζητήσουμε!
Κατά τη γνώμη μου, το συγκεκριμένο διήγημα είναι τόσο σημαντικό, γιατί μας φέρνει αντιμέτωπους με το θεμελιώδες ζήτημα της βίας. Ο ήρωας μας έχει πάει στον πόλεμο, όπου έχει διαπράξει αίσχη. Παρεμπιπτόντως, βλέπετε και την αντικειμενικότητα του Δημοσθένη απέναντι σε έναν εθνικό πόλεμο που έχει πράγματι γίνει: δεν είμαστε εμείς οι καλοί και οι άλλα τα τέρατα, ο ίδιος ο πόλεμος μάς βάζει όλους σε μια σχέση τερατώδη. Ίσως δεν είναι τυχαίο σε σχέση με αυτή την αντικειμενικότητα ότι ο Δημοσθένης γράφει με μια διπλή ιδιότητα: είναι ιστορικός, αλλά και λογοτέχνης. Το λέω αυτό, γιατί την αντικειμενικότητα τη βρίσκουμε, φυσικά, στους πρώτους συναδέλφους του, τον Ηρόδοτο και τον Θουκυδίδη, αλλά τη βρίσκουμε, όπως σημειώνει η Χάνα Άρεντ, για πρώτη φορά στον Όμηρο, ο οποίος μας λέει σε ένα σημείο της Ιλιάδας, μετά από μια τεράστια μάχη ότι, μέσα στον σκοτωμό, Έλληνες και Τρώες έγιναν αξεχώριστοι μέσα στο αίμα. Ο θάνατος και φρίκη του πολέμου τούς έκανε, δηλαδή, όλους ίδιους και δεν υπήρχαν καλοί και κακοί.
Συνεχίζω. Ο Δημοσθένης, λοιπόν, φέρνει μπροστά στα μάτια μας το θέμα και το θέαμα της βίας, μας αναγκάζει να το δούμε. Κάνει, δηλαδή, το αντίθετο απ’ ό,τι οι περισσότεροι άνθρωποι και οι περισσότερες κοινωνίες, που προσπαθούν να συγκαλύψουν το ζήτημα της βίας, να το κρύψουν κάτω από το χαλί. Είναι, εν προκειμένω χαρακτηριστική η σκηνή του τραπεζιού που κάνει ο πατέρας του Αργύρη για να γιορτάσει την επιστροφή του γιου του. Προσοχή: θέλει να τον γιορτάσει ως ήρωα πολέμου, όχι ως υποψήφιο για το Νόμπελ Ειρήνης. Παρόλ’ αυτά, όταν μαθαίνουν οι συνδαιτυμόνες τι έκανε στον πόλεμο, αποφεύγουν ακόμη και να τον κοιτάξουν! Οι ίδιοι άνθρωποι που είχαν μαζευτεί για να τιμήσουν τα κατορθώματά του στον πόλεμο!
Αυτοί που επωφελούνται από τις πράξεις του, κάνουν ότι δεν θέλουν να έχουν καμία σχέση με αυτές. Κι αυτή, αν θέλετε είναι και η εκδίκηση που παίρνει ο Αργύρης στη συνέχεια, στέλνοντάς τους κάθε μήνα το τσεκ, την επιταγή. Είναι σαν να τους λέει, σαν να τους υπενθυμίζει διαρκώς: κι εσείς από τα ίδια αιματοβαμμένα χρήματα τρώτε.
Ξέρετε, όλο αυτό μου θυμίζει έναν τσακωμό που έχουμε συχνά με τη μητέρα μου. Εγώ είμαι χορτοφάγος, γιατί θεωρώ ότι δεν πρέπει να σκοτώνουμε τα ζώα. Εκείνη μου λέει: κι εγώ τα αγαπάω τα ζώα (και πράγματι, έχουμε δύο γάτες που τις λατρεύει) και δεν θα μπορούσα ποτέ να σφάξω ένα ζώο για να το φάω. Παρόλ’ αυτά, τρώει κανονικά κρέας. Βλέπετε ότι η μητέρα μου, που είναι μια πανέξυπνη και μορφωμένη γυναίκα, εδώ διαλέγει να κλείσει τα μάτια. Κάνει αυτό που κάνουν και οι συγγενείς του Αργύρη. Όπως σημειώνει ο ίδιος ο Νόκερ πολύ διορατικά «και να τη βλέπει την αλήθεια ο άλλος, κοιτάει αλλού».
Αυτό θα μπορούσαμε να πούμε ότι δεν ισχύει μόνο για τους μεμονωμένους ανθρώπους, αλλά και για ολόκληρες τις κοινωνίες. Κι αυτές προσπαθούν συνήθως να κρύψουν τη βία που υπάρχει στη βάση τους, στα θεμέλιά τους: τη βία απέναντι στους διαφορετικούς, απέναντι στους ξένους, απέναντι στα ζώα, απέναντι, αν θέλετε, ακόμη και στους πληθυσμούς που κατέκτησαν ή εξολόθρευσαν προκειμένου να εγκατασταθούν εκεί που τώρα είναι εγκατεστημένες. Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, ένας ευφυής φιλόσοφος και κριτικός τέχνης, έλεγε: «Δεν υπάρχει μνημείο πολιτισμού που να μην είναι παράλληλα και μνημείο φρίκης». Δηλαδή, βεβαίως και η αρχαία αθηναϊκή δημοκρατία ήταν απείρως σημαντική για την κοινωνική ελευθερία, όμως διέπραξε και τη σφαγή της Μήλου. Βεβαίως και η Γαλλική Επανάσταση έκανε τη ζωή μας απίστευτα καλύτερη, όμως ευθύνεται και για τα 16.000 θύματα της Τρομοκρατίας. Μάλιστα, ο Μπένγιαμιν μάλλον εννοεί εδώ ότι κατά κάποιον τρόπο για να μπορέσουν να κάνουν τα καλά, έπρεπε να είχαν κάνει και τα κακά. Ας ελπίσουμε ότι μια μέρα θα αποδειχτεί ότι έχει άδικο. Σε κάθε περίπτωση, όλα αυτά τα ζητήματα ανακινεί ο Νόκερ του Δημοσθένη.
Και περνάω τώρα στο δεύτερο σημείο, που είναι για μένα και το πιο σημαντικό. Με αυτό, άλλωστε, θα κλείσω. Στον Νόκερ, ο Δημοσθένης δεν φέρνει μπροστά στα μάτια μας μόνο τη βία, αλλά, πράγμα ακόμη πιο σημαντικό, μας δείχνει ότι μπορεί να υπάρξει ένα πάθος για τη βία. Ο Αργύρης είναι ένας άνθρωπος που απολαμβάνει με το να σκοτώνει και να χτυπάει, όπως ο Δημοσθένης απολαμβάνει με το να γράφει, η κυρία Ταμπακάκη με το να σας διδάσκει κι εσείς με το να παίζετε ή να βλέπετε ταινίες με τους φίλους και τις φίλες σας. Ο Αργύρης δεν ασκεί βία επειδή αναγκάζεται ή όταν πρέπει να αμυνθεί, αλλά επειδή του αρέσει, επειδή παίρνει ηδονή: γι’ αυτό άλλωστε διαλέγει κι αυτή τη δουλειά, που αποτελεί γι΄ αυτόν ένα είδος συμβιβασμού: αφού δεν μπορεί να σκοτώνει ανθρώπους, ας σκοτώνει ζώα.
Όπως, λοιπόν, αναφέρεται και σε ένα σημείο της Παραλογής , ο θάνατος, εκτός από το να είναι φριχτός και τρομακτικός, μπορεί να μιλάει και με μία "αλλιώτικη φωνή, γλυκοστρογγυλεμένη/ μ' αυτήνα που ξεγέλαγε στρατιώτες κι αντρειωμένους/και τρέχαν στα θελήματα τ' άγρια τα δικά του". Δηλαδή μπορεί να υπάρξει μια γλύκα που να μας τραβάει στον θάνατο, ένα πάθος για τον θάνατο, ένα ένστικτο, μια ενόρμηση θανάτου.
Και το τεράστιο ερώτημα που τίθεται εδώ (το τεράστιο ερώτημα που μας επιτρέπει να δούμε ο Δημοσθένης) είναι το εξής: τι μπορεί να κάνει η κοινωνία με τον Αργύρη και άλλους τέτοιους ανθρώπους; Γιατί, νομίζω ότι δεν είναι μόνο ο Αργύρης, αλλά ότι σε όλους μας υπάρχει μια τέτοια άγρια και επιθετική τάση, η οποία όμως συνήθως καταπιέζεται πετυχημένα: δείτε για παράδειγμα ότι πολλά παιδιά όταν είναι μικρά αρέσκονται στο να σκοτώνουν και να βασανίζουν έντομα ή και μεγαλύτερα ζωάκια. Όταν όμως μεγαλώσουν, θεωρούν, και πολύ σωστά, ότι είναι κακό να βασανίζεις τα ζώα. Στον Αργύρη, όμως, αυτή η καταπίεση, η καλή καταπίεση, η δέσμευση από την ηθική, αν θέλετε, απέτυχε, ιδίως από τη στιγμή που πήγε στον πόλεμο και αποκτηνώθηκε, βλέποντας πόσο πολύ του αρέσει η βία
Τι μπορούμε, λοιπόν, να πούμε ως κοινωνία για αυτό το θέμα; Ειλικρινά δεν ξέρω, και θα ήθελα να σας αφήσω να το σκεφτείτε μόνοι σας και να μου πείτε τη γνώμη σας. Από τη μεριά μου, μπορώ να προτείνω όχι μια απάντηση, αλλά μόνο την αρχή μιας απάντησης. Είπαμε ότι υπάρχει ένα πάθος για τη βία. Ωραία. Όμως τα πάθη, μπορεί να υπάρχουν εκ φύσεως, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι παραμένουν άκαμπτα για μια ζωή.
Διαμορφώνονται, κατευθύνονται, πλάθονται από την κοινωνία, ιδίως σε νεαρή ηλικία. Αυτός είναι, άλλωστε, ο λόγος που είπαμε στην αρχή ότι εκδηλώσεις σαν τη σημερινή μπορεί να σας κάνουν να αποκτήσετε κι εσείς το πάθος για τη λογοτεχνία. Παραδείγματος χάρη, όταν εγώ ήμουν μικρός, συνήθως βαριόμουν και κάποιες μέρες μισούσα το σχολείο και δεν ήθελα να μάθω γράμματα και ξένες γλώσσες: ήθελα μόνο να παίζω ποδόσφαιρο. Επειδή όμως αναγκάστηκα, έμαθα κάποια πράγματα και τώρα το διάβασμα και το γράψιμο με παθιάζουν εξίσου με το ποδόσφαιρο, που ακόμη μου αρέσει πολύ. Τα πάθη, λοιπόν, υπάρχουν στη φύση μας, αλλά καλλιεργούνται, σχηματίζονται κιόλας μέσω της παιδείας. Αυτό πίστευε και ο Αριστοτέλης, αυτός ο υπέροχος στοχαστής, που θα σας παρακαλέσω να μην τον μισήσετε όσοι πάτε στη θεωρητική μόνο και μόνο επειδή είναι στην εξεταστέα ύλη για τις εξετάσεις: ο σκοπός της παιδείας (κι εδώ ως παιδεία μη σκέφτεστε μόνο το σχολείο, αλλά όλα τα πράγματα που μαθαίνουμε ζώντας μέσα σε μια κοινωνία) είναι να μας κάνει να μάθουμε να χαιρόμαστε με τα πράγματα που πρέπει και να λυπόμαστε με τα πράγματα που πρέπει, να παίρνουμε ηδονή από τις δραστηριότητες που πρέπει και να αγανακτούμε με αυτές που η κοινωνία θεωρεί απαράδεκτες.
Το πρόβλημα είναι ότι πρέπει η δραστηριότητα προς την οποία θα στρέψουμε το πάθος μας να έχει κάποια σχέση με το αρχικό μας πάθος, δεν μπορεί να είναι εντελώς άσχετη. Λόγου χάρη κάποιος/α που είναι ρομαντικός και ερωτεύεται συχνά, μπορεί, παράλληλα με τα φλερτ του, να αρχίσει να γράφει ποιήματα, κι έτσι να παίρνει χαρά και από τις δύο αυτές πηγές, και να μπορεί, όταν στη μία επικρατεί ξηρασία (γιατί υπάρχουν κι αυτά στη ζωή) να στρέφεται στην άλλη και να παρηγοριέται. Ή, άλλο παράδειγμα, κάποιος/α που έχει πάθος να σκάβει ή να ψάχνει καινούρια πράγματα μπορεί να στραφεί στην επιστήμη ή τη φιλοσοφία, και να διοχετεύσει εκεί το πάθος του για έρευνα.
Τι γίνεται, όμως, όταν κάποιος έχει πάθος με τη βία; Ποια μπορεί να είναι μια δραστηριότητα που να του επιτρέπει να παίρνει χαρά, χωρίς όμως να βλάπτει τους άλλους ανθρώπους και τα άλλα πλάσματα; Τι μπορεί να επινοήσει εκεί η κοινωνία; Κάποιο σπορ ίσως; Ειλικρινά δεν ξέρω, ελπίζω να με βοηθήσετε εσείς. Ο Νόκερ, όμως, με βοήθησε να θέσω το ερώτημα, και γι’ αυτό είναι τόσο σημαντικός για μένα.
Αυτά από μένα. Σας ευχαριστώ που με ακούσατε. Ελπίζω να μη σας έπρηξα πολύ και να έχετε διάθεση να συζητήσουμε μετά.