Πόση ώρα έπρεπε ακόμη να περιμένει; Βρισκόταν εκεί ήδη για 1 ώρα... Μήπως τον είχαν πάρει χαμπάρι; Μήπως τον είχαν καταλάβει;
Όχι, όχι, δεν γίνεται αυτό... Παραήταν προσεκτικός. Τους είχε παρακολουθήσει για καιρό.
Τόπος: Νέα Υόρκη
Χρόνος: 1982
Η κοινή γνώμη είχε σιωπήσει για τη δολοφονία. Δεν είχε κουνηθεί φύλλο. Και γιατί να κουνηθεί άλλωστε; Για ένα νεκρό, νέγρο, πιτσιρικά δεν θα έκλαιγε κανείς. Όλοι ήταν απασχολημένοι ζώντας το Αμερικάνικο όνειρο. Χαμένοι μέσα στη ματαιοδοξία τους, αδιαφορώντας πλήρως για οτιδήποτε συμβαίνει τριγύρω τους. Αφού η Αμερική είχε κερδίσει τον πόλεμο του Βιετνάμ χάρη στο Δρ. Μανχάταν, οι υπήκοοι δεν είχαν κανένα λόγο να ανησυχούν. Αυτός όμως ανησυχούσε. Είχε γεννηθεί ανήσυχος. Είχε αποφασίσει πως θα καθάριζε μόνος του αν χρειαζόταν, την βρώμα και την δυσωδία της κοινωνίας.
Ο πιτσιρικάς δεν είχε προλάβει καν να αντιδράσει. Μόλις που είχε προλάβει να στρίψει από την γωνία του δρόμου, που άραζε και έγραφε ρίμες με τους φίλους. Μόλις που είχε προλάβει να καταλάβει λίγο τι πάει να πει ζωή. Μόλις που είχε προλάβει να σκεφτεί τι θα ήθελε να κάνει όταν μεγαλώσει. Ήθελε να γίνει μουσικός. Έπεσε πάνω σε 2 λευκούς την ώρα που έστριβε. Ψηλοί, σφιγμένοι, με ξυρισμένα κεφάλια. Για μια στιγμή ο πιτσιρικάς είδε φευγαλέα τα περιβραχιόνια τους με το λογότυπο του Μετώπου Λευκών Εργατών. Για μια στιγμή μόνο νόμισε πως όλα θα ήταν εντάξει. Μέχρι που δέχθηκε το μαχαίρι στην καρδιά. Ώσπου να καταλάβουν οι τριγύρω τι έγινε, οι 2 άνδρες είχαν εξαφανιστεί. Κανένα δάκρυ δεν χύθηκε. Εκείνη τη μέρα χύθηκε μόνο αίμα. Το αίμα ενός πιτσιρικά που έτυχε να βρεθεί τη λάθος στιγμή στο λάθος μέρος. Έτσι δεν λένε συνήθως;
Η λάθος στιγμή μάλλον ήταν η στιγμή που γεννήθηκε και το λάθος μέρος μάλλον ήταν αυτή η κοινωνία. Κανένα δάκρυ όμως δεν χύθηκε.
Ο Ρόρσαρκ ήξερε πως δεν χρειαζόταν να χύσει κανένα δάκρυ. Μόνο το αίμα των ενόχων. Ή των αθώων, σύμφωνα με τις δικαστικές αρχές.
Περίμενε αρκετά έξω από την περιφραγμένη μονοκατοικία. Ήξερε πως εκεί έμεναν οι 2 φασίστες.
Ξαφνικά άκουσε τα κλειδιά πάνω στην πόρτα από την μπροστινή είσοδο. Ετοιμάστηκε. Περίμενε γι' αυτό δύο ολόκληρες εβδομάδες. Για τη στιγμή της εκδίκησης. Για τη στιγμή της Δικαιοσύνης.
Άναψαν τα φώτα μέσα στο σπίτι. Άρχισαν να ακούγονται βήματα και γελάκια.
-Χαχαχα, μαλάκα, δεν περίμενα ποτέ να αθωωθούμε για να πω την αλήθεια.
-Ναι, άσε... ήμασταν τυχεροί που ο δικαστής είναι μέλος του Μετώπου
-Και σιγά... στο κάτω-κάτω γιατί να καταδικαζόμασταν; Επειδή σκοτώσαμε έναν μικρό αράπη; Ε και; Από πότε είναι έγκλημα να σκοτώνεις αδέσποτα ζώα;
-Έλα, σταμάτα τώρα και πιάσε δυο μπύρες, ώρα να γιορτάσουμε χεχεχε…
Ζώο ε; Δεν του έκανε εντύπωση… Ούτως ή άλλως και αυτός έτσι αντιλαμβανόταν τους εγκληματίες που σκότωνε… Σαν λυσσασμένα ζώα που τα απελευθέρωνε από τη μιζέρια τους. Λυσσασμένα ζώα που δεν έχουν άλλη επιλογή από το να βιάσουν, να σκοτώσουν και να ρημάξουν ζωές. Παγιδευμένοι όλοι τους σε έναν τρόπο ζωής που αναπόφευκτα οδηγούσε στην τίση. Θυμήθηκε τους αρχαίους Έλληνες ποιητές που διδασκόταν στο γυμνάσιο. Έτσι δεν πήγαινε το σχήμα; Ύβρις-άτις-νέμεσις-τίσις.
Κάθε δράση έχει μια αντίδραση. Τέλος όμως η σκέψη. Ήταν ώρα για δράση. Έπρεπε να τελειώσει αυτό που είχε ξεκινήσει.
Οι δύο άνδρες απομακρύνθηκαν από την κουζίνα, σβήνοντας τα φώτα και διασχίζοντας τον διάδρομο προς το καθιστικό.
Πήρε μια βαθιά ανάσα. Ξεκινάμε. Πήδηξε μέσα στην σκοτεινή κουζίνα από το ανοιχτό παράθυρο.
Κινήθηκε στις μύτες των ποδιών του προς το καθιστικό που βρίσκονταν οι δύο στόχοι. Οι φασίστες δεν είχαν πάρει χαμπάρι τίποτα. Περίεργο. Τους είχε μελετήσει. Δύο βετεράνοι του Βιετνάμ. Η ζωή της κατανάλωσης τους είχε σκουριάσει. Είχαν χάσει την ακμή τους λογικά. Καλύτερα γι’ αυτόν. Για λίγο πριν επιτεθεί σκέφτηκε την εικόνα που έβλεπε μπροστά του. Δύο βετεράνοι, νυν νεοναζί που έβλεπαν αποβλακωμένοι τηλεόραση, πίνοντας μπύρες και κάνοντας αστεία για έναν νεκρό πιτσιρικά. Θύτες, θύματα… Δεν έχει σημασία πλέον… Γεννηθήκαμε σε αυτό τον κόσμο μόνο και μόνο για πεθάνουμε σαν τα ζώα, όταν έρθει η ώρα μας. Όρθιος πλέον μέσα στο καθιστικό, δεν έκανε καμία προσπάθεια να κρυφτεί. Γρήγορα ορμάει στον πρώτο, πριν προλάβει να αντιδράσει, του σπάει τον καρπό και του παίρνει το γυάλινο μπουκάλι μπύρας από το χέρι.
-Τι σκατά, ποιος εισ-…
Τη ροή του λόγου του πρώτου καραφλού διέκοψε η μυτερή άκρη του μπουκαλιού που βρέθηκε στο λαρύγγι του. Πνιγμένος από το ίδιο του το αίμα, έπεσε κάτω, ανήμπορος να κάνει οτιδήποτε.
Ο δεύτερος άνδρας, σαστισμένος, έμεινε να κοιτάζει το πτώμα του φίλου του.
-Τι γίνεται αρχηγέ, τώρα δεν είσαι τόσο σκληρός, ε;
-Π-π-π-ποιος….. γ-γ-γ-γιατί;...
-Δεν έχει σημασία ούτε ποιος, ούτε γιατί… Σε ένα λεπτό θα είσαι νεκρός…. Έχεις ένα όπλο στην τσέπη σου, έτσι;Τράβηξε το. Όπλισε το. Και μετά βάλτο στο κεφάλι σου. Στο τέλος τράβα την σκανδάλη.
Προφανώς δεν επρόκειτο να το κάνει. Ο Ρορσαρκ δεν ήταν ηλίθιος. Απλώς του άρεσε να παίζει με τα θύματα του. Ένιωθε μια αρρωστημένη ευχαρίστηση. Να εκμηδενίζει τους δήθεν «ισχυρούς», που θεωρούσαν τους εαυτούς τους κάτι παραπάνω από ανθρώπους. Ακόμη και αν ο άλλος τράβαγε το όπλο του, ο Ρορσαρκ ήταν σίγουρος πως θα προλάβαινε να τον σκοτώσει πριν καν πυροβολήσει. Χρόνια σκληρής εκπαίδευσης τον είχαν κάνει ίσως τον πιο θανάσιμο άνθρωπο στη μάχη σώμα με σώμα.
Ο άνδρας πράγματι έβγαλε το όπλο του από το παντελόνι και κινήθηκε απειλητικά προς τον Ρορσαρκ. Πριν όμως προλάβει να το οπλίσει, ο Ρορσαρκ εκτέλεσε ένα άλμα από την άκρη του καθιστικού και προσγειώθηκε με μια κλοτσιά πάνω στο κεφάλι του άνδρα. Ακούστηκε ένα δυνατό κρακ και ο άνδρας προσγειώθηκε απότομα στο πάτωμα του.
Έσπασε ο αυχένας του. Χαχ… Πιο εύκολο απ’ όσο περίμενα…
Κοίταξε το έργο του. Δύο νεκροί, νεοναζί δολοφόνοι. Αθώοι, ένοχοι, θύτες και θύματα. Τρία παιδιά του Αμερικάνικου Ονείρου. Δύο νεκροί και αυτός ζωντανός. Η επιβίωση του ισχυρού. Ή μήπως όλοι γεννηθήκαμε το ίδιο ανίσχυροι…
Τι σκατά απέγινε εν τέλει το αμερικάνικο όνειρο?
Α, ναι… τώρα θυμήθηκα… Πραγματοποιήθηκε.
Έσβησε τα φώτα
Έφυγε πάλι από το παράθυρο, όπως ακριβώς ήρθε.
Η νύχτα δεν είχε τελειώσει ακόμη. Σίγουρα υπάρχουν και άλλοι εγκληματίες που θέλουν τιμωρία… Ε?