Βιβλίο

Ο Ανατόλ Φρανς και το ερώτημα της (Γαλλικής) Επανάστασης

Ο Μίλαν Κούντερα γράφει: "αλλά τι δουλειά έχει το χιούμορ στο αιματοβαμμένο πεδίο μιας από τις χειρότερες τραγωδίες της Ιστορίας; Κι όμως, αυτό ακριβώς είναι μοναδικό, καινούριο, αξιοθαύμαστο: να μπορεί κανείς να αντιστέκεται στον σχεδόν υποχρεωτικό στόμφο ενός τόσο σημαντικού θεάματος. Γιατί μόνο η αίσθηση του χιούμορ έχει τη δυνατότητα να αποκαλύπτει την έλλειψη χιούμορ των άλλων."

Θα μπορούσε φυσικά να μιλάει για τον εαυτό του, καθώς λόγου χάρη το Αστείο του κάνει ακριβώς αυτό που σκιαγραφεί παραπάνω. Στην πραγματικότητα, όμως, αυτό το απόσπασμα της Συνάντησης αναφέρεται στον Ανατόλ Φρανς και μάλιστα στο μυθιστόρημα Οι θεοί διψούν.

Το εν λόγω βιβλίο περιγράφει την ιστορία ενός φτωχού και τίμιου αρχικά ζωγράφου, Ιακωβίνου, οπαδού του Ροβεσπιέρου και του Μαρά, που γίνεται μέλος του επαναστατικού δικαστηρίου και καταλήγει να ασκεί την Τρομοκρατία, καταδικάζοντας σε θάνατο -με παρωδίες δίκης- εκατοντάδες ανθρώπους. Στο τέλος, βρίσκει κι αυτός το ίδιο τέλος με το πρότυπό του, τον Ροβεσπιέρο.

φτάνει να σκεφτεί ότι δεν έχει καν σημασία αν οι κατηγορούμενοι είναι ένοχοι ή όχι, τη στιγμή που η δημοκρατία κινδυνεύει. Είναι φανερό ότι το πρώτο βήμα προς την αποκτήνωση έχει γίνει. Βρισκόμαστε στο ένατο κεφάλαιο του βιβλίου, όπου μας αποκαλύπτεται και το νόημα του τίτλου: οι θεοί της Επανάστασης διψούσαν για αίμα, όπως οι αιμοβόροι θεοί των Ίνκας.

Πρέπει πριν απ' όλα να πούμε ότι το μυθιστόρημα, ενώ είναι γεμάτο από τη Γαλλική Επανάσταση (πράγμα που φαίνεται από την ευθεία αναφορά σε γεγονότα, από τα ονόματα των μηνών, από την προσφώνηση "πολίτη" που χρησιμοποιούν όλοι για να απευθυνθούν σε όλους, από τις χαρτοπαικτικές τράπουλες που αλλάζουν για να μην έχουν βασιλιάδες και βασίλισσες πάνω τους), δεν μένει στα πολιτικά συμβάντα ή στην καταγγελία τους. Έχει κάτι παραπάνω που του χαρίζει την ομορφιά του, όπως συμβαίνει σε όλα τα λογοτεχνικά έργα που είναι άξια του ονόματός τους: όταν ο πολίτης Μπροτό παρομοιάζει τα φορέματα της μόδας που σκεπάζουν τα όμορφα γυναικεία σώματα με λουλούδια που ανθίζουν κάθε άνοιξη και μετά μαραζώνουν ή όταν μια ηλικιωμένη κυρία περιγράφει την ανάμνηση ενός πλοίου που έχασε το φορτίο του από μήλα μέσα στον Σηκουάνα κι έτσι το νερό έγινε κατακόκκινο, απολαμβάνουμε, απλούστατα, την ομορφιά της γλώσσας και των εικόνων.

Έχοντας πει αυτό, μπορούμε τώρα να δούμε στους ήρωες του βιβλίου χαρακτηριστικές φιγούρες της Γαλλικής Επανάστασης, ανθρωπολογικούς τύπους, αν θέλετε, της εποχής και μέσω αυτών να προσεγγίσουμε τη φιλοσοφική ουσία του έργου, δηλαδή τη στάση του Φρανς, ο οποίος, σημειωτέον, δεν είναι καθόλου αντιδραστικός, απέναντι στην Επανάσταση.

Κεντρικός ήρωας είναι ο Εβαρίστ Γκαμελέν, ζωγράφος, μαθητής του Νταβίντ. Αυτό που πρέπει οπωσδήποτε να τονιστεί είναι ότι είναι καλό παιδί και πιστεύει ειλικρινά στα ιδανικά της Επανάστασης. Δεν είναι τέρας εξαρχής. Υπάρχει μια πολύ ωραία σκηνή, στην οποία, αφού έχει δώσει το μισό κομμάτι ψωμί που είχε για να φάει σε έναν ζητιάνο, παριστάνει στη μητέρα του ότι είναι χορτάτος, γιατί αλλιώς ήξερε ότι αυτή θα του έδινε το δικό της. Δεν είναι λοιπόν κακός κι αυτό ακριβώς είναι το δράμα.

Είναι όμως πωρωμένος. Είναι κολλημένος. Θυμίζει κάπως κνίτη, καθώς όλα τα ανάγει σε ζητήματα της επανάστασης. Οι απόψεις του για την τέχνη είναι οι πολιτικά ορθές απόψεις που οφείλει να έχει ένας επαναστάτης, ενώ όταν οι άλλοι μιλάνε για γαστριμαργικά ζητήματα, αυτός επιμένει ότι ο δημοκράτης δεν ενδιαφέρεται για το φαγητό. Πρόκειται για χαρακτηριστικά του στενού πνεύματος. Σίγουρα έχετε συναντήσει κι εσείς τέτοιους ανθρώπους, που δεν αφήνουν ποτέ την πολιτική τους ταυτότητα κατά μέρος, που τους βάζεις μια ταινία, τους δείχνεις ένα ποίημα και αυτοί λένε μόνο: "σίγουρα ο σκηνοθέτης είναι αστός και γι' αυτό η ταινία αντικατοπτρίζει τα συμφέροντα της τάξης του" και ούτω καθεξής.

Ο Εβαρίστ είναι λοιπόν καλός αλλά πωρωμένος. Καθώς όμως διορίζεται ένορκος στο επαναστατικό δικαστήριο σκληραίνει όλο και πιο πολύ, υπάρχει μια κλιμάκωση. Ο διορισμός του αυτός είναι το γεγονός που ανοίγει την πόρτα της τραγωδίας. Μάλιστα, όπως συμβαίνει συχνά σε τέτοιες περιπτώσεις, η μητέρα του χαίρεται και καμαρώνει για τον διορισμό του γιου της, που τελικά τον οδήγησε στον χαμό. Πρόκειται για τραγική ειρωνεία.

Πριν αρχίζει να δικάζει ο ίδιος, πηγαίνει μια φορά να παρακολουθήσει μια δίκη στρατηγών που κατηγορούνταν ως προδότες, επειδή είχαν χάσει σε κάποια μάχη. Εκεί φτάνει να σκεφτεί ότι δεν έχει καν σημασία αν οι κατηγορούμενοι είναι ένοχοι ή όχι, τη στιγμή που η δημοκρατία κινδυνεύει. Είναι φανερό ότι το πρώτο βήμα προς την αποκτήνωση έχει γίνει. Βρισκόμαστε στο ένατο κεφάλαιο του βιβλίου, όπου μας αποκαλύπτεται και το νόημα του τίτλου: οι θεοί της Επανάστασης διψούσαν για αίμα, όπως οι αιμοβόροι θεοί των Ίνκας.

Παρόλ' αυτά, την πρώτη φορά που δικάζει, ο Εβαρίστ αθωώνει και νιώθει πολύ όμορφα γι' αυτό. Υπάρχει μια παλινδρόμηση, δεν υπάρχει γραμμική εξέλιξη· τέτοια είναι η μαεστρία του Φρανς. Τη δεύτερη όμως φορά καταδικάζει σε θάνατο, όπως και την τρίτη, και στη συνέχεια γίνεται όλο και πιο σκληρός, φτάνει μάλιστα να καταδικάσει λόγω ζήλειας αυτόν που νόμιζε ότι ήταν ο πρώην αγαπητικός της κοπέλας του. Θανατώνει επίσης τον άνδρα της αδερφής του και στην εποχή της πλήρους Τρομοκρατίας στέλνει ανθρώπους στην γκιλοτίνα τσουβαλιάζοντας άσχετους μεταξύ τους κατηγορούμενους ως ενόχους συνωμοσίας. Η προσωπική ηθική κατάπτωση συνδέεται με αυτή του καθεστώτος.

Κάπως έτσι προχωράει προς τον χαμό του ο Εβαρίστ. Ο δρόμος που έχει πάρει δεν έχει γυρισμό. Τελικά εκτελείται ως υποστηρικτής του Ροβεσπιέρου. Γίνεται εδώ το σχήμα κύκλου που ίσχυσε και για τον ίδιο τον Αδιάφθορο. Ο ζωγράφος μας βρίσκεται στις ίδιες αίθουσες δικαστηρίου, αυτή τη φορά ως κατηγορούμενος και, φυσικά, ως καταδικασμένος τελικά σε θάνατο.

Μάλιστα, καθώς οδηγείται με το κάρο προς τον τόπο της εκτέλεσής του, γίνεται φανερή η πλήρης τύφλωσή του. Πιστεύει ότι όλα αυτά τα έπαθαν οι Ιακωβίνοι και ο ίδιος όχι επειδή έκαναν τερατωδίες, αλλά επειδή δεν ήταν αρκετά σκληροί, επειδή από ευαισθησία άφησαν τους εχθρούς τους να επιβληθούν.

Ο Μπροτό είναι ένας επικούρειος. Όλη την ώρα διαβάζει τον Λουκρήτιο και σκέφτεται: αυτή είναι η απόλαυσή του. Νέος έζησε τρυφηλή ζωή, γνώρισε πολλές γυναίκες, έφαγε και ήπιε, και τώρα ενδιαφέρεται για την κατάκτηση της αταραξίας της ψυχής του. Θα λέγαμε, χρησιμοποιώντας το δικό του φιλοσοφικό λεξιλόγιο, ότι μικρός αναζητούσε τις εν κινήσει ηδονές, ενώ τώρα ψάχνει τις καταστηματικές.

Υπάρχουν κι άλλοι ήρωες στο μυθιστόρημα, που καθένας συμβολίζει και κάτι, αποτελεί ένα κομμάτι του ψηφιδωτού της ταραχώδους περιόδου που προσπαθεί να φιλοτεχνήσει ο συγγραφέας. Υπάρχει η μητέρα του Εβαρίστ, η φτωχή και αμόρφωτη νοικοκυρά που αγαπάει τα παιδιά της άνευ όρων και δεν τα πολυκαταλαβαίνει όλα αυτά τα μεγάλα πάθη της εποχής. Υπάρχει ο πολίτης Μπλεζ, ο απατεώνας έμπορος έργων τέχνης, που ξέρει να εκμεταλλεύεται κάθε κατάσταση για να βγάλει κέρδος και που μια μέρα δηλώνει στον Εβαρίστ ότι ο κόσμος βαρέθηκε την Επανάσταση! Υπάρχει ακόμη ο πατήρ Λογκμάρ, ένας καλός άνθρωπος, ένας ιερέας που έχει μείνει πίσω, προσηλωμένος στις δικές του αξίες, τις οποίες η Επανάσταση περιφρονεί: όταν τον καταδικάζουν σε θάνατο, αυτός βγαίνει έξω από τα ρούχα του όχι για τίποτα άλλο, παρά γιατί τον αποκάλεσαν Καπουτσίνο ενώ στην πραγματικότητα ανήκε σε άλλο μοναχικό τάγμα. Υπάρχει η Ελοντί, η κόρη του εμπόρου Μπλεζ, που γίνεται ερωμένη του Εβαρίστ και τον αγαπάει αληθινά, στην αρχή για τη φρονιμάδα του, στη συνέχεια για τη αγριότητά του και στο τέλος, όταν αυτός έχει καρατομηθεί, τα φτιάχνει με έναν άλλο ζωγράφο και του μιλά με τα ίδια ακριβώς λόγια που μιλούσε στον Ιακωβίνο μας, δείχνοντας πως για πολλούς η ζωή και ο έρωτας συνεχίζεται πέρα από τα μεγάλα πολιτικά γεγονότα.

Πιο αναλυτικά όμως θα ήθελα να αναφερθώ σε έναν ακόμη συγκεκριμένο ήρωα, γιατί μας ενδιαφέρει από φιλοσοφική άποψη. Πρόκειται για τον πολίτη Μπροτό, γείτονα του Εβαρίστ. Είναι ένας πρώην πλούσιος με χρυσή καρδιά. Βοηθάει τους αδύναμους (τον ιερέα που αναφέραμε πιο πάνω, όταν βρέθηκε χωρίς φαγητό στον δρόμο, μια μικρή πόρνη που την κυνηγούν οι επαναστάτες) χωρίς να τους κρίνει. Δεν καλοβλέπει την Επανάσταση, όχι γιατί εξαιτίας της έχασε τα χρήματά του και τώρα μένει σε μια τρύπα και βγάζει τα προς το ζην ζωγραφίζοντας φασουλήδες, αλλά επειδή δεν του αρέσει η βία. Πολύ απλά δεν έχει εμπιστοσύνη στους επαναστάτες.

Ο Μπροτό είναι ένας επικούρειος. Όλη την ώρα διαβάζει τον Λουκρήτιο και σκέφτεται: αυτή είναι η απόλαυσή του. Νέος έζησε τρυφηλή ζωή, γνώρισε πολλές γυναίκες, έφαγε και ήπιε, και τώρα ενδιαφέρεται για την κατάκτηση της αταραξίας της ψυχής του. Θα λέγαμε, χρησιμοποιώντας το δικό του φιλοσοφικό λεξιλόγιο, ότι μικρός αναζητούσε τις εν κινήσει ηδονές, ενώ τώρα ψάχνει τις καταστηματικές. Όταν καταδικάζεται σε θάνατο, αντιμετωπίζει με γενναιότητα το γεγονός, σκεπτόμενος την άποψη του Επίκουρου ότι, όπου είμαι εγώ, δεν είναι ο θάνατος και όπου είναι ο θάνατος, δεν είμαι εγώ.

Μέσω αυτού του προσώπου, ο Φρανς προβαίνει στον παραλληλισμό της πίστης στην Επανάσταση με τη θρησκευτική πίστη, ιδέα που εμφανίζεται πολλές φορές στο βιβλίο. Πρόκειται για μια πολύ ενδιαφέρουσα άποψη, που κατά η γνώμη μου μπορεί να ρίξει αρκετό φως σε φαινόμενα όπως η Τρομοκρατία, ο σταλινισμός και η Ιερά Εξέταση.

Όταν είσαι βέβαιος πως κατέχεις την απόλυτη αλήθεια, όπως συμβαίνει στην περίπτωση που θεωρείς ότι γνωριζεις τον λόγο του θεού, μπορείς να κάνεις τα πάντα στο όνομά της, τα πάντα για να επισπεύσεις την πραγμάτωσή της. Ο Καμί στον Εξεγερμένο Άνθρωπο (τον λανθασμένα μεταφρασμένο Επαναστατημένο Άνθρωπο) χρησιμοποιεί μια φράση του Πασκάλ που κολλάει γάντι στην περίπτωση που εξετάζουμε: αν υπάρχει απόλυτη αλήθεια, δεν έχουμε ανάγκη την ηθική. Δηλαδή η ηθική φυτρώνει ακριβώς πάνω στο πεδίο της αβεβαιότητας, στο πεδίο όπου και ο άλλος μπορεί να έχει δίκιο ή να είναι απλώς διαφορετικός. Αυτό και στην Τρομοκρατία και στον σταλινισμό και στην Ιερά Εξέταση πάει περίπατο, γιατί ξέρουμε εκ προοιμίου τι είναι σωστό και τι λάθος.

όσο πιο μεγάλο μέρος των ανθρώπων μια κοινωνίας επιθυμεί την βαθειά κοινωνική αλλαγή, δηλαδή όσο πιο συμμετοχική, όσο πιο δημοκρατική είναι μια επανάσταση, τόσο λιγότερη βία χρειάζεται, στο σημείο μάλιστα που η βία μπορεί σχεδόν να εκμηδενιστεί ή να παραμείνει μόνο ως αντιδραστική βία, δηλαδή ως βία των λίγων που δεν θέλουν να χάσουν τα προνόμιά τους. Η (επιθυμητή) επανάσταση δηλαδή δεν είναι ζήτημα βίας, αλλά δύναμης, δηλαδή από κοινού πολιτικής δράσης, απόφασης και συμμετοχής των πολιτών, όπως πολύ σωστά παρατηρούσε η Άρεντ

Είναι γνωστό πως ο Καστοριάδης εντάσσει τον μαρξισμό, όπως και τις θρησκείες, όπως και την πλατωνική θεωρία στην παράδοση της ετερονομίας: το τι πρέπει να γίνει, το πώς θα φτιάξουμε τις κοινωνίες μας μάς το υπαγορεύει κάτι έξω από εμάς, μια προϋπάρχουσα απόλυτη αλήθεια, ένα -στην κυριολεξία- θέσφατο. Με αυτήν την έννοια η πίστη στον Νόμο της Ιστορίας, στην Ιδέα του Αγαθού, στο αλάθητο του Ροβεσπιέρου, στα αιώνια φυσικά δικαιώματα της ισότητας και της ελευθερίας, που με έναν μαγικό τρόπο υπάρχουν πριν από τη σύσταση των κοινωνιών*, για να επιστρέψουμε στο μυθιστόρημά μας, είναι μια πίστη θρησκευτική, μια πίστη δηλαδή σε κάτι εξωκοινωνικό και εξωανθρώπινο, που είναι η πηγή της αλήθειας και των κανόνων. Δεν μπορεί άλλωστε να θεωρηθεί τυχαίο το ότι εμφανίζονται και αντίστοιχα φαινόμενα σε αυτές τις περιπτώσεις: για παράδειγμα η προσωπολατρία, υπήρξε κοινή στον χριστιανισμό, στη Γαλλική Επανάσταση και στη Σοβιετική Ρωσία.

Κλείνοντας, θέλω να επιστρέψω στο ζήτημα που έθεσα με τον τίτλο του κειμένου. Νομίζω πως αυτό που προβληματίζει τον Ανατόλ Φρανς, αλλά και το ερώτημα που θέτει σε εμάς (και ιδιαίτερα σε όσους επιθυμούν, όπως εγώ, τον ριζικό μετασχηματισμό της κοινωνίας) σήμερα η μελέτη της Γαλλικής Επανάστασης είναι το εξής: Μπορεί να γίνει Επανάσταση χωρίς Τρομοκρατία;

Το ζήτημα είναι σημαντικό και δύσκολο, δεν θα το εξαντλήσουμε εδώ- δεν θα μπορούσα, άλλωστε. Θα ήθελα όμως να δούμε ένα πολύ απλό παράδειγμα, για να συνειδητοποιήσουμε τις δυσκολίες της επαναστατικής πράξης υπό αυτό το πρίσμα. Γιατί η Τρομοκρατία, όσο επονείδιστη και κατακριτέα κι αν είναι, φύτρωσε όχι μόνο εξαιτίας της μεγαλομανίας και του πάθους για εξουσία πολλών ή της παρανοϊκής καχυποψίας του Ροβεσπιέρου, αλλά και λόγω των έκτακτων περιστάσεων που προέκυπταν στη διάρκεια του πολέμου, που χτυπούσε τη Γαλλία από παντού. Προσοχή: δεν θέλω σε καμία περίπτωση να υποστηρίξω ότι "είχαν λόγους που τα κάνανε", ότι το επέβαλαν οι "αντικειμενικές συνθήκες", όπως λένε πολλές φορές όσοι τρέφουν μια κάποια συμπάθεια για τον Στάλιν. Όποιες και να είναι συνθήκες, είμαστε υπεύθυνοι για τις πράξεις μας και δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η επίκληση των "αντικειμενικών συνθηκών" είναι ο καλύτερος τρόπος να ανοίξουμε την πόρτα στη γοητεία του αναδρομικού ντετερμινισμού, σύμφωνα με την υπέροχη έκφραση του Μπερξόν. Να πούμε δηλαδή "έτσι έγινε, άρα δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς". Δεν θέλω λοιπόν με τίποτα να βρω δικαιολογίες για τους Ιακωβίνους, θέλω όμως να τονίσω ότι τέτοιες ακραίες περιστάσεις, τέτοιες καταστάσεις έκτακτης ανάγκης έχουν πολύ καλές πιθανότητες να παρουσιαστούν σε κάθε επανάσταση και πρέπει να στοχαστούμε πώς θα σταθούμε απέναντί τους. Σε λιγότερο ταραγμένες εποχές, ο ζωγράφος μας, ο Γκαμελέν, θα μπορούσε ίσως να ζωγραφίζει για πάντα πίνακες με τον τρόπο του Νταβίντ.

Ο Κούντερα αναρωτιέται: "Σε πολιτικά γαλήνιες εποχές θα υπήρχε άραγε και πάλι μέσα του το τέρας; παντελώς αδιόρατο; ή ελάχιστα αντιληπτό; Εμείς που γνωρίσαμε τους τρομαχτικούς Γκαμελέν είμαστε άραγε ικανοί να διακρίνουμε το υπνώττον τέρας μέσα στους συμπαθητικούς Γκαμελέν που μας περιβάλλουν σήμερα;"

Έρχομαι τώρα στο παράδειγμα: στη Γαλλία την εποχή της Επανάστασης υπήρχε μεγάλη πείνα και πολλοί έβρισκαν την ευκαιρία να κρύβουν τα παραπανίσια τρόφιμα που κατείχαν, για να τα πουλούν μετά στη μαύρη αγορά σε τεράστιες τιμές. Από τη μία λοιπόν, είναι δύσκολο να μην επικροτήσει κάποιος τη θανατική ποινή που θεσπίστηκε για τους μαυραγορίτες. Όταν η χώρα σου είναι σε τόσο κρίσιμη περίοδο, οι άνθρωποι υποφέρουν κι εσύ προσπαθείς να βγάλεις κέρδος από τον πόνο τους, πρέπει να τιμωρηθείς παραδειγματικά. Από την άλλη όμως, όποιος ανήθικος δεν συμπαθούσε τον γείτονά του, τον κατήγγειλε ως μαυραγορίτη και πολλοί είναι αυτοί που έχασαν τη ζωή τους έτσι, χωρίς λόγο, όπως και ο δήθεν πρώην της Ελοντί στο μυθιστόρημα του Φρανς. Γιατί, φυσικά, σε μια περίοδο έκτακτης ανάγκης, τα δικαστήρια δεν μπορούν να τηρήσουν όλους τους προβλεπόμενους τύπους, επομένως πολλοί άνθρωποι, που θα μπορούσαν υπό κανονικές συνθήκες να αποδείξουν την αθωότητά τους, εκτελέστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες.

Νομίζω πως είναι δικαιολογημένο να θέτω το ερώτημα σχετικά με τον εξαλείψιμο ή μη ρόλο της Τρομοκρατίας στην Επανάσταση με αφορμή τον Άνατολ Φρανς, γιατί και σε ένα άλλο του βιβλίο, την Ανταρσία των Αγγέλων, το επεξεργάζεται.

Το μυθιστόρημα αυτό είναι ένα μικρό αριστούργημα με πολύ χιούμορ: οι πεπτωκότες άγγελοι, με αρχηγό τον Εωσφόρο, έχουν βρεθεί στη γη και ετοιμάζουν την αναρχική επανάστασή τους κατά της τυραννίας του θεού. Βλέπουμε σκηνές από συνελεύσεις των επαναστατών αγγέλων που μας θυμίζουν σκηνές από την κινηματική καθημερινότητα: υπάρχουν οι άγγελοι φιλόσοφοι, που αρχίζουν να θεωρητικολογούν ώσπου κανείς δεν τους προσέχει, υπάρχουν οι άγγελοι της πράξης, που δίνουν την έμφαση στα όπλα και ούτω καθεξής.

Την προηγούμενη όμως μέρα της προγραμματισμένης επίθεσης στον ουρανό, ο αρχηγός των επαναστατών, ο Εωσφόρος, κοιμάται και βλέπει ένα όνειρο που τον κάνει τελικά να ακυρώσει την επανάσταση! Βλέπει στον ύπνο του ότι η επανάσταση πέτυχε! Και βλέπει πως τότε, σιγά σιγά, από εκεί που ήταν υπέρμαχος της ισότητας αρχίζει να κολακεύεται με τις τιμές, από εκεί που ήταν υπέρμαχος της ελευθερίας της γνώσης αρχίζει να απογορεύει τα βιβλία, καθώς δεν θέλει οι υπήκοοί του να σκέφτονται, γιατί μπορεί να τους μπει η ιδέα να τον ανατρέψουν, από εκεί που ήταν κατά της βίας αρχίζει να εκτελεί τους εχθρούς του καθεστώτος του...

Ξυπνώντας ο Σατανάς έντρομος από την πιθανή κατάληξη της νίκης των επαναστατικών στρατευμάτων, αποφασίζει να μην επιτεθούν. Λέει χαρακτηριστικά: "Ο πόλεμος γεννάει τον πόλεμο και η νίκη την ήττα. Ο νικημένος Θεός θα γίνει Σατανάς και ο νικητής Σατανάς, Θεός. Είθε να μη μου λάχει μια τόσο συφοριασμένη μοίρα." Και πιο κάτω "…δεν είχαμε καταλάβει πως η νίκη είναι κάτι το πνευματικό και πως πρέπει να πολεμήσουμε και να αφανίσουμε τον Θεό μέσα μας και μονάχα μέσα μας."

Βλέπουμε λοιπόν κι εδώ την ανησυχία του Φρανς, ο οποίος, το σημειώνω για μία ακόμη φορά, δεν είναι συντηρητικός, αλλά σοσιαλιστής, μήπως το φως φέρει μια νέα τυραννία. Και τον βλέπουμε ενδεχομένως να καταλήγει σε μια αναρχική κάπως απραξία, αφού ό,τι θεσμοποιείται ή προσπαθεί να θεσμοποιηθεί καταλήγει να είναι καταπιεστικό. (Θα μπορούσαν, βέβαια, να δοθούν κι άλλες ερμηνείες στα τελευταία λόγια του Εωσφόρου, ώστε να μην εκληφθούν ως σημάδι παραίτησης και αναχωρητισμού από τα κοινά.)

Τι μπορούμε λοιπόν να πούμε σε σχέση με αυτό το ερώτημα, έστω σύντομα, εν είδει επιλόγου; Μήπως όλα αυτά σημαίνουν ότι πρέπει να παραιτηθούμε από κάθε ιδέα ριζικής αλλαγής της κοινωνίας, να περιχαρακωθούμε σε έναν κοινοβουλευτισμό, να πούμε "και μη χειρότερα";

Η απάντησή μου είναι, συνοπτικά, ότι όσο πιο μεγάλο μέρος των ανθρώπων μια κοινωνίας επιθυμεί την βαθειά κοινωνική αλλαγή, δηλαδή όσο πιο συμμετοχική, όσο πιο δημοκρατική είναι μια επανάσταση, τόσο λιγότερη βία χρειάζεται, στο σημείο μάλιστα που η βία μπορεί σχεδόν να εκμηδενιστεί ή να παραμείνει μόνο ως αντιδραστική βία, δηλαδή ως βία των λίγων που δεν θέλουν να χάσουν τα προνόμιά τους. Η (επιθυμητή) επανάσταση δηλαδή δεν είναι ζήτημα βίας, αλλά δύναμης, δηλαδή από κοινού πολιτικής δράσης, απόφασης και συμμετοχής των πολιτών, όπως πολύ σωστά παρατηρούσε η Άρεντ, που τόνιζε επίσης ότι η δύναμη και η βία είναι πράγματα εκ διαμέτρου αντίθετα. Αυτό σημαίνει, για να το εξηγήσουμε χοντροκομμένα, παίρνοντας προς διευκόλυνσή μας μια ακραία περίπτωση, πως αν κανείς δεν θέλει να υπάρχει ο βασιλιάς, τότε δεν θα υπάρχει βασιλιάς.

Θα τελειώσω με μια μικρή ιστορική λεπτομέρεια από το Οι θεοί διψούν, για να ελαφρύνω το κλίμα. Μετά την πτώση των Ιακωβίνων, μας λέει ο Φρανς, οι γυναίκες κουρεύονταν à la victim. Ήταν μια μόδα ειρωνική, καθώς κουρεύονταν κοντά, ιδιώς στο πίσω μέρος του κεφαλιού, πράγμα που θύμιζε την προετοιμασία του αυχένα όσων ετοιμάζονταν να παραδοθούν στην γκιλοτίνα. Η μόδα, όπως και η ζωή, προχωρούσε λοιπόν με έναν κάπως κουντεριανό τρόπο και μετά την Επανάσταση. Σαν εμάς σήμερα, που, όπως έχω ξανασημειώσει, πηγαίνουμε για καφέ στο Στάλιν στο Χαλάνδρι.

 

*με αυτό δεν θέλω φυσικά να πω ότι η ισότητα και η ελευθερία είναι κακά πράγματα. Το λάθος όμως που έκαναν πολλοί φιλόσοφοι του Διαφωτισμού και που το κληροδότησαν στους γάλλους επαναστάτες είναι πως θεώρησαν ότι αυτά τα δικαιώματα υπάρχουν πριν από τη σύσταση της κοινωνίας, ανάγοντάς τα σε κανονιστικές αρχές. Ενώ στην πραγματικότητα η ελευθερία και η ισότητα υπάρχουν, όπου υπάρχουν, επειδή οι άνθρωποι τις θέλησαν, πάλεψαν γι' αυτές και τις καθιέρωσαν, μέσα φυσικά σε μια κοινωνία.

Για τη συγγραφή του κειμένου χρησιμοποιήθηκαν τα βιβλία του Ανατόλ Φρανς Οι θεοί διψούν (μτφρ Τάκης Μπάρλας, εκδ Γκοβόστη) και Ανταρσία των Αγγέλων (μτφρ Λοϊσκα Αβαγιάνου, εκδ Αστάρτη) και το βιβλίο του Μίλαν Κούντερα Συνάντηση (μτφρ Γιάννης Η. Χάρης, εκδ Εστία)

Σχετικά με τον αρθρογράφο

Γιάννης Κτενάς