Είναι γνωστό ότι ο Καστοριάδης έδινε στο πρόταγμα της αυτονομίας δύο διαστάσεις (τις οποίες πάντως θεωρούσε αδιαχώριστες και, για να το πούμε έτσι, προϋπόθεση την καθεμία της άλλης): την κοινωνική αυτονομία ή αυτονομία της κοινότητας και την ατομική αυτονομία ή αυτονομία του ατόμου. Με την πρώτη έχουμε ασχοληθεί πολλές φορές στο kaboom (πιο πρόσφατα εδώ). Στο παρόν κείμενο θα ασχοληθούμε με μια ιδιαίτερη πτυχή της έννοιας της ατομικής αυτονομίας, την οποία ο φιλόσοφος συσχετίζει με την ψυχανάλυση. Για να το πούμε πολύ συνοπτικά, στην καστοριαδική αντίληψη η ψυχανάλυση στοχεύει στην ανάδυση ενός αναστοχαστικού υποκειμένου, μιας προσωπικότητας που βασίζεται στη διαβούλευση πάνω στις πράξεις, τις επιθυμίες και τη συμπεριφορά της. Ο αναλυόμενος, μέσα από την ψυχαναλυτική θεραπεία, επεξεργαζόμενος τα μορφώματα του ασυνειδήτου του, φτάνει στο σημείο να αναγνωρίσει τις επιθυμίες του, να πάρει απόσταση από αυτές και, αντί να άγεται και να φέρεται από πάθη και φαντάσματα που δεν ορίζει, να αποφασίσει ο ίδιος ως υποκείμενο για το αν κινηθεί προς την πραγμάτωση αυτών των επιθυμιών και για το πώς θα το πράξει αυτό. Έτσι, γίνεται αυτόνομος, καθώς ορίζει ο ίδιος τον κανόνα, τον νόμο της προσωπικής συμπεριφοράς του.
Κατά τι το ασυνείδητο, με το οποίο ασχολείται η ψυχανάλυση, συνιστά τον έτερο της ατομικής ετερονομίας;
Φυσικά, το ασυνείδητο δεν δαμάζεται εξ ολοκλήρου ποτέ κι ούτε θα μπορούσε κάτι τέτοιο να α ποτελεί στόχο της ψυχανάλυσης ή του ίδιου του Καστοριάδη, ο οποίος τοποθετεί ακριβώς την αχαλίνωτη φαντασία του ανθρώπου στο κέντρο της φιλοσοφίας του - ας μην ξεχνάμε ότι σε όλο του το έργο θεματοποιεί τη ριζική φαντασία ως γενεσιουργό δύναμη των θεσμών. Γι' αυτόν τον λόγο μάλιστα, ο φιλόσοφος προβαίνει και στη συμπλήρωση μιας διάσημης φροϊδικής φράσης που ορίζει τον σκοπό της ανάλυσης. Σύμφωνα με τον Καστοριάδη, στο φροϊδικό "Όπου ήταν Αυτό, πρέπει Εγώ να γίνω" πρέπει να προσθέσουμε: "και όπου Εγώ είμαι, Αυτό πρέπει να αναδυθεί". Πράγμα που σημαίνει ότι η ατομική αυτονομία και η ψυχανάλυση αξιώνουν όχι την κατάπνιξη, αλλά την ανάδειξη και την ανάδυση του ασυνειδήτου και της φαντασίας. Πράγματι, μεγάλο κομμάτι της θεραπείας συνίσταται ακριβώς στη διαδικασία έκφρασης των φαντασιώσεων του αναλυόμενου, εκδίπλωσης της ριζικής του φαντασίας, συνειδητοποίησης των καταπιεσμένων επιθυμιών και ενορμήσεων. Πρέπει δηλαδή το άτομο να θέλει το ασυνείδητό του, να το αναγνωρίζει ως κομμάτι του εαυτού του, να το λαμβάνει υπ' όψιν.
Συνελόντι ειπείν, σύμφωνα με την καστοριαδική θεώρηση της ψυχανάλυσης, ο άνθρωπος δεν είναι μόνο καθαρή συνείδηση ή σκέψη, αλλά και φαντασία και πόθοι. Δεν πρέπει οι πόθοι και οι φαντασιώσεις να άγουν και να φέρουν το υποκείμενο, ούτε όμως η σκέψη να καταπιέζει σε υπερβολικό βαθμό τη φαντασία και να μην αφήνει να εκδηλωθούν οι πόθοι. Η ατομική αυτονομία συνίσταται όχι στο ξερίζωμα του ασυνειδήτου ή στην πλήρη κατάληψή του από τη συνείδηση -πράγματα ούτως ή άλλως ανέφικτα-, αλλά στην εγκαθίδρυση μιας νέας, αναστοχαστικής σχέσης μεταξύ του συνειδητού και του ασυνειδήτου ή, για να το πούμε με την καστοριαδική γλώσσα, μεταξύ της διαύγειας και της ριζικής φαντασίας.
Γιατί όμως ονομάζουμε το υποκείμενο που πετυχαίνει αυτή τη σχέση αυτόνομο και όχι απλώς σκεπτόμενο ή, λόγου χάρη, απελευθερωμένο; Δεδομένου ότι το δίπολο αυτονομία-ετερονομία είναι κομβικό στη σκέψη του Καστοριάδη πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα προσεχτικοί στη χρήση αυτών των όρων. Αν λοιπόν η ψυχανάλυση στοχεύει στην αυτονομία του υποκειμένου, ποιος είναι ο άλλος εναντίον του οποίου μάχεται; Κατά τι το ασυνείδητο, με το οποίο ασχολείται η ψυχανάλυση, συνιστά τον έτερο της ατομικής ετερονομίας;
Σε αυτό το σημείο ο Καστοριάδης πατάει σε έναν βαθμό πάνω σε μια φράση του Ζακ Λακάν, σύμφωνα με την οποία «το ασυνείδητο είναι ο λόγος (discours) του άλλου». Δίνει σε αυτή τη φράση την εξής ερμηνεία: το ασυνείδητο είναι «σ’ έναν αποφασιστικό βαθμό, το ίζημα των βλέψεων, των πόθων, των επενδύσεων, των απαιτήσεων, των προσδοκιών- των σημασιών που είχαν ως αντικείμενο τους το άτομο ήδη από τη γέννησή του, αλλά και πριν , γι’ αυτούς που το γέννησαν και το ανέθρεψαν».
Το άτομο έρχεται να ενταχθεί σε μια κοινωνία και σε ένα συμβολικό σύστημα που φέρει όλες τις σημασίες αυτής της κοινωνίας, όλες τις αξίες, τις επιταγές και τις απαγορεύσεις που ισχύουν σε αυτήν, όλα τα «πρέπει» και τα «μη» της. Αυτή η είσοδος του νεογέννητου παιδιού στην κοινωνία συνεπάγεται έναν πάντα βίαιο εκκοινωνισμό της ψυχής του, μια υποβολή σε μετουσιώσεις, απωθήσεις, μεταθέσεις στόχων, μια σειρά, δηλαδή, κοινωνικά επιβαλλόμενων ψυχικών διεργασιών που θα οδηγήσουν κάποιες επιθυμίες, βλέψεις και σκέψεις στο ασυνείδητο, αφήνοντας άλλες -τις κοινωνικά ανεκτές- να εκδηλωθούν.
Υπό αυτή την έννοια, λίγη σημασία έχει αν ο άλλος που εκφέρει τον λόγο είναι ο γονιός, ο δάσκαλος, ο ιερέας: αυτά τα άτομα είναι πάντα ήδη εκκοινωνισμένα, βουτηγμένα μέσα στις σημασίες και τα νοήματα της εκάστοτε κοινωνίας και, ακόμη ριζικότερα, μιλούν και ακούγονται από τη θέση που τους έχει ορίσει αυτή η κοινωνία. Έτσι, στο βάθος, «ο λόγος του άλλου» που διαμορφώνει το ασυνείδητο είναι πάντα ένας λόγος στην ουσία του κοινωνικοϊστορικός, είναι ο λόγος ολόκληρης της κοινωνίας.
Για τον Καστοριάδη, όμως, δεν αρκεί από μόνος του αυτός ο κοινωνικός λόγος για να εγκαθιδρυθεί το ασυνείδητο που, στο βαθμό που παραμένει εκτός ψυχανάλυσης και ταλαιπωρεί το άτομο, είναι ο βασικός παράγοντας της ατομικής ετερονομίας. Το ουσιώδες είναι ότι ο λόγος του Άλλου, κατά την εσωτερίκευσή του, υπόκειται σε μια ιδιαίτερη πρόσληψη από το υποκείμενο, σε μια φαντασιακή μεταμόρφωση που τον καθιστά, τόπον τινά, θέσφατο. Το υποκείμενο, δηλαδή, εκλαμβάνει αυτόν τον λόγο ως κάτι που δεν είναι, ως την απόλυτη πηγή της αλήθειας και των νοημάτων και αφήνεται, έτσι, στην εξουσία του. Γράφει ο φιλόσοφος : «Το ουσιώδες της ετερονομίας στο ατομικό επίπεδο είναι η κυριαρχία ενός αυτονομημένου φαντασιακού που ιδιοποιήθηκε τη λειτουργία να καθορίζει για λογαριασμό του υποκειμένου και την πραγματικότητα και τον πόθο του».
Έτσι, λοιπόν, προκύπτει η ατομική ετερονομία: οι επιταγές των άλλων γίνονται μέσα από μια φαντασιακή μεταμφίεση στο ασυνείδητό μου απόλυτοι κανόνες που μου υπαγορεύουν τη συμπεριφορά μου. Υπό αυτή τη σκοπιά, αυτονομία είναι η αντικατάσταση του λόγου του Άλλου από έναν λόγο δικό μου .
Χρήσιμο εν προκειμένω θα ήταν, κατά τη γνώμη μου, να εξετάσουμε τα πράγματα και μέσα από το πρίσμα μιας άλλης ψυχαναλυτικής έννοιας, που προέρχεται από τη δεύτερη τοπική του Φρόιντ. Όχι δηλαδή από το σχήμα συνειδητό-προσυνειδητό-ασυνείδητο, αλλά από το Εγώ-Αυτό- Υπερεγώ. Ο Φρόιντ, λοιπόν, ισχυρίζεται πως το Υπερεγώ, η ηθική αρχή που υπάρχει μέσα στο υποκείμενο, δημιουργείται από την ενδοβολή, την ενσωμάτωση, της γονεϊκής βαθμίδας. Η ηθική που μου υπαγορεύει πώς να δράσω είναι η εσωτερίκευση των απαγορεύσεων και των προσταγών των γονιών μου, δηλαδή, όπως ήδη σημειώσαμε, μέσα από μια σειρά προφανών αναγωγών, των απαγορεύσεων και των προσταγών της κοινωνίας. Ο Φρόιντ εδώ χτυπάει στα ίσια στον Καντ: ισχυρίζεται ότι η περίφημη κατηγορική προσταγή έλκει την καταγωγή της από τα «πρέπει» και τα «μη» που ακούσαμε πάνω από την κούνια μας, πράγμα φυσικά που κλονίζει τον χαρακτήρα της ως καθολικού νόμου, αφού αναδεικνύει την ανθρώπινη -δηλαδή κοινωνική- και όχι λογική προέλευσή της.
Αυτές οι συμβουλές, οι τιμωρίες και οι απειλές των γονιών υφίστανται, για να το πούμε με τη γλώσσα του Καστοριάδη, μια φαντασιακή επεξεργασία από το παιδί και μετατρέπονται έτσι σε απαράβατες, «θεϊκές» ή «φυσικές» εντολές. Το στοιχείο της ετερονομίας είναι εν προκειμένω σαφές: προσδιορίζομαι από ένα ηθικό χαλινάρι που δεν το διάλεξα ούτε το έκρινα, αλλά το παρέλαβα έτοιμο. Για να βγούμε από αυτήν την παιδική κατάσταση θα πρέπει, συχνά μέσα από τη διαδικασία της ψυχανάλυσης, να αμφισβητήσουμε αυτό που έχει εσωτερικευθεί με τρόπο ώστε να θεωρείται αδιαμφισβήτητο. Για να γίνουμε αυτόνομοι πρέπει να αναστοχαστούμε πάνω σε αυτές τις αρχές, πράγμα που δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι θα απορρίψουμε το περιεχόμενό τους, αλλά ότι θα τις απορρίψουμε ως αρχές του Άλλου, αντικαθιστώντας τις με δικούς μας ρυθμιστικούς νόμους της συμπεριφοράς. Ακόμη κι αν δεχθούμε το περιεχόμενο ενός ήδη δοσμένου νόμου, θα το κάνουμε επειδή το επιλέγουμε και όχι επειδή μας επιβλήθηκε. Θα τον επωμιστούμε, δηλαδή, συνειδητά σαν δικό μας.
Ας φωτίσουμε αυτό το τελευταίο σημείο με δύο παραδείγματα. Η ομοφυλόφιλη ροπή της ανθρώπινης ψυχής συχνά απορρίπτεται ως καταδικαστέα από τις κοινωνίες, με αποτέλεσμα ο εκκοινωνισμός της ψυχής των ατόμων στις συγκεκριμένες κοινωνίες να είναι εξαιρετικά καταπιεστικός για κάποιους ανθρώπους. Στην προκειμένη περίπτωση ένα αυτόνομο υποκείμενο που αναδύεται μέσα από την ψυχανάλυση και φέρνει στο φως μια ομόφυλη επιθυμία, μπορεί να διαλέξει να την πραγματώσει. Αμφισβητεί έτσι και την εσωτερικευμένη κοινωνική νόρμα και το περιεχόμενό της και δίνει το ίδιο έναν νέο νόμο στον εαυτό του, ακολουθώντας την επιθυμία του.
Από την άλλη, ένας ψυχαναλυόμενος που ανακαλύπτει μέσα από την ανάδυση παιδικών αναμνήσεων την τάση του να βασανίζει ζώα, μπορεί να επικυρώσει τις παλιές συμβουλές των γονιών του που του έλεγαν να μην πειράζει τα άλλα πλάσματα, επειδή αντιλαμβάνεται πια ο ίδιος ότι αυτό είναι κάτι ανήθικο και αποφασίζει να αυτοπεριοριστεί, ματαιώνοντας πλέον συνειδητά και ελεύθερα τη σαδιστική του παρόρμηση. Και στην προκειμένη περίπτωση μπορούμε να κάνουμε λόγο για αυτονομία, παρόλο που δέχεται το περιεχόμενο του ήδη δοσμένου κανόνα. Γιατί πλέον υπακούει σε αυτόν επειδή το θέλει, ύστερα από δική του κρίση και διαβούλευση.
Ενώ ο Καστοριάδης χρησιμοποιεί τη φράση του Λακάν "το ασυνείδητο είναι ο λόγος του άλλου" κι ενώ δέχεται ότι ακόμη και ο πιο αυτόνομος λόγος χτίζεται με τα υλικά του λόγου του άλλου και τον περιέχει σε σημαντικό βαθμό, αρνείται να θεωρήσει την ίδια την είσοδο τη γλώσσα αλλοτρίωση του υποκειμένου
Πάντως, λέγοντας ότι η ατομική αυτονομία συνίσταται στο να αντικαταστήσει ο λόγος του υποκειμένου τον λόγο του άλλου, πρέπει επίσης να σημειώσουμε ότι ποτέ δεν γίνεται ο αυτόνομος λόγος του υποκειμένου να είναι εντελώς δικός του. Πρώτον, επειδή κανείς έχει τη δυνατότητα, ήδη λόγω χρονικών περιορισμών, να στοχαστεί πάνω στα πάντα, πάνω σε όλα τα στοιχεία που συνιστούν τον εαυτό του και την κοινωνική πραγματικότητα μέσα στην οποία ζει. Δεύτερον, επειδή, σε όσο μεγάλο πλάτος και αν απλωθεί η αναστοχαστική μας δραστηριότητα, πάντοτε παραμένουμε σε έναν τεράστιο βαθμό όντα εκκοινωνισμένα, πλάσματα θεσμισμένα από την εκάστοτε κοινωνία. Ακόμη και όταν επαναστατούμε απέναντι στις ηθικές αρχές που επιβάλλει η εκάστοτε κοινωνία στους πόθους και τις ενορμήσεις μας, επαναστατούμε απέναντι σε αυτές τις συγκεκριμένες αρχές και όχι σε κάποιες άλλες, πράγμα που σημαίνει ότι πρέπει σε έναν σημαντικό βαθμό να τις λάβουμε υπ' όψιν μας. Ακόμη κι όταν γράφουμε το πιο πρωτοποριακό και μοντέρνο ποίημα, χρησιμοποιούμε τη γλώσσα που μας δόθηκε και όχι μια άλλη, έστω και αν την τροποποιούμε σε μεγάλο βαθμό. Πάντα δηλαδή έχουμε μέσα μας τον άλλο και κομμάτια από τον λόγο του, αφού χωρίς αυτόν τον κοινωνικό άλλο δεν υπάρχουμε καν ή, εν πάση περιπτώσει, δεν υπάρχουμε ως υποκείμενα και ούτε καν ως αυτό που εννοούμε όταν λέμε άνθρωπος είτε στην καθημερινή είτε στη φιλοσοφική γλώσσα- γιατί αυτός ο άνθρωπος στον οποίο αναφερόμαστε πρώτα πρώτα μιλάει, επομένως πρόκειται για άνθρωπο ήδη εκκοινωνισμένο.
Με βάση αυτές τις τελευταίες παρατηρήσεις, έχουμε την ευκαιρία να υπογραμμίσουμε παρεμπιπτόντως μία διαφορά του Καστοριάδη από τον Λακάν, στο ψυχαναλυτικό πεδίο, αλλά και μία διαφορά του με κάποιους αναρχικούς στοχαστές, στο πολιτικό. Ενώ, όπως αναφέραμε, ο Καστοριάδης χρησιμοποιεί τη φράση του Λακάν "το ασυνείδητο είναι ο λόγος του άλλου" για να προχωρήσει στην ανάλυσή του σχετικά με την ατομική ετερονομία, κι ενώ δέχεται ότι ακόμη και ο πιο αυτόνομος λόγος χτίζεται με τα υλικά του λόγου του άλλου και τον περιέχει σε σημαντικό βαθμό, αρνείται να θεωρήσει την ίδια την είσοδο τη γλώσσα αλλοτρίωση του υποκειμένου, ξένωση, όπως τη θεωρεί ο Λακάν. Κι αυτό επειδή χωρίς τη γλώσσα, χωρίς τον άλλο, χωρίς τους άλλους που έχουν θεσμίσει αυτή τη γλώσσα δεν είμαι καν υποκείμενο. Δεν είναι, επομένως, λογικό να ονομάζω αλλοτρίωση την "κανονική" κατάσταση και μάλιστα τη στιγμή της γέννησης του υποκειμένου. Αντίστοιχη είναι η ένσταση του Καστοριάδη απέναντι σε όσους θεωρούν την ίδια την κοινωνική κατάσταση ως αλλοτριωτική. Το γεγονός ότι οι θεσμοί εξ ορισμού ασκούν μια κάποια πίεση στην ατομική ψυχή, το ότι μέσα στην κοινωνία αναγκάζομαι να περιορίσω τις ενορμήσεις μου και να τις στρέψω προς κοινωνικά αποδεκτούς στόχους, δεν σημαίνει ότι μέσα στην κοινωνία δεν μπορώ να είμαι ελεύθερος, γιατί το "έξω από την κοινωνία" δεν υπάρχει καν ως κατάσταση. Δεν στέκει να ονομάζουμε κάτι ανελεύθερο συγκρίνοντάς το με κάτι άλλο που δεν υπάρχει καν.
Λίγη σημασία έχει αν ο άλλος που εκφέρει τον λόγο είναι ο γονιός, ο δάσκαλος, ο ιερέας: αυτά τα άτομα είναι πάντα ήδη εκκοινωνισμένα, βουτηγμένα μέσα στις σημασίες και τα νοήματα της εκάστοτε κοινωνίας και, ακόμη ριζικότερα, μιλούν και ακούγονται από τη θέση που τους έχει ορίσει αυτή η κοινωνία. Έτσι, στο βάθος, «ο λόγος του άλλου» που διαμορφώνει το ασυνείδητο είναι πάντα ένας λόγος στην ουσία του κοινωνικοϊστορικός, είναι ο λόγος ολόκληρης της κοινωνίας
Δεν μπορώ, επομένως, να ονομάσω αλλοτριωτική τη γλώσσα και την κοινωνία καθαυτήν, αυτά τα συστατικά και μάλιστα συγκροτητικά στοιχεία του ανθρώπινου υποκειμένου, όπως δεν μπορώ να ονομάσω αλλοτριωτικό το γεγονός ότι ο άνθρωπος έχει μια υλική υπόσταση, ένα σώμα. Αυτός ο οποίος υποτίθεται ότι αλλοτριώνεται κατά την είσοδο στη γλώσσα δεν υπάρχει ως υποκείμενο για αλλοτριωθεί. Αντίστοιχα, αυτός ο οποίος υποτίθεται ότι αλλοτριώνεται κατά την είσοδο στους κοινωνικούς θεσμούς κυριολεκτικά δεν υπάρχει καν, αφού πάντα γεννιόμαστε μέσα σε μια κοινωνία - εκτός αν θέλουμε να δομήσουμε μια φιλοσοφία θεωρώντας ως άνθρωπο όχι το εκκοινωνισμένο ον, αλλά το μωρό που αφέθηκε από τους γονείς του σε ένα δάσος, μεγάλωσε με τους λύκους και φυσικά δεν μιλάει ούτε υπόκειται σε θεσμούς.
Όπως το θέτει ο Καστοριάδης: "όπως δεν μπορώ να ονομάσω ξένωση τη σχέση μου με τη γλώσσα ως τέτοια - μέσα στην οποία μπορώ ταυτόχρονα να πω τα πάντα και όχι οτιδήποτε, μπροστά στην οποία είμαι ταυτόχρονα καθορισμένος και ελεύθερος, σε σχέση με την οποία μια έκπτωση είναι πιθανή, αλλά όχι αναπόφευκτη- έτσι δεν έχει νόημα να ονομάσω ξένωση τη σχέση της κοινωνίας με τον θεσμό σαν τέτοιο. Η ξένωση εμφανίζεται μέσα σ' αυτή τη σχέση, αλλά δεν είναι αυτή η σχέση- όπως το σφάλμα ή το παραλήρημα δεν είναι δυνατά παρά μέσα στη γλώσσα, αλλά δεν είναι η γλώσσα." Το γεγονός, δηλαδή, ότι οι κοινωνικοί θεσμοί σε αναρίθμητες ιστορικές περιπτώσεις, όπως άλλωστε και στη δικιά μας κοινωνία, υπήρξαν υπερβολικά καταπιεστικοί και ετερόνομοι, πράγμα που τους κατέστησε ξενωτικούς, είναι μια σωστή παρατήρηση, που όμως εγγράφεται σε μια άλλη συζήτηση. Η αλλοτρίωση της κοινωνίας δεν είναι αναπόφευκτη. Και ακριβώς επειδή η αλλοτρίωση μέσα στην κοινωνία δεν είναι νομοτελειακή έχουν νόημα οι κοινωνικοί αγώνες, ακριβώς επειδή η αλλοτρίωση μέσα στη γλώσσα μπορεί να αποφευχθεί έχει νόημα η ψυχανάλυση.
Έτσι λοιπόν, κλείνοντας, επιστρέφουμε στην πρώτη πρόταση αυτού του κειμένου ως εξής: η θεώρηση του υποκειμένου από τον Καστοριάδη, που βλέπει τον άλλο ως συστατικό στοιχείο του υποκειμένου, μας οδηγεί αβίαστα στη διαπίστωση της άρρηκτης σχέσης της ατομικής και της κοινωνικής αυτονομίας. Γιατί, από τη στιγμή που ο αυτόνομος άνθρωπος δεν είναι μια στεγανή μονάδα, αποκομμένο νησί, μονήρης πλανήτης, αλλά ήδη από τη συγκρότησή του περιέχει μέσα του τον άλλο, που φυσικά, ούτε αυτός είναι νησί ή πλανήτης, αλλά πάντα εκκοινωνισμένος άλλος, το πρόβλημα της ατομικής αυτονομίας συναρτάται στενά, ήδη φιλοσοφικά μιλώντας, με το πρόβλημα ολόκληρης της κοινωνίας- για το οποίο έχουμε ήδη μιλήσει και θα ξαναμιλήσουμε μια άλλη φορά.