O “Γύρος του Θανάτου” του Θωμά Κοροβίνη είναι ένα από τα πολύ αγαπημένα μου βιβλία.
Το απέκτησα τυχαία το 2011, λίγο μετά την κυκλοφορία του, και λίγες μέρες πριν ταξιδέψω για τη Βαρκελώνη όπου θα έμενα για τους επόμενους μήνες. Στις ασφυκτικά γεμάτες βαλίτσες μου χώρεσε μόνο ένα ελληνικό βιβλίο και τους επόμενους έξι μήνες το διάβασα αμέτρητες φορές, άλλοτε με τη σειρά κι άλλοτε πιάνοντας μερικές σελίδες στην τύχη και ψάχνοντας με αγωνία τα κομμάτια από τη γλώσσα και την πόλη που μου έλειπαν. Διάβαζοντας για τη Θεσσαλονίκη της δεκαετίας του '60 προσπαθούσα να ανασυνθέσω την Τούμπα και την παραλία που είχα γνωρίσει εγώ, σχεδόν πενήντα χρόνια αργότερα, την τόσο διαφορετική και τόσο ίδια. Όπως το σκέφτομαι τώρα, δε θα μπορούσα να έχω κάνει καλύτερη επιλογή κι ας ήταν τελείως τυχαία απόφαση· στο γύρο του θανάτου ο Κοροβίνης ανασταίνει “την πόλη των φαντασμάτων” με όλη τη μαγεία της παλιάς ζωής και όλη την ασχήμια της μαζί.
To βιβλίο μιλά για τη ζωή και το θάνατο του Αριστείδη Παγκρατίδη που δικάστηκε και εκτελέστηκε ως Δράκος του Σέιχ Σου. Ο Παγκρατίδης συνελήφθη το 1963 και το 1968 εκτελέστηκε έξω από το Γεντί Κουλέ κλείνοντας τυπικά την υπόθεση του Δράκου του Σέιχ Σου και ξεκινώντας το μύθο του. Οι Θεσσαλονικείς, σοκαρισμένοι από την υπόθεση Λαμπράκη, καχύποπτοι απέναντι στο δικαστικό σύστημα και συνηθισμένοι να ζουν “στον καιρό των μεγάλων ρουφιάνων”, είδαν στον Παγκρατίδη έναν νέο που έζησε στην άκρη της ύπαρξης, ξέχωρα από τον κόσμο και την πραγματική ζωή, οπωσδήποτε ένα περιθωριακό στοιχείο, αλλά πάντως όχι έναν τρομερό δολοφόνο. Ο ίδιος ο Κοροβίνης διηγείται πώς πρωτάκουσε για τον Παγκρατίδη, παιδί ακόμα, στα καφενεία της πόλης και πως κανείς δεν πίστευε ότι ήταν στ' αλήθεια ένοχος. Ο τρόπος που μιλά ο συγγραφέας για τον Παγκρατίδη είναι χαρακτηριστικός· με τον ίδιο τρόπο – και με την ίδια τρυφερότητα – περιγράφουν οι ήρωές του γύρου του θανάτου τον μυθιστορηματικό Αρίστο: ένα “ανυπεράσπιστο αγρίμι που φιγουράριζε στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων”, ένας “καραβοτσακισμένος αλητάκος”, “ένας νεαρός περιθωριακός απόλυτα ευάλωτος, με τον περιπετειώδη και δραματικό βίο του να χρωματίζεται με τα κοινωνικά στίγματα μιας ολόκληρης εποχής”.
Η αφήγηση χωρίζεται σε δέκα κεφάλαια: στο πρώτο ο Κοροβίνης επιλέγει αποσπάσματα από τα πρακτικά της δίκης και τα δημοσιεύματα της εποχής “σχετικά με το δράκο του Σέιχ Σου” ενώ στα επόμενα εννιά ακούμε τη φωνή των καθημερινών ανθρώπων που γνώρισαν τον Αρίστο. Μεταξύ άλλων, μιλούν μια παραδουλεύτρα για τη δουλειά και τη δουλεία, ένας παιδικός φίλος για τις σκουλαρικιές που στόλιζαν τις άσπρες αυλές στην Τούμπα (το λουλούδι που αλλού είδα να λενε “υπομονή” γιατί ανθίζει χρόνια – μερικές φορές δεκαετίες – αφού ριζώσει) και μαζί για το μπανιστήρι στο Σέιχ Σου, ένας αστός για τη χαμηλή ζωή των άλλων όπως τη βλέπει απο μακριά από το ρετιρέ πέμπτου ορόφου λεωφόρο Νίκης, μια τραβεστί με τ' όνομα Λόλο για “την άκρη της ζωής” κι η λαϊκή τραγουδίστρια Σύλβα για την πίστα και τον εραστή της. Οι ήρωες μιλούν για τον Αρίστο μιλώντας για τα δικά τους βάσανα και για την εποχή μιλώντας για την πόλη.
Η περιήγηση στις διαφορετικές γειτονιές και ιστορίες της πόλης γίνεται μέσα από τα διαφορετικά ιδιώματα των ηρώων. Οι τούρκικες λέξεις στη μαρτυρία του φίλου και της γειτόνισσας λένε την ιστορία της Θεσσαλονίκης των προσφυγικών συνοικισμών, της αλάνας και του χώματος, και των ανθρώπων της εργατικής τάξης που ήταν οπωσδήποτε ΠΑΟΚ κι ακούγανε ρεμπέτικα (μέχρι που ο Στέλιος τους πήρε την καρδιά) και που τα ελαφρά, τη Δανάη και τον Αττίκ “δεν τα πολυγουστάρανε” ως Τουμπιώτες· τα βλέπανε “νερόβραστα, κι αβασάνιστα τραγουδάκια... τους έλειπε το αίμα”. Η γειτόνισσα αλλά και Σύλβα μιλάνε σε μια γλώσσα λαϊκή, τολμηρή και ανάλαφρη, θυμίζουν τις γυναικείες φωνές του Ταχτσή όπως κοροϊδεύουν χωρίς δεύτερη σκέψη την υποκρισία των “καλών σπιτιών” με τις καλές κυρίες και τους καλούς κύριους και τις υπηρέτριες που υπέφεραν στα χέρια τους. Η Λόλο της πιάτσας μιλά τα καλιαρντά του λεξικού του Πετρόπουλου και διασώζει μαζί με την ιστορία της ταβέρνας “η Πεθερά” που σύχναζαν οι τραβεστί, τ' αγόρια τους και μερικοί παρακρατικοί με τρίκυκλα, την ερωτική τοπογραφία του Βαρδάρη (που παρέμεινε Βαρδάρης και δεν έγινε ποτέ Πλατεία Μεταξά) και τα δίκτυα ανάμεσα σε ζωές στην άκρη της ζωής, ζωές μη αναγνωρίσιμες ως τέτοιες. Στην άλλη όψη της πόλης, ο αστός της παραλίας, με το παλιακό αυστηρό ιδίωμα και τα λατινικά ρητά, μας θυμίζει πως η γλώσσα (τελικά η λογοτεχνία) μπορεί να λειτουργήσει όχι μόνο ως τόπος συνάντησης και συνοχής αλλά και σαν σημείο διαχωρισμού και πεδίο μάχης. Οι διαφορετικές γλώσσες των ηρώων του Κοροβίνη δεν είναι τυχαίες ή αθώες, είναι “παιδιά πολλών ανθρώπων”, χαρακτηριστικές της καταγωγής, της τάξης και των βασάνων των ομιλητών τους.
Ο γύρος του θανάτου είναι ένα μωσαϊκό από πρόσωπα αληθινά αλλά και αντιπροσωπευτικά του καιρού τους, ένα μίγμα από διαφορετικά ιδιώματα και διαφορετικούς τόπους της Θεσσαλονίκης του 60. Ο κεντρικός ήρωας, ο Αρίστος, παρουσιάζεται μέσα από τις διηγήσεις των άλλων για αυτόν· ο ίδιος ο ήρωας δε μιλάει ποτέ. Η μυθιστορηματική προσωπικότητά του κατασκευάζεται όπως κατασκευάστηκε και η περσόνα του δράκου: από τα λόγια των άλλων, βαθιά χαραγμένη από την απουσία του ίδιου του υποκειμένου. Άλλωστε η αφήγηση ξεκινά χρόνια μετά το θάνατό του Αρίστου, στη σημερινή εποχή. Τίποτε από όλα όσα διηγούνται οι ήρωες δεν υπάρχει πια, ούτε η παλιά πόλη ούτε και ο ήρωας· ό,τι ήταν “προορισμένο για το χαμό”, έχει χαθεί – μένει μόνο η βαριά συλλογική ευθύνη, η συλλογική ενοχή της πόλης για την αβίωτη ζωή του ήρωα και των ομοίων του.
Οι άνθρωποι που ζουν “αβίωτη ζωή”, που δεν αναγνωρίζονται δηλαδή ακριβώς σαν ζωντανές υπάρξεις άξιες προστασίας και τη στήριξης από ένα συστήματος ώστε να κρατηθούν στη ζωή, χαρακτηρίζονται από τη Μπάτλερ ως άνθρωποι ανάξιοι πένθους. Ένας νεκρός ανάξιος πένθους, δε σημαίνει φυσικά έναν άνθρωπο που δε θα θρηνηθεί (ότ)αν χαθεί – σημαίνει μια ζωή που δεν θεωρείται άξια προστασίας όσο υφίσταται, μια ζωή που αφήνεται με ευκολία στην επισφάλεια. Ο κεντρικός ήρωας είναι η προσωποποίηση όλων αυτών των ζωών που αφέθηκαν (κι αφήνονται) στην τύχη: το σώμα του Αρίστου – που αντιμετώπισε βιασμούς, εξευτελισμούς και τέλος την εκτέλεση – είναι ίδιο με το σώμα της τραβεστί που τη σέρνει ο αδερφός της στο πάτωμα για να ξεπλύνει τη ντροπή απ' το όνομά τους και μοιράζεται το ίδιο αίμα με τις “Σπυριδούλες, δούλες – Σπυριδούλες” που τις έκαψαν οι κυρίες του σπιτιού με το σίδερο. Γι αυτό και το σώμα του παρουσιάζεται ως πεδίο βίας και εξευτελισμού, πείνας αλλά και έρωτα – στοιχεία ταυτότητας (ταξικής, έμφυλης, σεξουαλικής) που τοποθετούν ζωές στην κατηγορία των αθρήνητων. Κι είναι αυτοί οι άνθρωποι – οι συγγενείς του – που αναλαμβάνουν να τον θρηνήσουν, μέσα από τη γραφή του Κοροβίνη και να ξεπλύνουν τη ντροπή από την πόλη. Το βιβλίο του Κοροβίνη έρχεται σαν ένας θρήνος για τους ανθρώπους που οι ζωές τους δεν αναγνωρίστηκαν ως ζωές, ένας επικήδειος λόγος για τις ζωές που ήταν ανάξιες για να τις ζήσει κανείς και για τους θανάτους που ήταν ανάξιοι πένθους, και με αυτόν τον τρόπο μπορεί να διαβαστεί και σαν μια φωνή διαμαρτυρίας για την αναγνώριση και την προστασία των ζωών αυτών.
*προεκτάσεις - αναστοχασμοί:
1. Για τις αθρήνητες ζωές και μια “καλή ζωή μέσα σε μια κακή ζωή”
https://www.radicalphilosophy.com/article/can-one-lead-a-good-life-in-a-bad-life
2. Για την επιτελεστικότητα και την επισφάλεια
https://vimeo.com/11521534
http://www.aibr.org/antropologia/04v03/criticos/040301b.pdf
3. Για το γύρο του θανάτου
http://www.enet.gr/?i=issue.el.home&date=15/01/2011&id=241324
http://sigxroniekfrasi.blogspot.co.uk/2012/07/blog-post_31.html
http://www.biblionet.gr/book/160072/%CE%9F_%CE%B3%CF%8D%CF%81%CE%BF%CF%82_%CF%84%CE%BF%CF%85_%CE%B8%CE%B1%CE%BD%CE%AC%CF%84%CE%BF%CF%85