Θεωρία

Ο «πρόσφυγας» ως κατασκευή

Η δεκάτη εβδόμη Φεβρουαρίου (17/02) αποτελεί μία εξέχουσα ημέρα, η οποία θα μπορούσε να καταστεί και παγκόσμια λόγω της σημαντικότητάς της τα τελευταία χρόνια. Η σύνδεσή της με το παρακάτω ζήτημα αποτελεί υποκειμενική βλέψη αλλά το ίδιο υλική και πραγματική με όλες τις παγκόσμιες ημέρες. Γιατί η λέξη πρόσφυγας στον τίτλο να μπαίνει σε εισαγωγικά; Δεν αποτελεί και αυτή ένα σημαίνον το οποίο παραπέμπει σε ένα συγκεκριμένο νόημα ενός πραγματικού αντικειμένου που συναντάμε στην καθημερινότητά μας; Μήπως θα έπρεπε και η λέξη «κατασκευή» να μπει σε εισαγωγικά; Και αν περιχαρακωθεί με εισαγωγικά, τότε τι αλλάζει; Παρακάτω, δεν θα καταβληθεί προσπάθεια για την ανάπτυξη μιας γλωσσικής ανάλυσης των λέξεων και του τρόπου λειτουργίας του σημαίνοντος ή μία γλωσσολογική θεώρηση του. Αντιθέτως, και πολύ παραπάνω από τέτοιου είδους αναλύσεις, θα προσπαθήσω σε αυτό το σύντομο κείμενο να κάνω κάτι σαν εισαγωγή σε μία σκέψη περί της κοινωνικο-ιστορικής δημιουργίας φαντασιακών σημασιών με τις οποίες επενδύεται κάθε φορά η εκάστοτε λέξη, να αναφερθώ σε ένα ζήτημα που απασχολεί μερικούς ανθρώπους στη χώρα μας, και κατά τη γνώμη μου (και τολμώ να χρησιμοποιήσω κανονιστικού περιεχομένου πρόταση σε αυτό το σημείο), θα έπρεπε να απασχολεί αν όχι όλους, τότε πολύ περισσότερους.

Ως θεωρητική βάση για το παρόν ζήτημα τίθεται η θεώρηση της κοινωνίας ως του μάγματος φαντασιακών σημασιών από τον Κορνήλιο Καστοριάδη. Δεν θα ακολουθήσει εκτενής ανάλυση της θεωρίας του Καστοριάδη, παρά μόνο θα συνοψιστεί ο τρόπος με τον οποίο δημιουργούνται οι σημασίες φαντασιακά, θα αναφερθεί πώς θεσμίζονται με άλλα λόγια τα νοήματα στο εσωτερικό των κοινωνιών. Εάν σε παλαιότερες εποχές η λογοτεχνία παρήγαγε εικόνες που ανταποκρίνονταν στο κοινωνικό φαντασιακό, και έφεραν στο εσωτερικό τους τα φαντασιακά θεσμισμένα νοήματα (άποψη η οποία βρίσκεται στο έργο του Leo Löwenthal της Σχολής της Φρανκφούρτης), τότε χρειάζεται να παρακολουθήσει κανείς τον τρόπο με τον οποίο οι υλικές εικόνες πλέον, και όχι εκείνες που απλώς δημιουργούνταν στη φαντασία του αναγνώστη, μπορούν να επιδράσουν στον ψυχισμό των ανθρώπων, δημιουργώντας τα ίδια τα νοήματα μέσω των οποίων βιώνει την πραγματικότητα. Με άλλα λόγια, ο καταιγισμός εικόνων στα social media είναι ικανός να παραγάγει το νόημα το οποίο επικαλύπτει το εκάστοτε «αντικείμενο» και να το καταστήσει αυτό που «είναι»;

Στο έργο του Löwenthal συναντά κανείς την επίδραση των ήδη υπαρχουσών φαντασιακών σημασιών της εκάστοτε κοινωνίας στον συγγραφέα. Ο τελευταίος, όντας «παιδί της εποχής του» και «της κοινωνίας του» δεν μπορεί παρά να δημιουργήσει χαρακτήρες οι οποίοι μοιάζουν με εκείνους τους κοινωνικούς ρόλους τους οποίους βιώνει καθημερινά. Σύμφωνα με αυτό, λοιπόν, ένας επινοημένος μέθυσος που βρίσκεται σε μια ταβέρνα πίνοντας το ποτό του, και πιο συγκεκριμένα ο Μαρμελάντοφ του Dostoyevsky, δεν θα μπορούσε να συμπεριφέρεται με τρόπο που να μην ομοιάζει καθόλου και πολύ περισσότερο να αντίκειται ή γενικότερα να μην έχει τίποτε να προσφέρει ως προς την εικόνα του μεθυσμένου της Ρωσίας του μέσου του 19ου αιώνα. Η θεώρηση της λογοτεχνικής παραγωγής από τον Löwenthal αναδεικνύει το εξής καινοτόμο χαρακτηριστικό: Το γεγονός ότι μέσα από την λογοτεχνία μπορεί κανείς να παρακολουθήσει τη φαντασιακή εικόνα που έχει δημιουργήσει ο άνθρωπος για τον εαυτό του σε μία ιστορική στιγμή της πορείας της ανθρωπότητας. Μέσα από τις φανταστικές ιστορίες που κατασκευάζει ο λογοτέχνης, σκιαγραφεί κοινωνικούς ρόλους τους οποίους ο ίδιος γνωρίζει πολύ καλά, διότι συμβαίνουν καθημερινά «δίπλα του» και το σύνολο των συμπεριφορών, των νορμών, των σκέψεων, των πράξεων και πολλών άλλων χαρακτηριστικών, συναποτελεί την εικόνα του ανθρώπου. Αυτή η προσέγγιση χρησιμοποιείται στο παρόν κείμενο προκειμένου να φανερωθεί το αποτέλεσμα της πράξης «κατασκευής», όχι η ίδια η κατασκευή. Οι φαντασιακές σημασίες που αναδεικνύονται στο λογοτεχνικό έργο έχουν ήδη θεσμιστεί φαντασιακά στο Κοινωνικό και αναδύονται στο έργο μέσα από την προσπάθεια του λογοτέχνη να κατασκευάσει χαρακτήρες που να φαίνονται αληθινοί. Έτσι, αν κάποιος λογοτέχνης θελήσει να κατασκευάσει σήμερα έναν πρωταγωνιστή πρόσφυγα για το έργο του, αυτός θα λάβει τη φαντασιακή μορφή με την οποία τον έχει επενδύσει η σύγχρονη κοινωνία. Έτσι, την εικόνα που παρουσιάζει ο λογοτέχνης, τη λαμβάνει έτοιμη όντας κοινωνικός δρων μέσα σε έναν θεσμισμένο κόσμο σημασιών. Παρακάτω επιθυμώ να αναδείξω πτυχές της στιγμής της κατασκευής. Η αναφορά στις διαφορετικές, αναλόγως με την εποχή, εκδοχές του κοινωνικού ρόλου που εμφανίζονται στη λογοτεχνία στόχευε στην αποσαφήνιση της «κατασκευής». Όσο κι αν φαίνεται κοινότοπο και επιφανειακό, το τι είναι ο εκάστοτε φορέας ενός νοήματος είναι ένα καθαρά κοινωνικό γεγονός, το οποίο μπορεί να μεταβληθεί με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο δημιουργήθηκε. Θεωρώ πως οι εικόνες που διαχέονται με ραγδαίο ρυθμό στα social media στην εποχή μας, είναι ένας από τους κυριότερους παράγοντες στην διαδικασία κατασκευής νοημάτων. Πώς λοιπόν αυτά κατασκευάζονται;

Η εικόνα δεν αποτελεί μονάχα φορέα ενός περιεχομένου. Η φράση «μία εικόνα ισούται με χίλιες λέξεις» αναφέρεται στο περιεχομενικό κομμάτι της εικόνας. Ποιες θα είναι αυτές οι χίλιες λέξεις και τι επενέργεια μπορούν να ασκήσουν είναι κάτι που χρήζει περαιτέρω ανάπτυξης. Η εικόνα έχει την ιδιότητα της μεταφοράς νοημάτων και της εγκαθίδρυσής τους στον ψυχισμό των ανθρώπων διότι μεταφέρει και συναισθήματα (και οι λέξεις μεταφέρουν νοήματα επενδυμένα συναισθηματικά. Ένα πολύ απλό παράδειγμα: Μία συνομιλία μεταξύ δύο ανθρώπων που ξεκινά με την φράση «γεια σου» και συνεχίζει με την απάντηση «και χαρά σου» είναι ένας φορέας νοημάτων ήδη). Όμως, η εικόνα σχετίζεται περισσότερο με την ικανότητα ενσυναίσθησης και τη σωματικότητα μέσα στην οποία η πρώτη εδράζεται. Πόσες φορές δεν έχουμε καθίσει ώρες κοιτώντας μία εικόνα λόγω των συναισθημάτων που αυτή μας προκαλεί είτε μέσω της ενθύμησης προηγούμενων συναισθημάτων είτε μέσω της εγκαθίδρυσης καινούργιων; Η εικόνα δεν φέρει μαθηματικές πράξεις, καθολικούς νόμους ή λογικά επιχειρήματα αλλά κάτι διαφορετικό που επενεργεί στην ίδια την ψυχή του ανθρώπου. Εκείνο που αναδεικνύεται πολλές φορές, εκείνο που κάποιος θα αντικρίσει πολλές φορές έστω και φευγαλέα μέσα στην ημέρα, είτε πίνοντας τον καφέ του, είτε παίζοντας, είτε δουλεύοντας, θα χαραχθεί στον ψυχισμό του, ασυνείδητα.. Η κεντρική φαντασιακή σημασία αναδεικνύεται από την εικόνα που οι περισσότεροι έχουν στο μυαλό τους. Επειδή είναι πολύ λιγότεροι εκείνοι οι οποίοι ασχολούνται με τους πρόσφυγες καθημερινά, μιλούν μαζί τους, συναναστρέφονται και αποκτούν πραγματική εικόνα για το τι εκείνοι αποτελούν, ο κοινωνικός ρόλος κατασκευάζεται μέσα από το πώς ο πρόσφυγας απεικονίζεται. Έτσι ο πρόσφυγας είναι ο αδύναμος, μαύρος, ξένος που κλαίει, εκείνος που κοιτάει τον φακό κατάματα, πολλές φορές με δάκρυα, ζώντας σε ένα συγκεκριμένο χώρο αποκομμένος και πεταμένος. Ποιες φαντασιακές σημασίες προάγουν τέτοιου είδους απεικονίσεις και πώς αυτές τελικά λειτουργούν σε κοινωνικό αλλά και πολιτικό επίπεδο;

Σε καμία περίπτωση δεν θεωρώ πως οι απεικονίσεις συλλήβδην γίνονται σκόπιμα. Το παρόν κείμενο προσφέρεται ως κριτική απέναντι στη σκόπιμη αναπαράσταση αυτού του είδους, αλλά και ως πληροφόρηση σε εκκολαπτόμενους φωτογράφους προκειμένου να γνωρίζουν ότι δεν απεικονίζουν απλώς, αλλά νοηματοδοτούν, κατασκευάζουν σημασίες στην κοινωνία και οι πράξεις τους έχουν αντίκτυπο στον τρόπο συμπεριφοράς των συμπολιτών τους απέναντι σε αυτό το οποίο φωτογραφίζουν. Το μεγαλύτερο ποσοστό των κοινωνικών δρώντων δεν έχει έρθει σε πραγματική επαφή με τους πρόσφυγες. Το νόημα που κατανοούν όταν ακούν τη λέξη είναι κατά βάση εκείνο που έχει προωθηθεί μέσω των social media ή των ειδήσεων, των εφημερίδων κ.λπ. Έτσι σε οποιαδήποτε αναφορά της λέξης, η αντίδραση ή και η πράξη του ανθρώπου κατευθύνεται με βάση το νόημα με το οποίο έχει επενδυθεί αυτή η λέξη. Εάν για παράδειγμα ο πρόσφυγας με τον ένα ή τον άλλο τρόπο έχει κατασκευαστεί στο εσωτερικό του κοινωνικού φαντασιακού ως κάτι «κακό», τότε ένα συσσίτιο για τους πρόσφυγες ή μία συζήτηση για τυχόν δικαιώματά τους θα φανεί στους περισσότερους ως κάτι άχρηστο ή επίσης «κακό». Απεικονίσεις που γεννούν συναισθήματα λύπησης, αναπαραστάσεις που αναδεικνύουν τη διαφορετικότητα, την απομόνωση ή την υπερβολική προσπάθεια βοήθειας απέναντι στον «άλλον», τον «διαφορετικό από εμάς» (κάτι που σχεδόν πάντοτε λειτουργεί αντίστροφα και καταλήγει σε ρατσιστικές συμπεριφορές), μπορεί να στοχεύουν σε θετικό αποτέλεσμα, αλλά δεν πρέπει να λησμονείται ότι κατασκευάζουν τον πρόσφυγα ως τον «άλλο» απέναντι στον οποίο πρέπει να «είμαστε κάπως», να «συμπεριφερόμαστε με έναν συγκεκριμένο τρόπο». Νοήματα, με άλλα λόγια, που καταλήγουν σε πράξεις. Αναπαραστάσεις που διαφέρουν ριζικά από τις απεικονίσεις των ανθρώπων της χώρας μας από μόνες τους αποτελούν τη βάση της διαιώνισης της διαφορετικότητας.

Σε αυτό το σημείο, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι μία από τις πιο μαύρες σελίδες της ιστορίας της ανθρωπότητας υποκινήθηκε μέσα από την απεικόνιση του «άλλου» ως κατσαρίδας από το ναζιστικό καθεστώς. Η αναπαράσταση κάποιου ως μη έχοντος ανθρώπινες ιδιότητες μπορεί να οδηγήσει στην κατασκευή του ως εκείνου που χρειάζεται είτε υπερβολική βοήθεια είτε ακόμη και αφανισμό. Με όλες τις σαφείς διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα σε όσα συζητήσαμε ως τώρα και στη ναζιστική κατασκευή του Εβραίου μέσα από τις ταινίες και τους υπόλοιπους προπαγανδιστικούς μηχανισμούς του τρίτου Ράιχ, μπορούμε να παρόλ' αυτά να θεωρήσουμε τη δεύτερη ως ενδεικτική της δύναμης που έχει η απεικονιστική κατασκευή του «άλλου». Αν ξεχάσουμε ότι όλοι συγκαταλεγόμαστε στο ίδιο είδος και πως το μόνο στο οποίο διαφέρουμε είναι η φαντασιακή ανάπτυξή μας ως προς τις κοινωνίες μας ανά τους αιώνες, τότε δεν αποκλείεται να εμφανιστεί ξανά μία ακόμη μαύρη σελίδα. Ήδη σήμερα, μπορεί μια τέτοια σελίδα να μην έχει κάνει την εμφάνισή της ολοκληρωτικά, αλλά μελανά σημεία υπάρχουν στις σύγχρονες ιστορίες και στην τρέχουσα επικαιρότητα των περισσότερων χωρών.

Κάποτε συζητούσα σχετικά με την δύναμη της πράξης όσον αφορά στους πρόσφυγες. Όχι απλώς τη θεώρηση και την ανάδειξη κάποιας θεωρίας, αλλά την ίδια την κοινωνική πρακτική από κοινού με εκείνους, ακόμη και στο επίπεδο της απλής διασκέδασης των ανήλικων ακόμη παιδιών. Αυτή η φαινομενικά μικρή πράξη δεν μπορεί να μεταβάλλει ολόκληρο το γεγονός, αλλά, σίγουρα, μπορεί να αποτελέσει ένα έρεισμα για τη με διαφορετικό τρόπο νοηματοδότηση του κοινωνικού ρόλου του «πρόσφυγα». Γι’ αυτόν τον λόγο δεν πρέπει απλώς να σεβόμαστε τους ανθρώπους οι οποίοι εθελοντικά αναλαμβάνουν να φέρουν αυτό το έργο εις πέρας, αλλά πολύ περισσότερο να τους αγαπήσουμε, μια λέξη η οποία φαντάζει αδιάφορη μέσα σε ένα θεωρητικό κείμενο, αλλά καθίσταται αναγκαία από την εμπειρία της καθημερινής πρακτικής. Πολύ περισσότερο χρειάζεται να δημιουργηθεί στους ανθρώπους η ανάγκη για ανάδειξη μελετών και θεωριών μέσα από την πρακτική, έτσι ώστε οι φαντασιακές σημασίες να παραχθούν από αυτούς που θα έχουν θεωρητικοποιήσει την καθημερινή πρακτική τους και όχι από εκείνους που παρακολουθούν τα πάντα πίσω από μία οθόνη. Κι εγώ προσωπικά είμαι τυχερός που έχω γνωρίσει άτομα που πρόκειται να παραγάγουν τέτοιου είδους έργο. Μέσα από τη θεωρητικοποίηση της προσωπικής επαφής με το ζήτημα, την αναδημιουργία του κοινωνικού φαντασιακού δρώντας σε πρακτικές μέσω των οποίων αναδεικνύεται η πραγματική εικόνα των προσφύγων και όχι κάποια φαντασιακή ή συμβολική απεικόνισή τους, μπορεί πραγματικά το κοινωνικό φαντασιακό της κοινωνίας μας να μεταβληθεί και να δημιουργηθεί κάτι οντολογικά νέο.

Σε ένα φιλοσοφικό πλαίσιο, γαλουχημένοι καθώς είμαστε με τις αξιώσεις της φιλοσοφίας, δεν μπορούμε να μείνουμε στην περιπτωσιολογία. Η φιλοσοφία πάντοτε κυνηγά το καθολικό. Αυτό το χαρακτηριστικό κάνει εμάς που δραστηριοποιούμαστε σε αυτό το πλαίσιο να μην μπορούμε να στρέψουμε το ζήτημα της φαντασιακής νοηματοδότησης των προσφύγων σε κάτι που αποβλέπει στην επίτευξη μιας κάποιας ειρήνης (τοπικής ή εθνικής) σε αντίθεση με τον πόλεμο που ασκείται εναντίον τους είτε πραγματικά με τη μορφή βίας είτε συμβολικά με τη μορφή της φαντασιακής επένδυσής τους ως κάτι «κακό». Αλλά αντιθέτως, η θεματική αυτή στο σύνολό της, μέσα από το πρίσμα του φιλοσόφου, καταλήγει σε μία καθολική, πολυσχιδή και περίπλοκη συζήτηση εν γένει για την Ειρήνη[1].

Η θέληση για την αλλαγή στάσης απέναντι στο επενδυμένο με φαντασιακές σημασίες «αντικείμενο» που αναδεικνύεται από όλα τα παραπάνω πηγάζει όχι από το ποιος θεωρεί ότι την έχει τώρα, αλλά από το ποιος γνωρίζει ότι την έχασε, θέλει να την βρει ξανά, να τη γνωρίσει εκ νέου, να τη διεκδικήσει, να την κατακτήσει. Μόνο ανανοηματοδοτώντας μπορούμε να μιλήσουμε για την ειρήνη μεταξύ των ανθρώπων και αργότερα για την παγκόσμια ειρήνη. Μόνο έχοντας καταλάβει ότι τη χάσαμε και ότι, τελικά, καταστρεφόμαστε χωρίς αυτήν.

[1] Ένα εγχείρημα που καθόλου πρόσφατο δεν είναι. Μπορεί να βρεθεί ήδη από τον 18ο αιώνα: βλ. Immanuel Kant, Για την Αιώνια Ειρήνη, μτφρ. Άννα Πόταγα, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1992. Και συνεχίζεται μέχρι και σήμερα μέσα από πολιτικές συζητήσεις: βλ. John Rawls, Το Δίκαιο των Λαών, Ποιότητα, Αθήνα 2002.

Σχετικά με τον αρθρογράφο

Γιάννης Περπερίδης