Θεωρία Πολιτική

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους...

οδηγίες προς ναυτιλομένους
από kaboomzine

του Σαρλ Μπετελέμ

μτφρ. Σπύρος Κακουρώτης

Ο τρίτος τόμος των Ταξικών αγώνων στην ΕΣΣΔ αποτελεί την προσωρνή κατάληξη μιας διαδρομής της οποίας ο πρώτος και ο δεύτερος τόμος απετέλεσαν σημαντικό στάδιο.

Η διαδρομή αυτή -στις προσωπικές πλευρές της οποίας δεν θα αναφερθώ εδώ- με οδήγησε σε συμπεράσματα και επανεκτιμήσεις που θέτουν εν αμφιβάλω ορισμένες από τις προτάσεις τις οποίες παρουσίασα στους πρώτους δύο τόμους αυτού του έργου.

Πιο συγκεκριμένα, κατέληξα σε έναν διαφορετικό χαρακτηρισμό της Οκτωβριανής Επανάστασης και των συνεπειών της, στον οποίο είναι κυρίως αφιερωμένο το παρόν κείμενο.

Προτού διατυπώσω οποιαδήποτε νέα πρόταση, οφείλω να προσθέσω πως, όπως και σε πολλές άλλες περιπτώσεις, δεν πρόκειται αποκλειστικά για το αποτέλεσμα κάποιας μεμονωμένης «έρευνας» (στη συγκεκριμένη περίπτωση για τη Ρωσία) ή στοχασμού. Οδηγήθηκα σε αυτές τις προτάσεις όχι μονάχα μέσα από την ανάλυση των όσων συνέβησαν στην ΕΣΣΔ αλλά και μέσα από πολλά πρόσφατα γεγονότα: ιδιαίτερα όσα αφορούν την Κίνα, το Βιετνάμ, την Καμπότζη και την Πολωνία, η οποία αποτέλεσε τη θρυαλλίδα μιας διαδικασίας μετασχηματισμού που τείνει σταδιακά να έρθει σε ρήξη με τις απαιτήσεις ενός ολοκληρωτικού συστήματος, όπου μια μονοκομματική εξουσία επιδιώκει να διοικεί το κράτος και την κοινωνία και να μονοπωλεί το δικαίωμα του λόγου. Επιπλέον, η μελέτη ορισμένων πρόσφατων έργων για τη Ρωσική Επανάσταση1και η απόπειρα ανάλυσης της σοβιετικής ιστορίας της δεκαετίας του '30 συνέβαλαν στο να φανεί καθαρότερα η απόσταση που χωρίζει τη ρητορική και τις προσδοκίες του Οκτώβρη από την επαναστατική και μετεπαναστατική πραγματικότητα.2 Η επισήμανση της απόστασης αυτής και η ανάλυση των αιτίων της στάθηκε από την αρχή ένας από τους στόχους αυτής της εργασίας. Πιστεύω ότι σήμερα την προσεγγίζω καλύτερα απ' ό,τι κατά τη διάρκεια της συγγραφής του πρώτου τόμου.

Θα πρέπει να προσθέσω ότι οι συζητήσεις με όσους είχαν την καλοσύνη να διαβάσουν κάποια μέρη των πρώιμων εκδοχών των δύο ημιτόμων αυτού του έργου,3είτε συμφωνούσαν μαζί μου είτε όχι, με βοήθησαν πολύ να εκτιμήσω με διαφορετικό τρόπο την εμβέλεια και την ιδιαιτερότητα της Οκτωβριανής Επανάστασης.

*

Όπως είναι γνωστό, η εξέγερση του Οκτώβρη εντάσσεται σε μια πολύ μορφη επαναστατική διαδικασία,που ξεκίνησε τον Φλεβάρη του 1917, με την πτώση του τσαρισμού και τη συγκρότηση προσωρινής κυβέρνησης.

Ένα πρώτο συστατικό στοιχείο αυτής της διαδικασίας υπήρξε το μεγάλης εμβέλειας επαναστατικό αγροτικό κίνημα, που συντάραξε την «Καθεστηκυία τάξη» στην ύπαιθρο. Έτσι, η αγροτική επανάσταση οδήγησε σταδιακά στη διανομή των μεγάλων ιδιοκτησιών των γαιοκτημόνων, που ξεκίνησε πριν από τον Οκτώβρη και συνεχίστηκε και μετά απ' αυτόν.

Ένα δεύτερο συστατικό στοιχείο εμπνέεται από τις προσδοκίες χειραφέτησης ενός μέρους της εργατικής τάξης και της ιντελιγκέντσιας. Οι προσδοκίες αυτές συγκεκριμενοποιούνται με την ανάπτυξη της δραστηριότητας των σοβιέτ, με την επέκταση των εργοστασιακών επιτροπών και τη διεύρυνση του ρόλου τους εκδηλώνεται επίσης με το κίνημα για τις δημοκρατικές ελευθερίες, για την εγκαθίδρυση αντιπροσωπευτικού συστήματος και κράτους δικαίου. Ο αγώνας για τη σύγκληση συντακτικής συνέλευσης αποτελεί μέρος αυτού του κινήματος.

Ένα τρίτο συστατικό στοιχείο, τέλος, αποτελεί αυτό που μια εκδοχή της μαρξιστικής βουλγκάτας ήθελε να παρουσιάζει άλλοτε σαν «δημοκρατική και αντιιμπεριαλιστική επανάσταση» κι άλλοτε σαν «σοσιαλιστική επανάσταση», η ιστορική σημασία της οποίας, όμως, δεν μπορεί να γίνει αντιληπτή με αυτούς τους όρους, που παραπέμπουν σε μια επαναστατική μυθολογία, στην αντίθεση ανάμεσα στο παλιό (1789) και «το νέο» (1917) που γεννιέται. Το τρίτο αυτό συστατικό στοιχείο της επαναστατικής διαδικασίας αντιστοιχεί στην εξέγερση ενός τμήματος του ρωσικού λαού και της ιντελιγκέντσιας, που δεν θέλουν να βλέπουν πια τη χώρα τους να αποτελεί όργανο του ανταγωνισμού των ιμπεριαλιστικών ομάδων για το ξαναμοίρασμα του κόσμου και απορρίπτουν την υποδεέστερη θέση της Ρωσίας στη διεθνή οικονομική και πολιτική σκηνή. Οι ηγέτες αυτής της τάσης δήλωναν έτοιμοι να κυβερνήσουν τη χώρα μέσω των σοβιέτ, ενώ απέδιδαν σημαντικό ρόλο στην κρατικοποίηση των μέσων παραγωγής, προκειμένου να αναπτυχθούν ταχύτατα οι παραγωγικές δυνάμεις.

Σε πολιτικό επίπεδο, η επαναστατική διαδικασία που ξεκίνησε τον Φεβρουάριο του 1917 χαρακτηρίζεται από τον πολλαπλασιασμό των συμβουλίων, των σοβιέτ, σε ολόκληρη τη χώρα, που αποτελούνταν από εργάτες, αγρότες και στρατιώτες ή αντιπροσώπους τους. Μεταξύ Φλεβάρη και Οκτώβρη 1917, η πραγματική πολιτική εξουσία (στο βαθμό που υπήρχε ακόμη) είναι «κομμένη στα δυο», εξ ου και ο όρος της «δυαδικής εξουσίας» που χρησιμοποιείται για να περιγράψει την κατάσταση την εποχή αυτή, μια κατάσταση επαναστατικής κρίσης. Αυτές οι «δύο εξουσίες» (της προσωρινής κυβέρνησης, από τη μια, και των σοβιέτ, από την άλλη) είναι ιδιαίτερα αδύναμες και η εξαιρετικά περιορισμένη δικαιοδοσία τους δεν ασκείται καν σε ολόκληρη την επικράτεια.

Έτσι, η Επανάσταση του Φλεβάρη σηματοδοτεί την αρχή μιας σειράς σύνθετων μετασχηματισμών, που συνοδεύονται από έντονη λαϊκή κινητοποίηση, σχετική ενίσχυση της εξουσίας των σοβιέτ και αύξηση της επιρροής των μπολσεβίκων σε ένα τμήμα των μαζών, καθώς εκπροσωπούν τις προσδοκίες τους για άμεση ειρήνη και αιτήματα όπως η απαλλοτρίωση της γης για τους αγρότες.

Η περιγραφή του Λένιν για την επαναστατική κρίση που ξεκινά τον Φλεβάρη του 1917 (όταν μιλά για τη σύνδεση «αστικοδημοκρατικής» και «προλεταριακής επανάστασης»)4δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα: είναι χαρακτηριστική της λανθασμένης ανάλυσης μιας απείρως πιο σύνθετης πραγματικότητας, από την οποία, στο όνομα του μύθου, απουσιάζει η έντονη διαφορετικότητα των κινημάτων. Σήμερα πιστεύω ότι αυτή η ανάλυση εμπόδισε σε μεγάλο βαθμό την κατανόηση αυτού που ήταν ριζοσπαστικά καινούργιο στην επαναστατική διαδικασία που ήτανσε πλήρη εξέλιξη μετά τον Φλεβάρη του 1917, το μέλλον της οποίας, αν δεν είχαν πάρει οι μπολσεβίκοι την εξουσία διακόπτοντάς την βίαια, δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε. Η κατάληψη της εξουσίας σηματοδοτεί και το τέλος της πολύμορφης επαναστατικής διαδικασίας που γεννήθηκε τον Φλεβάρη του 1917, έναν από τους τελευταίους σπασμούς της οποίας θα αποτελέσει η Κροστάνδη, τον Μάρτιο του 1921. Τα σοβιέτ μεταμορφώνονται σε μηχανισμούς επικύρωσης των αποφάσεων της κυβέρνησης και του μπολσεβίκικου κόμματος, ενώ ταυτόχρονα η παρέμβαση των μαζών σε όλα τα πεδία σταδιακά συντρίβεται.5Αντικαθίστανται από το πεδίο του (συντόμως μοναδικού) κόμματος, που ισχυρίζεται ότι ενσαρκώνει τον λαό και δημιουργεί ιστορία, που αυτοπαρουσιάζεται σαν το κόμμα που έκανε την επανάσταση και το μόνο που γνωρίζει πώς να την κρατήσει ζωντανή. Σύντομα, κάθε λόγος διαφορετικός από τον δικό του απαγορεύεται. Κάθε σκέψη διαφορετική αντιμετωπίζεται σαν αντεπαναστατική («όποιος δεν είναι μαζί μας είναι εναντίον μας», λένε).

Ο Οκτώβρης επέτρεψε σε μια ομάδα ηγετικών στελεχών, που εκμεταλλεύτηκαν τη συμπάθεια ενός μέρους των μαζών των πόλεων, να τοποθετηθούν επικεφαλής του οργανωμένου κινήματος και των νέων οργάνων εξουσίας, προκειμένου να προσπαθήσουν να «καθοδηγήσουν» τη χώρα σε έναν συγκεκριμένο δρόμο: έτσι ξεκίνησε μια «επανάσταση από τα πάνω», στην οποία αποφασιστικό ρόλο έπαιξαν τα ηγετικά όργανα του μπολσεβίκικου κόμματος.

Η απαγόρευση των άλλων κομμάτων, όπως οι σοσιαλεπαναστάτες και οι μενσεβίκοι (στους οποίους συμμετείχαν πάρα πολλοί εργάτες), η καθυπόταξη των συνδικάτων από το μπολσεβίκικο κόμμα, αλλά και ο ίδιος ο τρόπος λειτουργίας του, απέκλεισαν σταδιακά κάθε δυνατότητα οργανωμένης έκφρασης των εργατών, των αγροτών και των διανοητικά εργαζομένων.

Έτσι, η εξουσία που εγκαθιδρύθηκε τον Οκτώβρη του 1917 από τουςμπολσεβίκους, που παρουσιάζεται σαν «δικτατορία του προλεταριάτου», είναι, στην πραγματικότητα, μια δικτατορία στο όνομα του προλεταριάτου, που ασκείται τελικά πάνω στην ίδια την εργατική τάξη. Σε πολλές περιπτώσεις, ο Λένιν αναγνώριζε σιωπηρά αυτήν την πραγματικότητα. Έτσι, το 1919 διακηρύσσει ότι η δικτατορία του προλεταριάτου στη Σοβιετική Ρωσία αποτελεί μια «Κυβέρνηση για τους εργαζόμενους» αλλά δεν είναι μια «Κυβέρνηση από τους εργαζόμενους». Προσέθετε μάλιστα ότι η εξουσία δεν είναι αυθεντικά προλεταριακή.6Μολονότι ο Λένιν αποφεύγει να καταλήξει σε αυτό το συμπέρασμα, τα λόγια του σημαίνουν πως η «δικτατορία του προλεταριάτου» δεν είναι παρά καθαρή φαντασίωση,που παρουσιάζει με αντεστραμμένη μορφή τις πραγματικές σχέσεις που έχουν διαμορφωθεί, αυτές μιας δικτατορίας που ασκείται επί του προλεταριάτου.

Η αντεστραμμένη παρουσίαση των πραγματικών αυτών σχέσεων έχει τεράστιες συνέπειες. Από τη μια, αποτελεί τον ιδρυτικό μύθο της Σοβιετικής Ρωσίας, που εμφανίζεται σαν χώρα της «δικτατορίας του προλεταριάτου» και της «μεγάλης σοσιαλιστικής επανάστασης του Οκτώβρη».

Από την άλλη, είναι σημάδι της υποταγής του μπολσεβίκικου κόμματος σε μια αλλοτριωμένη ιδεολογία, όπου το κόμμα, όποιες κι αν είναι οι πραγματικές σχέσεις του με το συγκεκριμένο προλεταριάτο, δηλώνει πως αποτελεί την «πρωτοπορία» του. Έτσι, το μπολσεβίκικο κόμμα αποκτά μια «προλεταριακή νομιμότητα», κατά κάποιον τρόπο «Ομοούσια» με αυτό, που του επιτρέπει να μη δίνει λόγο στην εργατική τάξη, η οποία θεωρείται «καθυστερημένη» σε σχέση με το κόμμα. Οπωσδήποτε, πρέπει να το απασχολεί το τι πιστεύουν οι εργάτες, προκειμένου όμως να τους «διαπαιδαγωγήσει», να τους «καθοδηγήσει» και, αν χρειαστεί, να τιμωρήσει εκείνους που δεν αναγνωρίζουν την εξουσία του. Έτσι, η «εξουσία της εργατικής τάξης» μπορεί να στραφεί και ενάντια στην τάξη. Όπως έλεγε ο Λένιν στον Λουί Οσκάρ Φροσάρ, «η δικτατορία του προλεταριάτου δεν ασκείται μόνο ενάντια στην μπουρζουαζία αλλά και πάνω στους ασυνείδητους, ακόμα και απείθαρχους προλετάριους και τους συμμάχους τους, τους ρεφορμιστές. Όσο για τους ρεφορμιστές, αυτούς τους τουφεκίζουμε».

Η «προλεταριακή νομιμότητα» επέτρεψε στην εξουσία να αποφύγει μια πραγματική «σοβιετική νομιμότητα», επικαλούμενη, παράλληλα, αυτήν την τελευταία όταν το έκρινε χρήσιμο. Άλλωστε, η σοβιετική νομιμότητα δεν είναι παρά διακοσμητική και διόλου «ιδρυτική», όπως δείχνει στην ανάλυσή του ο Μαρκ Φερό: το μπολσεβίκικο κόμμα άρχισε ήδη κατά τη διάρκεια της εξέγερσης του Οκτώβρη να απογυμνώνει από εξουσίες τα σοβιέτ και το 2ο Συνέδριό τους, την ίδια στιγμή που αυτό υποτίθεται ότι εγκαθίδρυε συμβολικά την εξουσία τους.8Ταυτόχρονα, στη ρητορική του, το μπολσεβίκικο κόμμα εμφανίζει τον Οκτώβρη σαν επακριβή εικόνα αυτού που φανταζόταν ότι είναι μια «σοσιαλιστική επανάσταση». Παρόλα αυτά, αν αναλύσουμε τις πολιτικές και κοινωνικές σχέσεις την ανάπτυξη των οποίων προωθεί αυτή η αντίληψη περί επανάστασης, θα συμπεράνουμε ότι η εξέγερση του Οκτώβρη έφερε στην εξουσία ένα ριζοσπαστικοποιημένο τμήμα της ιντελιγκέντσιας, που στηρίζεται σε ένα τμήμα της εργατικής τάξης και διατείνεται ότι μιλάει στο όνομα του προλεταριάτου. Όμως, κάτω από τις σημαίες της σοσιαλιστικής επανάστασης, ουσιαστικά, έκανε την είσοδό της στην ιστορία μια «καπιταλιστική επανάσταση», που οδήγησε τελικά στη ριζική απαλλοτρίωση των άμεσων παραγωγών.

Στον πρώτο και τον δεύτερο τόμο του παρόντος έργου δεν είχα καταλήξει ακόμη σε αυτό το συμπέρασμα. Θεωρούσα ότι η Σοβιετική Ένωση οδηγήθηκε σταδιακά, μέσα από μια σειρά «διολισθήσεων» και «ρήξεων», σε αυτό που αποκαλούσα «κρατικό καπιταλισμό», και ότι αυτές οι «διολισθήσεις» και οι «ρήξεις» ήταν αποτέλεσμα, πάνω απ' όλα, της «ιστορικής συγκυρίας», της ανάγκης να αντιμετωπιστούν δυσκολίες που το μπολσεβίκικο κόμμα δεν μπορούσε να υπερβεί διαφορετικά. Σήμερα πιστεύω -μετά και την επανάληψη του ίδιου τύπου εξελίξεων σε όλες τις χώρες που ένα κόμμα εξουσίας επέλεξε τον μπολσεβικισμό σαν οδηγό δράσης- πως πρέπει να αποδώσουμε έναν αποφασιστικό ιστορικό ρόλο σε μερικές από τις αντιλήψεις του μπολσεβικισμού:9στην «ιστορική αποστολή του προλεταριάτου» και του κόμματός του· στην αντίληψη ότι τοκόμμα λειτουργεί σαν φαντασιακός χώρος παραγωγής της θεωρητικής και πολιτικής αλήθειας στον σοσιαλισμό που, σύμφωνα με τον Λένιν, δεν είναι τίποτε άλλο παρά το «κρατικό καπιταλιστικό μονοπώλιο που χρησιμοποιείται προς όφελος όλου του λαού».10

Οπωσδήποτε, η ιδεολογική διαμόρφωση του μπολσεβικισμού είναι σύνθετη και αντιφατική. Στα κείμενα που εμφανίζουν ως στόχο της επανάστασης τη «γενικευμένη κρατική μισθωτή εργασία» μπορούν να αντιπαρατεθούν άλλα, πολύ διαφορετικά. Όμως, αυτό το οποίο εντέλει υπερίσχυσε ήταν η εξομοίωση του σοσιαλισμού με τον κρατικό καπιταλισμό. Ήδη από τον Οκτώβρη του 1917, παρόμοιες αντιλήψεις συμβάλλουν στον προσανατολισμό των οικονομικών και κοινωνικών μετασχηματισμών προς την κατεύθυνση μιας «καπιταλιστικής επανάστασης». Παρόλα αυτά, μέχρι το 1929, αυτή η «καπιταλιστική επανάσταση» αναγκάζεται να αφήσει χώρο στην αγροτική επανάσταση, που δείχνει ότι μπορεί να ακολουθήσει έναν συνεργατικό δρόμο. Η προοπτική αυτή εγκαταλείφθηκε στα τέλη της δεκαετίας του '20, όταν ξεσπούν νέες κοινωνικές και πολιτικές συγκρούσεις, που οδηγούν σε μια «δεύτερη επανάσταση», τη «σταλινική επανάσταση», με αποτέλεσμα η ανάπτυξη των σχέσεων εκμετάλλευσης να κορυφωθεί.

Η αντίληψη της «καπιταλιστικής επανάστασης» που διατυπώνεται εδώ είναι διαφορετική από την κλασική αντίληψη της «αστικής επανάστασης». Χαρακτηρίζει τη διαδικασία που ξεκίνησε τον Οκτώβρη -και ενισχύθηκε, αλλά και ξεπεράστηκε στα 1929-30- όχι με βάση τις κοινωνικές δυνάμεις που έπαιξαν «ηγετικό ρόλο» αλλά εξετάζοντας τις κοινωνικές σχέσεις που η διαδικασία αυτή παγίωσε και ενίσχυσε, παρά τη ρητορική (ή με τη βοήθειά της) περί σοσιαλιστικής επανάστασης.

Η καπιταλιστική επανάσταση που σημειώθηκε στη Ρωσία οδηγούσε στην εξαφάνιση όλες τις προκαπιταλιστικές μορφές παραγωγής, ιδιαίτερα τη μικρή εμπορευματική παραγωγή. Όμως μέχρι το 1929 οι περισσότεροι μπολσεβίκοι ηγέτες στόχευαν σε μια σταδιακή και «ειρηνική» εξάλειψη αυτών των μορφών παραγωγής. Η «σταλινική επανάσταση» εγκατέλειψε αυτή την προοπτική. Επικαλούμενη ορισμένες μόνο από τις σύνθετες και αντιφατικές αντιλήψεις του μπολσεβικισμού, προωθεί την ανάπτυξη των πλέον συγκεντροποιημένων μορφών καπιταλιστικής παραγωγής, την πλέον ριζική αποξένωση των άμεσων παραγωγών από τα μέσα παραγωγής, τη συντριβή των μορφών συνείδησης και οργάνωσης που θα επέτρεπαν στους παραγωγούς να αντισταθούν στην εκμετάλλευση.

Έτσι, μέσα από μια σύνθετη και συγκρουσιακή διαδικασία, η εξγερση του Οκτώβρη άνοιξε το δρόμο για δύο διαδοχικές επαναστάσεις: αυτή που στόχευε σε έναν κρατικό καπιταλισμό σε συνεργασία με την αγροτιά και εκείνη που, από το 1929 και μετά, έθεσε τις βάσεις -στο όνομα του σοσιαλισμού και υπό την ηγεσία του μπολσεβίκικου κόμματος- για μια ακραία μορφή καπιταλισμού. Η δεύτερη αυτή επανάσταση, υπό την πίεση της σταλινικής ηγεσίας, επέβαλε στον ρωσικό λαό σχέσεις εκμετάλλευσης που επέτρεψαν την πραγματοποίηση, για κάποιο χρονικό διάστημα, ενός εξαιρετικά υψηλού ποσοστού συσσώρευσης, ασκώντας μια άνευ προηγουμένου καταπίεση των εργαζομένων.

Ούτε η Οκτωβριανή Επανάσταση ούτε η σταλινική επανάσταση κατάργησαν την καπιταλιστική εκμετάλλευση, προχώρησαν μονάχα σε μια σειρά μετασχηματισμών των νομικών μορφών με τις οποίες πραγματοποιούνταν, από τους οποίους προέκυψαν ιδιαίτερες πολιτικές μορφές κυριαρχίας. Μετά τον Οκτώβρη, την πραγματική εξουσία ασκεί όλο και περισσότερο η ηγεσία μέσω του κομματικού μηχανισμού. Οι μετασχηματισμοί τους οποίους υφίσταται, προϊόντος του χρόνου, το κόμμα, τόσο εξαιτίας των αντικειμενικών συνθηκών όσο και λόγω της ιδεολογίας των ηγετών του, έχουν ως συνέπεια την όλο και μεγαλύτερη αυτονόμηση του κομματικού μηχανισμού από τα μέλη, ενώ η ηγεσία στρατολογεί η ίδια τα στελέχη της και εκκαθαρίζει όσους δεν είναι επαρκώς υποταγμένοι σ' αυτήν. Έτσι, τη δεκαετία του '30, διαμορφώνεται ένα κόμμα πραγματικά «νέου τύπου».

Για την ηγεσία του κόμματος, οι αντιθέσεις που τη φέρνουν αντιμέτωπη με τους εργάτες, τους αγρότες και τα στελέχη δεν μπορούν να επιλυθούν «θετικά» παρά μόνο με την ενίσχυση της εξουσίας της. Σύμφωνα με τα ηγετικά στελέχη, για τη «χειραφέτηση της εργατικής τάξης» απαιτείται πάνω απ' όλα η ενίσχυση της εξουσίας τους. Θεωρούν πως μονάχα μια εξαιρετικά συγκεντροποιημένη οικονομική και πολιτική οργάνωση θα επιτρέψει την επαρκή αύξηση της παραγωγής και της παραγωγικότητας της εργασίας. Πιστεύουν, τουλάχιστον το 1917 και στις αρχές της δεκαετίας του '20, ότι μόνο έτσι οι εργαζόμενοι θα μπορούν να διαθέτουν επιτέλους τον απαραίτητο «ελεύθερο χρόνο» για να συμμετέχουν ενεργά στη διαχείριση των δημόσιων υποθέσεων - κάτι στο οποίο δεν γίνεται πλέον καμία αναφορά τη δεκαετία του '30.

Η επανεξέταση της Οκτωβριανής Επανάστασης και των συνεπειών της με οδήγησε έτσι στη διαπίστωση ότι η «σοσιαλιστική» πτυχή της αφορά προσδοκίες και ρητορικές που ανάγονται στο πεδίο των αναπαραστάσεων και της ιδεολογίας.

Παρόλα αυτά, αυτή η «σοσιαλιστική» πλευρά του Οκτώβρη είχε -και έχει ακόμη- σημαντικές ιστορικές συνέπειες. Ο μύθος της ΕΣΣΔ, της «πατρίδας του σοσιαλισμού», επιβιώνει ακόμη και σήμερα, παρά το γεγονός ότι η οικονομία της χώρας αυτής χαρακτηρίζεται από το ριζικό διαχωρισμό των εργαζομένων από τα μέσα παραγωγής, τη διατήρηση και επέκταση της μισθωτής εργασίας, την αυστηρή καθυπόταξη της παραγωγής στις απαιτήσεις συσσώρευσης της υπεραξίας, κάτι που αντιστοιχεί σε μια ακραία μορφή καπιταλισμού, με συνέπεια την υιοθέτηση μιας μιλιταριστικής και επεκτατικής πολιτικής.

Το ότι η πραγματικότητα αυτή δεν αναγνωρίζεται απ' όλους δεν οφείλεται μονάχα στη δύναμη του ιδρυτικού της μύθου αλλά και σε μια σειρά άλλους, περισσότερο σύνθετους και αντιφατικούς λόγους. Έτσι, επειδή πολλοί αγωνιστές «θέλουν» να έχει πραγματοποιηθεί κάπου ο σοσιαλισμός, βλέπουν στην ΕΣΣΔ έναν φανταστικό σοσιαλισμό. Αντιθέτως, για τους οπαδούς του «δυτικού» καπιταλισμού και τους αντιπάλους κάθε κοινωνικής αλλαγής, η ταύτιση της ΕΣΣΔ με την «επανάσταση» είναι πολύ βολική: αποδεικνύει ότι κάθε απόπειρα ριζικής κοινωνικής χειραφέτησης οδηγεί αναπόφευκτα στη δικτατορία του κόμματος, στην κυριαρχία της αυθαιρεσίας και σε καταπιεστικές πρακτικές, προκειμένου μια ιδιαίτερα στενόμυαλη και υπεροπτική μειοψηφία να διατηρήσει τα προνόμιά της. Όμως, πέρα από την επίδραση του ιδρυτικού μύθου του Οκτώβρη, την άγνοια της σοβιετικής πραγματικότητας ή και την απλήκακοπιστία, η άρνηση αναγνώρισης του καπιταλιστικού χαρακτήρα της ΕΣΣΔ οφείλεται, πολύ συχνά, σε μια απλουστευτική και στενά περιγραφική αντίληψη για τον καπιταλισμό.

Για όσους συμμερίζονται αυτήν την αντίληψη, η καπιταλιστική ανάπτυξη δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί παρά ακολουθώντας έναν «φυσιολογικό δρόμο», μοντέλο του οποίου αποτελούν η Αγγλία και οι Ηνωμένες Πολιτείες. Αυτό απαιτεί άλλωστε η μαρξιστική βουλγκάτα, μολονότι για τον Λένιν τη «φυσιολογική» κατάληξη αυτής της διαδικασίας αντιπροσώπευε η Γερμανία και ο υποτιθέμενος «οργανωμένος καπιταλισμός» που γνώρισε η χώρα μετά το τέλος του Α' Παγκοσμίου πολέμου.

Μια συγκεκριμένη κριτική και ιστορική ανάλυση, όμως, μας κάνει να δούμε τα πράγματα αλλιώς, να αναγνωρίσουμε πως δεν υπάρχει συγκεκριμένος δρόμος ανάπτυξης των καπιταλιστικών παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων, ότι δεν υπάρχει μονάχα ένας δρόμος καπιταλιστικής ανάπτυξης, ο αγγλικός ή ο αμερικανικός, αλλά και άλλοι, όπως ο ιαπωνικός, ο γαλλικός, ο ρωσικός κ.λπ.

Στην ιστορική πραγματικότητα, ο καπιταλισμός δεν είχε ποτέ μία συγκεκριμένη μορφή ύπαρξης. Όπως υπήρχε πολλαπλότητα «προκαπιταλιστικών μορφών», έτσι υπάρχει και πολλαπλότητα «καπιταλισμών», που δεν έχουν κοινά παρά μόνο μερικά αμετάβλητα στοιχεία, όπως η παραγωγή υπεραξίας, η μισθωτή εργασία, η συσσώρευση για τη συσσώρευση και οι αντίστοιχοι νόμοι λειτουργίας και αναπαραγωγής του. Πρέπει να σημειώσουμε ότι αυτά τα αμετάβλητα στοιχεία αναγνωρίζονται στον σοβιετικό κοινωνικό σχηματισμό και ότι η Οκτωβριανή Επανάσταση, αντί να αναιρέσει την ύπαρξή τους, οδήγησε, αντιθέτως, στην ενίσχυσή τους.

Η επανάσταση αυτή μπόρεσε να εμφανιστεί σαν «σοσιαλιστική» λόγω της πολιτικής αυταπάτης ότι η κρατική εξουσία θα μπορούσε να «Καταργήσει» τις σχέσεις εκμετάλλευσης.

Η «αποδόμηση» της «παλαιάς κοινωνικής τάξης» υπήρξε ιδιαίτερα θεαματική στη Ρωσία του 1918-1920 και, αργότερα, του 1928-1931. Όσοι κατείχαν έως τότε κυρίαρχη θέση στη διαδικασία παραγωγής και αναπαραγωγής, ή στην πολιτική σκηνή, εξοντώθηκαν μαζικά. Οι μετασχηματισμοί που προέκυψαν ανέτρεψαν τις κοινωνικές σχέσεις κυριαρχίας και εκμετάλλευσης, χωρίς όμως να τις εξαφανίσουν. Αντ' αυτού, εξόντωσαν αυτούς που κατείχαν την πολιτική και οικονομική εξουσία, βάζοντας στηθέση τους μια εξαιρετικά συγκεντροποιημένη εκτελεστική εξουσία, με ριζοσπαστική ρητορική, κάτι που έδωσε την εντύπωση ότι «σβήστηκε το παρελθόν» και πλέον οικοδομείται μια κοινωνική τάξη εντελώς καινούργια.11 Η εξέγερση του Οκτώβρη παρουσιάζεται με την παραπλανητική μορφή της σοσιαλιστικής επανάστασης, την ίδια στιγμή που άνοιγε το δρόμο σε μια ιδιαίτερου τύπου καπιταλιστική επανάσταση.Ο Οκτώβρης βρίσκεται λοιπόν στις ρίζες αυτού που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε μεγάλη αυταπάτη του 20ού αιώνα.12

1 Μεταξύ των πρόσφατων δημοσιεύσεων, στέκομαι ιδιαίτερα σε τρία σημαντικά έργα του Marc Ferro, LaRevolutίonde1917,τόμ. 2, Aubier, Παρίσι 1976 (ιδιαίτερα σ. 413-425)· DesSovίetsau communίsmebuι·eauaatίque,Gallimard/«Archiνes», Παρίσι, 1980 (ιδιαίτερα σ. 119-126, 141 κ.ε., 180-186, 232 κ.ε} LΌccίdentdevantlan!volutίonsovίetίque,Complexe, Βρυξέλλες 1980. Σημειώνω επίσης το έργο του Martin Malia, Comprendrela revolutίonrusse,Le Seuil, Παρίσι 1980 (ιδιαίτερα σ. 109 κ.ε.) και αυτό της Helene Carrere d'Encausse, LeΡοuνοίrconfίsque,Flammarion, Παρίσι 1980. Σε ένα άλλο πεδίο, πρέπει επίσης να επισημάνω τα σημαντικά έργα του Bernard Chaνance, LeCapίtalsocίalίste,Le Sycomore, Παρίσι 1980, και του Claude Lefort, L'lnventίon democratίque,Fayard, Παρίσι 1981.

2 Ηπροσπάθεια να αποτιμήσουμε αυτήν την απόσταση σημαίνει ότι παίρνουμε στα σοβαρά αυτό που ο Μαρξ έγραφε στον πρόλογο της Κριτικήςτηςπολιτικήςοικονομίαςτου 1859, πως «δεν μπορούμε να κρίνουμε μια εποχή μετασχηματισμού από τη συνείδησή της».

3 Έτσι, μπόρεσα να επωφεληθώ από τις εξαιρετικά χρήσιμες παρατηρήσεις των Renee Cellier, Bernard Chaνance, Yνes Duroux, Sigrid Grosskopf, K.S. Karol, Alain Lipietz, Thierry Paquot, Rossana Rossanda, Jacques Sapir, Patrick Tissier, Paulette Vanhecke, Eric Vigne, François Wahl, καθώς και πολλών άλλων, που δεν μπορούν να αναφερθούν όλοι εδώ, ιδιαίτερα όσοι συμμετείχαν στο σεμινάριά μου στην Ecole des Hautes Etudes en Sciences Sociales.

4 Για τις διατυπώσεις αυτές, βλ. Σ. Μπετελέμ, ΟιταξικοίαγώνεςστηνΕΣΣΔ,περίοδος1917-1923,τόμ. 1, μτφρ. Κ. Μαλεβός, Κουκκίδα, Αθήνα 2010 (επανέκδοση) (στο εξής Μπετελέμ, 1917-1923).

5 Για να επαναλάβω τη διατύπωση του Claude Lefort στο «La question de la Reνol ution» L'lnventiondemoaatίque,ό.π., σ. 189.

6 Επ' αυτού, βλ. Μπετελέμ, 1917-1923,σ. 103.Βλ. L.O. Frossard, «Μοn journal de voyage en Russie», L'lnteι-natίonale,2 Οκτωβρίου 1921, όπως παρατίθεται στο F. Kupferman, AupaysdesSovίets,Gallimard/«Archives», Παρίσι 1979, σ. 40-41.

    8 Βλ. Marc Ferro, DesSovίets...,ό.π., σ. 186 κ.ε.

    9 Έτσι, κατέληξα να παραδεχθώ ότι από τις αντιλήψεις αυτές προέκυψαν σημαντικά ιστορικά αποτελέσματα, κάτι που δεν πίστευα το 1974 [σ.τ.μ.: όταν εκδόθηκε ο πρώτος τόμος].

    10 Β.Ι. Λένιν, Ηκαταστροφήπουμαςαπειλείκαιπώςπρέπεινατηνκαταπολεμήσουμε,Προγκρές, Μόσχα 1984, σ. 40.

    11 Ο πρώτος και ο δεύτερος τόμος του παρόντος έργου χαρακτηρίζονται από αυτήν την αυταπάτη, μολονότι ο συγγραφέας τους άρχισε τότε να απαλλάσσεται από αυτήν.

    12 Με το παρόν έργο, που είναι αφιερωμένο στην τρίτη περίοδο (1930-1941), ολοκληρώνεται η έρευνά μας για την ταξική πάλη στην ΕΣΣΔ. Μετά το 1941, το σταλινικό σύστημα είχε πλέον οριστικά θεμελιωθεί, και επιβιώνει σε μεγάλο βαθμό ακόμη και σήμερα στην ΕΣΣΔ. Η χρουστσοφική περίοδος απαιτεί ιδιαίτερη μελέτη, καθώς δεν θα μπορούσε να υποβιβαστεί σε ένα απλό επεισόδιο ή παρένθεση.

    Σχετικά με τον αρθρογράφο

    kaboomzine