Θεωρία

Oι πρόσφυγες και η δημοκρατία (του Άκη Γαβριηλίδη)

Όσοι βρισκόμαστε εδώ, φαντάζομαι ότι έχουμε απαντημένο αν πρέπει ή όχι να συμπαρασταθούμε στους πρόσφυγες και να τους βοηθήσουμε να περάσουν από την Ελλάδα προς τα εκεί που οι ίδιοι θέλουν. Δεν χρειάζεται λοιπόν να σπαταλήσουμε χρόνο συζητώντας το ερώτημα αυτό.
Κάτι που θα ήταν ωστόσο χρήσιμο, είναι να αναρωτηθούμε: γιατί θεωρούμε ότι πρέπει να το κάνουμε αυτό; πώς αιτιολογούμε, στον εαυτό μας ή/ και σε άλλους, αυτό το καθήκον;
Θα μπορούσαμε να φανταστούμε διάφορες εναλλακτικές ή συμπληρωματικές αιτιολογήσεις:
α) Η ταξική αλληλεγγύη. Συμπαραστεκόμαστε στους πρόσφυγες επειδή είμαστε αντικαπιταλιστές και αυτοί είναι θύματα των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων και των παγκόσμιων ανισοτήτων. Απορρίπτουμε τον εθνικισμό που μας επιβάλλει να νιώθουμε αλληλέγγυοι μόνο στα μέλη του δικού μας έθνους, και στη θέση του εθνικού κριτηρίου θέτουμε το ταξικό.
β) Ο ανθρωπισμός, με ή χωρίς θρησκευτικό πλαίσιο. Συμπαραστεκόμαστε στους πρόσφυγες επειδή βρίσκονται σε ανάγκη και είναι καθήκον μας να βοηθάμε ανθρώπους που είναι ανήμποροι και αβοήθητοι, όποιοι και αν είναι αυτοί.
γ) Ο φιλελευθερισμός, πολιτικός ή και οικονομικός, και η πολυπολιτισμικότητα. Συμπαραστεκόμαστε στους πρόσφυγες επειδή εμπλουτίζουν την κοινωνία μας, εισφέροντας νέες διανοητικές ή και σωματικές δυνάμεις, νέες δεξιότητες και πολιτισμικά στοιχεία.

Οι τρεις αυτές προσεγγίσεις δεν είναι στεγανά διαχωρισμένες: συνήθως συνδυάζονται στην αυθόρμητη πράξη και στο μυαλό του καθενός, ή και δανείζονται επιχειρήματα και εκφραστικούς τρόπους η μια από την άλλη κατά την δημόσια διατύπωσή τους. Για παράδειγμα: στο πλαίσιο της τρίτης προσέγγισης, συχνά αναφέρεται υπέρ της μετανάστευσης το επιχείρημα ότι συνεπάγεται οικονομικό όφελος για την κοινωνία υποδοχής. Το επιχείρημα όμως αυτό ενδέχεται να χρησιμοποιείται και με ανιδιοτελή πρόθεση, στο πλαίσιο μίας τακτικής αντίκρουσης, από άτομα τα οποία θα αναγνώριζαν μάλλον τον εαυτό τους στην πρώτη κατηγορία.
Ποιο πράγμα αφορά αυτή η τακτική αντίκρουσης; Αφορά τη γνωστή επιχειρηματολογία που πυροδοτεί κάθε τάση επιφυλακτικότητας και κλεισίματος απέναντι στους μετανάστες: ότι έρχονται να μας πάρουν κάτι –τις θέσεις εργασίας, τα επιδόματα, τις γυναίκες, τις πολιτιστικές μας αξίες, τη χώρα ολόκληρη...
Το ότι οι αιτιολογήσεις αυτές συμπλέκονται, δεν σημαίνει βέβαια ότι είναι όλες ίδιες. Από το τελευταίο παράδειγμα όμως προκύπτει ότι προορίζονται όλες να απαντήσουν με διαφορετικούς τρόπους ένα κοινό ερώτημα. Το ερώτημα αυτό θα μπορούσαμε να το περιγράψουμε με τη διατύπωση: το ερώτημα του δώρου. Τι σημαίνει να δίνουμε, πότε και υπό ποιες προϋποθέσεις δίνουμε ή παίρνουμε κάτι, πότε έχουμε δώσει αρκετά ή πότε αντιστοίχως οφείλουμε, και ποιος οφείλει τι σε ποιον; Ή, για να το εκφράσω με τα λόγια τού Μισέλ Σερ, «Όλο το ερώτημα λοιπόν είναι: τι μπορούμε να δώσουμε σε αντάλλαγμα για ένα δώρο; Μπορούμε να σκεφτούμε μια ισορροπία της ανταλλαγής;»

Από αυτή την οπτική, ως ρατσιστικός λόγος θα μπορούσε να οριστεί ο λόγος που εμφανίζει τους πρόσφυγες ως παράσιτα ως στοιχεία που «μπαίνουν στο σπίτι μας» μόνο για να πάρουν, χωρίς να δίνουν τίποτα σε αντάλλαγμα.
Το ποια λεκτική τακτική είναι αποτελεσματική απέναντι σε αυτή την επιθετική προβολή είναι συγκυριακό και εξαρτάται από αστάθμητους παράγοντες. Δεν επιδέχεται ενιαία απάντηση. Στις προθέσεις μου σήμερα δεν είναι να απορρίψω καμία δυνατή πηγή άντλησης επιχειρημάτων. Θα ήθελα απλώς να προσθέσω σε όσες αναφέρθηκαν παραπάνω μία ακόμη, που μου φαίνεται ότι δεν μπορεί να υπαχθεί σε καμία εξ αυτών. Είναι δηλαδή μια προσέγγιση αυτόνομη. Και επίσης, είναι η ίδια μια προσέγγιση αυτονομίας. Είναι η θεωρία για την αυτονομία της μετακίνησης.

 Η θεωρία αυτή προτείνει πρώτα απ’ όλα μία εξήγηση για το φαινόμενο της μετακίνησης των ανθρώπων (γι’ αυτό και χρησιμοποίησα τον κάπως βαρύγδουπο όρο θεωρία). Αντί να ερμηνεύουμε την προσφυγιά και την έξοδο των ανθρώπων αποκλειστικά ή πρωτίστως ως αποτέλεσμα δυνάμεων «αντικειμενικών» και εξωτερικών προς τους μετακινούμενους, η θεωρία αυτή μας προτείνει να ξεκινήσουμε από την υποκειμενικότητα και την αυτονομία τους και να τους δούμε ως φορείς μιας αυτενέργειας, όχι ως θύματα[1].
Σε αυτή την οπτική, η διασπορά και η μετακίνηση δεν είναι (μόνο) δυστυχία. Το ότι «οι μετανάστες έχουν προβλήματα» μπορεί να είναι χρήσιμο ως αντίκρουση στο «οι μετανάστες είναι πρόβλημα». Αλλά ίσως μια πιο ριζική αντίκρουση αποτελεί να σκεφτούμε την έξοδο μέσα (και) από το πρίσμα της πολιτικής γονιμότητάς της. Η μετακίνηση δεν είναι μια δυστυχία η οποία επισυμβαίνει σε μια κατά βάση «ομαλή» και «φυσική» κατάσταση, την παραμονή στον γενέθλιο τόπο· είναι μια έξοδος από τη δυστυχία που είχε καταλήξει να αποτελεί η παραμονή στον γενέθλιο τόπο. Άρα δεν είναι μία παθητικότητα, αλλά είναι μια αντίδραση.
Eάν το δούμε έτσι, τότε ίσως οδηγηθούμε να αντιμετωπίσουμε τη μετανάστευση ως κίνημα. Την ίδια τη μετανάστευση, όχι τη συμπαράσταση προς αυτήν. Πρόκειται για μία οπτική που προσωπικά είχα προσπαθήσει να παρουσιάσω στην ελληνική γλώσσα εδώ και πάνω από μία δεκαετία, με αποτέλεσμα να έρθω ήδη από τότε αντιμέτωπος με ακατανοησία και πολλές ενστάσεις («μα πώς να τους δούμε ως κίνημα; αυτοί είναι μουσουλμάνοι, δέρνουν τις γυναίκες τους, δεν αμφισβητούν τον καπιταλισμό  …»).

Η οπτική της αυτονομίας της μετακίνησης δεν είναι ομολογουμένως μια θεωρία που μας εξηγεί πώς να ανατρέψουμε τον καπιταλισμό με εργαλείο τους μετανάστες –ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο. Είναι όμως ένα εργαλείο που μας επιτρέπει να αποδομήσουμε το φαινομενικά αναπόδραστο, αλλά στην ουσία αφελές δίλημμα κατά το οποίο από κάθε εξέλιξη κάποιος κερδίζει και οι άλλοι χάνουν· να πάμε δηλαδή πέρα από την κλειστή μεταφυσική του «μηδενικού αθροίσματος», την οικονομική λογική του δούναι και λαβείν και του υπολογισμού.

Τη λογική αυτή θα μπορούσαμε, με τους όρους του Ζακ Ρανσιέρ, να την αποκαλέσουμε αστυνομία.
Αστυνομία είναι η λογική κατά την οποία η κοινωνία ταυτίζεται με το άθροισμα των μερών της, καθένα εκ των οποίων έχει προκαθορισμένους ρόλους και λειτουργίες (άρα η ανάδυση ενός νέου μέρους αναγκαστικά συνεπάγεται τον περιορισμό ενός άλλου)[2].
Η πολιτική, αντίθετα, και ειδικά η δημοκρατική πολιτική (για να απλουστεύσουμε κάπως, στον Ρανσιέρ αυτά τα δύο ουσιαστικά ταυτίζονται), είναι ακριβώς η ανάδυση ενός νέου μέρους, και μάλιστα του μέρους εκείνων που ως τώρα δεν είχαν κανένα μέρος –ή δεν ήταν κανένα μέρος, δεν λογίζονταν μεταξύ των μερών της κοινωνίας, δεν είχαν λόγο, δεν ακούγονταν.
Η ανάδυση αυτού του μέρους είναι πάνω απ' όλα το δώρο που έχουν να μας δώσουν οι πρόσφυγες.
Αυτήν ακριβώς την έννοια έχει και η βασική θέση που εκφράζει η Αμερικανίδα θεωρητικός, Μπόνι Χόνιγκ, στο βιβλίο της «Η δημοκρατία και ο ξένος».

η εναλλαγή [the play] ανάμεσα στην ξενοφιλία και την ξενοφοβία επιταχύνεται ή ανανεώνεται όποτε οι προσδοκίες που έχει ένας «φίλος» (ή ένα έθνος) για ένα συγκεκριμένο είδος σχέσης με τον ξένο διαψεύδονται και, αντί γι’ αυτό, βρίσκονται μπροστά σε ένα άλλο είδος σχέσης. Συχνά, η διάψευση αυτή εκφράζεται με τη μορφή της κατηγορίας ότι ο άλλος είναι ένας λήπτης που απλώς μας χρησιμοποιεί, και όχι ένας δότης που θέλει πραγματικά να γίνει ένας από μας. Όπως είδαμε όμως με την Ρουθ, ο ξένος που «παίρνει» στην πραγματικότητα έχει κάτι πολύ σημαντικό να δώσει στους δημοκράτες θεωρητικούς και πολίτες[3].

Αυτό που δείχνει λοιπόν η Χόνιγκ με το παράδειγμα της Ρουθ, και με το σύνολο του βιβλίου της, είναι ότι η δημοκρατία προϋποθέτει πολίτες που είναι μαθημένοι να ζητάν, να διεκδικούν.
Το πόσο αυτή η μάθηση αποτελούσε/ αποτελεί μέρος της αποσκευής –ίσως τη βασικότερη, αν και άυλη αποσκευή- ειδικά των Σύριων που φτάνουν (όταν τα καταφέρνουν) στις ακτές μας, στις ακτές της Ελλάδας και (δηλαδή) της Ευρώπης, μπορούμε να το δούμε στη μαρτυρία κάποιου που παρακολούθησε αυτή την άφιξη από κοντά:

Οι περισσότεροι Σύριοι που έφτασαν στην Ουγγαρία στις αρχές του Σεπτεμβρίου ήταν πολύ καλά οργανωμένοι. Πιστεύω ότι πολλοί έχουν την εμπειρία της Αραβικής Άνοιξης στη Συρία, δηλαδή των αρχικών προσπαθειών για την πτώση της δικτατορίας του Άσαντ μέσω διαδηλώσεων μεγάλης κλίμακας και πολιτικής ανυπακοής. Είμαι σίγουρος ότι η πορεία προς την Αυστρία και η γενική θέληση να αγωνιστούν για την ελεύθερη μετακίνησή τους εντός της Ευρώπης δημιούργησε μια κατάσταση την οποία η Γερμανία δεν μπορούσε να ελέγξει προς όφελος του ευρωπαϊκού της σχεδίου. Αυτή ήταν μια πραγματική νίκη της μετανάστευσης ως κοινωνικού κινήματος[4].

Με άλλα λόγια, αυτό που δίνουν οι ξένοι στην νέα κοινωνία στην οποία καλούνται να ενταχτούν, είναι ακριβώς ότι έχουν κάτι να πάρουν. Η προσφορά τους είναι ότι ζητάνε. Η δημοκρατία έχει ανάγκη υποκείμενα που διεκδικούν, και οι ξένοι είναι –ή αναγκάζονται να γίνουν- τέτοια υποκείμενα. Έτσι, βγάζουν μέσα και από μας κάτι που είχαμε αλλά δεν το ξέραμε, ή δεν το φανερώναμε.

Αυτό, βέβαια, είναι ενδεχομενικό: συμβαίνει στο βαθμό που είμαστε διατεθειμένοι να αφεθούμε σε αυτό και να το ακολουθήσουμε. Υπάρχουν φορές που το ενδεχόμενο να αφεθούμε προκαλεί τρόμο, αναδίπλωση, επιφυλακτικότητα. Πάντως το δώρο των ξένων έχει αυτό το καλό, ή το κακό –ανάλογα με το πώς θα το αποδεχθεί κανείς: είναι μη αποτιμήσιμο οικονομικά, και τη στιγμή που δίνεται δεν είναι σίγουρο πότε, πώς, πού, ή και αν θα εκδηλωθεί η ευεργετική του δράση. Ίσως όμως γι' αυτό να είναι πιο βαθύ, και μάλιστα πιο στέρεο, από τις προσδοκίες για άμεσα μετρήσιμα οφέλη –είτε αυτά αφορούν τη στήριξη του καπιταλισμού, είτε την ανατροπή του. Αν αυτές διαψευσθούν, βρισκόμαστε στο κενό, και η ξενοφιλία μας είναι άοπλη και ανίσχυρη απέναντι στην ξενοφοβία της ματαιωμένης υπόσχεσης και στην οργή τού ξενιστή για την απώλεια που του επιφέρει το παράσιτο.

Η διεκδικητική πείρα των ξένων, η ικανότητά τους να αγωνίζονται, είναι μία διδαχή πιο μόνιμη, εφόσον δεν φθείρεται. Και πάλι με τα λόγια του Σερ, «η γνώση είναι μία ασυνήθιστη ανταλλαγή: αυξάνει κάθε φορά –πολύ περισσότερο από το χρήμα. Γι’ αυτό και η εκπαίδευση είναι μακράν ανώτερη της οικονομίας». Και αυτήν ακριβώς τη γνώση και την εκπαίδευση μπορούν να μας προσφέρουν οι πρόσφυγες –ή/ και να τους προσφέρουμε εμείς, να την ανταλλάξουμε- ως άλλοι αδαείς δάσκαλοι.

 

 

*Το κείμενο αυτό παρουσιάστηκε ως προφορική εισήγηση στην εκδήλωση που διοργάνωσε το περιοδικό KΑΒΟΟΜ, στη Νομική Σχολή της Αθήνας, στις 21 Οκτωβρίου 2015 με τίτλο «Σύγχρονες προσφυγικές ροές: η πραγματικότητα, η στάση της Ευρώπης, οι προοπτικές».

 

[1] Πρβλ.: «Εκκινώντας μεταξύ άλλων από έρευνες αυτού του τύπου, πολλοί από μας, σε διαφορετικές ηπείρους και συχνά ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλο, έχουμε προσπαθήσει τα τελευταία χρόνια να αναπτύξουμε τη θέση περί αυτονομίας της μετανάστευσης, θέλοντας με τη διατύπωση αυτή να επισημάνουμε ότι οι σύγχρονες μεταναστευτικές μετακινήσεις δεν μπορούν να αναχθούν στους ‘νόμους’ της προσφοράς και της ζήτησης που διέπουν το διεθνή καταμερισμό εργασίας, και ότι σε αυτές εκφράζεται ένα σύνολο από πρακτικές και υποκειμενικά αιτήματα τα οποία συνιστούν μια περίσσεια σε σχέση με τις ‘αντικειμενικές αιτίες’ που τις καθορίζουν» (Sandro Mezzadra, «Καπιταλισμός, μεταναστεύσεις και κοινωνικοί αγώνες:  Προκαταρκτικές σημειώσεις για μια θεωρία της αυτονομίας των πληθυσμιακών μετακινήσεων»).

[2] Πρβλ.: «Η ουσία της αστυνομίας δεν είναι η καταστολή, ούτε καν ο έλεγχος επί του έμβιου όντος. (…) Η ουσία της αστυνομίας είναι να είναι ένας μερισμός του αισθητού που χαρακτηρίζεται από την απουσία κενού και συμπληρώματος: γι' αυτήν, η κοινωνία αποτελείται από ομάδες αφοσιωμένες σε προσίδϊους τρόπους δράσης η κάθε μια, σε θέσεις όπου ασκούνται αυτές οι ενασχολήσεις, σε τρόπους του είναι αντίστοιχους προς αυτές τις ενασχολήσεις και τις δράσεις» (Jacques Rancière, Aux bords du politique, Gallimard, Paris 2012 [1998], 240-41).

[3] Bonnie Honig, Democracy and the Foreigner, Princeton University Press 2001, σ. 79.

[4] «Το Μνημόνιο και η κατάρρευση της προσφυγικής πολιτικής», συνέντευξη του ανθρωπολόγου και ακτιβιστή Μπερντ Κασπάρεκ στην Αυγή, 13.09.2015

Σχετικά με τον αρθρογράφο

Άκης Γαβριηλίδης