του Κώστα Θεοτοκόπουλου
Μετά από πολλά χρόνια εκδόθηκε και στη χώρα μας ένα πραγματικά πολύ σημαντικό έργο του Κάρολου Δαρβίνου, του μεγαλύτερου βιολόγου όλων των εποχών και εισηγητή της θεωρίας της εξέλιξης και της φυσικής επιλογής. «Επιστημονικά Δόγματα» που, εκτός όλων των υπολοίπων, εκτός της επιρροής τους ως σημαίνοντα στον κοινωνικο-ιστορικό κόσμο με άλλοτε θετικές και άλλοτε καταφανώς αρνητικές συνέπειες, καθορίζουν ακόμα και σήμερα, περισσότερο από 150 χρόνια από την εμφάνισή τους τον κυρίαρχο τρόπο σκέψης στην επιστήμη της Βιολογίας. Αποτελούν με άλλα λόγια όχι απλώς το Επιστημονικό Παράδειγμα, σύμφωνα με τα λόγια του Τhomas Kuhn, αλλά μάλλον τα επιστημονικά αξιώματα της συγκεκριμένης επιστήμης.
Το βιβλίο του Κ. Δαρβίνου τιτλοφορείται ως εξής: Η έκφραση των συγκινήσεων στον άνθρωπο και τα ζώα. Συναρπαστικός τίτλος, εξαιρετικά φιλόδοξος, που ανταποκρίνεται πλήρως στις προσδοκίες του αναγνώστη και της αναγνώστριας. Η ανάγνωση του βιβλίου, αυτή καθεαυτή, αποτελεί μια σκέτη –ας μου επιτραπεί μια τόσο υπερβολική έκφραση– Ηδονή. Σπάνια η ανάγνωση ενός επιστημονικού βιβλίου προσφέρει μια τόσο ολοκληρωμένη εμπειρία μετουσίωσης. Εξάλλου, δεν είναι καθόλου συνηθισμένο να συναντιούνται στο ίδιο άτομο τα χαρίσματα του συγγραφέα και του ερευνητή. Μεγάλοι ερευνητές και ερευνήτριες ήταν κάκιστοι συγγραφείς, και πολύ καλοί γραφιάδες κέρδισαν φήμη και δόξα μάλλον για τις ικανότητές τους ως γραφιάδες και ως εκλαϊκευτές, παρά για τις ερευνητικές, επιστημονικές ικανότητες. Ευτυχώς, η περίπτωση του Κ. Δαρβίνου δεν συγκαταλέγεται σε αυτές. Πάμε όμως σε μια πιο γενική παρουσίαση του έργου.
Ο Δαρβίνος ξεκινάει την παρουσίασή του δίνοντας τους γενικούς ορισμούς του θέματός του, αυτό που ο ίδιος ονομάζει γενικές αρχές της έκφρασης των συγκινήσεων (σ. 48-52). Οι γενικές αυτές αρχές είναι τρεις: α) η αρχή των χρήσιμων συσχετισμένων συνηθειών, β) η αρχή της αντίθεσης και γ) η αρχή των δράσεων που οφείλονται στη συγκρότηση του νευρικού συστήματος, ανεξάρτητα από την κυριαρχία της βούλησης και ανεξάρτητα σε κάποιο βαθμό από τη συνήθεια. Θα δώσουμε λίγο χώρο στις αρχές αυτές και θα κάνουμε μια συνοπτική αναφορά στην καθεμία τους.
Όσον αφορά την πρώτη αρχή, αυτό που λέει ο Δαρβίνος είναι ότι σε ορισμένες καταστάσεις του «νου» (σήμερα θα λέγαμε εγκεφάλου) κάποιες σύνθετες δράσεις έχουν άμεση ή έμμεση χρησιμότητα προκειμένου να ανακουφίσουν το ψυχόσωμα από αυτήν την κατάσταση. Κάθε φορά που επαναλαμβάνεται η ίδια κατάσταση, οποιαδήποτε κι αν είναι η έντασή της, έχουν την τάση να επαναλαμβάνονται οι ίδιες κινήσεις, ακόμα κι αν στο παρόν έχουν πλέον ελάχιστη χρησιμότητα.
Με απλά λόγια, για να δώσουμε ένα παράδειγμα, εάν ή χρήσιμη συσχετισμένη δράση είναι όταν πονάμε ψυχικά ή και σωματικά να κλαίμε, ή να φεύγουμε από την πηγή του Πόνου, ή να προσπαθούμε να καταστρέψουμε την πηγή του Πόνου, αυτή η τάση μας στο μέλλον θα τείνει να επαναληφθεί, όταν συναντήσουμε ένα παρόμοιο ερέθισμα.
Ο Δαρβίνος μάλιστα υποστηρίζει τον εκπληκτικά σωστό ισχυρισμό ότι εάν προσπαθήσουμε να καταστείλουμε με τη βούλησή μας την αντανακλαστική δράση του οργανισμού, οι μύες που είναι λιγότερο υπό τον έλεγχο της βούλησης ή, με ψυχαναλυτικούς όρους, του ασυνείδητου Εγώ, θα τείνουν προς την εξακολούθηση της δράσης τους, προκαλώντας κινήσεις τις οποίες θα αποκαλούμε εκφραστικές.
Ο Δαρβίνος, λοιπόν, με την πρώτη του αρχή έθεσε τις απαρχές της λεγόμενης συμπεριφοριστικής σκέψης, που εστιάζει στη συσχέτιση ορισμένων κινήσεων και εγκεφαλικών μοτίβων. Επιπλέον, θα λέγαμε ότι αποκάλυψε, τριάντα χρόνια πριν τον Freud, όχι μόνο τη σχάση του ψυχισμού σε συνειδητό και ασυνείδητο, αλλά και τη σχάση του ίδιου μυϊκού συστήματος σε μυώνες που μπορούν να επηρεαστούν περισσότερο από τη συνείδηση και τη βούληση και σε μυώνες για τους οποίους κάτι τέτοιο είναι αδύνατο.
Με άλλα λόγια, ο Δαρβίνος έθεσε τις βάσεις, προφανώς χωρίς ο ίδιος να το γνωρίζει, γι’ αυτό που μισό αιώνα αργότερα ονομάστηκε από τον Wilhelm Reich «Θώρακας». Πρόκειται για τον ρόλο του μυϊκού συστήματος στην καταστολή, τη δέσμευση και την αναδιάταξη του συναισθήματος και των συγκινήσεων.
Όσον αφορά τη δεύτερη αρχή, τη λεγόμενη αρχή της αντίθεσης, ο Δαρβίνος μάς λέει ότι, υπό την επήρεια αντίθετων καταστάσεων του νου, το σώμα θα έχει την τάση να κάνει αντίθετες κινήσεις σε σχέση με εκείνες που υπαγορεύει η δράση που διεξάγεται υπό τον έλεγχο της πρώτης αρχής. Αυτό σημαίνει, ότι σε μεγάλο βαθμό το σωματικό ρεπερτόριο καταρχάς ορίζεται με όρους ΝΑΙ/ΌΧΙ, με όρους δυϊκούς, και πολύ αργότερα μαθαίνει τις ενδιάμεσες βαθμίδες.
Ένα απλό παράδειγμα για αυτή τη δεύτερη αρχή είναι η σωματική έκφραση του «ναι» με το γνέψιμο προς τα κάτω. Η σωματική έκφραση του «όχι» είναι παγκοσμίως η κίνηση του κεφαλιού προς τα πάνω. Το ερώτημα βέβαια που μπαίνει είναι εάν είναι αυτή η μοναδική χειρονομία που αφορά το όχι. Ένα άλλο παράδειγμα αφορά τον σκύλο, που όταν βρίσκεται σε επιθετική διάθεση ανορθώνει τα αυτιά, τη ράχη και το τρίχωμά του, ενώ όταν έχει στοργική διάθεση, καμπυλώνει τη ράχη του, ρίχνει τα αυτιά του και το τρίχωμα του γίνεται εξαιρετικά απαλό. Η ουρά του στη μία περίπτωση είναι όρθια, ενώ στη δεύτερη κουνιέται χαρούμενη ή είναι γερμένη, συνεπώς το σύνολο των στογικών κινήσεών του χαρακτηρίζεται, κατά τον Δαρβίνο, από την αντίθεση προς εκείνες που κάνει όταν είναι επιθετικός (σ. 80-83). Το ίδιο μπορούμε να παρατηρήσουμε φυσικά και στους ανθρώπους, εάν απλά παρατηρήσουμε πόσο διαφορετική είναι η σωματική εικόνα κάποιου που βρίσκεται σε επιθετική διάθεση από ενός άλλου που βρίσκεται κάτω από την επήρεια της στοργής ή της αγάπης.
Η τρίτη αρχή σημαίνει απλά ότι ορισμένες δράσεις που αναγνωρίζονται ως εκφραστικές είναι αποτέλεσμα της συγκρότησης του νευρικού συστήματος και εξαρχής υπήρξαν ανεξάρτητες από τη βούληση και, σε μεγάλο βαθμό, από τη συνήθεια. Η μετάδοση της νευρικής ενέργειας γίνεται σε συγκεκριμένες κατευθύνσεις που είναι καθορισμένες φυλογενετικά, αλλά και σε ένα βαθμό καθορισμένες από τη συνήθεια. Αυτή η μετάδοση της νευρικής ενέργειας σε συγκεκριμένα κανάλια εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την ποσότητα της νευρικής ενέργειας ή από αυτό που με φροϋδικούς όρους θα ονομάζαμε «οικονομικό παράγοντα» του ψυχισμού.
Ας δώσουμε όμως μερικά παραδείγματα ακόμα αντανακλαστικής δράσης. Ένα από αυτά είναι ότι όταν πάει κάποιος να μας χτυπήσει να σφιγγόμαστε και να κλείνουμε έστω στιγμιαία τα μάτια μας. Ένας πυγμάχος, όμως, ή ένας παλαιστής, ή ένας θηριοδαμαστής, ή μια χειρουργός, ή απλούστατα κάθε ανθρώπινο ον που έχει καλή σχέση με τον κίνδυνο και ανέχεται αυξημένα ποσά πόνου, μπορεί να εκπαιδεύσει το πρόσωπό του «να μην κλείνει τα μάτια». Και σε συμβολικό και σε πραγματικό επίπεδο.
Ένα άλλο, πιο απλό παράδειγμα, είναι η τάση να φυσάμε δυνατά τη μύτη μας όταν μπαίνει κάτι στα ρουθούνια μας ή να δακρύζουμε όταν μπαίνει ένα σκουπιδάκι στα μάτια μας. Όλες αυτές οι δράσεις του σώματος είναι αντανακλαστικές και δεν καθορίζονται από τη βούληση. Βλέπουμε όμως μέσα από τον εξαιρετικά λιτό όρο «Συνήθεια» τη γιγάντια αλληλοδιαπλοκή της Φύσης με τον Πολιτισμό. Το γεγονός του ότι το Σώμα μας δεν είναι μόνο Φύση, αλλά ούτε και μόνο Πολιτισμός, αλλά ένα αξεδιάλυτο ζευγάρωμα αυτών των δύο στιγμών, που μπορεί να δημιουργήσει στον εκάστοτε πολιτισμό από θαυμάσιους έως αποτρόπαιους συνδυασμούς.
Τέλος, ένα ακόμη παράδειγμα είναι αυτό της απώλειας του χρώματος των τριχών μετά από έντονο τρόμο. Είναι γνωστό ότι σε περιπτώσεις έντονου στρες τα μαλλιά μπορούν να ασπρίσουν. Φαινόμενο εντυπωσιακό, που μπορούμε να το επιβεβαιώσουμε ρωτώντας έναν πιλότο μαχητικού. Πολλοί καταδικασμένοι σε θάνατο πάθαιναν το ίδιο πράγμα. Είναι γνωστό άλλωστε ότι ο φιλόσοφος Κορνήλιος Καστοριάδης έχασε τα μαλλιά του στα Δεκεμβριανά. Μπορούμε να είμαστε βέβαιοι, ό,τι και εάν λέει ο αγαπημένος φιλόσοφος, για το τι ένιωσε, σε πολύ βαθύ ασυνείδητο επίπεδο.
Δεν μπορούμε να κάνουμε ούτε κατά διάνοια πλήρη αναφορά στον πλούτο του βιβλίου. Αυτό που θα επιχειρήσουμε είναι να σταχυολογήσουμε ορισμένα εξαιρετικά ενδιαφέροντα σημεία του έργου του συγγραφέα όσον αφορά την έκφραση των συγκινήσεων. Θα κάνουμε ενδεικτικά λόγο για δύο βασικά συναισθήματα και τη συνολική σωματική τους έκφραση σύμφωνα με το βιβλίο. Θα μιλήσουμε για τη Χαρά και τον Θυμό.
Ας ξεκινήσουμε με τη Χαρά. Τι συμβαίνει με το σώμα μας όταν χαιρόμαστε; Ποιες είναι οι ανατομικές-μηχανικές πλευρές της χαράς; Με ποιους μύες χαιρόμαστε, πώς αναπνέουμε όταν χαιρόμαστε και ποια είναι τα χαρακτηριστικά «συμπτώματα» του χαρούμενου ανθρώπου;
Ο Δαρβίνος ξεκινάει με τον γνωστό, έντονο τρόπο του το κεφάλαιο για την παρουσίαση της χαράς, σημειώνοντας ότι το «[γ]έλιο φαίνεται πως είναι η έκφραση της απόλυτης χαράς και ευτυχίας. Αυτό το παρατηρούμε μετά βεβαιότητας στα παιδιά που παίζουν, τα οποία σχεδόν πάντοτε γελούν ασταμάτητα [...] ο Όμηρος περιγράφει το γέλιο των θεών ως την ευφορία της ουράνιας χαράς τους μετά από το καθημερινό συμπόσιό τους» (σ. 279). Γνήσια φροϋδικές διατυπώσεις οπωσδήποτε, που μας φέρνουν στον νου τις αθάνατες διατυπώσεις του Φρόυντ στο κείμενό του Το ευφυολόγημα και ή σχέση του με το ασυνείδητο.
Το πρόσωπο του ανθρώπου ανοίγει όταν χαίρεται και αυτό κατά βάση οφείλεται στη δράση των μυών γύρω από τα μάτια και τα ζυγωματικά. «Ο δρ. Duchenne έχει κατ’ επανάληψη υποστηρίξει ότι υπό την επίδραση της συγκίνησης της χαράς το στόμα ενεργοποιείται αποκλειστικά από τους μείζονες ζυγωματικούς μυς, οι οποίοι χρησιμεύουν στο τράβηγμα των γωνιών προς τα πίσω και πάνω…» (σ. 285-286).
Έτσι λοιπόν μπορούμε να πούμε ότι το γέλιο ανοίγει το πρόσωπο, κάτι που απ’ ό,τι φαίνεται επιβεβαιώνεται και από τις αυθόρμητες λαϊκές εκφράσεις «έχει πολύ ανοιχτό πρόσωπο», «άνοιξε το πρόσωπό του», «χάρηκε και φώτισε το πρόσωπό της», «φωτίστηκε ολόκληρη» κτλ.
Όπως φανερώνουν οι δαρβινικές παρατηρήσεις, το γέλιο ενεργοποιεί τον θώρακα και ιδιαίτερα την περιοχή των θωρακικών μυών και του διαφράγματος. Και αυτό διότι για να γελάσουμε πρέπει να πάρουμε πολύ οξυγόνο και αυτή η διαδικασία κινητοποιεί όλο το μυϊκό σύστημα, προκειμένου να ανταποκριθεί μυϊκά και ενεργειακά στα συναισθήματα χαράς και ευφορίας.
Έτσι λοιπόν, από αυτήν την κινητοποίηση του ανοιχτού στόματος προκύπτουν τα φωνήματα του γέλιου, τα γνωστά «χαχαχα», τα λεγόμενα χάχανα. Το γέλιο ενεργοποιεί το διάφραγμα και μάλλον χαλαρώνει τον θώρακα εξαιτίας των συσπάσεων που επιφέρει. Ίσως αυτό εν μέρει να μπορεί να ερμηνεύσει και τη δημιουργία λόξυγγα πολλές φορές μετά από έντονη χαρά, εφόσον ο λόξυγγας έχει κατεξοχήν σχέση με το διάφραγμα (σ. 284-290).
Φαίνεται έτσι ότι επιβεβαιώνεται για άλλη μία φορά ο Βίλχελμ Ράιχ, στις χαρακτηροαναλυτικές και νευροφυτοθεραπευτικές του θέσεις σχετικά με τη σημασία του διαφράγματος και του θώρακα συνολικά στη βιοενεργειακή σεξ-οικονομία του υποκειμένου. Όπως επίσης καθίσταται εμφανές το τι σημαίνει πλέον το «πεσμένο» πρόσωπο ενός καταθλιπτικού ή ενός απλά θλιμμένου ανθρώπου, ή το πόσο αναζωογονητική συνολικά για το Σώμα είναι η Χαρά.
Πάμε τώρα και στο συναίσθημα του Θυμού. Η συνολική σωματική έκφραση του Θυμού, όπως γνωρίζουμε όλοι, είναι τελείως διαφορετική. Τα μάτια συγκλίνουν προς το αντικείμενο, καθώς απ’ ό,τι φαίνεται η επιθετικότητα μάς βοηθάει και συγκεκριμενοποιεί αυτό που έχουμε απέναντι μας. Τα ρουθούνια είναι διάπλατα ανοιχτά, καθότι η προετοιμασία της επίθεσης προετοιμάζει όλο το μυϊκό σύστημα για έντονη δράση. Πρόκειται για το γνωστό τρίπτυχο που ανέλυσε πρώτος ο Henri Laborit: Fight-Flight-Freeze.
Καθώς πρόκειται να προβούμε σε επιθετικές πράξεις, το σαγόνι σφίγγει και αυτόματα σφίγγει και η οδοντοστοιχία (σ. 341-343). Φαίνεται ότι αυτό το σφίξιμο του σαγονιού έχει σχέση με το ότι με το συναίσθημα του Θυμού παλινδρομούμε φυλογενετικά σε προηγούμενα στάδια εξέλιξης, τότε που τρώγαμε κυριολεκτικά τους εχθρούς μας προκειμένου να επιβιώσουμε.
Απ’ ό,τι φαίνεται, δηλαδή, ο Θυμός έχει σχέση με το λεγόμενο στοματικό στάδιο, μιλώντας φροϋδικά. Με τη στοματική σχέση με το αντικείμενο. Οι εκφράσεις της γλώσσας για τους θυμωμένους ανθρώπους «μιλούσε με τά δόντια του» ή «σφιχτός στο σαγόνι σαν πίτμπουλ» είναι πολύ χαρακτηριστικές. Εξάλλου, είναι πολύ γνωστό σε όλες και όλους το πόσο συχνό φαινόμενο αποτελεί το να σφίγγουμε τα δόντια μας κατά τη διάρκεια του ύπνου, πράγμα που έχει αναγνωριστεί ως μια έκφραση ασυνείδητης επιθετικότητας, η οποία μπορεί να βγει στην επιφάνεια μόνο κατά τη διάρκεια του ύπνου, όπως ακριβώς και το όνειρο.
Η Καρδιά από την άλλη μεριά αυξάνει τη δραστηριότητά της και γι’ αυτό πολλές φορές το πρόσωπο των οργισμένων ανθρώπων παίρνει ένα βαθύ κόκκινο χρώμα: «κοκκίνησε από την οργή του», που λέμε. Τα τρέμουλα είναι επίσης συχνή υπόθεση (σ. 339-341).
Πολλές φορές όμως η μη έκφραση του θυμού μπορεί να έχει την ακριβώς αντίθετη επίδραση, δηλαδή την έκφραση της ώχρας στο πρόσωπο ή και πολύ συχνά ενός καρδιακού επεισοδίου. Πλήρης επιβεβαίωση της βιοενεργειακής αρχής που λέει ότι συναισθήματα που δεν εκφράζονται ούτε λεκτικά, ούτε σωματικά, σωματοποιούνται (σ. 337-338).
Επίλογος
Είναι προφανές ότι στα πλαίσια ενός τόσο μικρού κειμένου δεν μπορεί να γίνει ούτε ενδελεχής αλλά ούτε καν στοιχειώδης παρουσίαση αυτού του πραγματικά καινοτόμου έργου. Έργο που έστεκε στο περιθώριο της δαρβινικής σκέψης, σκέψης τόσο πλούσιας και τόσο σύνθετης, ώστε μάλλον τέθηκε σε λειτουργία ο ψυχο-ιστορικός Νόμος που λέει «Μία απορρόφηση ενός στοιχείου κάθε φορά». Η Θεωρία της Εξέλιξης, ο Ανταγωνισμός και η αρχή «Προσαρμογή αλλιώς εξαφάνιση» (adapt or perish), δεν ήταν απλά χρήσιμα ως επιστημονικά εννοιολογικά εργαλεία, αλλά λειτούργησαν ως πολεμικές, συγκρουσιακές αναφορές στο πεδίο του κοινωνικο-ιστορικού, καθιστάμενες όπλα στις διαμάχες του κοινωνικού Ανταγωνισμού.
Συνηθέστατα η οικειοποίηση του δαρβινικού έργου δεν έγινε από τους φίλους και φίλες της Ελευθερίας αλλά από τους εχθρούς της, με κυριότερο και αποτρόπαιο παράδειγμα την Ευγονική, που χρησιμοποιούσε ένα ψευτοδαρβινικό λεξιλόγιο, προσπαθώντας να εφαρμόσει τη δαρβινική αρχή «επιβίωση του αρμοστικότερου» στο κοινωνικό πεδίο. Την κατάληξη την ξέρουμε όλοι και ονομάζεται Αδόλφος Χίτλερ. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε όμως και τη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία που ζει και βασιλεύει στις ημέρες μας και υπερασπίζεται έναν ακραίο κοινωνικό δαρβινισμό.
Η παρουσίαση αυτή, μεταξύ άλλων είχε και έχει σαν στόχο να διεγείρει το ενδιαφέρον για αυτό που ονομάζεται φυσικό κομμάτι του ανθρώπου και το οποίο είναι ακράδαντη πεποίθησή μου ότι δεν πρέπει επουδενί να το παραχωρίσουμε στους εχθρούς της ελευθερίας. Ακριβώς το ίδιο πράγμα που πρέπει να κάνουμε με την ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας. Οι γνωσιακοί και ψυχοπολιτικοί δυϊσμοί ουδέποτε βοήθησαν, καθώς ενεργοποιούν τον πανάρχαιο μηχανισμό Φίλος-Εχθρός.
Τέλος, αξίζει να αναφερθεί ότι η ελληνική έκδοση του βιβλίου (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2017, μετάφραση Κατερίνα Λιγκοβανλή) στην οποία βασιστήκαμε είναι πλήρης από κάθε άποψη, περιλαμβάνοντας μια εκπληκτική εισαγωγή του Paul Ekman και έναν ακόμα καλύτερο επίλογο του ιδίου σχετικά με τις διαμάχες γύρω από το ζήτημα Φύση-Πολιτισμός – διαμάχες που προφανώς ανανεώθηκαν από τη θέληση του Ekman να μελετήσει τις συγκινήσεις του ανθρώπινου προσώπου και να διαπιστώσει εάν έχουν βιολογικό ή πολιτισμικό χαρακτήρα.
Τέλος, υπάρχουν και μερικές πολύ ενδιαφέρουσες σελίδες του Ekman και του Philip Prodger για τον ρόλο της φωτογραφίας στο συγκεκριμένο έργο. Σελίδες που μπορεί να ενδιαφέρουν τόσο τους ιστορικούς των επιστημών, όσο και τους/τις φωτογράφους, αλλά και τους απλούς πολίτες που σκέπτονται πολύπλοκα και συνθετικά. Πρόκειται για μια πλήρη έκδοση, πραγματικά απολαυστική, που πρέπει να βρίσκεται σε κάθε βιβλιοθήκη.