Θεωρία

Η φαντασία, πηγή του καινούριου

Όταν γράφετε ένα ποίημα, χρησιμοποιείτε βέβαια τις υπάρχουσες λέξεις, θα πρέπει όμως να είναι κάποιος εξαιρετικά στενόμυαλος ή να μην έχει διαβάσει ποτέ καλή ποίηση για να ισχυριστεί ότι το ποίημα σας είναι απλώς ο συνδυασμός των λέξεων. Το ποίημα είναι μια δημιουργία, είναι δηλαδή η παραγωγή κάποιου πράγματος ριζικά καινούριου, κάποιου πράγματος που όχι μόνο δεν προϋπήρχε, αλλά επιπλέον δεν μπορεί να αναχθεί στο σύνολο των περιστατικών και των συνθηκών που προηγήθηκαν της ύπαρξής του. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι το ποίημα γεννήθηκε μέσα στο κενό, ούτε ότι θα μπορούσε να το έχει γράψει ο οποιοσδήποτε. Σημαίνει όμως ότι στο σύνολο των περιστατικών που σας οδήγησαν στη συγγραφή του, προστέθηκε κάτι το κάπως απροσδιόριστο, κάτι που γεννά νέες μορφές: η φαντασία σας.

Ας πάρουμε ένα άλλο παράδειγμα, τον περίφημο πίνακα του Gauguin "από πού ερχόμαστε; τι είμαστε; πού πάμε;", τον οποίο είχα την ευκαιρία να δω από κοντά, κατά τύχην όλως, σε μια έκθεση στη Γένοβα. Τι μπορούμε να πούμε γι' αυτόν τον πίνακα; Υπάρχει κάποια εξήγηση στο γιατί τον έφτιαξε έτσι ο ζωγράφος, κάποια εξήγηση σχετική με τα βιώματά του, τις εμπειρίες του, τα διαβάσματά του κλπ; Αν μέναμε σε αυτά, θα παραβλέπαμε το πιο ουσιώδες, ότι δηλαδή ο Gauguin δημιούργησε ένα αριστούργημα που δεν υπήρχε. Γι' αυτήν του τη δημιουργία υπήρξαν φυσικά κάποιες συνθήκες που στάθηκαν αναγκαίες, όπως λόγου χάρη και πριν απ' όλα το ταλέντο του*. Σε αυτό μπορεί να προσθέσει κανείς ότι το ταξίδι του στην Ινδία τον επηρέασε ως προς τα χρώματα και τις μορφές των γυναικών, η φιλία του με τον Βαν Γκογκ ως προς τον τρόπο που έβλεπε τη ζωγραφική, τα βιβλία που είχε διαβάσει ως προς την κοσμοθεωρία του κλπ. Όλα αυτά όμως είναι το πολύ αναγκαίες συνθήκες, όχι όμως και ικανές. Το έργο δε θα φτιαχνόταν αν ο ίδιος δεν είχε βάλει σε κίνηση τη δημιουργικότητά του και τη φαντασία του. Τη φαντασία, που είναι ως ένα βαθμό αδύνατο να τη συλλάβουμε με τις κλασικές κατηγορίες που διαθέτουμε, ακριβώς γιατί χαρακτηριστικό της είναι η μερική απροσδιοριστία.

Σε πολλές εκδηλώσεις για την τέχνη, η παραγνώριση της παραπάνω βασικής διάκρισης μεταξύ ικανών και αναγκαίων συνθηκών οδηγεί σε αναγωγισμούς κάθε είδους: ο ψυχαναλυτής δίνει την ψυχαναλυτική εξήγηση του έργου, ο κοινωνιολόγος την κοινωνική, ο ανθρωπολόγος την ανθρωπολογική. Καλά και χρήσιμα είναι όλα αυτά, καθώς στον καλλιτέχνη, όπως και σε κάθε άνθρωπο, φυσικά και υπάρχουν ψυχολογικοί όροι για κάθε του πράξη, όπως και κοινωνικοί προσδιορισμοί, αφού μέσα σε κάποια κοινωνία γεννήθηκε, έμαθε να μιλά τη γλώσσα της και να σκέφτεται με τους τρόπους της- γλώσσα και τρόπους που είναι εξάλλου αναγκασμένος να χρησιμοποιήσει ακόμη και για να πάει κόντρα σε αυτήν την κοινωνία· δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε ότι αν περιοριστούμε σε αυτά χάνουμε την αυθύπαρκτη αξία της τέχνης, την ομορφιά που υπάρχει και που είναι κάτι παραπέρα από όλους αυτούς τους όρους. Αν τα πράγματα δεν ήταν έτσι όπως υποστηρίζω εδώ, η διαχρονικότητα και η παγκοσμιότητα κάποιων έργων θα παρέμενε ανεξήγητο φαινόμενο. Τα έργα θα μιλούσαν μόνο σε όσους έζησαν σε μια ορισμένη κοινωνία, μια ορισμένη ιστορική περίοδο και μοιράστηκαν επιπλέον τα βιώματα του καλλιτέχνη· ακόμη, όλοι οι συγγραφείς μιας γενιάς θα έγραφαν περίπου τα ίδια. Φυσικά, τα πράγματα δεν είναι έτσι, ούτε από τη μία ούτε από την άλλη μεριά. Πολλοί πήγαν στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά μόνο ο Σελίν έγραψε το Ταξίδι στην άκρη της νύχτας. 

Ο ίδιος αναγωγισμός παρατηρείται δυστυχώς και σε πολλές συζητήσεις για την κοινωνία και την πολιτική. Οι ανθρώπινοι θεσμοί υποτίθεται ότι εξηγούνται με βάση την οικονομία, την τεχνολογικές εξελίξεις, τη θεωρία της εξέλιξης ή δεν ξέρω εγώ τι άλλο, παραγνωρίζεται δηλαδή το γεγονός ότι οι θεσμοί είναι κι αυτοί ανθρώπινες δημιουργίες, για τις οποίες η φαντασία των ανθρώπων παίζει το βασικότερο ρόλο. Ο Κορνήλιος Καστοριάδης μίλησε γι' αυτό στο βασικό έργο του, τη Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας. Υποστηρίζει εκεί ότι και για τη δημιουργία των θεσμών υπάρχουν ακριβώς αναγκαίες, όχι όμως και ικανές συνθήκες. Το κλασικότερο παράδειγμα που χρησιμοποιεί είναι αυτό για τη δημιουργία της δημοκρατίας από τους αρχαίους Αθηναίους. Φυσικά, για να μπορέσουν να διαμορφώσουν ένα πολιτικό σύστημα στο οποίο όλα εξαρτώνταν από τους ίδιους, χρειαζόταν να έχουν την ιδέα, τη φαντασιακή σημασία, ότι οι θεσμοί είναι ανθρώπινα δημιουργήματα κι όχι θέσφατα. Χρειάζονταν ακόμη την ιδέα ότι η ζωή στον κάτω κόσμο δεν υπάρχει ή είναι πολύ χειρότερη απ' ό,τι στον εδώ κόσμο, επομένως ό,τι γίνει θα γίνει τώρα και θα το κάνουμε εμείς. Όμως αυτές οι ιδέες ήταν απλώς αναγκαίες, δεν οδηγούσαν νομοτελειακά στην παραγωγή της δημοκρατίας. Για να συμβεί ό,τι συνέβη χρειάστηκε οι άνθρωποι να δουλέψουν, να επινοήσουν θεσμούς, να τους αμφισβητήσουν και να τους αλλάξουν.

Έχουμε επομένως έναν ορισμό του καινούριου με τη βαθειά σημασία της έννοιας: είναι αυτό που δεν μπορεί να παραχθεί από τα προηγούμενα, ούτε να αναχθεί σε αυτά. Είναι μια ρήξη με τα προηγούμενα, μια ρήξη που οφείλεται στη δημιουργική ικανότητα και τη φαντασία του ανθρώπου. Αυτό δεν σημαίνει ότι το καινούριο προκύπτει μέσα στο κενό, σαν κεραυνός εν αιθρία. Πάντα πατάμε πάνω στις πλάτες άλλων που προηγήθηκαν και χρησιμοποιούμε τα υλικά που βρίσκουμε διαθέσιμα, είτε μιλάμε για ποιήματα είτε για εφευρέσεις είτε για θεσμούς. Το γεγονός όμως ότι ο Φραγκλίνος μελέτησε τον ηλεκτρισμό δεν σημαίνει ότι εφηύρε και το τηλέφωνο.

Πριν κλείσουμε, θα προσθέσουμε δύο τελευταίες παρατηρήσεις: το καινούριο δεν υπάρχει απλώς ως δυνατότητα, αλλά επιπλέον δημιουργεί το ίδιο καινούριες δυνατότητες. Αυτό γίνεται φανερό τόσο στο πεδίο των εφευρέσεων, όπως το αεροπλάνο, όσο και των θεσμών: η συνέλευση του δήμου δε φύτρωσε σαν καρπός στα δέντρα, δεν προϋπήρχε σαν πλατωνική ιδέα. Την έφεραν στην ύπαρξη οι άνθρωποι, ανοίγοντας από εκεί και πέρα ενδεχόμενα που για έναν Κινέζο υπήκοο ήταν τότε σενάρια επιστημονικής φαντασίας, αν όχι πράγματα κυριολεκτικά αδιανόητα. Αυτό είναι από τη μία μεριά αισιόδοξο, γιατί μας δίνει δυνατότες δράσεις, μας αποκαλύπτει ότι είμαστε ενεργά υποκείμενα κι όχι γρανάζια μηχανιστικών νόμων. Είναι όμως παράλληλα και επικίνδυνο, καθώς η δημιουργία, με την έννοια που την πραγματευόμαστε τώρα, δεν έχει αξιολογική χροιά. Δημιουργία με αυτήν την έννοια είναι τόσο το Γκουαντάναμο όσο και η Σατραπεία του Καβάφη.

Και για να πιάσουμε το ζήτημα κι από την ανάποδη, θα ήταν ίσως χρήσιμο να επισημάνουμε σε όσους δεν δέχονται αυτήν την έννοια του ριζικά καινούριου τις ακραίες συνέπειες της θέσης τους. Αν δεν υπήρξε ποτέ κάτι καινούριο και όλα ανάγονται πλήρως στις κάθε φορά προϋπάρχουσες συνθήκες, αυτό σημαίνει ότι τα πάντα, οι παγκόσμιοι πόλεμοι, η Ιερά Εξέταση, το αποτέλεσμα του προχθεσινού αγώνα και αυτές οι γραμμές που γράφω τώρα, υπήρχαν μέσα στο bing bang. Αυτό κατά μία έννοια δεν μπορεί να αποδειχθεί ότι είναι λάθος, από την άλλη όμως δεν σημαίνει και πολλά πράγματα και δε νομίζω ότι υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που ζουν τη ζωή τους σκεπτόμενοι "ό,τι και να κάνω, το ίδιο είναι".

Αντί να την προτάξω, όπως συνήθως κάνω, κράτησα για το τέλος την αφορμή που με έκανε να γράψω. Πρόκειται για ένα απόσπασμα από μια συνέντευξη του Καστοριάδη, όπου αποκαλύπτει πώς απομακρύνθηκε από το μαρξισμό, τη θεωρία που είναι στη βάση της ένας τεράστιος οικονομικός αναγωγισμός. Κλείνει με τον καλύτερο τρόπο το παρόν κείμενο, αφού συνοψίζει τις ιδέες που, παρόλες τις διακηρύξεις μου υπέρ της πρωτοτυπίας και της φαντασίας, δανείστηκα για τη συγγραφή του:  "Ήταν η εποχή που διάβαζα πολλή µυθολογία και έκανα πολλά ταξίδια στην Άπω Ανατολή, για επαγγελµατικούς λόγους. Θυµάµαι, όταν πήγα στο Μπανγκόγκ, που δεν έχει καµιά σχέση µε το σηµερινό, και επισκέφθηκα τις παγόδες, οικοδοµηµένες µε απίθανους τρόπους, µε τα πιο βίαια και κιτς χρώµατα, αναρωτήθηκα τι σηµαίνει "οι παραγωγικές δυνάµεις της Καµπότζης... σχετίζονται µε αυτό..." (γέλια)..., ήταν µια αυθαίρετη κατασκευή των ανθρώπων που το έφτιαξαν. Το αυθαίρετο- δηµιουργία, το µη εξηγήσιµο-δηµιουργία, είναι πάντα µετά τη φαντασία. Προφανώς, εδώ δεν υπάρχει µόνο η φαντασία των ατόµων αλλά και η φαντασία ενός λαού, που αποκαλώ φαντασιακό, ριζικό φαντασιακό, που θεσµίζει µια κοινωνία"

ΥΓ:ολόκληρη τη συνένετυξη μπορείτε να διαβάσετε εδώ, σελ. 53-60

 

*δυστυχώς, το ταλέντο συχνά παραμελείται και οδηγούμαστε σε απόψεις του στυλ "αν κάνεις κάτι με την καρδιά σου θα είναι όμορφο". Αυτές όχι μόνο είναι λανθασμένες, αλλά επιπλέον είναι και προσβλητικές για τόσους ανθρώπους που αγαπάνε με όλη τους την καρδιά μια τέχνη και, παρά τις προσπάθειές τους, δεν μπορούν να γίνουν καλοί σε αυτήν λόγω έλλειψης ταλέντου.

Σχετικά με τον αρθρογράφο

Γιάννης Κτενάς