της Δανάης Ζώη
Η αρρώστια του κ. Κ.[1]
Γιατί είσαι άρρωστος; Ρώτησαν τον κ. Κ.
Γιατί το κράτος δεν είναι εντάξει, αποκρίθηκε εκείνος.
Γι’ αυτό κι ο τρόπος ζωής μου δεν είναι εντάξει, και τα νεφρά μου,
και τα μούσκουλά μου, η καρδιά μου, παρουσιάζουν ανωμαλίες.
Όταν μπαίνω σε πολιτείες τα πάντα κινούνται είτε
πιο είτε πιο αργά από εμένα. Μιλάω μονάχα
σ’ αυτούς που μιλάνε κι ακούω μονάχα όταν όλοι ακούνε.
Κερδίζω χρόνο μόνο από την ασάφεια, από τη σαφήνεια
δεν κερδίζω τίποτα, εκτός κι αν αυτή είναι χτήμα
ενός ανθρώπου μονάχα.
Η «κοινωνική αποστασιοποίηση» που επιβλήθηκε ως ένα από τα πρώτα μέτρα της πολιτικής διαχείρισης της πανδημίας σε παγκόσμια κλίμακα, σηματοδότησε τόσο τη μεταβολή των κοινωνικών σχέσεων και τη μετατόπιση των αλλοτινών κοινωνικών δραστηριοτήτων, συμπεριλαμβανομένης της εργασίας, στην ιδιωτική σφαίρα του σπιτιού, όσο και μία επανατοποθέτηση της πολιτικής εντός του πεδίου της βιοασφάλειας[2] με σκοπό την ενδυνάμωση υπαρχουσών μορφών διακυβέρνησης· αλλά κυρίως το σχεδιασμό νέων, των οποίων η αποτελεσματικότητα φαίνεται πως θέτει στο προσκήνιο μετασχηματισμούς στο χάρτη των ιδεολογικών κεκτημένων της νεότερης πολιτικής ιστορίας της Δύσης.
Με την προσθήκη της «κοινωνικής αποστασιοποίησης» στο γλωσσάρι της δυτικής κουλτούρας στη διάρκεια των τελευταίων μηνών, φαίνεται πως συντελείται μία κομβική αλλαγή στην κοινότητα, στο δημόσιο πεδίο και στον τρόπο με τον οποίο συναναστρέφονται μεταξύ τους οι κοινωνικοί δρώντες. Όπως υπογραμμίζει ο Giorgio Agamben[3], στην παρούσα συνθήκη η αλληλεπίδραση των υποκειμένων βασίζεται σε μία καθολική απαγόρευση, που μορφοποιεί μία άκρως παθητική μάζα, της οποίας τα μέλη απομακρύνονται όλο και περισσότερο το ένα από το άλλο. Στην πραγματικότητα, δεν πρόκειται απλώς για την όξυνση του ατομικισμού· η απαγόρευση της ελεύθερης μετακίνησης και της συνύπαρξης εντός του κοινωνικού ιστού απονεκρώνει το μεμονωμένο άτομο, αφαιρώντας του ποιοτικά χαρακτηριστικά της ταυτότητάς του και, εν γένει, μέρος της ανθρωπινότητάς του. Παράλληλα, το εν λόγω μέτρο απομακρύνει το άτομο από την πολιτική, η οποία κατευθύνεται με ιλιγγιώδη ταχύτητα σε ένα νέο παράδειγμα διακυβέρνησης, που προκρίνει τη θυσία των προσωπικών και κοινωνικών αναγκών έναντι της υγειονομικής ασφάλειας, της οποίας η χρονική οριοθέτηση μοιάζει καθ’ όλα αφηρημένη· ο πολίτης γίνεται υπόλογος της δημόσιας υγείας, τη στιγμή που καταπατάται, με κάθε πιθανό τρόπο, το δικαίωμά του σε αυτήν.
Και αν στην πολιτική σκέψη της Hannah Arendt[4] η ελευθερία παρουσιάζεται ως η raison d’ etre της πολιτικής, ως εκείνο το γεγονός που γίνεται γνωστό εντός της πολιτικής σφαίρας αποτελώντας τον λόγο της ανθρώπινης συμβίωσης και την προϋπόθεση κάθε πράξης, στην εποχή της πανδημίας του κορονοϊού, ερχόμαστε αντιμέτωπες με μία βίαιη αποστέρηση των ανθρωπίνων ελευθερίων, από την οποία ανακύπτει το ερώτημα του κατά πόσο πλέον μπορούμε να μιλάμε με όρους συμβατότητας πολιτικής και ελευθερίας στο εδώ και το τώρα. Ο σκοπός της πολιτικής να διαμορφώνει και να συντηρεί έναν χώρο στον οποίο η ελευθερία μπορεί να εμφανιστεί και να εκφραστεί, δηλαδή έναν δημόσιο χώρο, φαίνεται πως έχει κλονιστεί. Στην πραγματικότητα, η σχέση των επιμέρους ατόμων και η αλληλεπίδρασή τους στη δημόσια σφαίρα, η οποία απαιτεί πάραυτα την ανθρώπινη επαφή, βάλλεται σε τέτοιο βαθμό που καθιστά όλο και πιο ισχυρή την υπόθεση πως η πολιτική βρίσκεται σε μία περίοδο συνεχούς και έντονης κρίσης, στο βαθμό που ανατρέπεται η δυνατότητα της σχέσης μεταξύ των ελεύθερων πολιτών. Ως προς την υπόθεση της μη ταύτισης των εννοιών της πολιτικής και της ελευθερίας, η ιστορική και πολιτική εμπειρία του 20ου αιώνα οδηγεί τη σκέψη της Arendt στα παραδείγματα των ολοκληρωτικών καθεστώτων. Αν αυτό το οποίο βιώνουμε με την πολιτική διαχείριση της πανδημίας, είναι κοντά σε αυτό που περιέγραψε η Arendt ως την αποσύνδεση πολιτικής και ελευθερίας, τότε βρισκόμαστε αντιμέτωπες με μία υπό διαμόρφωση πολιτική πραγματικότητα, η οποία βέβαια, δεν συνεπάγεται με την άνοδο ενός ολοκληρωτισμού· αλλά πολύ περισσότερο, νέες μορφές διακυβέρνησης της ζωής μας.
Ένα από τα παραδείγματα συρρίκνωσης των ελευθεριών, το οποίο καταγράφηκε από την αρχή της πρώτης καραντίνας την περασμένη άνοιξη, είναι η μερική ή ολική απαγόρευση της μετακίνησης και η απομόνωση στο σπίτι, σε μία συνθήκη κατά την οποία το άτομο στερείται τη δυνατότητα οποιασδήποτε κοινωνικής σχέσης. Υπό αυτό το πρίσμα, η αλήθεια της γυμνής ζωής κατά τον Agamben[5], γίνεται το κυρίαρχο κριτήριο της ανθρώπινης επιβίωσης, το οποίο προκρίνει τη βιολογική της πλευρά, επιβεβαιώνοντας με αυτόν τον τρόπο, πως μέσω της διαχείρισης της πανδημίας, το υποκείμενο αντιμετωπίζεται ωσάν να έχει δύο διακριτές μεταξύ τους υποστάσεις· εντός αυτής της δυϊστικής αντίληψης, που διαχωρίζει το σώμα από το συναίσθημα, η ενσώματη επιθυμία περιθωριοποιείται και καταπιέζεται. Το καθολικό μέτρο της απαγόρευσης της κυκλοφορίας, αφενός πυροδότησε μία σειρά τέτοιων καταπιέσεων, αφετέρου φάνηκε, από τα πρώτα κιόλας αποτελέσματά του, πως δεν αφορά, με τον ίδιο τρόπο, το κάθε άτομο. Εν προκειμένω, οι επιπτώσεις που προκύπτουν από τον εγκλεισμό στο σπίτι, έχουν σαφώς -πλην των άλλων- έμφυλη διάσταση. Ενώ το σπίτι προωθήθηκε ως ο απόλυτος χώρος προστασίας και ασφάλειας, στην πραγματικότητα κάτι τέτοιο δεν μπορούσε να ισχύσει εν τη γενέσει.[6] Σε αυτήν τη συνθήκη, ένα από τα κατ’ εξοχήν βαλλόμενα υποκείμενα είναι η γυναίκα. Το «μένουμε σπίτι», το οποίο διαμήνυε η κυβέρνηση στην πρώτη καραντίνα, συνέβαλε καθοριστικά στην αύξηση των περιστατικών έμφυλης και ενδοοικογενειακής βίας[7], αλλά και των γυναικοκτονιών[8], κάνοντας σαφές πως οι πολιτικές διαχείρισης της πανδημίας του κορονοϊού όξυναν τις προϋπάρχουσες έμφυλες ανισότητες και τις κακοποιητικές συμπεριφορές.
Η αποστέρηση του δημόσιου χώρου, ως του πεδίου χειραφέτησης για τη γυναίκα, ως εκείνης της σφαίρας έκφρασης και ενδυνάμωσης της ταυτότητάς της, συνδέεται με την επιστροφή της στο σπίτι και τη μεγέθυνση του φόρτου εργασίας εντός του. Το ανδρικά δομημένο αστικό τοπίο,[9] απογυμνωμένο από τις ανάγκες των γυναικών-χρηστών του, συνηγορεί υπέρ της διχοτόμησης της δημόσιας και της ιδιωτικής σφαίρας, τη στιγμή που μεγεθύνει τις έμφυλες ανισότητες στην περίοδο της πανδημίας, «στριμώχνοντας» τη γυναίκα στον χώρο του σπιτιού, ο οποίος προβάλλεται έτσι ως η «φυσική» της θέση. Βέβαια, δεν είναι μόνο η διάσταση του δίπολου δημόσιου και ιδιωτικού πεδίου που διογκώνεται στην τρέχουσα περίοδο. Η έρημη πόλη, ειδικά κατά τη διάρκεια των βραδινών ωρών, καθίσταται στην ολότητά της, ένας χώρος απαγορευτικός για τη γυναίκα· όχι απλώς γιατί αυτό επιτάσσει ο νόμος με την απαγόρευση της κυκλοφορίας, αλλά γιατί στους άδειους δρόμους και τις άδειες πλατείες καραδοκεί ο βιαστής. Τη στιγμή που η πόλη απονεκρώνεται, μετατρέπεται, με βίαιους όρους, σε ένα απόλυτο πατριαρχικό σύμβολο, το οποίο κανονικοποιεί το φόβο και το αίσθημα κινδύνου στις απανταχού θηλυκότητες. Όσο τα μέτρα προστασίας για τον κορονοϊό θα προτάσσουν το «μένουμε σπίτι» και την καθολική υποταγή της γυναίκας εντός του, τόσο το δημόσιο πεδίο, το οποίο γεννά και αναπαράγει νοήματα, θα γίνεται επικίνδυνο και ανοίκειο για την κάθε γυναίκα.
Η πολιτική διαχείριση της πανδημίας μέχρι στιγμής, έφερε στην επιφάνεια τα όρια των παραδοσιακών οικονομικών και κοινωνικών θεωριών, ενώ παράλληλα, με ποικίλους τρόπους, επιβεβαίωσε τον έμφυλο καταμερισμό της εργασίας[10] με κύρια αναφορά στις μορφές της οικιακής εργασίας, της φροντίδας των παιδιών και των ηλικιωμένων, οι οποίες αποτελούν τη βάση της οικονομίας και της κοινωνίας σε παγκόσμια κλίμακα. Η υπόθεση πως ο καπιταλισμός βρίσκεται σε κρίση, έρχεται να ισχυροποιήσει τη σκέψη πως είμαστε εντός μίας νέας, υπό κατασκευή, πατριαρχικής τάξης πραγμάτων, η οποία πλαισιώνεται από μία αυστηρότερη πειθάρχηση των γυναικείων σωμάτων. Στη δίνη των σύγχρονων μετασχηματισμών της πολιτικής πραγματικότητας και των προσπαθειών ανάκαμψης της καπιταλιστικής πειθαρχίας, το μεγαλύτερο βάρος της αλλαγής που φαίνεται να συντελείται, επωμίζονται οι γυναίκες εργάτριες. Ανατρέχοντας στο έργο της Silvia Federici Ο Κάλιμπαν και η μάγισσα[11], η κριτική της στη σύγχρονη πολιτική οικονομία και τη λειτουργία της οικογένειας, που ως σύστοιχο της αγοράς θέτει τη γυναίκα υπεύθυνη της αναπαραγωγής του εργατικού δυναμικού μέσω της απλήρωτης εργασίας της, έρχεται να ισχυροποιήσει την υπόθεση πως η διαχείριση της πανδημίας τους τρέχοντες μήνες, έχει συμβάλλει και μάλιστα αισθητά, στην όξυνση των έμφυλων ανισοτήτων και διακρίσεων.
Αν θα μπορούσα να αποδώσω ένα συγκεκριμένο περιεχόμενο στη φράση πως «ο Covid 19 αποτελεί καταστροφή για το φεμινισμό»[12] ─φράση η οποία υιοθετήθηκε από πολλές αρθογράφους στο διάστημα των τελευταίων μηνών─ αυτό θα αφορούσε τη μετατόπιση της γυναίκας από το χώρο εργασίας και τη δημόσια σφαίρα, στον ιδιωτικό χώρο του σπιτιού. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για μία κίνηση, η οποία συνεπάγεται με την αφαίρεση της ιδιότητάς της ως μισθωτής εργάτριας, του στοιχείου της ταυτότητάς της που έχει συμβάλλει καθοριστικά στη χειραφέτησή της. Κατά τη διάρκεια της πανδημίας, οι γυναίκες είναι κυρίως αυτές οι οποίες απολύονται ή υφίστανται τις περισσότερες περικοπές στους μισθούς τους.[13] Η αλλαγή που διαμορφώνεται στον πυρήνα της οικογένειας ως απότοκο της τηλεργασίας και της τηλεκπαίδευσης, θέλει τα μέλη της να βρίσκονται ανελλιπώς στο σπίτι. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η γυναίκα αναλαμβάνει την ανατροφή και τη συστηματική επιτήρηση της εκπαίδευσης των παιδιών, τη διεκπεραίωση των λοιπών οικιακών δουλειών, ενώ την ίδια στιγμή, οφείλει να φέρει εις πέρας τις δικές της εργασιακές υποχρεώσεις.[14] Στη λίστα των οικιακών δουλειών έχουν προστεθεί η σχολαστική απολύμανση των προσωπικών αντικειμένων, των μασκών προστασίας, όπως και των προϊόντων των σούπερ μάρκετ. Η κορύφωση της συγκεκριμένης πρακτικής ήρθε στην πρώτη καραντίνα, όταν οι ειδικοί προέτρεπαν την απολύμανση όχι μόνο των προϊόντων των σούπερ μάρκετ, πριν αυτά τοποθετηθούν στα ράφια της κουζίνας, αλλά και των επαναχρησιμοποιούμενων τσαντών.[15] Το υποκείμενο αποδοχής και τέλεσης των οδηγιών της κυβέρνησης για τον ενδελεχή καθαρισμό του σπιτιού, ήταν και εξακολουθεί να είναι η γυναίκα· η συμβολή της ως φροντίστριας, καθιστά την εργασία της αναπόσπαστο κομμάτι της διαχείρισης της πανδημίας στην ιδιωτική, ενδοοικογενειακή σφαίρα. Η υποβάθμιση της άμισθης εργασίας εντός της παρούσας κρισιακής συγκυρίας, ιδωμένη ως πρακτική συνέχισης της ιδέας περί κατωτερότητάς της, η οποία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με ιστορικές περιόδους όπου οι γυναίκες αποκλείονταν από το μισθό, φαίνεται πως επιτρέπει στον καπιταλισμό να συνεχίζει να χρησιμοποιεί τη μισθωτή εργασία, ούτως ώστε να συσσωρεύει, ακόμα περισσότερο, απλήρωτη γυναικεία εργασία. Βάσει αυτού, επιβεβαιώνεται η θέση πως η εργασία εξαρτάται πλήρως από την οικιακή εργασία, ακόμα και αν η τελευταία γίνεται αντιληπτή ως μη εργασία.
Η κίνηση της ανασυγκρότησης του ρόλου της οικογένειας προς την κατεύθυνση της αυτό-περίθαλψης και αυτό-φροντίδας ισχυροποιεί την υπόθεση της Tithi Bhattacharya, σύμφωνα με την οποία ο καπιταλισμός είναι αδύνατον να «δημιουργήσει και να συντηρήσει μία ζωή»,[16] καθώς είναι προσανατολισμένος σε εκείνες τις πρακτικές και πολιτικές που θα επιφέρουν και θα μεγιστοποιήσουν το κέρδος. Η υποβαθμισμένη γυναικεία εργασία εντός του σπιτιού και η πειθάρχηση της ζωής, των επιθυμιών και του σώματος της γυναίκας, έρχεται να καλύψει, λειτουργώντας εξισορροπητικά, το άνωθεν κενό με τη δημιουργία άτυπων μορφών κοινωνικής φροντίδας. Τα όρια μεταξύ της εργασίας της κοινωνικής αναπαραγωγής[17] και της καπιταλιστικής παραγωγής στην παρούσα συνθήκη, δεν έχουν υπάρξει περισσότερο διακριτά, όπως υπογραμμίζει σε συνέντευξή της η Nancy Fraser,[18] επιβεβαιώνοντας αφενός την κρίση στην οποία βρίσκεται ο καπιταλισμός, αφετέρου το πόσο εν τέλει εξαρτάται το σύνολο της κοινωνίας από την εν λόγω μορφή εργασίας, δίχως την οποία το ενδεχόμενο κατάρρευσης του κοινωνικού πλέγματος θα ήταν αρκετά πιθανό.
[1] Μ. Μπρεχτ, Ιστορίες του κ. Κόϋνερ: η διαλεκτική ως τρόπος ζωής, μτφρ., Π. Μάρκαρης, Θεμέλιο, Αθήνα, 2008.
[2] G. Agamben, Που βρισκόμαστε; Η επιδημία ως πολιτική, (μτφ) Π. Καλαμαράς, Τ. Θεοφιλογιαννάκος, Εκδόσεις Αλήστου Μνήμης, Αθήνα, 2020.
[3] Βλ. στο ίδιο βιβλίο του G. Agamben, το κείμενό του για την κοινωνική αποστασιοποίηση (σ.41-44).
[4] Βλ. ενδεικτικά H. Arrend, Ελευθερία, αλήθεια και πολιτική, μτφρ., Γ.Ν. Μερτίκας, Στάσει Εκπίπτοντες, Αθήνα, 2012.
[5] «Με ρωτάτε για τη γυμνή ζωή. Το γεγονός είναι ότι αυτό που περιέγραψα μπόρεσε να συμβεί επειδή διχοτομήσαμε την ενότητα της ζωτικής μας εμπειρίας, η οποία είναι πάντοτε, κατά τρόπο αδιαχώριστο, σωματική και πνευματική, αφενός σε μια καθαρά βιολογική οντότητα (τη γυμνή ζωή) και αφετέρου σε μια συναισθηματική και πολιτιστική ζωή. Ο Ιβάν Ίλιτς έχει επισημάνει τις ευθύνες της σύγχρονης ιατρικής γι’ αυτήν τη διχοτόμηση, η οποία θεωρείται δεδομένη και μη αμφισβητήσιμη και η οποία, αντιθέτως, είναι η κατ’ εξοχήν αφαίρεση. Γνωρίζω πολύ καλά ότι αυτή η αφαίρεση εφαρμόστηκε από τη σύγχρονη επιστήμη μέσω συσκευών ανάνηψης, οι οποίες μπορούν να κρατήσουν ένα σώμα σε κατάσταση φυσικής ζωής. Αλλά εάν οι συνθήκες αυτές επεκταθούν πέρα από τα ορθά χωρικά και χρονικά όρια, ,όπως επιδιώκεται σήμερα, και γίνουν ένα είδος αρχής της κοινωνικής συμπεριφοράς, θα πέσουμε σε αδιέξοδες αντιφάσεις. Πρέπει να θυμίσουμε ότι οι μόνοι άλλοι τόποι όπου τα ανθρώπινα όντα διατηρούνταν σε κατάσταση καθαρά φυτικής ζωής ήταν τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης;», απόσπασμα από τη συνέντευξη που παραχώρησε ο G. Agamben στον Ίβαρ Έκμαν στο δημόσιο ραδιόφωνο της Σουηδίας, τον Απρίλιο του 2020, η οποία βρίσκεται στο βιβλίο του G. Agamben, Που βρισκόμαστε; Η επιδημία ως πολιτική.
[6] Σε αυτό το σημείο, θα παραπέμψω στο κείμενο της Judith Butler Ο καπιταλισμός έχει τα όριά του το οποίο δημοσιεύθηκε στα τέλη Μαρτίου του 2020, στην Εφημερίδα των Συντακτών, σε μετάφραση του Γεράσιμου Κακολύρη και της Κικής Καψαμπέλη.Μεταξύ άλλων, γίνεται αναφορά στο ότι το σπίτι δεν είναι για όλες ένα χώρος δεδομένος και ασφαλής, γεγονός το οποίο διογκώθηκε με τη διαχείριση της πανδημίας.
[7] Ενδεικτικά παραπέμπω στην έκθεση της Γενικής Γραμματείας Οικογενειακής Πολιτικής και Ισότητας των Φύλων, η οποία δημοσιεύτηκε το Μάιο του 2020, παρουσιάζοντας σε ποσοστά τα περιστατικά που καταγράφηκαν τηλεφωνικώς στη γραμμή SOS 15900, στο διάστημα της πρώτης καραντίνας.
[8] Στη διάρκεια του έτους 2020, καταγράφηκαν συνολικά 11 γυναικοκτονίες στην Ελλάδα.
[9] Βλ. την εισαγωγή της Liz Bondi «Έμφυλα σύμβολα και αστικά τοπία» [εδώ], η οποία είναι δημοσιευμένη στο A. Cuthbert (επιμ), Designing Cities: Critical Readings in Urban Design, Oxford, Blackwell, 2003, σ.204-215.
[10] Βλ. Β. Ozkazanc-Pan, A. Pullen, Reimagining value: A feminist commentary in the midst of the COVID‐19 pandemic, Gender, Work, Organization, τχ 7, αρ. 10, Δεκέμβριος, 2020 [εδώ].
[11] Bλ. S. Federici, Ο Κάλιμπαν και η μάγισσα: γυναίκες, σώμα και πρωταρχική συσσώρευση, μτφρ., Ι. Γραμμένου, Λ. Γυιόκα, Π. Μπίκας, Λ. Χασιώτης, Εκδόσεις των ξένων, Θεσσαλονίκη, 2011.
[12] Βλ. το κείμενο της Helen Lewis The Coronavirus Is a Disaster for Feminism, το οποίο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό The Atlantic το Μάρτιο του 2020.
[13] Ενδεικτικά παραπέμπω στο ακόλουθο κείμενο, COVID-19 and gender equality: Countering the regressive effects, για τα στοιχεία που επιβεβαιώνουν πως οι γυναίκες απολύονται σε μεγαλύτερο ποσοστό από τις δουλειές τους, σε σχέση με τους άνδρες, στο διάστημα της πανδημίας του κορωνοϊού.
[14] Βλ. ενδεικτικά τα ακόλουθα άρθρα: The impact of COVID-19 on gender inequality in the labor market and gender-role attitudes, COVID-19, gender inequality, and the responsibility of the state, The Impact of COVID-19 on Gender Equality, A feminist perspective on COVID‐19 and the value of care work globally.
[15]Η προτροπή των ειδικών για τακτικό πλύσιμο των χεριών δεν άργησε να φτάσει και στο σχολαστικό καθαρισμό των διαφόρων προϊόντων, ειδικά δε αυτών των σούπερ μάρκετ, την οποία μάλιστα ακολούθησαν έρευνες για την καταγραφή των ημερών που ο ιός μένει πάνω στις διάφορες επιφάνειες. Ενδεικτικά παραπέμπω στο παρακάτω άρθρο, Ψώνια στο σούπερ μάρκετ: Σχολαστικός καθαρισμός πριν μπουν στα ντουλάπια μας, το οποίο δημοσιεύθηκε τον Μάρτιο του 2020 στην ιστοσελίδα της ΕΡΤ.
[16] Βλ. τη συνέντευξη Social Reproduction and the Pandemic που παραχώρησε η Tithi Bhattacharya στην Sarah Jaffe, στο περιοδικό Dissent Magazine, τον Απρίλιο του 2020.
[17] Με τον όρο της κοινωνικής αναπαραγωγής, φεμινίστριες και συγγραφείς όπως οι Barbara Laslet και Johanna Brenner, αναφέρονται στο σύνολο των κοινωνικών δραστηριοτήτων και συμπεριφορών, συμπεριλαμβανομένων των συναισθημάτων, των σχέσεων και των πράξεων που συμβάλλουν, διαγενεολογικά, στη διατήρηση της ζωής σε καθημερινή βάση. Εντός αυτών, υπάγονται οι μορφές εργασίας με τις οποίες το φαγητό, ο ρουχισμός και το σπίτι γίνονται προσβάσιμα για άμεση χρήση, αλλά και οι τρόποι με τους οποίους αφενός είναι δυνατή η φροντίδα των παιδιών και των ηλικιωμένων, αφετέρου οργανώνεται κοινωνικά η σεξουαλικότητα των ατόμων. Στην κοινωνική αναπαραγωγή υπάγονται συνολικά μορφές εργασίας που είναι είτε χειρωνακτικές, είτε πνευματικές και συναισθηματικές. Βλ. το κείμενο B. Laslett, J. Brenner, Gender and Social Reproduction: Historical Perspectives, Annual Review of Sociology, τχ 15, 1989 [εδώ].
[18] Βλ. τη συνέντευξη της Nancy Fraser που ηχογραφήθηκε τον Απρίλιο του 2020, στα πλαίσια της σειράς εκπομπών The Left Reflects on the Global Pandemic.