Το ρεμπέτικο τραγούδι, γεννημένο σε ταραγμένους καιρούς, κουβαλά μια τεράστια ιστορική κληρονομιά. Στο παρόν άρθρο δεν θα ασχοληθώ βέβαια με την ιστορία του ως μουσικό είδος, αλλά με ένα συγκεκριμένο ιστορικό επεισόδιο.
«Απέθανε ο Κονδύλης μας πάει κι ο Βενιζέλος
την πούλεψε κι ο Δεμερτζής που θα 'φερνε το τέλος»
Παρόλο που δε σώζονται ηχογραφημένοι από τον ίδιο τον Μάρκο Βαμβακάρη, οι στίχοι αυτοί παρατίθενται από διάφορες πηγές και ακούγονται σε μεταγενέστερες εκτελέσεις του τραγουδιού, όπως αυτή. Γραμμένη στα μέσα περίπου του 1936, η «κατάρα» του Μάρκου έπιασε τόπο. Το έτος αυτό έφυγαν από τη ζωή έξι μεγάλοι πολιτικοί, σημαίνοντα πρόσωπα που είχαν υπηρετήσει από υψηλές θέσεις τη χώρα, ενώ οι πρώτες τέσσερις απώλειες διευκόλυναν την ανέλιξη του Ιωάννη Μεταξά στην πρωθυπουργία, αλλά και άνοιξαν τον δρόμο για την εγκαθίδρυση της δικτατορίας στις 4 Αυγούστου.
Τον «χορό» άνοιξε στις 31 Ιανουαρίου ο Γεώργιος Κονδύλης, απόστρατος αξιωματικός και τέως Υπουργός Στρατιωτικών. Ο άνθρωπος που καθαίρεσε πραξικοπηματικά την κυβέρνηση Τσαλδάρη και διοργάνωσε ένα εξωφρενικά νόθο δημοψήφισμα για να επαναφέρει τη μοναρχία στη χώρα το Νοέμβριο του 1935, άφηνε την τελευταία του πνοή, σε ηλικία 57 ετών, προδομένος από την καρδιά του, «καθ’ ην στιγμήν επιμελείτο της καθαριότητος των οδόντων του». Η απώλειά του σήμαινε ότι έφευγε από το προσκήνιο ένας από τους δυναμικότερους παράγοντες των στρατοκρατών και μια διαρκής απειλή για την κοινοβουλευτική τάξη, καθώς οι δικτατορικές βλέψεις του δεν έπαυσαν μετά την καθαίρεσή του από τον ίδιο τον Γεώργιο Β΄. Ο Κονδύλης επεδίωκε την παγίωση του αντιβενιζελικού κράτους και τον πάση θυσία αποκλεισμό των βενιζελικών από τα κρατικά αξιώματα. Ο ίδιος ήταν σε θέση να επιβάλει τη θέλησή του με την απειλή των όπλων, προσβλέποντας ανοιχτά σε μια δικτατορία, που θα απέκλειε δια παντός τους αντιπάλους του από τις κυβερνητικές θέσεις.
Όμως οι παρεμβατικές τάσεις των Ενόπλων Δυνάμεων δεν έπαυσαν μετά το θάνατο του Κονδύλη. Στις εκλογές της 26ης Ιανουαρίου 1936 βενιζελικοί και αντιβενιζελικοί σχεδόν ισοψήφισαν και έτσι άρχισαν οι δύσκολες διαβουλεύσεις των κομμάτων για τον σχηματισμό κυβέρνησης. Στις αρχές Μαρτίου, όταν διαφάνηκε στη Βουλή μια τάση σύγκλισης του Κόμματος Φιλελευθέρων με το Παλλαΐκό Μέτωπο (ΚΚΕ), που απέρρεε από την μέχρι τότε μυστική συμφωνία Σοφούλη-Σκλάβαινα, ο Υπουργός Στρατιωτικών Αλέξανδρος Παπάγος, με διάβημά του στον βασιλιά εκδήλωσε την αποφασιστικότητα των Ενόπλων Δυνάμεων να αποτρέψουν ακόμα και με βίαια μέσα τη συγκρότηση κυβέρνησης στηριζόμενης σε ψήφους κομμουνιστών. Τότε ο Γεώργιος απέπεμψε τον Παπάγο και διόρισε στη θέση του τον Ιωάννη Μεταξά, ο οποίος μέχρι τότε βρισκόταν στα αζήτητα, έχοντας αποτύχει στις εκλογές. Ο ίδιος όμως κατάφερε να καταστείλει την αναταραχή στο στράτευμα, κάτι που αύξησε το κύρος του στους ανακτορικούς κύκλους. Στον ανασχηματισμό μάλιστα της υπηρεσιακής κυβέρνησης, που παρέτεινε τη θητεία της μέχρι τη συγκρότηση νέας από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, ο Μεταξάς έλαβε και τη θέση του αντιπροέδρου της κυβέρνησης, πίσω από τον υπερκομματικό Κωνσταντίνο Δεμερτζή.
Η επόμενη απώλεια ήταν μάλλον η πιο βαρύγδουπη απ’ όλες. Στις 18 Μαρτίου, ταλαιπωρημένος από το εγκεφαλικό επεισόδιο που είχε υποστεί (για δεύτερη φορά μετά το 1935) μερικές ημέρες πριν, ο Ελευθέριος Βενιζέλος, αυτοεξόριστος στο Παρίσι μετά το κίνημα του Μαρτίου του προηγούμενου έτους, άφηνε την τελευταία του πνοή στο Παρίσι. Ο θάνατος της μεγαλύτερης μορφής της ελληνικής πολιτικής του πρώτου μισού του 20ού αιώνα συγκλόνισε εχθρούς και φίλους, καθώς κανείς δεν μπορούσε να μείνει αδιάφορος μπροστά στο έργο που οι κυβερνήσεις του είχαν επιτελέσει. Το όνομα του Βενιζέλου είχε συνδεθεί με τις τύχες της Ελλάδας, με τις επιτυχίες της στους Βαλκανικούς Πολέμους, αλλά και με τον Εθνικό Διχασμό. Η ακτινοβολία που εξέπεμπε η προσωπικότητά του φανερώνεται σαφέστατα από το ότι ο ίδιος ήταν ο άξονας γύρω από τον οποίο διαμορφώθηκαν οι πολιτικές παρατάξεις του Μεσοπολέμου.
Θα πίστευε κανείς ότι η οριστική απομάκρυνση του Βενιζέλου από το πολιτικό προσκήνιο θα μπορούσε να οδηγήσει, με τη συνέργεια και άλλων παραγόντων βέβαια, στην εσωτερική ειρήνευση και στην εξομάλυνση των πολιτικών εξελίξεων, μακράν των διαιρετικών τομών του παρελθόντος. Όμως, το κενό που άφησε πίσω του ήταν μεγάλο και δυσαναπλήρωτο και θα προκαλούσε μια σοβαρή κρίση διαδοχής στο εσωτερικό του κόμματος των Φιλελευθέρων. Από την πρώτη στιγμή, το ζήτημα της κηδείας του Βενιζέλου θα προκαλούσε αναταράξεις, καθώς η αρχική πρόθεση των συγγενών του, να γίνει η κηδεία στην Αθήνα και να εκτεθεί η σορός του εκλιπόντος σε λαϊκό προσκύνημα στη Μητρόπολη Αθηνών, συνάντησε τις σφοδρές αντιδράσεις των αδιάλλακτων αντιβενιζελικών. Αυτές τελικά οδήγησαν στην ακύρωση της μεταφοράς της σορού στην Αθήνα, παρά τις εγγυήσεις του Μεταξά για την τήρηση της τάξης. Η κηδεία εν τέλει πραγματοποιήθηκε στις 29 Μαρτίου στα Χανιά, τη γενέτειρα του Βενιζέλου, μέσα σε βαρύ συγκινησιακό κλίμα, υπό τα δάκρυα των συντοπιτών του.
Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, ο αιφνίδιος θάνατος του υπηρεσιακού πρωθυπουργού Δεμερτζή στις 13 Απριλίου αποτέλεσε ένα νέο, καθοριστικό πλήγμα στην πολιτική σταθερότητα και έδωσε νέα τροπή στα πράγματα. Αμέσως μόλις μαθεύτηκε το δυσάρεστο γεγονός, για να μην υπάρξει πολιτικό κενό, ο Γεώργιος Β΄, χωρίς να συμβουλευθεί, ως είθισται, τους πολιτικούς αρχηγούς και τα κόμματα, προχώρησε στον άμεσο διορισμό του ως τότε αντιπροέδρου της κυβέρνησης, Μεταξά, στην πρωθυπουργία, με τον τελευταίο να διατηρεί το χαρτοφυλάκιο των Στρατιωτικών. Μετά την απώλεια του έτερου επίδοξου δικτάτορα, Κονδύλη, η τύχη είχε φερθεί κάτι παραπάνω από ευνοϊκά στον Μεταξά. Η εξουσία του παραδόθηκε χωρίς ο ίδιος να κάνει τίποτα, εκτός βέβαια από το να καιροφυλακτεί και να περιμένει στα παρασκήνια, ώσπου να φτάσει η στιγμή που θα επιβραβευθεί για την μακρόχρονη προσήλωσή του στην ιδέα του μοναρχισμού. Τώρα λοιπόν ήταν αυτή η ώρα, η στιγμή που η εξουσιομανία του ικανοποιήθηκε και τα σχέδιά του για την εγκαθίδρυση ενός αυταρχικού καθεστώτος μπορούσαν να πάρουν πιο ρεαλιστικές διαστάσεις.
Η εργατική εξέγερση της Θεσσαλονίκης το τριήμερο 9-11 Μαΐου έδωσαν στον Μεταξά την τέλεια αφορμή για να προχωρήσει στην υλοποίηση των σχεδίων του. Παίζοντας επιδέξια το χαρτί του «κομμουνιστικού κινδύνου», εισηγήθηκε στον βασιλιά την ανάγκη για τη λήψη μέτρων προστασίας του αστικού καθεστώτος και ξεκίνησε να διορίζει γνωστούς, φίλους και ομοϊδεάτες του σε κρίσιμες θέσεις, όπως άλλωστε μαρτυρά η τοποθέτηση του φίλα προσκείμενου στον εθνικοσοσιαλισμό, Θεόδωρου Σκυλακάκη στο Υπουργείο Εσωτερικών. Τη στιγμή που η αναζωπύρωση της κοινωνικής αναταραχής έφερνε ξανά στο προσκήνιο την ιδέα μιας δικτατορίας, ήρθε μία ακόμη απώλεια να προστεθεί σε αυτές που είχαν ήδη πλήξει το πολιτικό προσωπικό από την αρχή του έτους. Στις 17 Μαΐου, ο αρχηγός του Λαϊκού κόμματος και πρωθυπουργός των ετών 1933-1935, Παναγής Τσαλδάρης, υπέστη ανακοπή σε ηλικία 69 ετών. Μετριοπαθής και διαλλακτικός από χαρακτήρα, αυτά τα προτερήματά του μετατράπηκαν ουσιαστικά σε μειονεκτήματα, όταν ο ίδιος βρέθηκε υπό την ασφυκτική πίεση των αδιαλλάκτων του κόμματός τους, αλλά και της ακραίας πτέρυγας των αντιβενιζελικών ηγετών των Ενόπλων Δυνάμεων. Στην προσπάθειά του να διατηρήσει την ενότητα της παράταξής του, υπαναχώρησε επανειλημμένα υπό τον φόβο της ανατροπής του. Ο θάνατος του Τσαλδάρη προκάλεσε ένα δυσαναπλήρωτο πολιτικό κενό, αφήνοντας ακέφαλο το μεγαλύτερο αντιβενιζελικό κόμμα.
Η τελευταία πολιτική δήλωση του Τσαλδάρη έγινε με ένα άρθρο που συνέγραφε μόλις μία ημέρα πριν τον αιφνίδιο θάνατό του, το οποίο έμεινε ημιτελές και δημοσιεύθηκε στον Τύπο μια εβδομάδα αργότερα. Σε αυτό ο Τσαλδάρης επικεντρώθηκε στους κινδύνους που ελλόχευαν για τη χώρα λόγω της επιτεινόμενης πολιτικής ανωμαλίας και της αδυναμίας συγκρότησης μιας ισχυρής κυβέρνησης, από την οποία επωφελούνταν κατ’ αυτόν οι κομμουνιστές. Ο ίδιος προδιέγραψε μάλιστα τις μελλοντικές εξελίξεις, περιγράφοντας με λίγα λόγια τη διαίρεση μεταξύ εθνικοφρόνων και κομμουνιστών, η οποία αποκρυσταλλώθηκε αργότερα, κατά τη δεκαετία του 1940. Κήρυξε επίσης το ξεπέρασμα του Διχασμού, καθώς οι αντιμαχόμενες πλευρές βρίσκονταν πλέον στο ίδιο μετερίζι, απέναντι στους «εχθρούς του έθνους». Με τον θάνατο του Τσαλδάρη δόθηκε το τελειωτικό χτύπημα στον ήδη διασπασμένο αντιβενιζελικό χώρο, στον οποίο πλέον θα μάχονταν για την επιβολή τους ανίσχυρες (εν συγκρίσει με τις προαναφερθείσες) προσωπικότητες, οι οποίες θα αποδεικνύονταν αδύναμες μπροστά στα σχέδια των δυναμικών παραγόντων στο στράτευμα, αλλά και στο πολιτικό παρασκήνιο. Ελλείψει μιας αξιόπιστης εναλλακτικής λύσης για την πρωθυπουργία, ο Μεταξάς έμεινε μόνος κυρίαρχος του παιχνιδιού, ο πλέον ισχυρός από τις τάξεις των πολιτικών της γενιάς του Εθνικού Διχασμού και περαιτέρω ενισχυμένος από την εύνοια του Στέμματος, ως η μόνη προσωπικότητα που θα μπορούσε να κατευθύνει με συνέπεια και υπευθυνότητα τις τύχες της χώρας.
Έτσι λοιπόν έφτασε το καλοκαίρι, όταν οι διαβουλεύσεις των κομμάτων συνεχίζονταν, άτονα πλέον, αλλά προσέκρουαν κυρίως στο λεγόμενο «αποτακτικό» ζήτημα, αυτό δηλαδή της σύστασης των Ενόπλων Δυνάμεων. Από τη μία οι βενιζελικοί επεδίωκαν την αμνήστευση των κινηματιών του 1933 και του 1935, που ανέρχονταν σε χίλιους περίπου άνδρες, οι οποίοι αν επανέρχονταν στην ενεργό υπηρεσία, θα άλλαζαν άρδην τις ισορροπίες και θα κατέλυαν στην ουσία το μονόπλευρο αντιβενιζελικό κράτος. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο όμως δεν ήταν δυνατό να γίνει αποδεκτό από τους ακραίους αντιβενιζελικούς, καθώς, όπως είναι λογικό, αυτοί δεν θα συναινούσαν σε μια τέτοια αλλαγή, αφενός για λόγους επαγγελματικούς, αφετέρου γιατί φοβούνταν την επανάληψη της διχαστικής διαμάχης (εμφυλιοπολεμικού τύπου) του παρελθόντος μέσα στους κόλπους των Ενόπλων Δυνάμεων. Ο πρωθυπουργός Μεταξάς ήταν αποφασισμένος να μην ανακινήσει το θέμα αυτό, διατηρώντας τη σύσταση του στρατεύματος ως έχει και με αυτό τον τρόπο να απομακρύνει τις Ένοπλες Δυνάμεις από την πολιτική. Όταν στα τέλη Ιουλίου, τα εργατικά συνδικάτα ανακοίνωσαν την κήρυξη πανελλαδικής απεργίας στις 5 Αυγούστου, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για κάποια αντεργατικά μέτρα που λάμβανε ο Μεταξάς και η κυβέρνησή του, ο τελευταίος ήρε και το τελευταίο εμπόδιο που στεκόταν μπροστά του στο δρόμο για την επιβολή της δικτατορίας. Έχοντας τη συγκατάθεση του βασιλιά, για να προλάβει (υποτίθεται) την επικείμενη κομμουνιστική εξέγερση που θα λάμβανε χώρα την ημέρα της απεργίας, κήρυξε τον Στρατιωτικό Νόμο και διέλυσε τη Βουλή το απόγευμα της 4ης Αυγούστου. Δεν υπήρχε πλέον τίποτα που να μπορεί να τον εμποδίσει.
Το εντυπωσιακό είναι ότι, προς επίρρωσιν των στίχων του Βαμβακάρη, το θανατικό συνεχίστηκε και στο δεύτερο εξάμηνο του έτους. Ο τελευταίος Πρόεδρος της Δημοκρατίας πριν από την κατάλυσή της το 1935, Αλέξανδρος Ζαΐμης, πέθανε στις 16 Σεπτεμβρίου, ενώ ο αρχηγός του Αγροτικού Εργατικού Κόμματος, Αλέξανδρος Παπαναστασίου, που είχε διατελέσει και αυτός πρωθυπουργός, έφυγε από τη ζωή δύο μήνες αργότερα, στις 17 Νοεμβρίου. Πρέπει, τέλος, προς απογοήτευση των συνομωσιολόγων, να σημειωθεί ότι οι θάνατοι όλων των παραπάνω πολιτικών προήλθαν από φυσικά αίτια.
[Στην κεντρική φωτογραφία του άρθρου απεικονίζεται η ορκομωσία της υπηρεσιακής κυβέρνησης Δεμερτζή μετά τις εκλογές του 1936.]