#1 Η αβάσταχτη ελαφρότητα του καλοκαιριού

Επτά επί Θήρας

από Basile

Λυκόφως της πρώτης δεκαετίας του πρώτου αιώνα της δεύτερης χιλιετίας. Μεγάλη ετερόκλητη παρέα. Λουδοβίκος των Ανωγείων οι μεν. Κλαμπινγκ οι δε. Άγχος για να προλάβω το καράβι. Ακόμη μια φορά αργοπορημένος, ασυνεπής με το ραντεβού. Μετά από λίγο, στο ξύλινο παρκέ του πλοίου, 10-15 άτομα να ενοχλούν τους κινέζους τουρίστες με τα γέλια, τις φωνές, τα τραγούδια, τα καραγκιοζιλίκια τους. Επιτέλους στο λιμάνι. Ξημερώματα, κι ο ήλιος δεν έχει ξεπροβάλλει ακόμη. Σκάει μύτη λίγο πριν φτάσουμε σπίτι. Μια νέα μέρα ξεκινάει στο Παλέρμο.  Δεν θυμάμαι πώς ακριβώς πέρασε η κάθε μέρα της διαμονής μας στο νησί των ερωτευμένων (sic). Δεν σου έχει τύχει να βουτάς στη μνήμη, να ανασύρεις μια ανάμνηση και να σου μένει μια ωραία αίσθηση στο τέλος, χωρίς να θυμάσαι τις λεπτομέρειες; Σαν την ωραία επίγευση στον ουρανίσκο που σου αφήνει ένα φαγητό του οποίου δε συγκράτησες όλα τα υλικά. Ε αυτό. Θυμάμαι το τοπίο στην Καλντέρα, απόκοσμο και ηφαιστειογενές. Θυμάμαι το λιμανάκι όπου βουτούσαμε απ΄ το πλατύσκαλο και στα 10 μέτρα βάθος το φως χανόταν και ένιωθες ότι θα πεταχτεί απ’ τον τρομακτικό βυθό κανένας μεγάλος λευκός. Ή το βράχο στα 5-10  μέτρα απ’ όπου βουτούσαμε κι εγώ ένιωθα σαν άλλος Γκρεγκ Λουγκάνις. Τα σοκάκια στην Οία πολύβουα από λέξεις άγνωστες, γλώσσες άγνωστες, που όμως έμοιαζαν ταιριαστές στο σκηνικό που είχε στηθεί. Χάιλαιτ, τα γλυκά απ’το Μελένιο, τρώγοντάς τα στο περίφημο καστράκι, εκεί όπου οι ερωτευμένοι αγναντεύουν το ηλιοβασίλεμα. Μια μπάλα, ψιλό χαλικάκι, αυτοσχέδια τέρματα με τσάντες και σαγιονάρες, σακατεμένα πόδια στο τέλος της μέρας..

 Γίνεται να περάσεις καλά στο πιο τελειωμένο και βρώμικο ροκάδικο που υπάρχει; Εκεί που οποιαδήποτε παρουσία +/- 3 μέτρα από την τουαλέτα συνιστά υπέρβαση και που για να ξεκολλήσεις το πόδι σου από το πάτωμα θες μια κάποια προσπάθεια; Γι αυτό κι όταν με ρωτάνε καμιά φορά που βγαίνεις λέω αυθόρμητα παντού, ανάλογα την παρέα. Μάλλον  εξαιτίας τέτοιων σκηνικών. Μάλλον γιατί τις ωραίες αναμνήσεις τις κάνουν οι άνθρωποι και όχι τα μέρη. Περνούσαμε απ’ το Ημεροβίγλι πηγαίνοντας στα Φηρά με το λεωφορείο κι εγώ τραγουδούσα Χρήστο Κυριαζή και την ομώνυμη επιτυχία του. Και γελούσαμε όλοι. Μέχρι και κάτι τουρίστριες από τα μπροστινά καθίσματα.

 Κι έπειτα, οι πλάκες, οι φάρσες, το σαφάρι. Κάποιος θα κοιμόταν σε ένα πολύ μικρό πατάρι που ίσα-ίσα χωρούσε ένα κρεβάτι, κι αν σηκωνόταν όρθιος έβρισκε δοκάρι. Δυο άλλοι μαζί. Η οικοδέσποινα μόνη της. Οι υπόλοιποι στο υπόγειο. Τα βράδια κρασί και συζητήσεις στο μπαλκόνι· μοιραζόμασταν άγχη, σχέδια και όνειρα, ανέκδοτα και κουβέντες για μπάλα και μεταγραφές. Κάποιοι αναγκαστήκαμε να μοιραστούμε και το πρωινό μας ή τους γεμιστούς λουκουμάδες με σοκολάτα, με το χρυσό πιρούνι της παρέας. Και μπορεί οι λουκουμάδες να τρώγονται ζεστοί, αλλά η εκδίκηση τρώγεται κρύα… Ας είναι  καλά τα γυναικεία μανό! Πάντως, μια λάθος συνεννόηση κι ένας βλάκας ταξιτζής είναι ικανά να χαλάσουν την καλύτερη τρομακτική φάρσα έβερ: βαθύ σκοτάδι, ένα εγκαταλελειμμένο λατομείο κάτω απ’ το σπίτι της διαμονής μας, 3 άτομα στο κέντρο του, ένας φακός να φωτίζει  τον  έναν που  κείτονταν «νεκρός», οι άλλοι δύο να σκάβουν με φτυάρια και γκασμάδες ένα λάκκο και μόλις αντιλαμβάνονται την παρουσία των αμέριμνων πιωμένων φοιτητών που επιστρέφουν από διασκέδαση να αρχίζουν τις βρισιές σε άπταιστα βαλκανικά και να κατευθύνονται με τα φτυάρια και άγριες διαθέσεις εναντίον τους! Το memoire θα κλείσει με την τελευταία εικόνα που έχω από τη Σαντορίνη: μια παρτίδα Jungle Speed, καρέκλες γυρισμένες προς την ανατολή, τσιγάρα, σοκολάτα, ξημέρωμα.

Σχετικά με τον αρθρογράφο

Basile