Συνέντευξη: Βαγγέλης Δαρούσος, Δημήτρης Χαλιάσος
***
Αναρωτηθήκαμε, γράφοντας τον μικρό αυτό εισαγωγικό πρόλογο, ποιος θα ήταν αλήθεια ο καλύτερος τρόπος για να παρουσιάσει κανείς τον Βασίλη Βασιλικό. Είναι ως γνωστόν συγγραφέας• σημαντικός και πολυγραφότατος, με το έργο του να καλύπτει ένα ευρύτατο πολυμορφικό φάσμα με ορόσημα όπως το "Ζ". Έχει επίσης υπάρξει διαπρεπής ποιητής, μεταφραστής, σεναριογράφος, σκηνοθέτης και δημοσιογράφος, και διαβάζεται παγκόσμια σε τριαντα τρεις γλώσσες καθώς και την γλώσσα Μπράιγ.
Το ογκοδέστατο, πολυσχιδές έργο του Βασίλη Βασιλικού έχει επίσης οδηγήσει σε πολυάριθμες διακρίσεις, που εντελώς ενδεικτικά περιλαμβάνουν την αναγόρευσή του σε Ταξιάρχη Γραμμάτων και Τεχνών της Γαλλικής Δημοκρατίας και σε Μέλος του Διεθνούς Κοινοβουλίου των Συγγραφέων του Στρασβούργου.
Φέτος (14/12/2015) προστίθεται άλλη μια τιμητική διάκριση, με την αναγόρευσή του σε επίτιμο διδάκτορα του Πανεπιστημίου Αθηνών. Tην ίδια αυτή μέρα έχουμε κι εμείς, συμπτωματικά, την χαρά να φιλοξενήσουμε στο Kaboom μια φρέσκια συνέντευξη μαζί του, έχοντας ομόφωνα καταλήξει πως ο κύριος Βασιλικός μπορεί λιττά πλην περιεκτικά να χαρακτηριστεί ως ένας Τεχνίτης του Λόγου με πολλές, πολλές ακόμη ιστορίες να μοιραστεί.
***
Κύριε Βασιλικέ, ας ξεκινήσουμε την συνέντευξή μας ορμώμενοι από μια συνεδριακή ομιλία σας το 1983 όπου, μεταξύ άλλων, σημειώσατε πως ρόλος του συγγραφέα είναι να απομυθοποιεί και να αμφισβητεί, να "...τρίβει με μπαμπάκι" τις πληγές αυτές που πολιτικοί ή άλλοι θεσμοθετημένοι παράγοντες θα προσπαθούσαν, αντιθέτως, να απαλύνουν. Αυτή η ρήση μου έφερε στο μυαλό τον αφορισμό του Μαγιακόφσκι πως «Η τέχνη δεν πρέπει ν' αντανακλά σαν τον καθρέφτη, μα σαν φακός να μεγεθύνει». Ποιες πληγές θέλετε να τρίψετε σήμερα;
Οι σημερινές πληγές δεν θεραπεύονται με την “ιδιωτεία”. Που είναι , για να μην το ξεχνάμε, η ρίζα της λέξης idiot , αφού ιδιώτης στα αρχαία σήμαινε εκείνος που δεν ανακατεύεται στα κοινά, (σε αντίθεση με τον συνειδητοποιημένο πολίτη ή δημότη), δηλαδή “ηλίθιος”, όπως το ερμήνευσαν και οι λατίνοι. Στα γαλλικά το αντίστοιχο του απέχοντος από τα κοινά λέγεται περιφραστικά “αυτός καλλιεργεί τον μπαξέ του”, δηλαδή ιδιωτεύει.
Οι σημερινές πληγές δεν είναι “ατομικά κατεστραμμένα άτομα”. Είναι σύνολα λαών που καταστρέφονται λόγω της διάσπασης της κοινωνίας σε “ατομικές συλλογικότητες”. 'Οσο παράξενο κι αν ακούγεται αυτό. Λείπει δηλαδή ο συνεκτικός μύθος είτε αυτός είναι θρησκευτικός, είτε ιδεολογικός.
η πληγή δεν τρίβεται με μπαμπάκι
Οπότε η γιατρειά είναι θέμα αλλαγής του συστήματος, δηλαδή της λειτουργίας της κοινωνίας. Από τη στιγμή που το χρήμα αναγορεύτηκε στον ύπατο ρυθμιστή η αλληλοεξόντωση έπεται. Το χρήμα πάντα κυβερνούσε. Αλλά ποιο χρήμα; Εκείνο που αντιστοιχούσε σε μια παραγωγή. Τα τελευταία όμως 35 χρόνια το χρήμα αυτονομήθηκε. Το χρήμα υπάρχει χάριν του χρήματος, δεν καλύπτεται καν από μια ρήτρα, όπως του χρυσού, που έχει μιαν αξία ως μέταλλο. Το χρήμα σήμερα είναι σχεδόν άϋλο και οπωσδήποτε πλαστικοποιημένο, που είναι μια άλλη μορφή της μη-ύλης του. Αυγατίζει, πολλαπλασιάζεται, αφαιρείται, σε κλάσματα δευτερολέπτου. Κι όμως κυβερνά. Δεν ξέρεις πού θα χτυπήσει. Είναι τρελό, από την άποψη της πρόγνωσης, όπως ο καρκίνος.
Οπότε η πληγή δεν τρίβεται με μπαμπάκι βρεγμένο με οινόπνευμα. Και κανένας θεσμοθετημένος παράγοντας ή πολιτικός δεν μπορεί να κάνει κάτι, αν δεν το εγκρίνει η FED, ή η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ή η Εθνική Τράπεζα της Κίνας. Ζούμε σε μια εποχή όπου το Ταμείο είναι συνώνυμο της εξουσίας. Και πάντα, αν θέλετε, ήταν. Ωστόσο κάπου αλλού ακουμπούσε... Οι Δελφοί, λόγου χάρη, όπου η αθηναϊκή κοινοπολιτεία κατέθετε τους θησαυρούς της, είχε και μια Πυθία τελοσπάντων που χρησμοδοτούσε. Σήμερα “Πυθίες” είναι ο εκάστοτε επικεφαλής της FED, η κυρία Λαγκάρντ του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου , ο κύριος Ντράγκι της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, κι ο Λι Τσου της Κεντρικής Τράπεζας της Κίνας. Με υπασπιστές τους Οικους Αξιολόγησης που χρησμοδοτούν με το αλφάβητο. Τρία Α. Μείον Β κτλ. Τέτοια γύμνια, τέτοια αποστράγγιση! Τα κόκκαλα είναι χωρίς το μεδούλι. Μόνο σκελετοί.
Έχετε ξεπεράσει το συνειδησιακό πρόβλημα της κατάργησης του υποκειμένου και του αντικειμένου (όπως γράφετε στο πρώτο τεύχος του περιοδικού Τραμ το 1976) ή έχετε πια κουραστεί να ψάχνετε τα πρόσωπα πίσω από τις μάσκες; Είναι τελικά «η κόλαση οι άλλοι»;
Από τη στιγμή που η περίφημη φράση του Σάρτρ, του “υπαρξιστή” φιλόσοφου, όπως κακώς αποκαλείται, έγινε διαφημιστικό σλόγκαν για ωραίες και έρημικές παραλίες της Σαρδηνίας και της Κορσικής, όπου “...η κόλαση είναι οι άλλοι”, η φράση αυτή έχασε το πρωτογενές νόημά της. Αντίθετα η σχέση υποκειμένου και αντικειμένου που ο ίδιος συγγραφέας ανέπτυξε στο τρίτομο έργο του για τον Φλωμπέρ (“Ο ηλίθιος της οικογένειας”), αυτή πήρε τ' απάνω χέρι και επηρέασε κι εμένα βαθύτατα. Κι ως τώρα με απασχολεί. Γιατί πάλι σύμφωνα με τη θεωρία των κβάντων, που αποτελεί τη μεγάλη ανακάλυψη του 20ου αιώνα, ο παρατηρητής επηρεάζει το παρατηρούμενο. Και το παρατηρούμενο, το αντικείμενο με άλλα λόγια, αλλάζει όταν ο παρατηρητής, το υποκείμενο, το κοιτάζει από άλλη “γωνία λήψης”, όπως λεν οι κινηματογραφιστές.
Θα ήθελα να σχολιάσετε το αν και πώς, σήμερα, με τον διάχυτο οικονομισμό να διαρρέει και να διαβρώνει την δημόσια σφαίρα και το κοινωνικοπολιτικό πεδίο, ο ρόλος του συγγραφέα είναι να συνεχίσει να σταματά μεταξύ άλλων τους αυτό που αποκαλείτε αυθαίρετους ιδεαλισμούς. Στις σημερινές συνθήκες πόλωσης, με ποιον θα συν-γράφατε; Η ύπαρξη ποιου κόσμου, ή ακριβέστερα ποιας μερίδας κόσμου βλέπετε εσείς ως προϋπόθεση και απαραίτητο συστατικό, για την διαδραστική επιτέλεση της κοινωνικής λειτουργίας του συν-γραφέα;
Στην ουσία , μέρος του ερωτήματός σας, ήδη απαντήθηκε... Ας μείνουμε λοιπόν στο δεύτερο σκέλος της ερώτησης: στο ρόλο του συν-γραφέα στην σημερινή εποχή. Η γραφή, στην έντυπη μορφή της, δεν είναι πια εδώ και πολλές δεκαετίες το μόνο μέσο επικοινωνίας των ανθρώπων. Με την εμφάνιση και την αλματώδη εξέλιξη, τα τελευταία ειδικά χρόνια, της ηλεκτρονικής γραφής, η μεν γραφή όχι μόνο δεν καταργήθηκε, αλλά πολλαπλασιάστηκε, ωστόσο δεν έχει την ίδια αποτελεσματικότητα που είχε άλλοτε είτε μέσω εφημερίδας, περιοδικών, και κυρίως βιβλίων. Το αντικείμενο “βιβλίο” δεν έχει πληγεί από την ηλεκτρονική εκδοχή του. Θα πάρει πολλές δεκαετίες ακόμα ώσπου ως έντυπο ν' αρχίσει να μοιάζει είδος μουσειακό.
Το αντικείμενο “βιβλίο” δεν έχει πληγεί από την ηλεκτρονική εκδοχή του
Ως τότε όμως θα έχει συμβεί κάτι άλλο: όπως και με το κάπνισμα που πήρε μερικούς αιώνες για να μάθουμε ότι προκαλεί καρκίνο των πνευμόνων (μόνο ο Τσέχωφ, ως γιατρός, με το μονόπρακτο “Οι βλαβερές συνέπειες του καπνού” το είχε προβλέψει) έτσι και με την ακτινοβολία, ώσπου να αποσβεστούν οι τεράστιες επενδύσεις σε αυτήν τη νέα ηλεκτρονική εποχή, θα περάσει πολύς καιρός ακόμα... Ως τότε το βιβλίο όπως το ξέρουμε θα αντέξει. Και τότε θα συμβεί ό,τι και με τον καπνό: θα βγούν μεγάλα ονόματα της ιατρικής οι οποίοι με τις επιστημονικές τους έρευνες θα αποδείξουν τις “Βλαβερές συνέπειες της ηλεκτρονικής ακτινοβολίας σε νευρώνες-συνάψεις του εγκαφάλου". (Οπως βγήκε για τα video games ότι μπορεί να προκαλέσουν επιληψία, όμως η είδηση αυτή μεταδόθηκε μόνο τρεις φορές από τις τηλεοράσεις του πλανήτη, γιατί την τέταρτη, αν μεταδίδονταν, κινδύνευαν οι επενδύσεις με ολοκληρωτική καταστροφή. Προς το παρόν η βλάβη έχει παρουσιαστεί μόνο στο επικάρπιο από τη συνεχή χρήση του ποντικιού του ηλεκτρονικού υπολογιστή. Κι οι φυσικοθεραπευτές έχουν περισσότερα περιστατικά με τον καρπό του χεριού και λιγότερα με τη μέση, τους ώμους ή την σπονδυλική στήλη. Κι ακόμα οι Κασσάνδρες προβλέπουν και την πιθανότητα απομαγνητισμού ορισμένων γήινων πεδίων του πλανήτη που θα κάνει delete όλο το διαδίκτυο.
Αλλά για να επιστρέψω στην ερώτησή σας, “Στις σημερινές συνθήκες πόλωσης, με ποιον θα συν-γράφατε;”: Μην ξεχνάτε ότι κοντά στο συν-γραφέας υπάρχει από την άλλη μεριά κι ο συν-αναγνώστης (όπως λέμε συν-αγωνιστής). Οι συναναγνώστες είναι εκείνοι που ολοκληρώνουν έναν συγγραφέα. Και υπάρχουν πολλοί τέτοιοι που προσμετρώνται δυστυχώς ως καταναλωτές, ενώ είναι συνδημιουργοί. Μάγειρας δεν θα υπήρχε αν κάποιος δεν έτρωγε τα φαγητά του. Οσο για την κριτική, αυτή παίζει πολύ μικρό ρόλο στην ανάδειξη ενός συγγραφέα. Ούτε μπορεί να τον επιβάλει ούτε να τον αποβάλει. Η κριτική ως είδος έχει μιαν προϊστορία ύπαρξης μόλις δυομισυ αιώνων. Οι ακροατές υπήρχαν από την εμφάνιση των ραψωδών, δηλαδή εδώ και μερικές χιλιετηρίδες, ενώ οι αναγνώστες προέκυψαν μετά τον Γουτεμβέργιο. Οπότε ένα κείμενο, με υποκείμενο και αντικείμενο, είναι άφθαρτο από τον χρόνο. Παλιώνει, σκουριάζει, δεν λέει ίσως τίποτα πια, αλλά υπάρχει. Είναι υπαρξιακή ιδιότητα η γραφή και η ανάγνωση. Αλλάζει το μέσο (χειρόγραφο, τυπωμένο ή στον υπολογιστή) αλλά το “συν” προϋποθέτει τον “έτερο”. Κι αν προτιμάτε τον “συνέταιρο”.
...συν-αναγνώστης (όπως λέμε συν-αγωνιστής)
Το έργο σας είναι χαρακτηρίζεται από ευθύτητα και αμεσότητα τόσο γλωσσικά όσο και θεματολογικά. Η αμεσότητα αυτή πολλές φορές γίνεται σκληρή και ίσως αιχμηρή, όμως παρ’ όλα αυτά θεωρώ πως διακατέχεται στο σύνολό του από ένα τόσο πηγαίο ρομαντισμό και ερωτισμό, ακόμα και σε έργα όπως το Ζ που είναι ένα βαθιά πολιτικό έργο. Μπορούμε ενδεχομένως να εικάσουμε με ασφάλεια ότι ο ρομαντισμός παίζει κυρίαρχο ρόλο σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής σας. Είναι όντως έτσι; Ο ρομαντισμός μπορεί να λειτουργήσει σαν μέσο απόδρασης, εντός κι εκτός τυπωμένου χαρτιού;
Μου αρέσει αυτό που λέτε. Ο ρομαντισμός, πέρα από μια συγκεκριμένη περίοδο της τέχνης, σαν στάση ζωής έχει να κάνει με τη βαθύτερη φύση του ανθρώπου. Είναι εκείνο που δεν έχουμε και το ποθούμε, είτε εκείνο που θα το θέλαμε να είναι διαφορετικό. Ο ρομαντισμός, ή “η λυρική αντιμετώπιση της ζωής” εμπεριέχει τις δεξαμενές ανανέωσης της εφήμερης ύπαρξής μας. Σαν λέξη χαρακτηρίζει τους αιθεροβάμονες. Σαν ουσία όμως απηχεί αυτό που άνθρωπος μπορεί να είναι, σε μιαν άλλη διάσταση. Οχι στην καθημερινότητά του, αλλά στην αιωνιότητα που μέσα του κουβαλά.
Κι αυτό το αιώνιο είναι που παρέλειψε ο Μάρξ για να μας αποδείξει πως όλα ξεκινούν από την ύλη. Και βέβαια από την ύλη ξεκινούν, από που αλλού μπορούσαν να ξεκινήσουν. Φθαρτό σαρκίο, ωστόσο ονειρευόμενο. “Οναρ ημερόφαντον” (Αισχύλος και τίτλος ενός βιβλίου μου) είναι ο άνθρωπος. Και ξέρετε πότε πεθαίνουν οι εφτάψυχες γάτες; Μόνο οταν δεν μπορούν άλλο να ονειρευτούν. Κι αυτό το απέδειξε το κβαντικό πείραμα του Σρέντιγκερ.
Η εργογραφία σας ξεκινά σε αρκετά μικρή ηλικία, τόσο νέος αρχίσατε την καταγραφή και το μοίρασμα σκέψεων και συναισθημάτων με το κοινό, με τον τόσο χαρακτηριστικό τρόπο σας και το σφιχταγκάλιασμα ρεαλισμού και φαντασίας. Το γεγονός αυτό φανερώνει μια έμφυτη ανάγκη για δημόσιο διάλογο, για αυτό που αποκαλείτε κοινωνική λειτουργία του συγγραφέα ή με το ότι γοητεύεστε από τον ρόλο του οδηγού του αναγνώστη σε νέα ταξίδια; Ποιον ρόλο απολαμβάνετε περισσότερο;
Όχι, δεν υπήρχε καμιά ανάγκη εξ αρχής για “δημόσιο διάλογο”. Υπήρχε η ανάγκη της έκφρασης ανεξάρτητη του περίγυρου όπου ζούσα. Οι λέξεις συνωστίζονταν στο κεφάλι μου, σαν πουλιά που τη νύχτα κουρνιάζουν στα μεγάλα δέντρα. Αυτές οι λέξεις έπρεπε να απελευθερωθούν. Για να ηρεμήσω. Ετσι τις έγραφα, μάλλον άρχισα να τις γράφω. Πρώτα τα ποιήματα που δεν ήταν λέξεις μόνο αλλά και η εφηβική αναστάτωση.
Οταν πέρασα στα 17 μου χρόνια στον πεζό λόγο άρχισε σιγά-σιγά να προκύπτει και το “θέμα”. Ποτέ δεν ξεκίνησα ένα βιβλίο γνωρίζοντας τι θέλω να πω. Ήξερα βέβαια τι βαθύτερα με απασχολούσε, αλλά αυτό δεν ήταν κάτι συγκεκριμένο. Συγκεκριμενοποιούνταν με τη γραφή. Σιγά-σιγά σαν μια χαμένη ατλαντίδα ξεκόρφιζε από “...την θάλασσα του υποσυνείδητου που τόσα μας κρατεί.” Με τα περισσότερα βιβλία μου καταλάβαινα τι ήθελα να γράψω στο τέλος της πρώτης γραφής. Και τα ξανάγραφα απ' την αρχή πάλι.
Μεγαλώνοντας άρχισα να διαπιστώνω το ενσωματωμένο άδικο στη δομή της κοινωνίας. Προβλήματα που ζητούσαν από μένα όχι λύση, αλλά καταγραφή. Κι έτσι για ένα αρκετά μεγάλο διάστημα πέρασα στη λογοτεχνία του ντοκουμέντου. Μετά βαρέθηκα την πραγματικότητα και θέλησα να δραπετεύσω στο χώρο της μυθοπλασίας. Εκεί ένιωθα σαφώς καλύτερα και προστατευμένος από την πειρατεία (που δεν υπάρχει μόνο στους δίσκους. Υπάρχει και στα ντοκουμέντα). Εν τέλει μέσα από τα 120 βιβλία που έγραψα, με τη χειρονακτική πείρα που απέκτησα, ως αυτοδίδακτος, κατάλαβα ότι μπορούσα να βοηθήσω, τους νέους συγγραφείς διαφορετικά. Και τότε ξεκίνησα υτην εκπομπή για το βιβλίο “Αξιον Εστί” από την κρατική τηλεόραση. Οχι ως μαθήματα “δημιουργικής γραφής”, ( τι έκφραση κι αυτή, μας ήρθε από την Αμερική και την υιοθετήσαμε αμέσως!), αλλά ως συμπαράσταση ενός παλαιότερου προς νεότερους συναδέλφους “στων ιδεών την πόλι”...
Έχετε κάνει λόγο για βιβλία που σήμερα «...εκδίδονται ασυστόλως από εκδοτικούς οίκους που εξειδικεύονται στη γυναικεία παραλογοτεχνία». Θα ήθελα επί τούτου να επιχειρήσω ένα αυτονόητο συνδετικό άλμα προς την ενδιαφέρουσα ιστορία που επίσης μοιράζεστε στο βιβλίο σας «Ημερολόγιο Θάσου» περί του παλιού εξαρχειώτικου βιβλιοπωλείου Λαδιά (το οποίο και χαρακτηρίζετε «νεκροταφείο των βιβλίων»), όπου χιλιάδες τίτλοι από πτωχευμένους εκδοτικούς οίκους αγοράζονταν και μεταπωλούνταν με το κιλό (!): «...300 δραχμές τα τρία κιλά».
Εν έτει 2015, εκατοντάδες νέοι τίτλοι ανεβαίνουν στα ράφια κάθε χρόνο, ενώ φαίνεται πως άλλοτε κραταιοί, «σοβαροί» εκδοτικοί οίκοι πλέον έχουν επιδοθεί σε ανεύρεση πονημάτων μηδενικού κύρους πλην ικανού αριθμού σελίδων, με μόνο εχέγγυο την χρηματική αποδοτικότητα της επένδυσης... Είναι αυτό ένα δείγμα των καιρών, ένας απλός τρόπος να εξασφαλιστεί η βιωσιμότητα των εκδοτικών οίκων σε καιρό κρίσης ή το βλέπετε ως μια γενικότερη στροφή προς το εύπεπτο; Θα θέλατε να μοιραστείτε την γνώμη σας για την κατάσταση στο χώρο του βιβλίου και των ελληνικών εκδόσεων, έχοντας επιπλέον παρακολουθήσει εξελικτικά όλη την σύγχρονη πορεία τους;
Η κατάσταση στο χώρο του βιβλίου με την κρίση είναι από τις χειρότερες, γιατί το βιβλίο δεν είναι είδος πρώτης ανάγκης, όπως το φαγητό. Το βιβλίο, η πνευματική δηλαδή τροφή, για έναν νέο άνθρωπο συνδέεται και με την προοπτική της ζωής του... Οταν το μέλλον μοιάζει με τούνελ χωρίς έξοδο η ζήτηση της πνευματικής τροφής ατροφεί. Διαβάζουν όμως ακόμα πολύ οι γυναίκες. Κι αυτό αποτελεί το 80% στις μέρες μας του corpus των αναγνωστών. Κι ενώ παλιά υπήρχαν μεταφρασμένα τα “Αρλεκιν” και τα "Νόρα”, σήμερα αποκτήσαμε πολλές συγγραφείς, που τα αντικαθιστούν. Η διαφορά ήταν ότι τα “Αρλεκιν-Νόρα”, ήταν σε σχήμα τσέπης, κι όχι πάνω από 200 το πολύ σελίδες, τα τωρινά αντίστοιχά τους ξεπερνούν τις 450, σε σχήμα τούβλου.
Σήμερα οι εκδότες που δεν βγάζουν μόνο “ευπώλητα”, αλλά κυρίως ποιοτικά βιβλία, είναι ελάχιστοι. Κι αυτά, από το υστέρημά τους. Χάνουν, δεν κερδίζουν απ' αυτά. Κι ωστόσο προς τιμήν τους επιμένουν. Ελπίζω να επανέλθει η ενιαία τιμή του βιβλίου που υποσχέθηκε η σημερινή κυβέρνηση για να ανακουφιστούν και οι εκδότες και, κυρίως, τα μικρά ποιοτικά βιβλιοπωλεία που λιμοκτονούν, στα όρια της επιβίωσης .
Σας ευχαριστούμε πολύ, κύριε Βασιλικέ.