Ο Παναγιώτης Κεχαγιάς γεννήθηκε το 1978 στην Αθήνα. Τον Απρίλιο του 2016 κυκλοφόρησε το πρώτο του βιβλίο με τίτλο Τελευταία Προειδοποίηση από τους αντίποδες, τις εκδόσεις-εγγύηση, ενώ τον Ιούνιο του ίδιου έτους πραγματοποιήθηκε και η Β' έκδοση του βιβλίου. Η Τελευταία Προειδοποίηση είναι μια συλλογή πέντε διηγημάτων, που εκπλήσσουν τον αναγνώστη με το ύφος τους, αλλά και την αινιγματική φύση τους, που είναι πρωτόγνωρη για τα ελληνικά δεδομένα. Η Εύα Πλιάκου και ο Γιάννης Κτενάς διάβασαν το βιβλίο και απηύθυναν στον συγγραφέα ορισμένα ερωτήματα γύρω από αυτό, αλλά και γενικότερα σχετικά με τη λογοτεχνία, τη γραφή και τη μνήμη.
Ίσως είναι λίγο κοινότοπο να αρχίσεις μια συνέντευξη έτσι, αλλά θα θέλαμε να σταθούμε για λίγο μόνο στους συγγραφείς που θεωρείς ότι σε έχουν επηρεάσει. Γενικά, το βιβλίο σου μας έβγαλε μερικές φορές ένα «λατινοαμερικάνικο» αίσθημα, ένα στοιχείο που μας φάνηκε πρωτότυπο για τα ελληνικά δεδομένα, από τη στιγμή μάλιστα που ενσωματώνεται δημιουργικά. Να κάνουμε μια μαντεψιά; Μπολάνιο, Μάρκες, Μπόρχες;
Κι εγώ με τη σειρά μου θα ξεκινήσω με την κοινότοπη -και απέλπιδα- προσπάθεια του συγγραφέα που θέλει να κρατήσει κρυφούς τους μηχανισμούς που θέτουν σε κίνηση της ιστορίες του. Ας αρχίσω με μερικές υπεκφυγές: η «λατινοαμερικάνικη» λογοτεχνία, εμένα τουλάχιστον, μου φέρνει στο νου τους συγγραφείς του Latin American Boom, τον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, τον Μάριο Βάργκας Γιόσα και τον Χούλιο Κορτάσαρ. Τον Μάρκες τον διάβασα πολύ μικρός και τον ξεπέρασα γρήγορα, αν και είναι από τους τοξικούς συγγραφείς των οποίων την επιρροή δύσκολα κανείς αποτινάσσει. Στο μυαλό μου ο Μπόρχες δεν ανήκει σε αυτή τη σχολή, αλλά σε μια άλλη, απείρως μεγαλύτερη, απείρως πιο πολύπλοκη, στην οποία είναι ο μόνος δάσκαλος και ο μόνος μαθητής. Ίσως επειδή πάντα παρέβλεπα τις εξόφθαλμα Αργεντίνικες ιστορίες του και επικεντρωνόμουν στους πειραματικούς χειρισμούς του απείρου, του κύκλου, του καθρέφτη και του λαβυρίνθου. Αυτός ο διαχωρισμός, όπως είναι φυσικό, είναι εντελώς αυθαίρετος, αφού οι κήποι του Μπουένος Άιρες και οι γωνίες του το ηλιοβασίλεμα είναι εξίσου υπεύθυνες για τη διαμόρφωση του έργου του Αργεντίνου, όσο η Ισλανδική Έντα και τα Σαξονικά έπη. Όσο για τον Μπολάνιο, είναι πολύ μεγάλος για να χωρέσει σε ένα είδος ή μια ήπειρο, και το ήξερε, γι’ αυτό και μοίρασε το έργο του και τη ζωή του σε δύο, τουλάχιστον. Αν υπάρχει έστω και μια υποψία της φωνής του στα διηγήματα της Τελευταίας Προειδοποίησης, τότε αυτό είναι μεγάλη μου τιμή. Πάντως, νομίζω ότι οι πιο σημαντικές επιρροές, αυτές δηλαδή που επηρέασαν την τεχνική και το ύφος, αντί για τις θεματικές, είναι αυτές που δεν είναι άμεσα ορατές.
Mας έκανε εντύπωση μια ιδιαίτερη σχέση που έχει το βιβλίο σου με το στοιχείο του Χώρου: τοπογράφοι, χάρτες, αρχιτέκτονες, το νερό ως ο χώρος που δεν μπορεί να αποτυπωθεί στον χάρτη... Μάλιστα, παρατηρήσαμε ότι αυτό έχει περάσει κατά κάποιον τρόπο και στα εκφραστικά σου μέσα, καθώς υπάρχουν πάρα πολλές «τοπικές» μεταφορές: «ένας ενδιάμεσος τόπος ανάμεσα σε ύπνο και σε ξύπνιο», «η πλάτη του ήταν μια πεδιάδα πόνου», «τα όρια της ακοής»... Θα θέλαμε να μάθουμε αν αυτό σου βγαίνει συνειδητά ή ασυνείδητα. Και κάτι συναφές: Πολλές φορές στα διηγήματά σου αποδίδονται συναισθήματα και σκέψεις με περιγραφές που θα ταίριαζαν σε αντικείμενα. Πώς προκύπτει αυτή η σύνδεση εσωτερικού και εξωτερικού τοπίου;
Νομίζω πως το στοιχείο του τόπου σε αυτά τα διηγήματα είναι μια επιλογή τόσο συνειδητή όσο και η απόφαση που παίρνει κάποιος να ξεκινήσει να γράφει ή το θέμα με το οποίο θα καταπιαστεί – δηλαδή καθόλου. Από τότε που άρχισα να αντιλαμβάνομαι τι μου αρέσει και τι όχι στη λογοτεχνία, ήξερα ότι με κουράζει το ψυχογράφημα, η ηθογραφία, το ρεαλιστικό μυθιστόρημα που φιλοδοξεί να εξηγήσει και να περιγράψει, αυτή η ατελείωτη παρέλαση χαρακτήρων που τελικά δεν διαφέρουν και πολύ μεταξύ τους. Οπότε άρχισα να ψάχνω για τους συγγραφείς που χρησιμοποιούσαν άλλα μέσα, όπως ο Μπάρροουζ, ο Λάβκραφτ, ο Μπόρχες, ή που τους χρησιμοποιούσαν σαν οχήματα για να κάνουν άλλα, πιο ενδιαφέροντα πράγματα, όπως ο Πίντσον, ο Γουάλας, ο Μακάρθι ή ο Φώκνερ. Κάπου εκεί έπεσε άλλος ένας γιγάντιος κορμός πάνω στις ράγες στις οποίες κυλούσε αμέριμνο το τρένο μου: οι Αόρατες Πόλεις του Ίταλο Καλβίνο, που, σε συνδυασμό με μια εντελώς απαίδευτη και ασχημάτιστη αγάπη για την αρχιτεκτονική, είχε σαν αποτέλεσμα την προσέγγιση που είναι προφανής στην Τελευταία Προειδοποίηση. Όσο για τη σύνδεση του εξωτερικού τοπίου με το εσωτερικό, για αυτό ευθύνεται ο Μπάλλαρντ – ειδικά τα διηγήματα που λαμβάνουν χώρα στο επινοημένο θέρετρο του Vermilion Sands. Ο Μπάλλαρντ δεν είναι, όπως πιστεύουν πολλοί, συγγραφέας επιστημονικής φαντασίας, αλλά κατασκευαστής εσωτερικών τοπίων.
Όπως βλέπετε, αν ρίξεις αρκετά υλικά στο τσουκάλι, στο τέλος κάτι θα φας κι ας είναι και χυλός.
Ο Ουελμπέκ έλεγε στα Στοιχειώδη Σωματίδια πως κάθε φορά που φέρνουμε στο μυαλό μας ένα παρελθοντικό γεγονός αυτό μεταβάλλεται. Εσύ στο τρίτο σου διήγημα βάζεις τον χαρακτήρα σου να λέει πως «μια εικόνα υπάρχει μόνο για όσο την κοιτάμε. Μια φωνή υπάρχει μόνο για όσο την ακούμε. Το μόνο που είμαστε ικανοί να κρατάμε στη μνήμη είναι λέξεις, που από μόνες τους δεν είναι πιστές αναπαραστάσεις της πραγματικότητας». Τι σημαίνει για σένα η μνήμη;
Πάντα είχα ιδιαίτερα αδύναμη μνήμη. Ό,τι έχει περάσει κατοικεί σε μια αβαθή χώρα που στερείται λεπτομέρειας. Τα περισσότερα βιβλία τα ξεχνάω πολύ γρήγορα, όχι μόνο τα επιμέρους στοιχεία τους, αλλά και την ίδια την ύπαρξή τους. Ίσως γι’ αυτό να γράφω. Το αποτέλεσμα είναι κάτι αμετάβλητο, άφθαρτο, απρόσβλητο από τις εγγενείς αδυναμίες της μνήμης.
Μιλώντας για την αμφισημία, την αποσπασματικότητα και τελικά την αδυναμία της μνήμης, σκεφτήκαμε κάτι που μας είχες πει κατά τις προκαταρκτικές συνεννοήσεις για αυτή τη συνέντευξη, ότι δηλαδή δεν ενθουσιάζεσαι με ένα συγκεκριμένο Τσέχο συγγραφέα επειδή, ενώ είναι καλός, «δεν αφήνει κανένα περιθώριο στον αναγνώστη». Αναρωτιόμασταν αν η κρυπτικότητα, η αποσπασματικότητα και η υπαινικτικότητα, τα στοιχεία δηλαδή που υπάρχουν κατά κάποιον τρόπο σε όλα τα διηγήματα, ενώ στο τελευταίο σχεδόν «συστηματοποιούνται» κιόλας τρόπον τινά ρητά, είναι ο δικός σου τρόπος να αφήσεις περιθώρια στον αναγνώστη. Και το λέμε αυτό γιατί είναι σαφές ότι το υπαινικτικό στοιχείο των διηγημάτων, μια ορισμένη ή και έντονη αμφισημία ή απροσδιοριστία που παραμένει ακόμη και μετά το τέλος τους, είναι μια συνειδητή επιλογή σου και όχι κάτι που έτυχε.
Το ότι «δεν ενθουσιάζομαι» είναι ένας μάλλον ευγενικός τρόπος για να περιγράψει κανείς την αντίδρασή μου στον Τσέχο και το αβάσταχτο βιβλίο του. Το διάβασα αφού είχε γίνει ο μεγάλος χαμός και είχε κάπως κατακάτσει ο κουρνιαχτός, και θυμάμαι την σχεδόν δολοφονική οργή που ένιωθα σε κάθε σελίδα, γιατί δεν αφήνει τίποτε χωρίς να το περιγράψει εξονυχιστικά, κάθε συναίσθημα των τεσσάρων ηρώων του, κάθε κουβέντα, κάθε κίνητρο και πιθανότητα. Ακόμα πιστεύω πως είναι ένα από τα καλύτερα εγχειρίδια όλων των παγίδων που πρέπει να αποφύγει ο επίδοξος συγγραφέας για να γράψει ένα καλό βιβλίο. Ακόμη και τότε, που ακόμη δεν είχα αρχίσει να γράφω –ή είχα; δεν θυμάμαι– συναντούσα σοβαρά προβλήματα με αυτού του είδους τη λογοτεχνία. Θεωρώ ότι μου στερεί θεμελιώδεις αναγνωστικές ελευθερίες.
Η υπαινικτικότητα, η ελλειπτικότητα και η κρυπτικότητα είναι λοιπόν μια συνειδητή επιλογή. Από τη στιγμή που κάθε κείμενο είναι εξ ορισμού μια συνεργασία ανάμεσα στον συγγραφέα του και τον αναγνώστη του (έτσι ώστε κάθε ανάγνωση έχει σαν αποτέλεσμα ένα διαφορετικό κείμενο, κάθε κείμενο διαθλάται σε χιλιάδες διαφορετικά κείμενα, το καθένα τους προσβάσιμο από έναν και μοναδικό αναγνώστη), δεν είναι πιο δίκαιο –ή πιο ενδιαφέρον– να έχει και ο αναγνώστης μεγαλύτερο λόγο στην εξέλιξη και την έκβασή του; Οι άνθρωποι που γράφουν συχνά περιγράφουν τους εαυτούς τους ως δημιουργούς, αλλά σπανίως αποδίδουν την ίδια τιμή και στον αναγνώστη. Ας πάρουμε για παράδειγμα τον Τσέχο μας κι ας τον κάνουμε τον ήρωα του εξής μικροσκοπικού διηγήματος: «Ο Κ. ανοίγει την μπλε πόρτα». Ας δούμε λίγο την μπλε πόρτα. Είναι μεγάλη ή μικρή; Στενή, πλατιά, διπλή; Είναι μεταλλική ή ξύλινη; Φθαρμένη ή καλοσυντηρημένη; Ποια είναι η ακριβής απόχρωση του μπλε; Ανοίγει εύκολα ή ο Κ. πρέπει πρώτα να την τραβήξει προς τα έξω για να απελευθερώσει το γλωσσίδι; Η πόρτα έχει παραθυράκι, κι αν ναι ποιος είναι αυτός που κοιτάει τον Κ. από την άλλη πλευρά; Ο Κ. μπαίνει κάπου ή βγαίνει; Δηλαδή κυνηγάει κάποιον ή είναι ο ίδιος το θήραμα; Πού βρίσκεται αυτή η πόρτα, στο Παρίσι όπου ο Κ. έχει αυτοεξοριστεί, ή μήπως στην Πράγα, και ο Τσέχος μας δεν είναι καθόλου ο Τσέχος που μέχρι τώρα είχαμε στο μυαλό μας; Μήπως αυτός ο Τσέχος έχει δυο καταδικασμένες αδελφές; Μήπως δεν πούλησε ποτέ του ούτε μισό αντίτυπο; Μήπως τον ξέρουμε μόνο επειδή ο φίλος του παράκουσε τις εντολές του; Μήπως λοιπόν η μπλε πόρτα είναι η πόρτα του φίλου του και ο Κ. έχει πάει να του αφήσει τη βαλίτσα που περιέχει το σύνολο των γραπτών του, κρατώντας ένα μαντήλι στο στόμα κόκκινο από την αιμόπτυση;
Πώς άλλαξε –αν άλλαξε– η αντιμετώπισή σου απέναντι στη συγγραφή από τότε που εκδόθηκε το βιβλίο σου; Πώς διαχειρίστηκες την έκθεση και τις κριτικές, θετικές και αρνητικές, αν υπήρξαν;
Αυτή είναι μια ερώτηση παγίδα, έτσι δεν είναι; Κινδυνεύω να φανώ ματαιόδοξος (αν δεν είμαι) ή να αποκαλύψω τη ματαιοδοξία μου (αν έχω). Ας ξεκινήσω με μερικές υπεκφυγές: Όταν ξεκίνησα τη διαδικασία αναζήτησης εκδότη (κάτι που έγινε μετά τις προτροπές ενός φίλου στον οποίο θα είμαι για πάντα ευγνώμων), ήμουν προετοιμασμένος για μια πολύ χειρότερη υποδοχή από αυτή που τελικά επιφύλαξαν αναγνώστες και κριτικοί στην Τελευταία Προειδοποίηση (ή τουλάχιστον αυτή είναι η ιστορία που λέω στον εαυτό μου). Δεσμεύτηκα να μη διαβάσω ούτε μία κριτική (τις διάβασα όλες, πάνω από μία φορά). Είπα ότι δεν θα σταματήσω να γράφω (έχασα το λιγότερο ένα οκτάμηνο). Είπα σιγά τώρα, ένα βιβλίο είναι, σιγά (το πρώτο σου, που θα είναι συνδεδεμένο με το όνομά σου για όσο υπάρχουν ακόμα βιβλιοθήκες).
Όχι, εντάξει, γενικά δεν αγχώθηκα πολύ.
Αφού όμως πέρασαν οι έξι μήνες τρόμου που είναι και η διάρκεια ζωής ενός βιβλίου στην Ελλάδα, αν είναι τυχερό σαν το δικό μου, η τρικυμία μέσα στο κεφάλι μου ησύχασε και μπόρεσα και πάλι να δω καθαρά τον πυθμένα, οπότε και συνέχισα αυτά που είχα αφήσει στη μέση. Όπως και τόσα άλλα πράγματα, το γράψιμο είναι μια συνθήκη αναμονής – και ισορροπίας. Η ισορροπία κάποια στιγμή αποκαθίσταται και το γράψιμο συνεχίζεται, το ίδιο αργά με πριν.
Θα δοκίμαζες να γράψεις κάτι μεγαλύτερο από διήγημα;
Απολαμβάνω το ότι, όπως εσείς, οι περισσότεροι υποθέτουν ότι επειδή εξέδωσα μια ιδιαίτερα σύντομη συλλογή διηγημάτων, σημαίνει ότι είμαι ταγμένος στη μικρή φόρμα, ή ότι την προτιμώ, ή ότι δεν έχω προσπαθήσει να γράψω μυθιστόρημα. Πάνω από μία φορά. Δεν πήγε και πολύ καλά. Το μυθιστόρημα είναι για τον συγγραφέα του μια καταστροφική διαδικασία, και απαιτεί αντοχές (ή δέσμευση) που εγώ ακόμη δεν διαθέτω.
Ποιο βιβλίο διάβασες τώρα τελευταία και σε συγκλόνισε;
Το Nightwood της Τζούνα Μπαρνς. Έλεος κάπου κυρά μου, λίγο έλεος σε αυτούς που θα έρθουν μετά.
Οι φωτογραφίες του Π. Κεχαγιά που συνοδεύουν το κείμενο είναι της Chloe Kritharas-Devienne.