Θεωρία

Η απομύθευση του Σίσυφου

Αν ο Camus έχει δίκιο στον Μύθο του Σίσυφου και το ζήτημα της αυτοκτονίας είναι το βασικό φιλοσοφικό ερώτημα, δεν μπορούμε να μην παρατηρήσουμε ότι πίσω από αυτό κρύβεται το ερώτημα του Χρόνου σε μία πιο συγκεκριμένη αν και άστοχη θεώρηση. Διότι ξανά, η έννοια του Χρόνου συγκαλύπτεται και απωθείται πέρα από τον κοινωνικό ορίζοντα. Η αυτοκτονία σαν κοινωνικό φαινόμενο και ατομική επιλογή, είτε φιλοσοφικής είτε ψυχολογικής φύσεως, δεν μπορεί να καλύψει ολόκληρο το φάσμα της θανάτωσης, ή το ίδιο το οντολογικό γεγονός του θανάτου όπως παρασταίνεται και παρουσιάζεται στην πληθώρα των κοινωνιών.

Σίγουρα η θανάτωση του εαυτού αποτελεί ένα βήμα που θέτει υπό έλεγχο τα όρια της ατομικής ελευθερίας και της βούλησης, ωστόσο το γεγονός του θανάτου και το πρόβλημα που αυτό θέτει, παρουσιάζεται πρώτα και βιώνεται ως ο θάνατος των άλλων, είτε ως πραγματική εμπειρία είτε ως φαντασιακή σημασία. Θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε πως και η αυτοκτονία αναφέρεται στους άλλους σε κάθε περίπτωση, εγγράφεται δηλαδή στον ορίζοντα του εκάστοτε κοινωνικοϊστορικού περιβάλλοντος του δρώντος υποκειμένου. Οι σημασιακές επενδύσεις, η φαντασιακή δικαίωση και ακόμη και το υπαρξιακό ρίζωμα των εκάστοτε αιτιών που αντιστοιχούν σε κάθε αυτοκτονία ποικίλλουν και διαφέρουν, όχι μονάχα από πρόσωπο σε πρόσωπο, αλλά και από κοινωνία σε κοινωνία.

Κι όμως ο Γάλλος λογοτέχνης απολυτοποιεί και καθολικεύει όχι μόνο την αυτοκτονία ως φιλοσοφικό πρόβλημα αλλά και την συγκεκριμένη αξιολόγηση και πρόσληψη της έννοιας της αυτοκτονίας από τον δυτικό πολιτισμό, την πολιτιστική γενεαλογία του οποίου χρησιμοποιεί. Έτσι, αδυνατεί να σκεφτεί έτερες κοινωνικές μορφές της αυτοκτονίας, από την Ιαπωνική αυτοκτονία τιμής έως την θρησκευτική αυτοκτονία των Αζτέκων, μορφές που συνδέονται με άλλες παραστάσεις και έχουν ριζικά διαφορετική αποβλεπτικότητα τόσο σε κοινωνικό όσο και σε ατομικό επίπεδο. Μορφές οι οποίες μάλιστα επιβιώνουν και στην σύγχρονη εποχή, όπως αποδεικνύει η περίπτωση του Yukio Mishima (1925-1970), ο οποίος αυτοκτόνησε τελετουργικά στο όνομα του αυτοκράτορα, στο πλαίσιο ενός σκηνοθετημένου και αποτυχημένου πραξικοπήματος. Εδώ πρέπει να τονιστεί ότι στο δικό τους κοινωνικοϊστορικό πλαίσιο τέτοιες περιπτώσεις μπορεί να μην είναι καθόλου παράλογες ούτε καν να θέτουν το ερώτημα του παραλόγου, το οποίο ο Camus θεωρεί ως υπόστρωμα του ζητήματος της αυτοκτονίας.

Θα μπορούσαμε να αντιτείνουμε πως το πραγματικό φιλοσοφικό ερώτημα που σχετίζεται με το θάνατο είναι το ερώτημα του φόνου, της δολοφονίας, το οποίο μάλιστα αποτυπώνεται και αντιμετωπίζεται ως θεμελιώδες σε κάθε κοινωνική θέσμιση. Η αυτοκτονία αντιθέτως τοποθετείται στην σκιά και το περιθώριο του κοινωνικού λόγου, επίσημου και λαϊκού. Όμως δεν μπορούμε να παραβλέψουμε πως ένα περιθωριακό κοινωνικό φαινόμενο, όσο ριζωμένο και να είναι στο κοινωνικό φαντασιακό, δεν μπορεί να επικαλύπτει όσα παρουσιάζονται ως κεντρικά. Ο φόνος, που παρασταίνεται με πολλαπλές μορφές, ως απαγόρευση, καθήκον ή και ηδονή, επικαλύπτει εννοιολογικά και την αυτοκτονία, εκτός και αν ξεριζώσουμε το άτομο από την κοινωνία και το πετάξουμε στον θάλαμο απομόνωσης του υπαρξισμού. Μπορούμε να παρατηρήσουμε επίσης ότι όταν η αυτοκτονία εμφανίζεται ως αντικείμενο του επίσημου λόγου, αυτό συμβαίνει σε κοινωνίες όπου η αυτοκτονική πράξη θεσμοθετείται ως συγκεκριμένη λειτουργία φαντασιακής αποκατάστασης της κοινωνικής τάξεως.

Σχετικά με τον αρθρογράφο

Αλέξανδρος Σχισμένος