Θεωρία

Η απομύθευση του Σίσυφου

Ο Camus πέφτει στο λάθος του ιστορικού αναχρονισμού όταν ανασύρει έναν ελληνικό μύθο για να επισυνάψει μία πλατωνική αλληγορία στην φιλοσοφική του θέση. Επιλέγει τον μύθο του Σίσυφου, έναν μύθο, που παραδόξως, δεν αναφέρεται σε κάποια αυτοκτονία. Αντιθέτως υπάρχουν μύθοι όπου η αυτοκτονία παρουσιάζεται ως αυτοθυσία ή ως επιλογή πάθους, τους οποίους όμως ο συγγραφέας απορρίπτει με το εύστοχο αισθητικό του κριτήριο. Γιατί ο μύθος του Σίσυφου, ο οποίος χαρίζει και τον υπέροχο τίτλο στο έργο, δεν ενδιαφέρει τον Camus ως περιεχόμενο, αλλά ως παράσταση.

Η τιμωρία του Σίσυφου είναι αυτή που τον αφορά κυρίως, σαν μία αλληγορία της ανθρώπινης τραγικότητας. Κι όμως ο Camus, που τόσο ενδιαφέρεται για το δίκαιο σε άλλα έργα του, δεν εξετάζει κατά πόσο η τιμωρία του Σίσυφου υπήρξε δίκαιη. Απαριθμεί τρεις διαφορετικές ερμηνείες για την κατάληξη του Κορίνθιου βασιλιά. Αν υπάρχει κάποια ενδιαφέρουσα ανάμεσα σε αυτές που ο ίδιος ο Camusπαρουσιάζει είναι η τρίτη ερμηνεία, πως ο Σίσυφος τιμωρήθηκε γιατί προσπάθησε να ξεγελάσει το θάνατο. Ίσως εδώ βρίσκεται το κλειδί του μύθου.

Ο Κορίνθιος βασιλιάς που καταδικάζεται να ανεβάζει αιώνια τον βράχο στην κορυφή του λόφου, οδηγήθηκε σε αυτή την τιμωρία επειδή υπέπεσε στην ύβρι να προσπαθήσει να ξεφύγει από την θνητότητα. Αυτή η ερμηνεία του Σίσυφου ως υβριστή μοιάζει πιο κοντά στην αρχαία ελληνική κοσμοθεώρηση της ύβρεως ως ξεπεράσματος των ορίων του κάθε προσώπου και την νέμεση ως αποκατάσταση της κοσμολογικής ισορροπίας. Ο ελληνικός μύθος λειτουργεί κοινωνικά ως υπενθύμιση και προειδοποίηση της ύβρεως. Θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε πως είναι νεωτερική μόδα η εξύμνηση του τραγικού ήρωα ως πρωταθλητή της ανθρωπότητας και της ύβρεως ως ανθρώπινης εξέγερσης, είναι μία ιδέα που εμφανίζεται στο χριστιανικό πλαίσιο με τον Εωσφόρο του Μίλτωνος (1667), και θεμελιώνεται φιλοσοφικά με την ιδέα του ήρωα στον Carlyle (1795-1881) και στον Νίτσε. Ο Σίσυφος του Camusπεριγράφεται με παρομοίως: ‘Όπως ο Οιδίπους του Σοφοκλή, όπως ο Κιρίλοφ του Ντοστογιέφσκι, δίνει έτσι τον ορισμό της παράλογης νίκης. Η αρχαία σοφία σμίγει με τον σύγχρονο ηρωισμό.’

Είναι μία κατεξοχήν λογοτεχνική εικόνα του ρομαντικού κινήματος απέναντι στην φιγούρα του ιουδαιοχριστιανικού Θεού-Πατέρα. Όταν ο Camusπεριγράφει αυτή την ‘παράλογη νίκη’ απευθύνεται στην χριστιανική εικόνα του Θείου: ‘Διώχνουν από τούτο τον κόσμο ένα θεό που παρείσφρησε ανικανοποίητος και που αρέσκεται σε ανώφελους πόνους’. Αντιθέτως, η αρχαιοελληνική έννοια της ύβρεως προϋποθέτει μια μοίρα απολύτως προσωπική και μία Δίκη στην οποία είναι υπόλογα όλα τα όντα, και οι θεοί. Ο Σίσυφος, όπως και ο Οιδίπους, είναι υπεύθυνος για την μοίρα του και η τίση που φέρνει η νέμεση προκύπτουν ακριβώς από την προσωπική τους ύβρι απέναντι στον κόσμο. Και ακριβώς επειδή συμφωνούμε απόλυτα πως η ανθρώπινη μοίρα ορίζεται από τον άνθρωπο, απορούμε με ποιο δικαίωμα εκπροσωπεί την ανθρωπότητα ένας ήρωας που καταδικάζεται ακριβώς γιατί ζήτησε να ξεπεράσει το ανθρώπινο, να υπερβεί την κοινωνία, να γίνει άπολις, θεός ή θηρίο. Αν αυτή είναι η ελευθερία, τότε είναι παράλογη πράγματι, μία υπαρξιακή απομόνωση.

Ο Σίσυφος του Camus μετατρέπεται σε εικόνα μίας ελευθερίας της ματαιότητας και μίας ματαιότητας της ελευθερίας. Παραδόξως, στην τιμωρία του δεν αναλαμβάνει την ευθύνη της πράξεώς του, αλλά την ευθύνη της ύπαρξής του, σάμπως η ανθρώπινη ύπαρξη να ήταν ήδη μία ύβρις. Το βιβλικό σχήμα της πτώσεως ταιριάζει περισσότερο στο λόγο του Camus, ο οποίος μοιάζει να αντλεί περισσότερο από την αφήγηση της Γενέσεως παρά από τον μύθο που παραθέτει. Αναφέρει πως δεν γνωρίζουμε λεπτομέρειες για την τύχη του Σίσυφου στον Άδη, όμως στην πραγματικότητα τέτοιες λεπτομέρειες θα ήταν απλώς περιττές και αντίθετες στην οικονομία του αρχικού μύθου ο οποίος ολοκληρώνεται ακριβώς στο σημείο όπου αρχίζει ο Camus. Η περιγραφή της τιμωρίας του Σίσυφου, αποτελεί την κατακλείδα του μύθου και εξυπηρετεί πλήρως την ηθική του λειτουργία, την υπόμνηση της θνητότητας.

Σχετικά με τον αρθρογράφο

Αλέξανδρος Σχισμένος