Θεωρία

Το σώμα στην πολιτική

Ι.

Τη δεκαετία του 1830 ο Alexis de Tocqueville έγραφε για την «ήπια δεσποτεία». Σύμφωνα με τα λόγια του Καναδού φιλοσόφου Charles Taylor, που αναλύει την παραπάνω φράση: «Μια κοινωνία στην οποία οι άνθρωποι καταλήγουν ως το είδος των ατόμων που είναι “κλεισμένα στις δικές τους καρδιές” είναι μια κοινωνία στην οποία λίγοι μόνο θα επιθυμούν να συμμετέχουν ενεργά στην αυτοδιακυβέρνηση. Θα προτιμούν να μείνουν σπίτι και να απολαμβάνουν τις ικανοποιήσεις της ιδιωτικής ζωής, για όσο η κυβέρνηση υπό το φως της ημέρας παράγει τα μέσα γι’ αυτές τις ικανοποιήσεις και τα διανέμει ευρέως. Αυτό ανοίγει τον κίνδυνο για μια νέα, μοντέρνα μορφή δεσποτείας την οποία ο Tocqueville ονομάζει “ήπια” δεσποτεία. Δεν θα είναι τυραννία του τρόμου και της καταπίεσης όπως παλαιότερα[1]. Η κυβέρνηση θα είναι χαμηλών τόνων και πατερναλιστική. Μπορεί ακόμη και να διατηρήσει δημοκρατική μορφή με σποραδικές εκλογές. Αλλά για την ακρίβεια, τα πάντα θα τίθενται σε λειτουργία από μια “τεραστίων διαστάσεων εξουσία” πάνω στην οποία οι άνθρωποι θα έχουν ελάχιστο έλεγχο».

Εκτός από εκείνους οι οποίοι το πρωί γαυγίζουν σε οποιοδήποτε μέσο κοινωνικής δικτύωσης σχετικά με το ότι εμείς (;) παραδώσαμε τον δημοκρατικό θεσμό και τον πλούτο του στους υπόλοιπους βάρβαρους και το βράδυ φαντασιώνονται πως απαντούν στο «τις αγορεύειν βούλεται» όταν εκφράζουν την επιθυμία τους για φαγητό ή για το πού θα βγουν με την παρέα τους (και θεωρούν πως αυτή είναι η ουσία του θεσμού που όλοι εμείς οι απόγονοι του Περικλή επωμιζόμαστε), οι υπόλοιποι –λίγοι πλέον– που αφουγκράζονται την εποχή και στοχάζονται περί αυτής, μάλλον θα καταλαβαίνουν πως ο Tocqueville είχε δίκιο, 200 χρόνια πριν. Πράγματι, τα γραφόμενά του αντικατοπτρίζουν τη δική μας πραγματικότητα. Όμως, στο παρόν άρθρο δεν θα επιχειρήσω να παραθέσω κάποια ανάλυση του λόγου για τον οποίο η δημοκρατία κατάντησε «ήπια δεσποτεία», αν αυτό ήταν αναπόφευκτο ή όχι, ή αν μπορεί να αναστραφεί, αλλά, λαμβάνοντας αξιωματικά ως ορθή τη θέση του Tocqueville, θα αναφερθώ στον τρόπο με τον οποίο αυτοί οι ήπιοι δεσπότες αποκτούν το κοινό τους. Διότι το να πούμε ότι θα υπάρχουν τέτοιου είδους μικρές ομάδες δεσποτείας με την εξουσία στα χέρια τους (που δημοκρατικά –με τη θέληση του λαού– θα την έχουν αναλάβει), είναι το ένα ζήτημα. Όμως, το ποια μικρο-ομάδα, από τις πολλές που υπάρχουν, θα την έχει, καθώς και ο τρόπος με τον οποίο την αποκτά, δεν είναι ούτε προφανές ούτε και απλό πρόβλημα. Συνδέεται άμεσα με την εισαγωγή, στο επίπεδο της πολιτικής, του σώματος, μέσω της προσπάθειας διαχείρισης δύο εξαιρετικά σημαντικών πτυχών του τελευταίου. Του πόθου και του τρόμου.

ΙΙ.

Κάθε ομάδα «ήπιας δεσποτείας» φέρει μια ιδεολογία. Ένα σύνολο ιδεών που διαμορφώνουν τις σκέψεις τους, τις πράξεις τους και έτσι τον ίδιο τον κόσμο τους. Μια κοσμοθεώρηση. Αυτή όμως είναι δική της και όχι ολόκληρου του λαού ή ακόμα και των ακολούθων της στο σύνολό τους. Η επαφή του κοινού με αυτήν και η διάχυσή της χωρίς βία[2] πραγματοποιούνται μέσω εκείνης της τεχνικής που ονομάζεται Προπαγάνδα. Η ιδεολογία και η προπαγάνδα είναι άρρηκτα συνδεδεμένες. Η πρώτη χρησιμοποιούσε ανέκαθεν τη δεύτερη προκειμένου να εξαπλώνεται. Στη βιβλιογραφία παρατηρείται, όμως, μια μεταστροφή της σχέσης αυτής δίνοντας προβάδισμα στην προπαγάνδα έναντι της ιδεολογίας πλέον, με την έννοια ότι, κυρίως μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, δεν πρέπει ο προπαγανδιστής να είναι ο ίδιος εμποτισμένος με κάποια ιδεολογία προκειμένου να την προπαγανδίσει με ακρίβεια και αποτελεσματικότητα (τα δύο στοιχεία που χαρακτηρίζουν την προπαγάνδα), αλλά απλώς να είναι καλός στην τεχνική και στους στόχους της. Από τα παραπάνω συνάγεται πως η προπαγάνδα υπάρχει σε κάθε μορφή ιδεολογίας και πολιτικής. Αυτό βοηθά στην αποδέσμευσή της από τα ολοκληρωτικά καθεστώτα αποκλειστικά[3]. Απλώς, η ανάλυση της προπαγάνδας στα καθεστώτα αυτά καθίσταται περισσότερο ευχερής, καθώς οι ακραίες ιδέες και πρακτικές παρέχουν παραστατικότερα παραδείγματα για τέτοιου είδους θεματικές. Τι σημαίνει, λοιπόν, εισαγωγή του σώματος στην πολιτική μέσω της προπαγάνδας και πώς αυτή βοηθά τις εκάστοτε «ήπιες δεσποτείες»;

Χρειάζεται να τονιστεί εξαρχής πως η θεώρηση της πολιτικής ως της πτυχής εκείνης της πραγματικότητας στην οποία κυριαρχούν αποκλειστικά η λογική και η πειθώς μέσω επιχειρημάτων, ο παραγωγικός διάλογος, η ορθολογική στάθμιση αιτιών και συνεπειών και η επιλογή της βέλτιστης λογικά λύσης του εκάστοτε προβλήματος, καθίσταται αν όχι αρχαιολάγνα, λόγω της πεποίθησης ότι έτσι γινόταν στις ένδοξες εκείνες ελληνικές μέρες της αθηναϊκής δημοκρατίας, τότε απλώς φαντασιόπληκτη. Όποιος δεν φαντάζεται ότι βγαίνοντας από το σπίτι του θα πάει στην εκκλησία του δήμου και θα μιλήσει με παρρησία πείθοντας τους άντρες συμπολίτες του για την ανάγκη ενός επικείμενου πολέμου (φαντασίωση καθόλου τυχαία, μιας και ακόμη και σήμερα πολλοί θεωρούν πως σε έναν επικείμενο πόλεμο αυτή η «αθάνατη ψυχή» που φέρουμε όλοι μας (;) θα μας οδηγήσει στη νίκη), μπορεί να έχει αναρωτηθεί πώς γίνεται ένας λαός να παίρνει θέση υπέρ ή κατά ενός ζητήματος ακολουθώντας κάποιους εισηγητές. Στην ερώτηση περί αυτής της προθυμίας να ακολουθηθεί ένας ηγέτης, οι απαντήσεις πάντοτε είναι ίδιες: «τα λέει σωστά», «έχει επιχειρήματα» κ.λπ. Και πράγματι, ακόμη και αν κοιτάξεις στον ναζισμό, δεν θα υπήρχε κάποιος που, όντας μέσα στο κοινό που απλωνόταν μπροστά από εκείνον τον τύπο με το μουστάκι και το σηκωμένο χέρι, να σου έλεγε πως δεν τα λέει καλά. Ούτε κανείς από εκείνους που την 18η Φεβρουαρίου 1943 χειροκροτούσαν το σχέδιο του «Ολοκληρωτικού πολέμου» του Göbbels θα ισχυριζόταν ότι ο τελευταίος δεν έλεγε κάτι λογικό και καλό για την ανάπτυξη και την ευημερία της χώρας. Ή μήπως δεν στοχεύει στην ευημερία μιας χώρας και την κατατρόπωση του εσωτερικού εχθρού που φταίει για όλα τα δεινά η επίθεση σε φαβέλες – ή Φαβέλα;

Τα παραπάνω παραδείγματα αλλά και πάμπολλα άλλα, από πολλά καθεστώτα και από πολλές ιδεολογίες, πραγματώνονται όχι από την ίδια την ομάδα (ή τον άνθρωπο) που εισηγείται την εκάστοτε ιδεολογία, αλλά από τους πολλούς που τον ακολουθούν. Πώς γίνεται αυτός ο ένας ή αυτοί οι λίγοι να κάνουν τον λαό ό,τι θέλουν; Μέσω της πειθούς; Αν η πειθώς ήταν ενεργή και τα επιχειρήματα πράγματι λειτουργούσαν όπως έπρεπε, τότε ο κόσμος (οι ακόλουθοι) θα ήξεραν ακριβώς τι έκαναν και θα δικαιολογούσαν με έναν και τον αυτό τρόπο την κάθε σκέψη και πράξη. Δηλαδή, με τον ένα και μόνο τρόπο με τον οποίο θα δικαιολογούσε και αυτός ο ένας ή οι λίγοι τις πράξεις. Όμως δεν συμβαίνει αυτό. Και άγνοια υπάρχει. Και κοροϊδία από τη μεριά της «δεσποτείας» και ψέμα και (επιθετική) ουδετερότητα και βέβαια, αυτό που η Arendt ονόμασε κοινοτοπία (του κακού). Προκειμένου όμως να φτάσει ο οποιοσδήποτε ασήμαντος πολίτης να γίνει ένα κοινότοπο κακό, ένας εν δυνάμει Κακός, χρειάζεται να έχει ενσταλαχτεί μέσα του το κακό, δηλαδή μια ιδεολογία του Κακού. Με την οποιαδήποτε έννοια, όχι μόνο τη ναζιστική. Και για να ενσταλαχτεί αυτό μέσα του χρειάζεται να ξεφύγει αυτό το Κακό, αυτή η ιδεολογία από τον στενό κύκλο των εισηγητών του και να διαχυθεί στην κοινωνία καθιστώντας τους κοινωνούς κακούς. Αυτό κάνει η Προπαγάνδα και παρακάτω θα προσεγγίσουμε δύο από τα πιο ισχυρά εργαλεία της στην επίτευξη της υπόρρητης χειραγώγησης των μαζών. Υπόρρητη διότι υπάρχει πάντοτε εκεί και συμβαίνει χωρίς κανείς να την αντιλαμβάνεται. Γι’ αυτό και αν ρωτήσεις κάποιον να σου πει πόσες δουλειές κατέλαβαν οι πρόσφυγες το τελευταίο διάστημα τις οποίες έχασαν μέσα από τα χέρια τους οι αυτόχθονες δεν θα ξέρει να σου απαντήσει παρά μόνο το ότι «θα μας πάρουν τις δουλειές».

Υπάρχουν δύο σημαντικά στοιχεία που χρειάζεται να κατανοηθούν ως προς τη λειτουργία της Προπαγάνδας: αφενός το γεγονός ότι λειτουργεί φαντασιακά. Με άλλα λόγια, εισβάλλει στη φαντασία του κάθε ατόμου και εδράζεται σε ό,τι εκείνη μπορεί να παραγάγει. Αφετέρου, πως το προαναφερθέν στοιχείο δεν καθιστά τα λεγόμενά της φανταστικές ιστορίες ή παραμύθια. Εκείνο που κάνει ο προπαγανδιστής κατά κύριο λόγο είναι να διαστρεβλώνει εικόνες και γεγονότα διαμορφώνοντας τις υποτιθέμενες απολήξεις τους με τέτοιο τρόπο ώστε να πετύχει τους σκοπούς του. Δεν δημιουργεί εντελώς νέα «γεγονότα» αλλά κατασκευάζει διαστρεβλωμένες εικόνες (Zerrbilder) ήδη υπαρχόντων κοινωνικών προβλημάτων. Και τα κοινωνικά προβλήματα συνεπάγονται ψυχικές ανησυχίες. Αυτό το ξέρει ο προπαγανδιστής και γνωρίζει πολύ καλά πώς να στηριχθεί σε αυτές τις ανησυχίες για να διαστρεβλώσει την «πραγματικότητα»[4] και να επιτύχει τον σκοπό του. Έτσι λοιπόν, μέσω των παραπάνω εισάγεται στην πολιτική, σε εκείνη την πτυχή της ζωής που θεωρείται (ακόμη και σήμερα) ως τομέας που βασιλεύει η επιχειρηματολογία και η λογική, το σώμα. Διότι γνωρίζοντας τις ψυχικές ανησυχίες και το άγχος που προκαλείται από κοινωνικά προβλήματα, η Προπαγάνδα τα λαμβάνει υπ’ όψιν της και διαμορφώνει αιτίες, συνέπειες και τρόπους πράξης που να εξυπηρετούν σε βάρος των ίδιων των «ακολούθων» τους δικούς της σκοπούς ή της ιδεολογίας που κρύβεται πίσω της.

ΙΙΙ.

Σε αυτό το σημείο γίνεται αναφορά στον πόθο και στον τρόμο. Δύο στοιχεία του ανθρώπινου ψυχισμού τα οποία δημιουργούνται, τρέφονται, εκκολάπτονται και στεγάζονται, περιμένοντας να ξεχυθούν σε διάφορους δρόμους, στη φαντασία. Διότι εκεί βρίσκεται η λειτουργία της δημιουργίας εικόνων τόσο έντονων που να μπορούν να οδηγήσουν στην πράξη. Κάθε ένα από τα δύο αυτά στοιχεία/συναισθήματα οδηγεί σε πράξεις, αλλά μπορεί να οδηγήσει σε διαφορετικού είδους πράξεις. Και τα δύο είδη πράξης (εκείνο που απορρέει από τον πόθο και εκείνο που είναι παράγωγο του τρόμου) είναι, βέβαια, χρήσιμα στην προπαγάνδα. Επιπλέον, κάθε ένα από αυτά τα στοιχεία μπορεί να αντιστοιχηθεί με διαφορετικούς μηχανισμούς άμυνας με ψυχαναλυτικούς όρους, τους οποίους χρησιμοποιεί η προπαγάνδα ως απάντηση στις ανησυχίες και στο άγχος.

Έτσι, ο πόθος, που θα αναλυθεί πρώτος, μας είναι περισσότερο γνώριμος λόγω της τεχνικής της διαφήμισης που στηρίζεται σε αυτόν. Αυτή δεν λειτουργεί και πολύ διαφορετικά από την προπαγάνδα, που επίσης βασίζεται στον πόθο των ανθρώπων[5]. Ως πόθος δεν εννοείται η εκάστοτε επιθυμία του καθενός. Η Προπαγάνδα δεν προσπαθεί να ποτίσει το έδαφος τυχαίων επιθυμιών[6]. Πιο συγκεκριμένα, στο στόχαστρο τίθενται εξειδικευμένα κοινωνικά προβλήματα και οι επιθυμίες ως προς αυτά. Εκείνο που προσπαθεί να κάνει κυρίως είναι να δικαιολογήσει μια κατάσταση ως αναγκαίο κακό ή μεσοδιάστημα ή μέσο προκειμένου να επέλθει μια καλύτερη εποχή. Ο κόσμος που πλάθεται από την προπαγάνδα, αυτή η προβολή στο μέλλον, δεν είναι ούτε τυχαία ούτε παραμυθένια ούτε κάποια άπιαστη δυστοπία. Σε αυτή την περίπτωση δεν θα λειτουργούσε. Παρουσιάζεται ο κόσμος χωρίς τα κακώς κείμενα που ενυπάρχουν στο τωρινό κοινωνικό πλαίσιο. Και πάλι χρησιμοποιούνται ήδη διαμορφωμένα κοινωνικά σύμβολα που χρησιμεύουν στη συναισθηματική επιφόρτιση του λόγου/γραφής/εικόνας. Μέσω αυτής της προπαγάνδας παρέχεται μια εικόνα του πώς θα είναι ο κόσμος όταν απομακρυνθούν τα στοιχεία που τον χειροτερεύουν σήμερα[7]. Ειδικά όταν ο λόγος φέρει στο εσωτερικό του λέξεις και νοήματα με τα οποία είναι συνδεδεμένοι οι άνθρωποι, τότε το μέλλον που παρουσιάζεται καθίσταται άξιο να πολεμήσει κανείς γι’ αυτό: παιδιά, γονείς, πρόγονοι, ιστορία, μέλλον, πατρίδα, αγάπη, γυναίκες, δουλειά και πολλά άλλα. Ο πόθος των ανθρώπων να διασώσουν κάτι από τα παραπάνω μπορεί να τους κάνει να προβούν σε πράξεις που ούτε μπορούμε να φανταστούμε (ή ίσως να τις έχει καταγράψει η ίδια η ιστορία). Διότι η προπαγάνδα επεμβαίνει στο άγχος και στις ανησυχίες της εκάστοτε κατάστασης παρέχοντας έτοιμες, σωτήριες εκλογικεύσεις. Γιατί έχει επέλθει η χ κατάσταση; Πού οδηγεί; Τι πρέπει να κάνουμε για να φύγουμε απ’ αυτήν; Εάν κατασκευαστεί, έστω και διαστρεβλωμένα, μια φαντασιακή εικόνα ενός κόσμου που να απαντά σε ερωτήματα όπως τα παραπάνω, τότε οι άνθρωποι θα επαναπαυτούν σε αυτόν που την κατασκεύασε, γιατί αυτός ξέρει. Εξαφανίζεται τότε και η κριτική σκέψη και η αναζήτηση κάποιας αλήθειας και άλλα πολλά. Σε συνδυασμό με τις παροχές της σύγχρονης εποχής που από μόνες τους θα ήταν αρκετές να αδρανοποιήσουν τον οποιονδήποτε, τότε γίνεται κατανοητό γιατί οι άνθρωποι υιοθετούν τόσο εύκολα απόψεις που φαίνονται να λύνουν προβλήματα. «Πάρτε ρούχα, πάρτε αυτοκίνητα, σπίτια, κάντε μια ευτυχισμένη οικογένεια, πάρτε και έτοιμα πρότυπα ομορφιάς, επιτυχημένης ζωής, γυναίκας και άντρα, πάρτε και έτοιμη μαζική ψυχαγωγία να γελάτε κάθε μέρα και αφήστε την κοινωνία στα χέρια μας· άλλωστε εσείς ανά τέσσερα χρόνια μας επιλέγετε. Εμείς ξέρουμε πώς να σας οδηγήσουμε στον πολύ όμορφο κόσμο που σας υποσχεθήκαμε»[8].

Σίγουρα, η μέθοδος που περιγράψαμε μέχρι τώρα φαίνεται πολύ ισχυρή, καθώς αφορά την παροχή ενός φαντασιακού κόσμου που να καταπραΰνει τις πληγές του παρόντος. Όμως, ο τρόμος αποτελεί ακόμη ισχυρότερη μέθοδο, διότι μέσω αυτού ωθούνται οι άνθρωποι σε πολύ πιο άμεση δράση.

Ο τρόμος αποτελείται από δύο αλληλοσυνδεόμενα επίπεδα. Το πρώτο επίπεδο είναι εκείνο της ανάδειξης συνεχόμενων εχθρών. Φαντάζει εύκολο και απλό, αλλά δεν είναι. Η ανάδειξη αυτή δεν γίνεται με λογικά επιχειρήματα, δεν προσεγγίζει κάποιος μια μάζα ανθρώπων και τους λέει «να, αυτός εδώ είναι ο εχθρός» και από τότε ο τελευταίος εγκαθιδρύεται ως εχθρός. Και σε αυτή την περίπτωση η Προπαγάνδα βασίζεται στην εικόνα της «πραγματικότητας» που θα δημιουργήσει θέτοντας κάποιον ή κάποιους ως τον εχθρό. Και πάλι όμως αυτό δεν αρκεί. Προκειμένου να θεωρηθεί κάποιος ως εχθρός, χρειάζεται να παρασταθεί αν όχι ως παντοδύναμος, τότε ως σε τέτοιο βαθμό ισχυρός, που οι άνθρωποι να θεωρήσουν πως υπερβαίνει κατά πολύ τη δύναμή τους, να νιώσουν αβοήθητοι, να νιώσουν πως χρειάζονται κάποιον να τους σώσει, να νιώσουν πως αυτό το κακό τούς «έχει στριμώξει». Γι’ αυτό η εικόνα του εχθρού πρέπει να είναι τόσο φοβερή που να δημιουργήσει αυτά τα συναισθήματα. Και πάλι συμβολοποιήσεις με συναισθηματική επένδυση λαμβάνουν χώρα προκειμένου ο εχθρός να απειλεί ό,τι πολυτιμότερο έχει ο άνθρωπος. Στην ψυχανάλυση όλο αυτό ονομάζεται προβολή. Ποιος δεν φοβάται έναν παντοδύναμο εχθρό που θα αφαιρέσει ό,τι πολυτιμότερο έχει; Δεν χρειάζεται να πάει κανείς μακριά για να αναζητήσει παράδειγμα: Σε μια μικρή χώρα που θεωρεί ότι θα έπρεπε να της φέρονται με βασιλικό τρόπο λόγω των όσων έχει προσφέρει στην ανθρωπότητα, αλλά το μόνο που τελικά λαμβάνει είναι εχθρούς από κάθε μεριά, οι οποίοι θέλουν να κατακτήσουν ιστορία, ονόματα, θάλασσα, γυναίκες, παιδιά και οτιδήποτε άλλο, λογικό ακούγεται να πετυχαίνει η προπαγάνδα τον σκοπό της σε μεγάλο αριθμό του πληθυσμού.

Το δεύτερο, όμως, επίπεδο του καθεστώτος του τρόμου φαίνεται να συνεπάγεται επιζήμιες απολήξεις για το «θύμα» του τρόμου[9]. Ζώντας σε ένα καθεστώς όπου παντού γύρω υπάρχουν φανταστικές απειλές, ο άνθρωπος χάνει την αίσθηση του χρόνου και το μόνο που απομένει είναι αντιδράσεις σε μια σειρά από μη συνδεδεμένα μεταξύ τους σοκ. Έτσι, εφόσον η πραγματικότητα του εν-τω-τρόμω ζώντα είναι μια σειρά από σπασμωδικές, σποραδικές και αναπάντεχες περιστάσεις σοκ, τέτοιες είναι και οι αντιδράσεις του σε αυτές, αλλά και ο ίδιος, ή τέλος πάντων, ό,τι έχει απομείνει από αυτόν.

Τότε, όταν το υποκείμενο έχει διαμελιστεί ψυχικά, είναι που έχει πετύχει η προπαγάνδα, ανοίγοντας τον δρόμο για την ιδεολογική διάδοση και την πρακτική της εφαρμογή. Τότε είναι που πρέπει να αναρωτηθεί κανείς, διαμέσου του ερωτήματος που προέβαλλε ο Primo Levi σχετικά με τους κρατουμένους στα στρατόπεδα συγκέντρωσης όπου ζούσαν υπό το καθεστώς του τρόμου[10]: «Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος» (;)

Σημειώσεις

[1] Με την έννοια της σωματικής βίας και καταπίεσης και τον τρόμο που αυτές συνεπάγονταν.

[2] Βέβαια, οι θεωρήσεις για τη βία ποικίλλουν. Συνεπώς, και ο τρόπος διάδοσης μπορεί να θεωρηθεί ή όχι ως βία. Αυτό θα αναφερθεί και παρακάτω.

[3] Στη σχετική βιβλιογραφία μπορούν να βρεθούν προσπάθειες θεμελίωσης της προπαγάνδας υπέρ της δημοκρατίας (κάτι στο οποίο συναντά κανείς άρνηση) αλλά και ανάλυση των λόγων για τους οποίους μπορεί ή όχι να υπάρχει αυτού του είδους η προπαγάνδα και τι μπορεί να συνεπάγεται κ.ά.

[4] Σε εισαγωγικά η «πραγματικότητα», διότι για τον «ακόλουθο» πραγματικότητα αποτελεί ο κόσμος που ο προπαγανδιστής έχει διαμορφώσει. Οι λέξεις (και άρα ο κόσμος) με τις συγκεκριμένες νοηματοδοτήσεις με τις οποίες εκείνος περίτεχνα τις έχει επενδύσει.

[5] Υπάρχουν διαφορές της Προπαγάνδας και της διαφήμισης που θα φανούν στη συνέχεια μέσα από την ανάλυση. Η πιο σημαντική από αυτές φαίνεται να είναι, όπως θα δειχθεί αργότερα, το γεγονός πως η Προπαγάνδα, είτε διεγείρει τον πόθο είτε τον τρόμο, χρειάζεται πάντοτε να στοχοποιεί κάποιον/κάποιους. Η Προπαγάνδα δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς έναν «εχθρό» και αυτός είναι ο λόγος που δεν υπάρχει «θετική προπαγάνδα». Η «θετική προπαγάνδα» είναι διαφήμιση και η διαφήμιση δεν είναι Προπαγάνδα, καθώς δεν μετατρέπει κανέναν σε «εχθρό».

[6] Σε αυτό έγκειται μία διαφορά της σε σχέση με τη διαφήμιση, η οποία αναλόγως με το προϊόν στοχεύει σε πολύ συγκεκριμένες ανάγκες και στα νοήματα που αρθρώνονται γύρω από αυτές και μόνο.

[7] Μπορεί η ανάλυση να φαίνεται σαν να αναφέρεται μονάχα στο ολοκληρωτικό καθεστώς της ναζιστικής Γερμανίας και αυτό που πρέπει να εξαφανιστεί να είναι οι Εβραίοι ή οι γύρω εχθροί που την ταπείνωσαν κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο· όμως αν αναλογιστούμε τι είναι η Ανατολή για τη Δύση, οι άγριοι/βάρβαροι για τους πολιτισμένους, ο πολίτης του κόσμου για τον εθνικιστή, ο gay για τον straight και πολλά άλλα, τότε καταλαβαίνουμε ότι αυτού του είδους οι αναλύσεις ξεφεύγουν από τα στενά πλαίσια του ναζισμού.

[8] Πολλοί είναι εκείνοι που καταλαβαίνουν τι γίνεται γενικά. Δεν θεωρώ τον εαυτό μου τον γνώστη της πραγματικότητας. Αντίθετα, προσπαθώ να κατανοήσω τους μηχανισμούς προκειμένου να ελέγξω όσο το δυνατόν περισσότερο τους τρόπους που ασυνείδητα με διαμορφώνουν στην καθημερινότητά μου. Σε αντίθεση με εκείνους που φωνάζουν «ξυπνήστε πρόβατα», χωρίς να γνωρίζουν τίποτα για τους μηχανισμούς αυτούς, δεν προπαγανδίζω αλλά εξηγώ. Όλοι είμαστε μέσα στο οτιδήποτε γίνεται και κανείς δεν είναι έξω από αυτό. Όπως ακριβώς ποτέ δεν μπορείς να λάβεις μια μη-ιδεολογική θέση για να ασκήσεις κριτική σε μια ιδεολογία. Αυτό είναι το πρώτο που μαθαίνει όποιος θέλει να μελετήσει τη φύση της ιδεολογίας.

[9] Ως «θύμα» ονομάζει ο Löwenthal όχι μόνο τον στόχο (π.χ. τον πρόσφυγα) αλλά πολύ περισσότερο και εκείνον που ζει σε καθεστώς τρόμου προκειμένου να θέσει κάποιον στόχο όπως τον παραπάνω. Το πρώτο είναι το θύμα του τρόμου της μάζας ενώ το δεύτερο είναι το θύμα του τρόμου της προπαγάνδας.

[10] Σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό και ένταση απ’ ό,τι εκείνοι που τρομοκρατούνται από την προπαγάνδα, όπως άλλωστε τονίζει και ο Löwenthal, που πραγματοποιεί αυτή την παραλληλία.

Σχετικά με τον αρθρογράφο

Γιάννης Περπερίδης