Ο Hilary Putnam, σημαντικός αμερικανός φιλόσοφος που ασχολήθηκε, μεταξύ άλλων, με τη φιλοσοφία της επιστήμης, γεννήθηκε το 1926 και πέθανε τον περασμένο Μάρτιο, εξ ου και το συνέδριο που διοργάνωσαν πριν από έναν μήνα οι φοιτητές του ΜΙΘΕ ήταν αφιερωμένο στη μνήμη του. Στο παρόν σημείωμα, θα καταπιαστούμε με μία από τις βασικές ιδέες του· ακριβέστερα, με ένα μόνο από τα επιχειρήματα που χρησιμοποιεί για να στηρίξει αυτή τη βασική ιδέα. Λοιπόν, κατ΄ευθείαν στο θέμα μας: η εν λόγω βασική ιδέα του Putnam είναι ότι η διχοτόμηση Είναι και Δέοντος δεν μπορεί να υποστηριχθεί. Και το εν λόγω επιχείρημα έχει να κάνει με τα λεγόμενα «thick ethical concepts». Ας δούμε, με λίγα λόγια, τι σημαίνουν αυτά τα πράγματα.
Το ζήτημα του διαχωρισμού (ή του μη διαχωρισμού) Είναι και Δέοντος, όπως και το συναφές ζήτημα του διαχωρισμού περιγραφικών και αξιολογικών/κανονιστικών κρίσεων, είναι παμπάλαιο στη φιλοσοφία. Πολύ γενικά, θα λέγαμε ότι το Είναι αφορά σε αυτό που υπάρχει, σε αυτό που συμβαίνει, σε αυτό που ισχύει, και οι περιγραφικές κρίσεις (υποτίθεται ότι) απλώς περιγράφουν το τι συμβαίνει. Στον αντίποδα, το Δέον αφορά στο τι θα έπρεπε να συμβαίνει, και οι κανονιστικές κρίσεις αξιολογούν ό,τι συμβαίνει με βάση τη συμφωνία του ή μη με κάποιους κανόνες, οι οποίοι θα έπρεπε να γίνονται σεβαστοί. Είναι/περιγραφική πρόταση: οι άνθρωποι κάποια στιγμή πεθαίνουν. Δέον/κανονιστική πρόταση: είναι ηθικά λανθασμένο να σκοτώνουμε έναν άνθρωπο. Ας δώσουμε ένα ακόμη απλουστευτικό παράδειγμα, ένα παράδειγμα που ο ίδιος ο Putnam ενδεχομένως θα αμφισβητούσε, όπως θα δείξουμε στη συνέχεια, αλλά το οποίο προς το παρόν μάς είναι χρήσιμο: η Φυσική είναι περιγραφική επιστήμη, γιατί περιγράφει απλώς το πώς λειτουργεί ο φυσικός κόσμος. Αντιθέτως, η νομική επιστήμη ή η ηθική θεωρία του Καντ είναι κανονιστικά αντικείμενα, γιατί μας λένε πώς οφείλει να λειτουργεί μια κοινωνία ή ένα ηθικό υποκείμενο. Έτσι, λοιπόν, έχουμε: από τη μία την τριάδα Είναι/περιγραφική κρίση/γεγονότα και από την άλλη την τριάδα Δέον/κανονιστική ή αξιολογική κρίση/αξίες.
Το πρόβλημα που τίθεται εδώ είναι κατά πόσον το Είναι και το Δέον αποτελούν δύο ξεχωριστά πεδία (ή επίπεδα, ή σφαίρες) ή αν το ένα απορρέει από το άλλο (και σε ποιο βαθμό). Ο Πλάτωνας, παραδείγματος χάρη, πίστευε στην ενοποίηση των δύο σφαιρών, καθώς τα όντως όντα (αυτά που πραγματικά είναι), δηλαδή οι Ιδέες, ανήκουν στο πεδίο του Είναι, αλλά επιπρόσθετα ορίζουν και το Δέον: η ανώτατη Ιδέα του Αγαθού μπορεί να μας υποδείξει πώς πρέπει να ζήσουμε. Γι' αυτό άλλωστε οι φιλόσοφοι-κυβερνήτες, οι οποίοι μέσω της φιλοσοφίας μπορούν να συλλάβουν ή έστω να προσεγγίσουν τις Ιδέες, καλούνται στην πλατωνική Πολιτεία να αναλάβουν τη διακυβέρνηση της πόλης. Επειδή ακριβώς ξέρουν πώς στ' αλήθεια είναι τα πράγματα, μπορούν να καθορίσουν και πώς πρέπει να λειτουργεί η πολιτική κοινότητα. Στον αντίποδα, στοχαστές όπως ο Max Weber και ο Κορνήλιος Καστοριάδης θεωρούσαν ότι το Δέον δεν απορρέει από το Είναι. Οι αξίες μας, η ηθική μας, οι κανόνες μας δεν μπορούν να θεμελιωθούν στη φύση, στη λογική, στο γεγονός ότι μιλάμε ή σε οποιοδήποτε άλλο θεμέλιο που απλώς είναι. Αντιθέτως, το Δέον τίθεται από εμάς τους ίδιους, οι αξίες απαιτούν μια ανθρώπινη επιλογή, η οποία είναι, με μια έννοια, αυθαίρετη.
Όπως φαίνεται και από τον τίτλο του βιβλίου του The collapse of the Fact/Value dichotomy (Harvard University Press, 2004), ο Putnam είναι της άποψης ότι η αυστηρή διάκριση Είναι και Δέοντος (ή αλλιώς Γεγονότος και Αξίας) είναι λανθασμένη. Και γράφω αυστηρή διάκριση, γιατί ο Putnam δέχεται ότι μια τέτοια ταξινόμηση μπορεί να είναι χρήσιμη προκειμένου να συνεννοούμαστε όταν μιλάμε ή γράφουμε. Αυτό όμως που δεν πρέπει να γίνεται, κατά τη γνώμη του, είναι να θεωρούμε ότι αυτή η απλώς βοηθητική διάκριση ανάγεται σε μια βαθύτερη μεταφυσική διχοτόμηση, σε έναν μεταφυσικό δυισμό αξιών και γεγονότων (The collapse..., σ. 9). Γιατί όμως είναι λάθος να θεωρούμε ότι η απλή και αβλαβής εργαλειακή διάκριση μεταξύ Είναι και Δέοντος ριζώνει σε μια, θα λέγαμε, οντολογική διάκριση, σε μία αντίληψη για την πραγματική φύση του κόσμου;
O Putnam δεν επιχειρηματολογεί όπως ο Πλάτωνας. Δεν λέει ότι το Είναι είναι Αγαθό, ότι οι σφαίρες του Είναι και του Δέοντος κατά κάποιον τρόπο ταυτίζονται ή ότι συγκροτούνται η μία μέσα από την άλλη. Ακολουθεί άλλη διαδρομή: επηρεασμένος από την αναλυτική φιλοσοφία, στην παράδοση της οποίας εγγράφεται, αρνείται το γεγονός ότι μπορούν να υπάρξουν προτάσεις αμιγώς περιγραφικές. Υποστηρίζει, σε αυτό το πλαίσιο, ότι δεν υπάρχουν ξερά γεγονότα, ότι δεν υπάρχουν cold facts, ότι όταν περιγράφουμε κάτι ήδη το αξιολογούμε, έστω και αν δεν το συνειδητοποιούμε. Παραδείγματος χάρη, ακόμη και οι φυσικοί, τους οποίους αναφέραμε στην αρχή, και η επιστήμη των οποίων για πολλά χρόνια θεωρήθηκε ως το πρότυπο της στέρεης, αξιολογικά ουδέτερης και αντικειμενικής γνώσης, προκειμένου να σχηματίσουν μια θεωρία, πρέπει να διαλέξουν τα εργαλεία και τις αρχές τους με βάση κάποιες «αξίες» (άρα κάποιους κανόνες, άρα κάτι το δεοντολογικό), όπως είναι η αποτελεσματικότητα, η μη αντίφαση, η λογική συνοχή. Επίσης, για να συγκροτήσουν το αντικείμενο της έρευνάς τους πρέπει να ομαδοποιήσουν κάποια φαινόμενα: ήδη για να τα βάλουν κάτω από την ταμπέλα, λόγου χάρη, «υδροδυναμικά φαινόμενα», προκειμένου να τα μελετήσουν, τα έχουν αξιολογήσει ως τέτοια.
Προκειμένου, λοιπόν, να δείξει ότι κάθε κρίση περιλαμβάνει αναμεμειγμένα «περιγραφικά» και «αξιολογικά» στοιχεία, ο Putnam χρησιμοποιεί μεταξύ άλλων και την ιδέα των thick ethical concepts. Πρόκειται για ένα επιχείρημα που αντλεί μέσα από τη γλώσσα. Μας λέει ότι λέξεις όπως το cruel, φανερώνουν ακριβώς την αδυνατότητα ύπαρξης καθαρών περιγραφικών κρίσεων. Πώς γίνεται, αναρωτιέται, να χρησιμοποιήσουμε λέξεις όπως το βάναυσος αυστηρά περιγραφικά; «Η λέξη "cruel" πολύ απλά αγνοεί την υποτιθέμενη διχοτόμηση γεγονότων και αξιών και επιτρέπει χαρούμενα στον εαυτό της να χρησιμοποιείται άλλοτε με κανονιστικούς σκοπούς και άλλοτε ως περιγραφικός όρος.» (σ. 35) Ακριβέστερα, προκειμένου να χρησιμοποιήσω μια λέξη-thick ethical concept, ακόμη και αν στοχεύω μόνο στην «περιγραφική» σημασία της, θα πρέπει να μπορώ να ταυτιστώ, έστω και με τη φαντασία μου, με την αξιολογική στάση που περιλαμβάνεται σε αυτή την έννοια (σ. 38). Αυτό, λόγω της «εξάρτησης ακόμη και των "περιγραφικών" χρήσεων του "cruel" από την αξιολόγηση» (σ.40).
Όπως γράφει ο ίδιος ο Putnam: «Αν κάποιος με ρωτήσει τι είδους άνθρωπος είναι ο δάσκαλος του παιδιού μου και απαντήσω "Είναι πολύ cruel.", τον έχω κρίνει ως δάσκαλο και ως άνθρωπο. Δεν χρειάζεται να προσθέσω "Δεν είναι καλός δάσκαλος." ή "Δεν είναι καλός άνθρωπος."» ( σ. 34). Άλλωστε, οι προσπάθειες των θεωρητικών αντιπάλων του Putnam να χωρίσουν την έννοια cruel σε δύο συστατικά, ένα περιγραφικό (πχ cruel=causing deep suffering) και ένα αξιολογικό (το να κάνεις τον άλλον να υποφέρει βαθιά είναι κακό), πράγμα που θα μπορούσε να δώσει σε κάποιον τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει τη λέξη μόνο περιγραφικά, αρνούμενος το αξιολογικό κομμάτι της, αποτυγχάνουν, γιατί και ο ίδιος ο ορισμός cruel=causing deep suffering δεν είναι απλώς περιγραφικός. Deep δεν σημαίνει απλώς a lot of, ούτε suffering σημαίνει απλώς pain (σ.38). Συνεπώς, θα μπορούσαμε να πούμε, ακόμη και όταν ένας ιστορικός περιγράφει έναν μονάρχη ως cruel, στοχεύοντας στην αξιολογικά ουδέτερη και απλώς αντιστοιχούσα στα πράγματα περιγραφή της μοναρχίας του, έχει ήδη ταυτιστεί με κάποιες αξίες, όπως λόγου χάρη ότι το να βασανίζονται οι άνθρωποι είναι κάτι κακό, το να καταπιέζονται οι εξουσιαζόμενοι από αυτούς που άρχουν είναι άδικο και ούτω καθεξής.
Φυσικά, η λέξη cruel δεν είναι η μόνη. O Putnam προσθέτει κι άλλες, όπως γενναιόδωρος, κομψός, δυνατός, αδέξιος κλπ. Συνεπώς, κατά τη γνώμη του, η ύπαρξη τέτοιων λέξεων στο λεξιλόγιο κάθε γλώσσας, φανερώνει ότι ούτως ή άλλως η περιγραφή και η αξιολόγηση είναι πάντα αναμεμειγμένες, ότι δεν υπάρχει αξιολογικά ουδέτερη περιγραφή.
Τώρα, έχοντας παρουσιάσει την έννοια των thick ethical concepts με τρόπο σύντομο, αλλά ελπίζω ορθό και κατατοπιστικό, θα προσπαθήσω να της ασκήσω και μια εξίσου σύντομη κριτική, όπως ταιριάζει στον χαρακτήρα αυτού του μικρού φιλοσοφικού σημειώματος, που εκ των πραγμάτων σκοπό έχει να ανοίξει απλώς μια συζήτηση, θέτοντας ένα ζήτημα, και όχι να την κλείσει, πράγμα ούτως ή άλλως ακατόρθωτο αλλά και βαρετό.
Το επιχείρημα του Putnam φαίνεται εύλογο, και πράγματι δεν είναι αυθαίρετο. Συλλαμβάνει κάτι από την πραγματικότητα της γλώσσας και ενδεχομένως της σκέψης μας. Αν θυμηθούμε, όμως, ότι το συγκεκριμένο επιχείρημα επιστρατεύεται για να αποδείξει ότι η διάκριση μεταξύ αξιών και γεγονότων, Δέοντος και Είναι, είναι μεταφυσικά ή οντολογικά αυθαίρετη, θα πρέπει να γίνουμε περισσότερο επιφυλακτικοί απέναντί του.
Κι αυτό γιατί η επίκληση λέξεων της γλώσσας αναφέρεται σε ένα επίπεδο που είναι ούτως ή άλλως «μολυσμένο» από την κοινωνία. Η γλώσσα, μακριά από το να αποτελεί ένα καθαρό εργαλείο περιγραφής, αντιστοίχισης στην «αληθινή φύση των πραγμάτων» ή συνεννόησης, είναι το σκεύος μέσα στο οποίο διοχετεύονται όλες οι αξίες και οι φαντασιακές σημασίες της εκάστοτε κοινωνίας, αλλά και ο πλάστης μέσω του οποίου διαμορφώνεται η σκέψη μας, οι κατηγορίες μας, η εικόνα μας για τον κόσμο. Η γλώσσα είναι πάντα ήδη κοινωνικός θεσμός που ενσαρκώνει όλο το φαντασιακό της κοινωνίας. Επομένως, είναι απολύτως λογικό να υφίστανται λέξεις με αξιολογική φόρτιση, καθώς η ίδια η κοινωνία ποτέ δεν είναι αξιολογικά ουδέτερη: το φαντασιακό της ορίζει τι αξίζει και τι όχι, τι ισχύει και τι όχι, τι είναι καλό και τι επονείδιστο, ποιος χαρακτήρας είναι αξιέπαινος και ποιος κατακριτέος.
Η γλώσσα, με άλλα λόγια, δεν μας λέει τόσο κάτι για τον κόσμο, όσο για το πώς αυτός ο κόσμος θεσμίστηκε από την κοινωνία. Είναι σίγουρα αναντίρρητο ότι οι άνθρωποι που ζουν σε κοινωνίες αξιολογούν. Γιατί όμως αυτό να σημαίνει ότι οντολογικά η διάκριση Είναι/Δέον είναι αστήρικτη; Μήπως το γεγονός ότι οι άνθρωποι θεωρούν τα φίδια κακά ζώα τα καθιστά οντολογικά κακά; Μήπως το γεγονός ότι σε κάποιες χώρες οι άνθρωποι τρώνε την αγελάδα και αγαπάνε τον σκύλο καθιστά οντολογικά την αγελάδα τροφή και τον σκύλο σύντροφο; Κι αν ναι, τότε πώς εξηγείται ότι σε άλλους πολιτισμούς συμβαίνει το αντίστροφο; Μήπως το γεγονός ότι στην ελληνική και σε άλλες γλώσσες η λέξη που σημαίνει τον ομοφυλόφιλο χρησιμοποιείται και ως βρισιά πάει να πει ότι οι ομοφυλόφιλοι είναι όντως άτομα που αξίζει να μειώνουμε;
Όλα αυτά, για να πούμε ότι το περισσότερο που θα μπορούσαν να μας δείξουν τα thick ethical concepts είναι ενδεχομένως ότι η διάκριση Fact/Value είναι γλωσσολογικά ή ίσως πολιτισμικά αδύνατη. (Προσωπικά, δεν το πιστεύω ούτε αυτό, ή τουλάχιστον όχι εντελώς, αλλά αυτό είναι θέμα ενός άλλου κειμένου.) Δεν μας δείχνουν όμως σε καμία περίπτωση ότι η διάκριση είναι οντολογικά αστήρικτη.
Λέγεται πολύ συχνά ότι η άποψη που διαχωρίζει αυστηρά το Είναι από το Δέον, τo is από το ought, όπως γράφει ο Putnam, είναι μια μεταφυσική υπόθεση, που δεν μπορεί να αποδειχθεί. Αυτό είναι σωστό, αφού εξ ορισμού οι μεταφυσικές προϋποθέσεις δεν μπορούν να αποδειχθούν, αλλιώς δεν θα ήταν ούτε προϋποθέσεις ούτε μεταφυσικές.
Το ίδιο όμως ισχύει και για το αντίθετο! Πώς μπορούμε να ξέρουμε αν το Δέον απορρέει από το Είναι; Ποιος απέδειξε ποτέ ότι οι αξίες πηγάζουν από τα πράγματα, ότι το Είναι και το Δέον ανήκουν στην ίδια σφαίρα, ότι οντολογικά facts και values συνενώνονται; Τα thick ethical concepts, πάντως, σίγουρα δεν καταφέρνουν κάτι τέτοιο.