Ήταν Κυριακή βράδυ στο πάρκο στο Γουδί και όλοι τρέχανε στην κεντρική σκηνή που ξεκινούσε ο Θανάσης Παπακωσταντίνου. Εγώ και μια χούφτα ακόμα παραμέναμε όμως κολλημένοι στην δεύτερη σκηνή θέλοντας να ρουφήξουμε και την τελευταία νότα που θα έβγαινε από τον Λουκιανό Κηλαηδόνη, που τραγουδούσε καθισμένος στο πιάνο του μαζί με τους Take the Money and Run. "Ένα φιλάκι είναι λίγο - παίξτο Λουκιανέ". Δεν το παίξε αλλά πως να κρατήσεις σε έναν τέτοιον άνθρωπο κακία. Ήταν Οκτώβριος του 2010 στο Φεστιβάλ της νεολαίας Συνασπισμού , στον γνώριμο για τον Κηλαηδόνη χώρο της ανανεωτικής αριστεράς.
Ο Λουκιανός παρέμεινε ενεργός και τα επόμενα χρόνια. Συνήθιζε να παίζει τις επιτυχίες του, τα χαρούμενα τραγούδια που μύριζαν γονείς, 80s, άσπρα παπούτσια με μπλουτζίν, παγωτό και ανεμελιά. Αυτά εξάλλου ζητούσε ο νεαρόκοσμος σαν του λόγου μας που στεκόταν από κάτω τα τελευταία χρόνια στον ΣΥΝ, στις Αναιρέσεις το 2013 ή στο Ark Festival. Αυτό όμως ήταν μόλις ένα μικρό μέρος από την πολυετή μουσική παρουσία του Λουκιανού Κηλαηδόνη.
Ήταν στις αρχές τις δεκαετίας του 70 όταν ο Κηλαηδόνης ξεκινούσε την καριέρα του στην δισκογραφία ντύνοντας μουσικά την θεατρική παράσταση "Η πόλη μας" (1971) της Κωστούλας Μητροπούλου. Σε σαφώς λαϊκό στυλ ελάχιστα θυμίζει αυτό που έχουμε εμείς στο μυαλό μας για Λουκιανό, τραγουδά ο Μ.Μητσιάς και η μουσική θυμίζει περισσότερο Γ.Μαρκόπουλο. Όμως η μεταπολίτευση έρχεται και φέρνει μαζί της το "Νέο Κύμα" και τις μπουάτ στην Πλάκα με τον Δ.Σαββόπουλο, την Αρλέττα, τον Γ.Σπανό. Εκεί θα αρχίσει να παίζει και ο Κηλαηδόνης και εν τέλει θα αναπτύξει το μουσικό στυλ που έμελλε να τον χαρακτηρίσει: τρόπος τραγουδιού που θυμίζει πρόζα, πιάνο, λίγη κιθάρα. Ο κοινωνικός και πολιτικός προβληματισμός πάντα παρόν αλλά κρυμμένος όλο και περισσότερο μέσα σε χαρούμενες μελωδίες και παιχνιδιάρικους στίχους. Τραγούδια περισσότερο ικανά να εκφράσουν την αισιοδοξία της περιόδου από τα αγωνιστικά εμβατήρια του Μ.Θεωδωράκη. Σαν μια μεγάλη ανάσα φρέσκου αέρα.
Αυτό το πάντρεμα πολιτικού τραγουδιού και νέου κύματος παίρνει ίσως την πιο εντυπωσιακή του μορφή στους δύο δίσκους του Λουκιανού με μελοποιημένα ποιήματα του Γιάννη Νεγρεπόντη: Μικροαστικά (1973) και Απλά Μαθήματα Πολιτικής Οικονομίας (1975). Δυστυχώς, ειδικά ο δεύτερος δίσκος, δεν έχει ίσως την διαχρονική δημοτικότητα που του αξίζει. Ούτε ο ίδιος ο Κηλαηδόνης έπαιζε τα τραγούδια αυτά συχνά στις συναυλίες του, μόνο πρόσφατα στον Ιανό το 2014. Εξάλλου δεν είναι και ιδιαίτερα συναυλιακά. Αξίζουν όμως πραγματικό χρυσάφι. Οι στίχοι του Νεγρεπόντη ιδιαίτερα κοινωνικά και ταξικά οξείς ντύνονται με τις σχεδόν παιδικές μελωδίες του Λουκιανού δημιουργώντας ένα εκπληκτικό αποτέλεσμα. Στους δίσκους αυτούς μπορεί κανείς να βρει ίσως την πιο εύληπτη μορφή επικοινωνίας μιας μαρξιστικής αντίληψης μέσα από ιστορίες, παραδείγματα και έξυπνα στιχάκια. Αξίζει να τους ακούσετε.
Εντυπωσιακή ήταν επίσης η συνεισφορά του Λουκιανού Κηλαηδόνη στο Ελεύθερο Θέατρο/Ελεύθερη Σκηνή. Το Ελεύθερο Θέατρο ξεκίνησε μέσα στη Χούντας ως ένα αυτοοργανωμένο θέατρο με συλλογική καλλιτεχνική δημιουργία ενάντια στο καθεστώς. Το 1973 ανεβάζει την επιθεώρηση "Και Συ Χτενίζεσαι" στο Άλσος Παγκρατίου με μουσική επιμέλεια του Λουκιανού Κηλαηδόνη η οποία έκανε πάταγο ειδικά στην πολιτικοποιημένη νεολαία της εποχής. Τραγούδια της παράστασης μπορείτε να ακούσετε εδώ από μεταγενέστερη συναυλία στο Λυκαβηττό το 1985. Η επιτυχία αυτής της παράστασης ήταν και το έναυσμα για τον Θεόδωρο Αγγελόπουλο να εμπιστευθεί στον Λουκιανό Κηλαηδόνη την μουσική επιμέλεια του Θιάσου (1975) μιας από τις σημαντικότερες στιγμές του ελληνικού κινηματογράφου. Θα ακολουθήσουν κι άλλες ταινίες που θα επιμεληθεί μουσικά. Μπορείτε να διαβάσετε πολλά ενδιαφέροντα για αυτό εδώ. Το Ελεύθερο Θέατρο μετονομάστηκε σε Ελεύθερη Σκηνή μετά το 1980 και πρωταγωνίστησε στο είδος της επιθεώρησης για τα επόμενα χρόνια . Ο Λουκιανός συνέχισε να συνεισφέρει με τα τραγούδια του μέχρι τα μέσα της δεκαετίας. Τα περισσότερα τραγούδια μπορείτε να τα βρείτε συγκεντρωμένα στον δίσκο Πάμε Μαέστο (1984). Ένα από αυτά τα τραγούδια ήταν ο Μικρός Ήρωας που εν τέλει έγινε το δημοφιλές encore στην συναυλίες του Κηλαηδόνη αλλά και το αφοπλιστικό Μια μέρα μιας Μαίρης.
Τα περισσότερα τραγούδια του Κηλαηδόνη που έγιναν τελικά διαχρονικές επιτυχίες είναι συγκεντρωμένα σε εκείνα τα χρόνια του περάσματος από το 70' στο 80'. Συγκεκριμένα στους δίσκους Είμαι ένας φτωχός και μόνος καουμπόι (1978), Ψυχραιμία παιδιά (1979) και Χαμηλή πτήση (1982). Εκεί μπορούμε να βρούμε τα Τα Θερινά Σινεμά, Στη Βουλιαγμένη, Το Ματς, Το Πάρτυ και πολλά ακόμα. H επιτυχία του μεγάλου Πάρτυ στη Βουλιαγμένη που οργάνωσε τον Ιούλιο του 1983 έπαιξε σημαντικό ρόλο σ αυτό. Σε συμφωνία με το γιορτινό πνεύμα της "Αλλαγής", πάνω από 80.000 άνθρωποι μαζεύτηκαν στην πλαζ του ΕΟΤ να ακούσουν τον Κηλαηδόνη και πολλούς ακόμα να τραγουδούν με συνοδεία ορχήστρας από τη θάλασσα πάνω σε μια εντυπωσιακή εξέδρα . Ευχής έργον, η ΕΡΤ βιντεοσκόπησε με 7 κάμερες το λεγόμενο ελληνικό Γούνστοκ και μπορούμε να το δούμε όλο εδώ.
Λίγα χρόνια αργότερα θα τον συναντήσω κι εγώ, στο Ζήτω το Ελληνικό Τραγούδι (1987) του Δ.Σαββόπουλου να τραγουδάει μία ζακυνθινή καντάδα. Στα αυτιά μου βέβαια η φωνή του θα φτάσει με χρονοκαθυστέρηση, κάποιο βράδυ στα τέλη της δεκαετίας του 90' ξαπλωμένος στο πάτωμα με τα τεύχη του ΚΟΜΙΞ γύρω γύρω στο σαλόνι με τους -μόνιμα με καλύμματα υπό το φόβο του λεκέ- λευκούς καναπέδες. Αυτά "που ακούγαν οι γονείς" γρήγορα έγιναν και δικά μας ακούσματα. Εν τω μεταξύ, στη δεκαετία που είχε περάσει ο Κηλαηδόνης είχε μπει σε νέες μουσικές περιπέτειες. Πιο απελευθερωμένος μετά τις πρώτες επιτυχίες, ψάχνονταν συνεργαζόμενος με πλήθος ελλήνων καλλιτεχνών και διασκευάζοντας πολλά τραγούδια του ελληνικού ρεπερτορίου, μερικά εκ των οποίων παραδοσιακά στους δίσκους Μαθήματα πατριδογνωσίας (1991) και Αχ! Πατρίδα μου γλυκιά (1992). Εντυπωσιακό ήταν και το πάντρεμα Jazz και ελληνικού τραγουδιού στη συναυλία Νέα Κυψέλη Νέα Ορλεάνη στο Λυκαβηττό το 1997 που ένα χρόνο μετά έγινε και δίσκος. Γι αυτό το εκπληκτικό αποτέλεσμα, για το οποίο συνεργάστηκαν ο Λουκιανός Κηλαηδόνης μαζί με την Preservation Hall Jazz Band, μπορείτε να διαβάσετε περισσότερα εδώ. Η σχέση του με την άλλη μεριά του Ατλαντικού δεν ήταν καινούργια. Είχε προηγηθεί το Media Luz το 1976, ένα ορχηστρικό soundtrack για ένα υποθετικό Film Noir. Θα εκπλαγείτε επίσης αν τον ακούσετε να τραγουδά αγγλόφωνα country στον Βύρωνα! Μάλιστα ξανασυνατήθηκε με τη Jazz στο τέλος της καριέρας του στο Παλλάς το 2012.
Ένα ακόμα ενδιαφέρον έργο του Κηλαηδόνη είναι τα Φανταρίστικα (2002 & 2007), τραγούδια για το στρατό που αποτελούν μελοποίηση στίχων που βγήκαν από τις ιστορίες των ίδιων των φαντάρων μέσα από την στήλη της εφημερίδας Ελευθεροτυπία "Φαντάρε πού πας;". Θα τον ακούσουμε ακόμα να αναρωτιέται τι θα γινόταν αν ήταν μαύρος ο θεός μαζί με τους Apurimac ή να βγαίνει σε Video Clip μαζί με τα Ημισκούμπρια. Ο Κηλαηδόνης θα συνεχίσει να εμφανίζεται ζωντανά και να συνεργάζεται με πολλούς καλλιτέχνες όπως το καλοκαίρι του 2006 με την Κρατική Ορχήστρα Ελληνικής Μουσικής, τον Δώρο Δημοσθένους και την Ηρώ Σαία σε μια υπέροχη βραδιά στο Ηρώδειο ή με τον Φ.Δεληβοριά στο Γυάλινο Μουσικό θέατρο το 2009 και στις Αναιρέσεις το 2013 - η τελευταία φορά που τον άκουσα - και πολλές ακόμη συναυλίες. Πάντα αξιοπρεπής και ευγενής. Πάντα σε επαφή με τον κόσμο, όπως δήλωνε ότι του άρεσε, κοντινός, καθημερινός και απλός.
Κι αυτό ήταν που τελικά με κέρδισε με τον Λουκιανό. Αυτή η φοβερή του ικανότητα να μιλάει για απλά πράγματα με έναν τόσο ευφάνταστο και όμορφο τρόπο. Τραγουδάκια για τις σχέσεις, τους μαλάκες που κυκλοφορούν, τη ζωή μετά το πτυχίο, για το όταν βαριέσαι να βγεις έξω, ακόμα και για τα παντελόνια τζιν! Δημιούργησε ένα soundtrack της καθημερινότητας που δεν έχει ανάγκη να είναι επικό ή ηρωικό - ούτε τέλειο ούτε δραματικό και γι' αυτό εν τέλει είναι βαθιά αληθινό και συγκινητικό. Μπορεί για τους περισσότερος της γενιάς μας ο Κηλαηδόνης να ξεκίνησε ως κάτι που άκουγαν οι γονείς μας αλλά όσο μεγαλώναμε, όσο συναντούσαμε όλο και περισσότερα αυτά που περιγράφει, έγινε δικός μας και τα τραγούδια του βρέθηκαν να συντροφεύουν πολλές μας στιγμές. Η σχέση αυτή που αναπτύξαμε πολλοί και πολλές με τον Κηλαηδόνη ήταν νομίζω κατά κάποιο τρόπο μυστική. Η φύση των τραγουδιών του -με τους πολλούς στίχους, πολλές φορές χωρίς ρεφρέν και την μελωδία χωρίς κορυφώσεις- δεν προσφέρεται ούτε για κέφι σε γλέντι ούτε για μουσική που παίζει κάπου στο βάθος. Αντιθέτως είναι κομμάτι μιας ιεροτελεστίας της καθημερινής ζωής, μιας ιδιωτικής συνομιλίας με έναν αγαπημένο φίλο που θα μοιραστεί μαζί σου τα παθήματα του, τις ιστορίες του, θα ακούσει τις ατυχίες σου και θα σου πει "πάμε γι άλλα" με ένα φιλικό χτύπημα στη πλάτη για να σου φτιάξει το κέφι. Γιατί αυτό ήταν τελικά ο καλλιτέχνης Λουκιανός, ένας ευγενής μακρυμάλλης που πίστευε βαθιά ότι θα έρθουν καλύτερες μέρες αλλά δεν ήξερε αν τελικά θα είμαστε εκεί για να τις ζήσουμε και μας συμβούλευε ότι το μόνο που μας μένει είναι να ζούμε το σήμερα ρουφώντας κάθε του γουλιά.