Blast from the Past

Θάνος Ανεστόπουλος: Αυτό το ποίημα είναι για 'σενα

Σάββατο 3 Σεπτεμβρίου. Μέρα αργίας του έπρεπε  να φύγει, ενός από τις μεγαλύτερες φιγούρες της ελληνικής ροκ σκηνής. Ήρθε την ώρα που σπαράσσεται το φως του, χωρίς προσευχές σε σύμπαν που θαμπώνει,  χωρίς ουρανό για τον πλύνει, χωρίς βασιλικό ή φύλλα δυόσμου. Εκλιπαρώντας φανατικά λίγη γαλήνη. Ακριβώς όπως το είχε τραγουδήσει, ακριβώς όπως το είχε σκεφτεί.

Αυτό δεν είναι ένα αποχαιρετιστήριο γράμμα. Άλλωστε δεν υπάρχουν και πολλά να γράψεις για την ύπαρξη ενός ανθρώπου, που εδώ και καιρό την είχε αγκαλιάσει ακριβώς όπως ήταν, χωρίς ωραιοποιήσεις και χωρίς εξιδανικεύσεις. «Το πρώτο συναίσθημα που με κατέλαβε στο άκουσμα των δυσάρεστων νέων ήταν πως όλα μαραίνονται σ’ αυτόν τον κόσμο, όλα υπόκεινται στην παύση και στον θάνατο .Η ψυχή διαλέγει την ζωή .Και εγώ διαλέγω να ζήσω .Κόντρα στις διαγνώσεις». Ο λόγος στο Θάνο Ανεστόπουλο.

 

Stavros Tsiolis, director, interview, new movie / Στάυρος Τσιώλης, σκηνοθέτης, συνέντευξη, νέα ταινία

Stavros Tsiolis, director, interview, new movie / Στάυρος Τσιώλης, σκηνοθέτης, συνέντευξη, νέα ταινία

Αυτό είναι ένα γράμμα επιβεβαίωσης. Ότι κάποιος θα θυμάται το όνομά του. Ο Θάνος Ανεστόπουλος μας έμαθε τον τελευταίο χρόνο τι πάει να πει αξιοπρέπεια. Παίρνοντας στην πλάτη την κιθάρα και τραγουδώντας στην Απανεμιά, ανοίγοντας την πόρτα του σπιτιού του και δίνοντας συνεντεύξεις ακόμη κι’ αν δεν είχε τη δύναμη να σηκωθεί, γράφοντας ποίηση. «Είμαι μια θνητή ύπαρξη. Και δεν έχει ανάγκη η ψυχή μου πια να αφήνεται να δένεται στους φόβους της λογικής παρά σε μια παλίρροια θετικών σκέψεων και σε μια διαρκή κίνηση στο σύμπαν της δημιουργίας και του θετικισμού. Η ψυχή μου θέλω να μην ακουμπάει στις γωνίες του φόβου αλλά σε ότι λαχτάρα και σε ό, τι αγαπά» .

Για όσους μισούμε να μιλάμε και να καταλαβαινόμαστε με αλληγορίες ή με εκείνα τα Μπουκαικά αποφθέγματα των πλακόστρωτων δρόμων με τα κάρα και τους τυχαίους περαστικούς που αραδιάζουν μαλακίες για τη ζωή και την ευτυχία, ξέρουμε καλά τι βαρύτητα να δώσουμε στα ακριβώς αντίθετα, σε όσα δεν προσιδιάζουν με τίποτα στην ευτυχία, σε όσα μοιάζουν με βαριά μελαγχολία μα που και που βρίσκουν καλές αφορμές για να γελάνε. Από εκείνες τις Σαράβαλες καρδιές μέχρι το «Ως το τέλος», από τα Διάφανα Κρίνα μέχρι τα πιο προσωπικά  ποιήματα, ο Θάνος Ανεστόπουλος μας έμαθε να αγαπάμε τους φόβους μας. «Συνήθως οι άνθρωποι τοποθετούμε οτιδήποτε μελαγχολικό στην σκοτεινή μας πλευρά, αν και έχω την αίσθηση πως και το σκοτάδι και το φως συνυπάρχουν και τα δύο μέσα μας και δεν είναι πάντα επιλογή μας ποιο απ τα δύο μας κυριεύει. Η δικιά μου μελαγχολία είναι σαν το μούχρωμα που βάφεται ο ορίζοντας, την ώρα εκείνη τη μεταίχμια που το βράδυ σπρώχνει απαλά και γλυκά τη μέρα να φύγει, ν αποσυρθεί. Τις περισσότερες φορές αφήνω τον εαυτό μου να βιώνει». Ο λόγος σε ‘κεινον.

«Για τους απλήρωτους λογαριαμούς. Και τρελαίνεται η μάνα σου για τις αδιόρθωτες συμπεριφορές σου. Και σου μιλάνε οι φίλοι σου για τις ακάθαρτες σιωπές. Αυτό το ποίημα είναι για ‘κεινους που μαύρισαν τα χέρια τους και πίνουν ούζα στου καφενείου την πληρωμή και σταυρώνονται στους πάγκους για τρεις κι’ εξίντα και τους γαμούν οι τράγοι της πολιτικής και τα κωλόπαιδα με τις σιδερωμένες γραβάτες. Αυτό το ποίημα είναι γι’ αυτούς που δεν καταλαβαίνουν τους γραφιάδες των free press, ‘κεινους που λένε τι όμορφα είναι τα βράδια της πόλης γιατί ποτέ τους δεν άνοιξαν φάκελο με λογαριαμό. Γιατί η μάνα ξεσκάτιζε τα βρακιά τους και τα ερασιτεχνικά μεθύσια τους και ο πατέρας, φρόντιζε τα πλυμμένα τους αρχίδια.  Αυτό το ποίημα είναι για τους μαλάκες ποιητές που νόμιζαν ότι τα ποιήματα είναι δύο ποτάμια, που δε ρόζιασαν ποτέ τις παλάμες και γίνανε το λουρί ενός ατάλαντου. Για τα Παρίσια τους και τις αγύμναστες κωλοτρυπίδες τους, για τους μπαμπάδες στρατηγούς τους και τις γιαγιάδες νταβατζήδες τους, για το βυζί της μάνας τους που έγινε εικονοστάσι και τα ημερωμένα μεσημεριάτικα πρωινά τους που δεν υπήρχε ποτέ το ξυπνητήρι. Αυτό το ποίημα είναι για τους πενηντάρηδες οικοδόμους που πίνουν ό, τι βρουν μπροστά τους μονάχα για να σταματήσουν τα χρόνια και τις γυναίκες τους που μετράνε τις δεκάρες στα μπακάλικα της γειτονιάς μη τυχόν και φάνε ξύλο το βράδυ. Αυτό το ποίημα είναι για τους χαρτογιακάδες που έπιασαν τον παππά από τ’ αρχίδια και τους παππάδες που έγιναν αρχίδια. Αυτό το ποίημα είναι και για τούτη την πόλη που δεν κατάλαβε ποτέ από πού της ήρθε και βολεύεται με τα ίδια σκατά εδώ και κάποιες δεκαετίες και θα βολεύεται για χρόνια ακόμη καθώς οι σκύλες θα γαβγίζουν τα βράδια, οι μπεκρήδες θα μετράνε ατυχία και τα αποτσίγαρα θα χορεύουν κλακέτες πάνω στον ίδιο ρυθμό του θανάτου. Καλησπέρα σας».


Τα αποσπάσματα είναι από συνεντεύξεις στα: Ιefimerida.gr, pontiki.gr

Το τελευταίο απόσπασμα είναι ποίημα του ίδιου με τον τίτλο : " Αυτό το ποίημα είναι για 'σενα"

Σχετικά με τον αρθρογράφο

Μάιρα Ζαρέντη