Δημιουργία

Η διαδρομή

Ξύπνησε από τον ήχο της βροχής, καθώς οι σταγόνες χτυπούσαν μανιασμένα το παράθυρο. Είχε αποκοιμηθεί. Γαμώτο. Είχε αργήσει για το ραντεβού? Τι σκατά.... Πού είναι το ρολόι...

6 μμ. Ωραία, σκέφτηκε, ακόμα προλαβαίνω. Φόρεσε γρήγορα το χαρακτηριστικό μαύρο πουκάμισο του, το μαύρο παντελόνι, έβαλε τα γυαλιά του και κατευθύνθηκε προς την εξώπορτα. Στάσου. Κάτι ξέχασα.. Ναι. Άνοιξε το συρτάρι του γραφείου του και άρπαξε το όπλο του. Το έχωσε μέσα στη τσέπη του και συνέχισε προς την εξώπορτα. Η Πόλη ήταν ένα ιδιαίτερα αφιλόξενο μέρος για τους “περίεργους”, γι' αυτούς που χώναν την μύτη τους παντού. Άρχισε να διασχίζει τον διάδρομο προς το ασανσέρ.

Η μυρωδιά του αλκόολ και των ξερατών είχε ποτίσει όλο τον διάδρομο. Αυτά συμβαίνουν όταν μένεις στις εργατικές, στο πιο κακόφημο μέρος της Πόλης. Όπως περίμενε το ασανσέρ πήρε το μάτι του βιαστικά, μια γυναικεία φιγούρα να στρίβει στο διάδρομο και να μπαίνει βιαστικά στο διαμέρισμα 12.

 

Όχι μια οποιαδήποτε γυναικεία φιγούρα, αλλά την Στέισι. Δεν την κατηγορώ που με αποφεύγει, σκέφτηκε πικραμένος. Της είχε πάρει συνέντευξη παλιότερα. Μάλιστα αυτή η συνέντευξη ήταν εκείνη που “έχτισε” την καριέρα του. Η Στέισι ήταν οροθετικιά. Έπασχε από τον ΗΙV 21, μετάλλαξη του κλασσικού ιού που είχε εμφανιστεί την δεκαετία του '70, σχεδόν πριν 250 χρόνια. Ήταν επίσης μία από τις οροθετικές που είχε “πρωταγωνιστήσει” στις διώξεις και στην διαπόμπευση, στο “Κυνήγι των Μαγισσών” όπως είχε ονομαστεί έξυπνα από τους επικοινωνιολόγους. Καημένη. Οι μπάτσοι μετά τα βασανιστήρια και την διαπόμπευση στην οποία την υπέβαλλαν της κατέστρεψαν την ζωή. “Μα δεν έφταιγα εγώ, εγώ απλώς ήθελα να γνωστοποιήσω στον κόσμο την ιστορία της”. Καμιά φορά  σκέφτεται να της χτυπήσει την πόρτα, να της ζητήσει συγνώμη. Βγαίνει από ασανσέρ και κατευθύνεται με γρήγορα βήματα προς την είσοδο της πολυκατοικίας. Γαμώτο, με αυτή τη βροχή θα γίνω μούσκεμα. Άναψε ένα τσιγάρο και βγήκε έξω.

 

18.10 … προλαβαίνω? Πρέπει μέχρι τις 18.30 να είμαι στο Μέγαρο. Ρούφηξε μια μεγάλη τζούρα. Ωπ. Ένα ταξί. Πρέπει να το προλάβω.

 

-Ταξί, φώναξε

 

Το ταξί φρέναρε απότομα μπροστά του πετώντας νερό στους περαστικούς.

 

-Στο Προεδρικό Μέγαρο, παρακαλώ και γρήγορα. Όσο πιο γρήγορα τόσο καλύτερα για την ταρίφα σου, είπε στον ταξιτζή κλείνοντας το μάτι.

 

-Έγινε, αφεντικό.

 

Κατά τη διάρκεια της διαδρομής παρατηρούσε πόσο άσχημη είχε γίνει η Πόλη όσο καιρό έλειπε. Είχε περάσει 20 ολόκληρα χρόνια στην απομόνωση. Γιατί διάολο είχε επιστρέψει? Γιατί είχε αφήσει την απομόνωση του στα βουνά και την φύση για να επιστρέψει σε αυτό τον βόθρο? Τελικά όντως δεν μπορούσε να ζήσει μακριά από την σαπίλα και την ανηθικότητα της Πόλης? Είχε γίνει πλέον σαν και εκείνους τους “μικροαστούς” που κορόιδευε,  πλήρως εξαρτημένος από την κατανάλωση και το θέαμα? Τις σκέψεις του διέκοψε ένα έντονο κορνάρισμα.

 

- Ε γαμημένο φρικιό, πρόσεξε πως περνάς τον δρόμο. Τι νομίζεις πως είναι, το τσιφλίκι σου?

  Σου λέω φίλε, αυτά τα γαμημένα φρικιά δεν είναι σαν κι εμάς. Πειραματίζονται με τα γονίδια των εξωγήινων και αλλάζουν την φύση τους. Δεν είναι καθαροί άνθρωποι σαν και εμάς. Κωλόφρικα.

Δεν συμφωνείς?  Ο ταξιτζής πλέον δεν κοιτούσε στον δρόμο, είχε γυρίσει το πρόσωπο του προς τον επιβάτη.

 

 

- Όχι δεν συμφωνώ. Τι σε κάνει να πιστεύεις πως είσαι διαφορετικός από αυτούς? Δεν έχεις καταλάβει ακόμα πως η εμφάνιση δεν μετράει? Σημασία έχει πως και αυτοί όπως και εσύ βρίσκονται στον πάτο της τροφικής αλυσίδας. Αναγκασμένοι να τρώνε τα σκατά των από πάνω για όλη την ζωή τους. Ανήμποροι να σηκωθούν και να βγούν από τον βούρκο. Κατάλαβες?

 

Ο ταξιτζής τον κοιτούσε αποσβολωμένος. Όταν ξεσκάλωσε πήρε πάλι το λόγο

 

-Είσαι και εσύ ένας από αυτούς τους άπλυτους ε? Που νομίζουν πως όλοι είμαστε ίσοι και ίδιοι? ΕΜΕΙΣ ΕΙΜΑΣΤΕ ΚΑΘΑΡΟΙ, ΑΜΟΛΥΝΤΟΙ ΟΧΙ ΣΑΝ ΚΑΙ ΑΥΤΑ ΤΑ ΚΑΤΩΤΕΡΑ ΟΝΤΑ..

 

Σκέφτηκε να του απαντήσει, αλλά το επεξεργάστηκε λίγο ακόμα. Τράβηξε το όπλο από την τσέπη του. Όπλισε και με μια γρήγορη κίνηση πριν προλάβει να αντιδράσει ο ταξιτζής του φύτεψε μία ανάμεσα στα μάτια. Το παρμπρίζ γέμισε αίματα. Το κεφάλι του ταξιτζή προσγειώθηκε με δύναμη πάνω στο τιμόνι, κρατώντας την κόρνα πατημένη.

 

Ατάραχος βγήκε έξω από το ταξί. Κοίταξε στον ουρανό. Μαύρος. Σκοτεινιασμένος. Ναι, τώρα θυμήθηκε. Θυμήθηκε γιατί είχε επιστρέψει. Άρχισε να γελάει σαν μανιακός. Είχε επιστρέψει γιατί ήταν αποφασισμένος να φέρει το χάος σε αυτήν την γαμημένη Πόλη. Για να βοηθήσει αυτούς που δεν μπορούσαν να βοηθήσουν τους εαυτούς τους, με τον δικό του αρρωστημένο τρόπο. Και δεν υπήρχε καλύτερος τρόπος για να το κάνει αυτό από το να ξεσκεπάσει το Κτήνος. Θα τον ξεσκέπαζε  κάνοντας αυτό που ξέρει καλύτερα. Γράφοντας, ερευνώντας  και ενίοτε πυροβολώντας.

 

-Ετοιμαστείτε ηλίθια μουνόπανα, γιατί ο Σπάιντερ Τζερούσαλεμ, ο νούμερο ένα ενοχλητικός δημοσιογράφος της πόλης επέστρεψε. Και έχει όρεξη για να σας γαμήσει την γιορτούλα.

 

Γελώντας συνέχισε πεζός προς το Προεδρικό Μέγαρο, για την συνέντευξη με το Θηρίο.

 

Συνεχίζεται

Σχετικά με τον αρθρογράφο

Shaggie Rogers