Βιβλίο

Τι είναι δικαιοσύνη; ή η σχετική αλήθεια του δικαίου

Κανένα άλλο ερώτημα δεν έχει συζητηθεί με τόσο πάθος, για κανένα άλλο ερώτημα δεν έχει χυθεί τόσο πολύτιμο αίμα, τόσα πικρά δάκρυα, κανένα άλλο ερώτημα δεν έχουν στοχαστεί τόσο βαθιά τα πιο φωτεινά πνεύματα, από τον Πλάτωνα μέχρι τον Καντ. Κι όμως, το ερώτημα αυτό παραμένει μέχρι σήμερα αναπάντητο.

«Έχει νόημα το να ασχολείσαι με ένα ερώτημα που διαιωνίζεται από τις απαρχές της ανθρώπινης ιστορίας και μάλλον είναι καταδικασμένο να παραμένει αναπάντητο στο διηνεκές;» Αυτό θα μπορούσε να είναι ένα αναδιατυπωμένο, πιο αναλυτικό και διευκρινιστικό ερώτημα, πλάι στο αρχικό: Τι είναι δικαιοσύνη; με το οποίο τιτλοφορείται το έργο του θεωρητικού του δικαίου Hans Kelsen, που εκδίδεται το 1953 και αποτελεί διάλεξη με την οποία ολοκλήρωσε τη διδασκαλία του στο Berkeley. Η παραπάνω διαπίστωση συνάγεται από το σύνολο των θέσεων του κειμένου, ενώ συμφωνεί με το σκεπτικιστικό πνεύμα που χαρακτηρίζει τα γραπτά του συγγραφέα, ο οποίος ήδη από καιρό έχει προσεγγίσει τον σχετικισμό ως μια κεντρική φιλοσοφική του κατεύθυνση. Αυτό με έναν τρόπο σημαίνει και πως ο Kelsen ουσιαστικά, τόσο στην ερώτηση που θέτει ο ίδιος στον τίτλο του βιβλίου, όσο και σε αυτήν που τέθηκε στην αρχή της παρούσας κριτικής, ταυτόχρονα απαντά αλλά και δεν απαντά. Απαντά, με την έννοια ότι παραθέτει με τη μορφή μικρών κεφαλαίων τους λόγους για τους οποίους αξίζει να ασχοληθεί κανείς και καμία, επιστημονικά και φιλοσοφικά, με το ζήτημα της δικαιοσύνης, το περιεχόμενό της, τα όριά της και τις υποκατηγορίες της. Δεν απαντά, με την έννοια ότι από την αρχή μέχρι και το τέλος του δοκιμίου φροντίζει να τονίσει με κάθε δυνατό τρόπο πως όσο και αν ασχολούμαστε (και) με το συγκεκριμένο ζήτημα, μοιραία δεν θα ανακαλύψουμε το ζητούμενο, το νόημά του ή την ουσία του. Μοιάζει το συμπέρασμά μου πολύ σχετικιστικό; Και ναι και όχι. Εντάξει, καταλαβαίνετε ότι μπορούμε να το κάνουμε αυτό όλη μέρα, ειδικά υπό την επιρροή του εν λόγω αναγνώσματος, το οποίο μόνο και μόνο για αυτήν την υποβλητικότητά του αξίζει να διαβαστεί. Ας αρκεστώ προς το παρόν λοιπόν να προτείνω μόνο την τελευταία παραδοχή ως απόλυτη και ας πάρουμε το πράγμα από την αρχή με μια σειρά.

Η πραγματεία μοιάζει να ξεκινά ανορθόδοξα ή ίσως καλύτερα ανορθολογικά, με ένα παράδειγμα δανεισμένο από την Καινή Διαθήκη και ειδικότερα από το Ευαγγέλιο του Ιωάννη, με ένα γεγονός δηλαδή που από τη σκοπιά της ιστορικής επιστήμης κινείται στη σφαίρα του μύθου και σε καμία περίπτωση δεν θυμίζει τα επαγωγικά τεκμηριωμένα επιχειρήματα που ο Kelsen συνηθίζει να προβάλλει. Συγκεκριμένα γίνεται αναφορά στο περιστατικό της κρίσης του Πόντιου Πιλάτου και στην ερώτηση που αυτός θέτει προς τον Ιησού για το τι είναι αλήθεια, όταν ο τελευταίος παραδεχόμενος ότι κατέχει την ιδιότητα του βασιλιά, πρόσθεσε ότι κηρύσσει την αλήθεια.[1] Η στοχευμένη επιλογή του Κelsen να ανοίξει με αυτόν τον τρόπο το βιβλίο του, αφενός σε ένα πρώτο επίπεδο γίνεται για να διευκολυνθεί εξαρχής η απεύθυνσή του σε ένα ευρύτερο –από το στενά νομικό– ακροατήριο, ως μια κίνηση που θα επέτρεπε την εκλαΐκευση της επιστήμης του, θα μπορούσαμε ακόμα να πούμε. Αφετέρου όμως, σε ένα δεύτερο και μάλλον πιο καθοριστικό επίπεδο, η επιλογή του αυτή γίνεται γιατί συνιστά μια επική παραβολή που μπορεί και φέρει μαζί της όλη εκείνη τη βαρυτική δύναμη που είναι απαραίτητη για να οριοθετηθεί ευθύς αμέσως η καταστατική και αδιαπραγμάτευτη διάκριση της αλήθειας από τη δικαιοσύνη.[2]

Σε ό,τι αφορά το υπόλοιπο, κυρίως σώμα του κειμένου, ο Kelsen καταρχάς εξερευνά τους αρμούς σύνδεσης αλλά και τα σημεία απόκλισης της δικαιοσύνης με/από την ευτυχία. Σε αναλογία με την ατομική ή την κοινωνική μορφή που κάθε φορά μπορεί να πάρει η ευτυχία, η συζήτηση περνά στην εξάρτηση της δικαιοσύνης από τη φύση και τους δικούς της κανόνες. Καθώς είναι ξεκάθαρο ότι για τον Κelsen η δικαιοσύνη δεν μπορεί να εξάγεται από τη φύση, η οποία συνήθως επιτρέπει την επικράτηση του ισχυρού, αντίστοιχα και η κοινωνική συμβίωση δεν μπορεί να ανατρέχει στους άγραφους κανόνες ενός αιώνιου και μονοσήμαντου φυσικού δικαίου. Είναι γνωστό άλλωστε πως ο Kelsen έχει αναλύσει και αλλού τη διαφορά φυσικού-θετικού δικαίου, με την πιο συστηματική επεξεργασία επί του θέματος να γίνεται μάλλον στο πιο γνωστό και ταυτισμένο με τον ίδιο έργο, την Καθαρή Θεωρία του Δικαίου. Στηρίζοντας καταφανώς το θετικό έναντι του φυσικού δικαίου ο Kelsen, εκφράζει και την πίστη του σε μια συνεχή σύγκρουση αντιμαχόμενων αξιών που ανταγωνίζονται για το ποια θα εμποτιστεί κάθε φορά στην κενή σε περιεχόμενο φόρμα του θετικού δικαίου. Υπό αυτήν την έννοια, αν δεχτούμε ότι η δικαιοσύνη είναι μία, ενιαία και απαράλλαχτη, τότε το δίκαιο δεν θα πρέπει να συγχέεται με αυτήν.

Ωστόσο οι αξίες συμπαρασύρουν και συμφέροντα που εξωτερικεύονται μόνο σε δημοκρατικά καθεστώτα και παγιώνονται σε μια κοινωνική τάξη που έχει τη δυνατότητα να προφυλάσσει τις μειοψηφίες από τις εξουσιαστικές ορέξεις των πλειοψηφιών, σε αντίθεση με την ασταθή φύση της αναρχίας. Από τη σύγκρουση αυτή των αξιών, μεταφερόμαστε στην ιεράρχησή τους, συνοδευόμενη από μια γενεαλογία της διαχρονικής λειτουργίας του δικαίου (παραίνεση, ανταπόδοση, επιβράβευση, κύρωση, ποινή κ.λπ). Αναπόφευκτα ο Κelsen παραθέτει ως προεξέχουσες τις αξίες της ζωής και της ελευθερίας, ιδιαίτερα σε σχέση με την προάσπιση που αυτές απολαμβάνουν από την εφαρμογή του ποινικού δικαίου.

Μόνα αδύναμα σημεία των κελσενικών ισχυρισμών, κατά τη γνώμη μου, εκείνα κατά τα οποία αυτοί διολισθαίνουν σε μια κατά τα φαινόμενα αναγκαία υπεράσπιση της ελευθερίας έναντι της ισότητας, που όμως φτάνει σε σημείο πρόκρισης της πρώτης έναντι της δεύτερης. Παρότι ο Κelsen προσεκτικά πασχίζει να διατηρήσει μια πολιτικά ουδέτερη στάση, που πιθανώς θεωρεί ότι ανταποκρίνεται και στην ιδιότητα του νομικού επιστήμονα, και παρότι προσπαθεί να κρατήσει ίσες αποστάσεις μεταξύ του καπιταλιστικού και του κομμουνιστικού οικονομικού συστήματος, εν τέλει δεν αποφεύγει σε ορισμένα σημεία να συγκρατήσει τη συμπάθειά του στον φιλελευθερισμό αντί του σοσιαλισμού.[3] Χωρίς βέβαια να χρειάζεται να είμαστε αυστηροί με τον βιεννέζο νομικό, ο οποίος επιπλέον την ίδια περίοδο παρακολουθεί τις απολυταρχικές πολιτικές που εφαρμόζει η Ε.Σ.Σ.Δ. από τη σκοπιά του αντίπαλου ψυχροπολεμικού στρατοπέδου των Η.Π.Α., απλά επισημαίνουμε το γεγονός ότι ασύνειδα, ενδεχομένως και αναγκαία, οι ιδεολογικές επιρροές, δέσμιες των ιστορικών συγκειμένων τους, βρίσκονται σε αλληλεξάρτηση ακόμα και με την πιο άμεμπτη επιστημονική και ορθολογική συνείδηση, όπως ήταν εκείνη του Kelsen εξακριβωμένα μέσα από τη διαχρονικά έντιμη στάση της. Ο επιστημολογικός και φιλοσοφικός προβληματισμός αυτός όμως ας μείνει εδώ ανοιχτός.

Σε κάθε περίπτωση, στον Κelsen θα πρέπει να πιστωθούν μια σειρά από κριτικές προτάσεις που καταφέρνουν να αντιπαρατεθούν σε θεωρήσεις της δικαιοσύνης που δικαιολογούνται μέσα από τη μεταφυσική, τη θρησκεία και γενικότερα μέσα από απόλυτες αξίες. Η μεθοδολογία που ακολουθείται προκρίνει σαν οδηγό την επιστήμη, όμως ταυτόχρονα αξιολογείται ο ρόλος που διαδραμάτισε στην ιστορική του εξέλιξη και διαδρομή ο παράγοντας της ηθικής. Προγενέστερα θεωρητικά ρεύματα μπαίνουν στο μικροσκόπιο και, μεταξύ άλλων, φιλοσοφικές τάσεις όπως ο ουσιοκρατικός ιδεαλισμός του Πλάτωνα ή αξιώματα όπως εκείνο της αριστοτελικής μεσότητας, αποδομούνται. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον δε, παρουσιάζει η αποτίμηση της συμβολής του Kant και της έννοιας της κατηγορικής προσταγής που αυτός εισήγαγε για την ανακατανόηση του σύγχρονου θετικού δικαίου, αλλά και για τη διάκριση του όντος από το δέον.[4]

Κλείνοντας, θέλω να ξεχωρίσω το τελευταίο κεφάλαιο, στο οποίο ο μέχρι πρότινος στενότερα ακαδημαϊκός λόγος, αποκτά και μια πιο ενεργά πολιτική χροιά. Επανατοποθετώντας στο επίκεντρο της συζήτησης τη συνεχή διαπάλη απολυταρχίας-σχετικισμού, ο Kelsen αποκαλύπτει τις ηθικές καταβολές του δεύτερου, χωρίς έτσι να αφήνει κανένα περιθώριο υπόνοιας για την προτίμησή του. Η ηθική του σχετικισμού συμπαρατάσσεται με εκείνην του συμβιβασμού, της ατομικής και συλλογικής ελευθερίας, η οποία με τη σειρά της συμπίπτει με την ανεκτικότητα. Αποκλειστικά στη βάση αυτών των αρχών είναι δυνατή και η άνθηση μιας επιστήμης που θα μπορέσει να παραμείνει ανεξάρτητη από εξωτερικές παρεμβάσεις, μέλημα που απασχολεί διακαώς τον Kelsen. Προϋπόθεση βέβαια όλων των παραπάνω επιδιώξεων είναι η δημοκρατία, για την αδιάκοπη υπεράσπιση της οποίας ο Kelsen εργαζόταν με συνέπεια και με προσωπικό κόστος, όπως έχουμε δείξει και αλλού.

Και ναι, προφανώς και το εν λόγω βιβλίο δεν προτείνεται για τα ριζοσπαστικά προτάγματά του, ούτε είναι αυτό που θα συγκροτήσει ένα νέο επαναστατικό υποκείμενο. Ωστόσο δεν παύει να προβληματοποιεί και να ανακινεί επίμονα ιδέες που συχνά προσπερνάμε ως δεδομένες, ιδέες που η αριστερά και ο σοσιαλισμός συχνά αφήνουν στο περιθώριο και οφείλουμε να τις επανεξετάσουμε και να τις ανανοηματοδοτήσουμε στην πράξη.

Υ.Γ.: Δεν θα μπορούσα να παραλείψω να αναφέρω, έστω σύντομα, το επίμετρο της Αλίκης Λαβράνου με τίτλο «Το νηφάλιο πάθος για τη δικαιοσύνη της δημοκρατίας». Σε αυτό, η συγγραφέας ανασυντάσσει με εξαιρετικό τρόπο την πραγματεία του Κelsen, σίγουρα διαθέτοντας επαρκέστερη εποπτεία του αντικειμένου σε σχέση με τον υπογράφοντα την παρούσα βιβλιοκριτική.

Το βιβλίο Τι είναι Δικαιοσύνη; του Χανς Κέλσεν κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αντίποδες σε μετάφραση του Θοδωρή Δρίτσα και επιμέλεια του Κώστα Σπαθαράκη και της Στέλλας Ζουμπουλάκη.


[1] Μάλιστα δεν είναι η πρώτη φορά που ο Kelsen χρησιμοποιεί αυτό το παράδειγμα. Στο έργο του The Εssence and Value of Democracy, που αρχικά είχε εκδοθεί στα γερμανικά, αρκετά χρόνια νωρίτερα, το 1920, με τίτλο: Vom Wesen und Wert der Demokratie, είχε χρησιμοποιήσει ακριβώς το ίδιο απόσπασμα, εκείνη τη φορά αντίστροφα, για να κλείσει το βιβλίο του και με τη διαφορά ότι εκεί επιδιώκει να επικεντρωθεί στη μορφή του Βαραββά ως αντιστάθμισμα σε εκείνη του Ιησού, ώστε να αναδείξει τη λειτουργία και την αξία της δημοκρατίας. Βλ. Hans Kelsen, The Essence and Value of Democracy [1929], μτφρ. Brian Graf, Rowman & Littlefield Publishers, Plymouth 2013, σ. 104-105.

[2] Βλ. σ. 7: «Ο σκεπτικιστής Ρωμαίος προφανώς δεν περίμενε καμία απάντηση στο ερώτημα αυτό και ο Ιησούς πράγματι δεν απάντησε. Γιατί ουσία της αποστολής του ως μεσσιανικού βασιλέα δεν ήταν να μαρτυρήσει περί της αλήθειας. Γεννήθηκε για να δώσει μαρτυρία περί της δικαιοσύνης, της δικαιοσύνης εκείνης την οποία θα πραγμάτωνε στη Βασιλεία του Θεού».

[3] Ενδεικτικά βλ. σ. 18, όπου κάνοντας λόγο για το δίπολο της σχεδιασμένης και της ελεύθερης οικονομίας, συνδέει τη δεύτερη με την αξία της ατομικής ελευθερίας, ενώ την πρώτη με την αξία της οικονομικής ασφάλειας και όχι με την αξία της ισότητας για παράδειγμα, επιλέγοντας έτσι έναν ουδέτερα φορτισμένο όρο αντί ενός θετικού. Ακόμη περισσότερη αίσθηση προκαλεί η επιλογή της διατύπωσής του στην αμέσως επόμενη πρόταση: «Ένας άνθρωπος με ισχυρή αυτοσυνείδηση θα προκρίνει την ατομική ελευθερία, ενώ ένας άλλος που πάσχει από σύμπλεγμα κατωτερότητας θα προτιμήσει την οικονομική ασφάλεια». Μολονότι στη συνέχεια παίρνει απόσταση από το ποια αξία είναι η υψηλότερη (και άρα προτιμότερη), έχει ήδη επιλέξει να προβάλει μια ξεκάθαρα αρνητικά φορτισμένη ορολογία (σύμπλεγμα κατωτερότητας) την οποία μάλιστα παθολογικοποιεί (πάσχει) και ξανασυνδέει με την οικονομική ασφάλεια, προκαταβάλλοντας έτσι αντίστοιχα φυσικά και τον/την αναγνώστη/αναγνώστρια.

[4] Σημειωτέον ότι ο νομομαθής Κelsen από την πρώιμη περίοδο της δραστηριότητάς του επηρεάζεται από τα γραπτά του Κant και εντάσσεται στη νεοκαντιανή παράδοση, όπως αυτή εκφράστηκε στο πεδίο του δικαίου. Εξάλλου και η κατασκευή της Καθαρής Θεωρίας του Δικαίου είναι σε μεγάλο βαθμό εμπνευσμένη από τη φιλοσοφία του Κant, ενώ τα θεωρητικά εργαλεία που χρησιμοποιεί o Kelsen για τη διαμόρφωση του συνόλου της νομικής και πολιτειακής του αντίληψης είναι καντιανής προέλευσης. Αργότερα προσεγγίζει και τις αρχές της φιλοσοφίας του David Hume, χωρίς όμως να απολέσει τις νεοκαντιανής καταβολής παραδοχές του, οι οποίες παρέμειναν κυρίαρχες.

Σχετικά με τον αρθρογράφο

Γιώργος Βασιλάκος