Τυχαίνει κάποτε στον χωρόχρονο να υπάρχουν στιγμές οριακές. Στιγμές που αν πιστέψουμε τον σαλαμοφικό αφορισμό που θέλει την ποίηση να είναι το μοιραίο, φτάνουμε αναπόδραστα στον ίδιο τον Μπωντλαίρ, τον Καταραμένο: «…αληθινοί ταξιδευτές εκείνοι είναι που φεύγουν/ μονάχα για να φύγουν· (…) το μοιραίο τους ποτέ δεν τ’ αποφεύγουν·» που συνεχίζει – κι εδώ μας αφορά ιδιαίτερα:
«Χάσκοντας, παραδείσια ονειρεύεται παλάτια·/Σε κάθε τρώγλη που κερί μονάχα την φωτάει,/ανακαλύπτουν Κάπουες τα εκστατικά του μάτια.»
Όπως στο σύμπλεγμα που μπορεί κανείς να συναντήσει αν –επίτηδες ή από συμπαιγνία της τύχης- τον φέρει ο δρόμος σε μια οδό Δημοκρατίας από τις τόσες, την οδό Δημοκρατίας στην Αγία Παρασκευή.
Εκεί που ένας αστικός μύθος, μια παρατημένη βίλα με το λιοντάρι και το κριάρι από την Ραβέννα να συνεχίζουν ακόμη να φρουρούν αδίρητα το σπίτι του αφέντη τους, μια μπωντλερική τρώγλη που στέκει ακόμη με την ηρεμία και την αξιοπρέπεια συλημένου μνημείου:
Η Βίλα Ιόλα.
Ένα μέρος πνιγμένο σε αυτό το πράσινο που η αττική γη φαίνεται να θέλει να δώσει για να σκεπάσει απαλά και να προστατεύσει το σπίτι που κάποτε φιλοξένησε έναν άνθρωπο ιδιαίτερο –γυμνό τώρα, βορά στα όρνια, την σκόνη, την αγνώμονα εγκατάλειψη. Δώρο δίκαιο σαν νεκρική μάσκα πλην λίγο, ελάχιστο.
Γιατί ο ιδιοκτήτης του σπιτιού ήταν από μόνος του ένας μύθος. Κι αν η Τέχνη δεν έχει σε κανέναν χρέος, η ανθρωπότητα κι οι δέκτες της του έχουν χρέος μεγάλο.
Αντιλήφθηκε νωρίς στην εποχή του, κι έτσι ανάλογα πορεύτηκε, τον συμβολισμό του μαγικού εκείνου χώρου «…στον οποίον», για τον Σαχτούρη, «…αποτυπώνεται η λανθάνουσα έστω, κοινή όμως ανθρώπινη ανάγκη για ουρανό» κι αφού παράτησε τις καλλιτεχνικές παρέες του στην υφήλιο αποσύρθηκε σε αυτή την γωνιά της γης και προσπάθησε να τον πραγματώσει στην κυριολεξία του.
Όταν ωστόσο γύρισε ο Ιόλας στον τόπο του δεν τον βρήκε φιλόξενο. Ούτε τους ανθρώπους του – γιατί την δεκαετία του ’80 το αλλιώτικο και το από αλλού φερμένο δεν ήταν, φαίνεται, αρεστό στην μικροκοινωνία της εποχής κι ούτε στις φανφαρονικές της πολιτικές νόρμες.
O tempora, o mores…
Έτσι έμεινε το συλημένο του σπίτι σαν αληθινό μυστήριο, αντιδιασταλτική αλήθεια κόντρα στην πεζή πραγματικότητα που χυδαιολογεί ένα τέταρτο της ώρας μακριά· μια ερώτηση που δεσπόζει φτιαγμένη από μάρμαρο και πέτρα, με σπασμένα παράθυρα να χάσκουν ως επίφαση και ιωνικούς κίονες στο προαύλιο να θυμίζουν θαυμαστικά:
Προσοχή! Διότι –διαβάτη- υπάρχει εδώ μια ιστορία που πρέπει να ειπωθεί.
Και πρέπει πια να ειπωθεί σωστά.
Όταν ο σκηνοθέτης Θάνος Αγγέλης χτύπησε την πόρτα του περιοδικού μας τον νιώσαμε, τον καταλάβαμε. Αποφασίσουμε με όλες τις δυνάμεις μας να βοηθήσουμε να ακουστεί η φωνή του –και θα το κάνουμε - γιατί δεν ήθελε, αυτός και η παθιασμένη του ομάδα, να κάνουν άλλο ένα ευκαιριακό ρεπορτάζ σε αποχρώσεις είτε ροζ, είτε κίτρινες για γρήγορη κατανάλωση. Μίλησε με πάθος για ένα ταξίδι αποκατάστασης της αλήθειας και εύρεσης απαντήσεων σε απορίες που χάσκουν κάτω από γκράφιτι και σκισμένες κουρτίνες - έχει η αγωνία του ιδιαίτερη αξία τις μέρες τούτες της ανούσιας ταχύτητας και της «Μαρμότας».
Είναι μια εκκρεμούσα επιτακτική ημερολογιακή καταγραφή – μια έρευνα που απαιτεί ακριβώς ό,τι κι ο τίτλος του νέου ντοκυμανταίρ που ετοίμασε, και είναι ό,τι πιο περιεκτικό κι εύγλωττο ταυτόχρονα:
Βίλα Ιόλα - Ένα ταξίδι στο χώρο και τον χρόνο.
Ας ξεκινήσουμε.
_
*Φωτογραφία Εξωφύλλου: Αλέξανδρος Καραίσκος