Θεωρία

Τρεις όψεις της ελευθερίας

Τι είναι η ελευθερία; Θέλω να πω, τι άλλο είναι η ελευθερία, εκτός από το «πιο εύφλεκτο υλικό στην Ιστορία», όπως όμορφα έγραψε ο Σ. Σιαμανδούρας στο πρόσφατο βιβλίο του για τον Μακιαβέλι; Σε διάφορες κινηματικές ή/και φιλοσοφικές εκδηλώσεις, συχνά ανακύπτουν διάφορα ερωτήματα σχετικά με τη φύση του ζητήματος, που στο τέλος καταλήγουν σε ένα δίλημμα: από τη μία, αν μπορώ να ορίσω με ακρίβεια τι είναι ελευθερία, δεν στερώ από τους ανθρώπους που καλούνται να είναι ελεύθεροι τη δυνατότητα να δώσουν οι ίδιοι το περιεχόμενο που θέλουν σε αυτή την έννοια; Από την άλλη, αν αποφύγω να δώσω έναν ορισμό της ελευθερίας, δεν ρισκάρω να πρέπει να δεχτώ ως πιθανές εκδοχές της έννοιας πράγματα εμφανώς ανελεύθερα, όπως ο αυταρχισμός;

Ο θιασώτης της πρώτης εκδοχής κινδυνεύει ενδεχομένως να οδηγήσει την ελευθερία σε αυτοαναίρεση, ενώ ο υποστηρικτής της δεύτερης κινδυνεύει να καταλήξει τόσο «φλου», που να μην εννοεί τίποτα. Πώς γίνεται, θα μπορούσαμε να αντιτάξουμε στον αντι-ουσιοκράτη φίλο της ελευθερίας, να μην ξέρεις τι είναι ελευθερία, και να ξέρεις μόνο τι δεν είναι; Προφανώς, θα πρέπει να έχεις έστω κάποιες γενικές αρχές που ανήκουν στην ουσία της, αλλιώς τίποτα δεν αποκλείει ελευθερία να είναι και ο ναζισμός.

Στο παρόν σύντομο κείμενο, θα προσπαθήσουμε, όσο αυτό επιτρέπεται από την έκτασή του, αρχικά να σκιαγραφήσουμε δύο σημαντικές απαντήσεις που έχουν προταθεί  στο ερώτημα για τη φύση της ελευθερίας. Στη συνέχεια, θα αναφερθούμε σε μια άλλη πιθανή απάντηση, που μας βοηθά ενδεχομένως να υπερβούμε το δίλημμα που προαναφέρθηκε.

Η πρώτη εκδοχή της ελευθερίας είναι αυτή που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε, σε πολύ γενικές γραμμές, φιλελεύθερη. Μπορούμε να αναζητήσουμε τα ίχνη της σε φιλελεύθερους στοχαστές όπως ο Τζον Λοκ. Η γενική ιδέα εδώ είναι ότι, όπως λέει και η πασίγνωστη έκφραση, «η ελευθερία μου σταματάει εκεί που αρχίζει η ελευθερία του άλλου». Αυτό σημαίνει ότι κάθε άτομο έχει την ελευθερία του και ότι οι άλλοι δυνητικά την επιβουλεύονται. Επομένως, ελευθερία είναι η προστασία ενός πυρήνα ατομικών κεκτημένων από τις έξωθεν προσβολές και παρεμβάσεις, είτε αυτές προέρχονται από ιδιώτες είτε από το κράτος. Εγώ έχω το χωράφι μου και είμαι ελεύθερος να το απολαμβάνω όπως θέλω. Αν, όμως, προσπαθήσω να σπείρω και στο δικό σου χωράφι, στο «μέρος», δηλαδή, όπου αρχίζει η δική σου ελευθερία, παρανομώ. Ή, για να το περιπλέξουμε λίγο, εγώ πιστεύω σε αυτόν τον θεό, και είμαι ελεύθερος να τον λατρεύω όπως θέλω. Αν όμως η λατρεία αυτού του θεού μού επιβάλλει να θυσιάσω ένα κριάρι του γείτονά μου ή τον ίδιο τον γείτονά μου, τότε είναι παράνομη. Η ελευθερία μου (λατρεία) παύει εκεί όπου ξεκινά η ελευθερία του άλλου (ιδιοκτησία* ή ζωή).

Πολλά σύγχρονα συνταγματικά δικαιώματα (όχι όλα, δεν ισχύει, λόγου χάρη αυτό για το δικαίωμα του συναθροίζεσθαι) έχουν αυτή τη δομή: συνιστούν μια νομική άμυνα απέναντι σε μια πιθανή εξωτερική προσβολή.  Άλλωστε, η ίδια η έννοια του δικαιώματος ξεκίνησε ως άμυνα απέναντι στην απολυταρχία του ηγεμόνα που μπορούσε να κάνει ό,τι ήθελε μέσα στις εκτάσεις που ανήκαν σε άλλους. Κάτι έπρεπε, λοιπόν, να τον αναχαιτίζει, κι αυτό το κάτι θεωρήθηκε ως ατομική ελευθερία.

Γενικεύοντας, θα λέγαμε ότι το σημαντικό εν προκειμένω είναι ότι η ελευθερία εντοπίζεται στο επίπεδο του ατόμου και ακριβώς ως ατομική ελευθερία θα πρέπει να διαφυλαχθεί. Η ελευθερία προστατεύεται απλώς από την πολιτεία, δεν προάγεται κιόλας από αυτή. Ελεύθερη είναι, επομένως, μια κοινωνία που παρέχει στα επιμέρους άτομα την εξασφάλιση των ατομικών τους θεμελιωδών δικαιωμάτων.

Στον αντίποδα αυτής της θεώρησης, βρίσκεται η σύλληψη της ελευθερίας που την τοποθετεί στη σχέση, όχι στο άτομο. Έτσι, στον Χέγκελ, που κατά κάποιον τρόπο είναι ο ιδρυτής αυτής της παράδοσης, δεν  μπορώ να είμαι ελεύθερος, παρά μόνο όταν κάποιος άλλος ελεύθερος με αναγνωρίζει ως τέτοιον. Ο κύριος, που στο πιο γνωστό κομμάτι της Φαινομενολογίας έχει υποτάξει τον δούλο, δεν παίρνει την αναγνώριση που θα ήθελε, επειδή ακριβώς τον αναγνωρίζει ως ελεύθερο ο δούλος, ένα ανελεύθερο ον. Θα πρέπει να αρθεί η σχέση κυριαρχίας και υποτέλειας και να αντικατασταθεί από μια σχέση αλληλοαναγνώρισης, προκειμένου και τα δύο μέρη της σχέσης να είναι ελεύθερα.

Καταλαβαίνουμε ότι αυτή η εκδοχή έχει μια πιο κοινωνική χροιά. Δεν είναι περίεργο που ο Μαρξ γοητεύτηκε από αυτή την εγελιανή ιδέα, όπως άλλωστε και ο Μπακούνιν, που απάντησε στο γνωστό φιλελεύθερο ρητό ότι η ελευθερία μου αρχίζει εκεί που αρχίζει η ελευθερία του άλλου. Όσο πιο ελεύθερος είναι ο άλλος, τόσο πιο ελεύθερος είμαι κι εγώ. Παραδείγματος χάρη, όσο πιο πολλή ελευθερία λόγου υπάρχει σε μια κοινωνία για τον άλλον, τόσο μεγαλύτερη ελευθερία λόγου μπορώ να απολαμβάνω κι εγώ. Στο πλαίσιο αυτής της αντίληψης, λοιπόν, ένα άτομο από μόνο του δεν μπορεί να είναι ποτέ ελεύθερο, αφού η ελευθερία προϋποθέτει τη σχέση και γεννιέται μόνο μέσα σε αυτήν (κι επίσης, μόνο μέσα από αυτήν). Ενώ στη φιλελεύθερη αντίληψη ο άλλος αποτελεί απειλή για την ελευθερία μου, εδώ αποτελεί προϋπόθεσή της, αναγκαίο όρο της.

Οι δύο αντικρουόμενες όψεις της ελευθερίας που παρουσιάστηκαν παραπάνω, μπορούν να θεωρηθούν κλασικές και είναι σίγουρα σημαντικές. Εστιάζουν όμως στο άτομο (ή, έστω, στη σχέση των ατόμων) κι έτσι αποτυγχάνουν να συλλάβουν κάτι πολύ βασικό: ότι η ελευθερία υπάρχει και πραγματώνεται (ή δεν υπάρχει και δεν πραγματώνεται) μόνο μέσα στην κοινωνία. Και η κοινωνία δεν είναι ούτε απλή πρόσθεση ατόμων, ούτε απλή πρόσθεση σχέσεων, είναι θέσμιση.

Οι θεσμοί, με τη σειρά τους, δεν είναι απλώς, όπως λέει ο Χέγκελ μιλώντας για τη Γαλλική Επανάσταση, μια «αντικειμενικότητα» που εξασφαλίζει την αναγνώριση όλων από το κράτος ως υποκειμένων και τη συνεπαγόμενη αποτροπή των αυθαιρεσιών ούτε είναι μια απλή διαμεσολάβηση μεταξύ ατόμων και κράτους. Πολύ περισσότερο, και ριζικότερα, οι κοινωνικοί θεσμοί διαμορφώνουν τους ανθρώπους, τους κάνουν αυτό που είναι, τους οδηγούν να αναπτύσσουν κάποιες ιδιότητες και να αποξηραίνουν άλλες, σχηματίζουν τρόπους του σκέπτεσθαι και του δραν. Επομένως, για την υπόθεση της –εξ ορισμού κοινωνικής**-  ελευθερίας απαιτείται η διαμόρφωση θεσμών που προάγουν την ελευθερία, δηλαδή θεσμών που επιτρέπουν στους ανθρώπους να συμμετέχουν ουσιαστικά στις αποφάσεις που διαμορφώνουν τη ζωή τους και να φτιάχνουν οι ίδιοι τους νόμους από τους οποίους θα δεσμεύονται, θεσμών, τέλος, που στο βάθος προϋποτίθενται για να μπορούν να υπάρξουν πλευρές τόσο της φιλελεύθερης ελευθερίας των ατόμων όσο και της εγελιανής ελευθερίας των σχέσεων.

Σύμφωνα με αυτό το καστοριαδικό σχήμα, νομίζω πως μπορούμε να υπερβούμε και το δίλημμα που τέθηκε στην αρχή του κειμένου. Είμαστε σε θέση να υποστηρίξουμε ότι ξέρουμε τι είναι η ελευθερία. Από τη στιγμή που αναγκαστικά ζούμε σε μια κοινωνία με νόμους και θεσμούς, ελευθερία είναι η μη ξενωμένη σχέση των ανθρώπων προς αυτούς τους νόμους και τους θεσμούς που ορίζουν τη ζωή τους, η συνεχής συλλογική αμφισβήτησή τους, ο διαρκής αναστοχασμός πάνω στο περιεχόμενό τους και, φυσικά, η αλλαγή τους, όταν αυτό κρίνεται σωστό από το μεγαλύτερο μέρος της πολιτικής κοινότητας. Αυτό, όμως, που δεν ξέρουμε εκ των προτέρων, είναι το συγκεκριμένο περιεχόμενο που θα αποφασίσουν κάθε φορά να δώσουν οι άνθρωποι στους νόμους τους και στη ζωή τους.

Φυσικά, το παρόν κείμενο όχι απλώς χρειάζεται συμπληρώσεις -δεν αναφερθήκαμε καν, λόγου χάρη, στη διάκριση του Μπερλίν μεταξύ αρνητικής και θετικής ελευθερίας- αλλά δεν πλησιάζει καν στο να απαντήσει σφαιρικά στο θέμα που πραγματεύεται. Έχω όμως την ελπίδα ότι συμβάλλει ελάχιστα σε μια τακτοποίηση των οπτικών που υπάρχουν γύρω από αυτό κι έτσι βοηθά την τρέχουσα συζήτηση. Γι' αυτή τη συζήτηση, άλλωστε, και για το πάθος με το οποίο διεξάγεται, ας ελπίσουμε ότι ισχύει αυτό που έλεγε ο Καντ, παρατηρώντας τον ενθουσιασμό που υπήρχε γύρω του όταν έγινε η Γαλλική Επανάσταση: ότι, δηλαδή, είναι ένα καλό σημάδι για το ηθικό ποιόν της ανθρωπότητας.

*μια από τις τερατωδίες του συντριπτικά μεγαλύτερου μέρους του ανθρώπινου πολιτισμού: η προσβολή της ζωής ενός ζώου, θεωρείται νομικά προσβολή της ιδοκτησίας του ανθρώπου που το «έχει»

**ακόμη και η ελευθερία του ατόμου είναι κοινωνική, γιατί δεν μπορεί παρά να βρει τους όρους ύπαρξής της και το νόημά της μέσα στην κοινωνία

Ο πίνακας στην αρχή του κειμένου είναι του Gustav Klimt (Death and Life, 1908-1916)

Σχετικά με τον αρθρογράφο

Γιάννης Κτενάς