Στον καθημερινό λόγο το επίθετο μακιαβελλικός χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει έναν άνθρωπο ύπουλο και δολοπλόκο, έναν ανήθικο που μεταχειρίζεται κάθε μέσο για να πετύχει τους σκοπούς του. Εξάλλου, το έργο του Μακιαβέλλι έχει εμπνεύσει στους μελετητές του πολύ διαφορετικές ερμηνείες και προσωπικά έχω ακούσει να τον αποκαλούν από αμοραλιστή μέχρι ακραίο δημοκράτη. Θέλω με αυτό το κείμενο να καταθέσω τη δική μου προσέγγιση, όχι επί του συνόλου της φιλοσοφίας του, αλλά επί της κατά τη γνώμη μου πεμπτουσίας της, δηλαδή επ' αυτού που θεωρώ το πιο σημαντικό να κρατήσει κανείς από τη σκέψη του πολίτη της Φλωρεντίας. Θα το κάνω παίρνοντας αφορμή από έναν διάλογο του game of thrones, της φοβερής σειράς που σχεδόν κάθε επεισόδιό της προσφέρεται για συζητήσεις και αναλύσεις πάνω στη φύση της πολιτικής εξουσίας.
Αμέσως μετά το θάνατο του βασιλιά Joffrey, ο παππούς του, Tywin, αρχηγός της οικογένειας των Λάνιστερ, ένας χαρακτήρας αντιπαθής αλλά πανέξυπνος και ικανός στην πολιτική και τη στρατιωτική διοίκηση, αναλαμβάνει να προετοιμάσει το διάδοχο, αδερφό του εκλιπόντος, για την άνοδό του στο θρόνο. Τον ρωτάει λοιπόν τι είναι αυτό που κάνει έναν καλό βασιλιά. Το αγόρι απαντά προτείνοντας διάφορες ιδιότητες που κατά τη γνώμη του θα πρέπει να έχει ένας βασιλιάς, ενώ ο παππούς του απορρίπτει αυτές τις ιδέες, φέρνοντας ιστορικά παραδείγματα βασιλιάδων που είχαν αυτές τις ιδιότητες αλλά απέτυχαν. Σε κάποια φάση ο μικρός λέει ότι ένας βασιλιάς οφείλει να είναι δίκαιος. Ο Tywin απαντάει ότι ο Orys ο πρώτος ήταν ένας δίκαιος βασιλιάς, που όμως δολοφονήθηκε μέσα σε ένα χρόνο από τον ίδιο του τον αδερφό. Και συμπληρώνει "ήταν άραγε δίκαιο να αφήσει τους υτπηκόους του στα χέρια αυτού του σατανικού άνδρα;"
Η μεγάλη σημασία αυτού του διαλόγου βρίσκεται εδώ. Δεν λέει δηλαδή ο Tywin ότι αυτός ο άνθρωπος ήταν ένας ηλίθιος και άρα δεν αξίζει να ασχολούμαστε μαζί του. Αντιθέτως, ρωτάει μήπως η πολλή δικαιοσύνη του (καταλαβαίνουμε ότι θα μπορούσε, λόγου χάρη, να έχει ξεφορτωθεί τον αδερφό του) τον οδήγησε στην αδικία, στην αναίρεση αυτού που ήθελε να είναι.
Ακριβώς αυτός είναι, κατά τη γνώμη μου, ο πυρήνας της σκέψης του Μακιαβέλλι. Δεν λέει πουθενά ο φιλόσοφος ότι πρέπει σε κάθε περίπτωση να είμαστε άδικοι, κλέφτες και λωποδύτες. Λέει ότι, μερικές φορές, "επειδή έτσι σε αναγκάζουν τα ανθρώπινα πράγματα", πρέπει να είσαι διατεθειμένος να αδικήσεις αν θες να μπορείς στο μέλλον να ξαναείσαι δίκαιος, πρέπει να είσαι έτοιμος να βουτήξεις στην ανηθικότητα, αν θες να έχεις στη συνέχεια την ευκαιρία να είσαι ηθικός βασιλιάς. Τον Μακιαβέλλι τον ενδιαφέρει να διατηρηθεί το status του καθεστώτος (της μοναρχίας στον Ηγεμόνα, της δημοκρατίας στους Λόγους για τον Τίτο Λίβιο). Γιατί αν δε διατηρηθεί, έστω και με ανήθικους τρόπους, πώς μπορούμε καν να μιλάμε για δικαιοσύνη μέσα στην κοινότητα, αφού η κοινότητα χάθηκε, πάει· ποιος θα απολαύσει τη δικαιοσύνη, αφού οι πολίτες θα είναι νεκροί ή υπόδουλοι. Στη σύγχρονη εποχή, το δίκαιο της κατάστασης εξαίρεσης* εντάσσεται κατά τη γνώμη μου στην ίδια φόρμουλα: πρόκειται για τις περιπτώσεις όπου ο ίδιος ο νόμος επιτρέπει την παραβίαση του νόμου, προκειμένου να αντιμετωπιστούν κίνδυνοι που απειλούν, όχι πλέον απλώς να τον παραβιάσουν, αλλά να τον καταλύσουν.
Ο Μακιαβέλλι λοιπόν δεν είναι αμοραλιστής, είναι όμως ρεαλιστής και αν ακολουθήσουμε τη σκέψη του βρισκόμαστε στη δύσκολη, ή, αν θέλετε, τη δυσάρεστη πλευρά της πολιτικής. Συνειδητοποιούμε, για να μιλήσουμε σε σύγχρονο λεξιλόγιο, ότι στη βάση της θέσμισης πάντα υπάρχει βία και ότι μπορεί να προκύψουν περιπτώσεις που αυτή η ωμή βία πρέπει να ασκηθεί εκ νέου για να διατηρηθεί η υπάρχουσα θέσμιση. Η σύσταση και η διατήρηση της πολιτικής εξουσίας απαιτούν συχνά πράξεις βίαιες, ύπουλες ή ανήθικες, που όμως δεν εντάσσονται στο δίπολο "δίκαιο-άδικο", γιατί προηγούνται λογικά και πραγματικά, αποτελούν προϋποθέσεις αυτού του διπόλου. Γιατί η δικαιοσύνη και η αδικία εφαρμόζονται μόνο μέσα σε μια πολιτική κοινότητα, η οποία για να υπάρχει χρειάζεται αυτές τις, τρόπον τινά, προ-πολιτικές αισχρές πράξεις. Προχωρώντας ακόμη περισσότερο το συλλογισμό, μπορούμε να πούμε ότι η βία ποτέ δε θα εξαλειφθεί από την πολιτική· όχι μόνο γιατί ακόμη και στην πιο αυτόνομη και ελεύθερη κοινωνία η πλειοψηφία πρέπει να μπορεί, αν χρειαστεί, να επιβληθεί στη μειοψηφία (οπότε η βία είναι πάντα παρούσα, αν και υπόρρητη)· αλλά επίσης, γιατί, αν αυτή η κοινωνία δεχθεί, λόγου χάρη, μια εξωτερική επίθεση ή αν προκύψει ένα πραξικόπημα, θα πρέπει ενδεχομένως να καταφύγει σε ανήθικα μέσα, για να μπορέσει να διατηρηθεί ως ηθική, ως αυτόνομη και ελεύθερη: η κλασική περίπτωση που βρίσκουμε πάνω κάτω στην εποχή του Μακιαβέλλι είναι αυτή του δίκαιου βασιλιά που πρέπει να σκοτώσει τα ανήλικα παιδιά του εχθρού του, για να μην απειληθεί από αυτά στο μέλλον. Αλλά και σε κάθε είδους πόλεμο μπορούμε να φανταστούμε εύκολα αντίστοιχες περιστάσεις και διλήμματα. Τέτοια περίσταση συναντάμε και στο game of thrones, όταν ο Robb Stark, αντι-μακιαβελλικό πρότυπο, αποκεφαλίζει εν καιρώ πολέμου έναν στρατηγό του, που σκότωσε ένα παιδί-και κάπως έτσι αρχίζει το τέλος του. Ο ιδιαίτερα αγαπητός στους θεατές Robb πολεμούσε για ένα δίκαιο σκοπό και δε θέλησε να θυσιάσει τις αρχές του για χάρη της επιτυχίας της εκστρατείας του, πράγμα που πλήρωσε, αυτός κι όσοι περίμεναν από αυτόν να αποδώσει δικαιοσύνη, με τον πιο ακριβό τρόπο.
Και βρισκόμαστε ενδεχομένως στην άβολη θέση να ρωτήσουμε: τι είναι αυτό που διαφοροποιεί τη βία και την αδικία που, σύμφωνα με τα παραπάνω, παρουσιάζεται ως αναγκαία για τη διατήρηση των θεσμών, από αυτή των σταλινικών, που χρησιμοποιούσαν "λίγη βία τώρα, για να μην ασκηθεί ποτέ πια βία στο μέλλον"; Το ζήτημα φυσικά είναι τεράστιο και απαιτεί μεγάλη μελέτη και εκλέπτυνση, νομίζω όμως πως μπορούμε εδώ να περιοριστούμε σε δύο βασικές αρχές. Η πρώτη είναι να ρωτάμε, όπως κάνει ο Καμύ στον Εξεγερμένο Άνθρωπο, "αν ο σκοπός αγιάζει τα μέσα, τι αγιάζει τον σκοπό;". Δεν λέω ότι το ρητό ισχύει, αλλά ότι πρέπει σε κάθε περίπτωση να τίθεται η ερώτηση. Κι αυτό γιατί για τους ιεροεξεταστές, όπως και για τους σταλινικούς, τον σκοπό τον αγίαζε ένας θεός που ήξερε τα πάντα, ο επουράνιος για τους μεν, ο θεός της ιστορίας για τους δε. Πράγμα που μας οδηγεί στη δεύτερη αρχή, ότι δηλαδή όσοι περισσότεροι άνθρωποι επιθυμούν την κοινωνική αλλαγή (ή τη διατήρηση μιας κοινωνικής κατάστασης), τόσο λιγότερη βία χρειάζεται για να γίνει, πράγμα που οριακά σημαίνει ότι όταν η αλλαγή αυτή είναι, όπως πρέπει κατά τη γνώμη μου να είναι, επιθυμητή από την πλεινότητα των μελών μιας κοινότητας, η βία θα προκύψει μόνο ως βία των αντιδραστικών.
Βέβαια αυτές οι αρχές δεν καλύπτουν την περίπτωση μιας εξωτερικής επίθεσης, λόγου χάρη, ούτε της αντιμετώπισης ενός πραξικοπήματος. Θέτουν απλώς κάποια όρια στο πότε αξίζει (αν αξίζει κάποτε) να ακολουθήσει κανείς τις συμβουλές του Μακιαβέλλι. Αλλά μιλώντας γενικά, για να είμαι ειλικρινής, νομίζω ότι ο Μακιαβέλλι και ο Ηράκλειτος έχουν εν προκειμένω δίκιο, ότι ο πόλεμος αποδεικνύεται πατέρας και των θεσμών.
*πχ το άρθρο 48 του ελληνικού συντάγματος που επιτρέπει τη σύσταση εκτάκτων δικαστηρίων σε περίπτωση πολέμου