Για το δίκαιο και το κράτος, στο περιθώριο της σχέσης τους με την πολιτική
Αν έτυχε το τελευταίο διάστημα να πληροφορηθείτε για πρώτη φορά το όνομα Hans Kelsen, αυτό μάλλον οφείλεται στο βιβλίο της Sandrine Baume, που έχει εκδοθεί στην ελληνική γλώσσα από το Σεπτέμβριο του 2016. Η συγγραφέας μας συστήνει τον παραγνωρισμένο Αυστριακό νομικό και φιλόσοφο, μέσα από μια σύντομη μεν, ουσιαστική δε, περιγραφή των χαρακτηριστικότερων θέσεων του έργου του. Ο Kelsen εξαρχής τοποθετείται ιστορικά στην ταραχώδη περίοδο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, η οποία αποτελεί και σημείο εκκίνησης των θεωρητικών του επεξεργασιών για την υποστήριξή της, αιτία που δικαιολογεί στον μεγαλύτερο βαθμό και τον τίτλο του βιβλίου.Έτσι, παρότι προφανώς επιβεβαιώνεται η ιδιότητα του εκφραστή του νομικού θετικισμού στον εικοστό αιώνα, που συχνότερα του αποδίδεται, ταυτόχρονα αποκαλύπτονται και οι προεκτάσεις μιας δικαϊκής σκέψης που δε στέκεται σε άχαρες νομικού τύπου αναλύσεις, όπως μπορεί εκ των προτέρων να διαφαίνεται.
Η Baume επιλέγει να εστιάσει το ενδιαφέρον της κυρίως στη σκιαγράφηση της μεθοδολογίας που ακολουθεί ο Kelsen για να συνδέσει την καθαρή θεωρία του δικαίου του με τη δημοκρατική αρχή. Καθώς γι’ αυτόν η πρώτη αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για τη διασφάλιση της δεύτερης, γίνεται μια αναλυτική παρουσίαση των κεντρικών αιτημάτων που αφορούν πρωτίστως εξολοκλήρου το πεδίο του δικαίου. Συγκεκριμένα, κάθε μεταφυσική, μυθολογική ή θεολογική κατανόηση του δικαίου, που το τοποθετεί σε έναν υπερβατικό κόσμο, πέρα από την εμπειρική πραγματικότητα των καθημερινών μεθόδων οργάνωσης των κοινωνικών σχέσεων, θα πρέπει να αποκλείεται. Επιπλέον, εφόσον το δίκαιο οργανώνεται στη βάση μιας αυστηρά επιστημονικής λογικής, αποκομμένο από πολιτικής, κοινωνιολογικής και ηθικής φύσεως επιρροές, η αρχή της νομιμότητας μετατρέπεται σε καθοριστικό ρυθμιστή των κρατικών λειτουργιών.
Όσον αφορά την εννόηση της πολιτικής από τον Kelsen, υπογραμμίζεται ότι δεν την οριοθετεί εντός ενός πλαισίου, αλλά την εξετάζει πάντα σε συσχετισμό με το δίκαιο, το οποίο αντιθέτως αποτελεί γι’ αυτόν ένα κλειστό σύστημα. Η στάση του αυτή τον οδηγεί σε μια αδιαπραγμάτευτη άρνηση μιας πιθανής συμμαχίας της θεωρίας του δικαίου του με οποιοδήποτε πολιτικό συμφέρον. Ωστόσο, όπως για το δίκαιο, έτσι και για την πολιτική, δε δέχεται πως αυτή θεμελιώνεται σε απόλυτες αξίες, επιβεβαιώνοντας έτσι τις σχετικιστικές του προθέσεις. Στηριζόμενος σε αυτήν την παραδοχή, αιτιολογεί και την πίστη του στη δημοκρατία, ως τη μόνη έκφραση της πολιτικής ελευθερίας, η οποία θέτει όλες τις αξίες σε ένα πλαίσιο διαλογικού ανταγωνισμού, σε πλήρη αντίθεση με την πορεία που ακολουθεί η αυταρχία. Ουσιαστικά η μόνη πολιτική αξία για τον πολιτειολόγο είναι η δημοκρατία και μάλιστα η κοινοβουλευτική δημοκρατία, αφού γι’αυτόν μόνο η σχέση μεταξύ πλειοψηφίας-μειοψηφίας μπορεί να αξιώσει μια ορθολογική μέθοδο επικράτησης πολιτικών επιλογών. Ο Kelsen παραδέχεται πως ναι μεν το κοινοβούλιο δεν πληροί τους βέλτιστους όρους της διαβούλευσης, ωστόσο είναι ο μόνος θεσμός που σκοπό έχει την επίτευξη συμβιβασμών μεταξύ αποκλινόντων συμφερόντων και όχι μιας δήθεν ιδεώδους αλήθειας. Η δε αρχή της πλειοψηφίας, επιβάλλει την προστασία της μειοψηφίας από το Σύνταγμα, καθώς η ύπαρξη της πλειοψηφίας προϋποθέτει εκείνη της μειοψηφίας. Οι μεταξύ τους σχέσεις, δε θα πρέπει να εκφράζονται υπό την μορφή της κυριαρχίας, αλλά του συμβιβασμού, που ταυτίζεται με την ιδέα του συμβολαίου και αποτελεί παράγοντα σταθερότητας του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Με αφορμή την τελευταία διαπίστωση, προσωπικά θεωρώ ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα και την γενικότερη παρακολούθηση της αντιπαράθεσης των ισχυρισμών μεταξύ Kelsen και Schmitt σε μια σειρά από νομικοπολιτικά προβλήματα, όπως κυρίως αυτά ανακύπτουν στο πλαίσιο της κρίσης που διέρχεται η Δημοκρατίας της Βαϊμάρης.[1] Τότε είναι που κλιμακώνεται και η ένταση των σχέσεών τους, μέχρι να αποκορυφωθεί με το ζήτημα του κρατικού οργάνου στο οποίο θα έπρεπε να δοθεί ο ρόλος του θεματοφύλακα του Συντάγματος.[2] Ενδεικτικά μόνο, αναφέρομαι στη διαφορετική στάση που τηρούν απέναντι σε μια διάκριση της νομιμότητας από τη νομιμοποίηση, αλλά και στις διαφωνίες που εντάσσονται σε μια ευρύτερη «Διαμάχη γύρω από τη μέθοδο ή τον προσανατολισμό της θεωρίας του κράτους» που διεξάγεται μεταξύ νομομαθών του μεσοπολέμου.
Ως το μόνο ίσως προβληματικό στοιχείο, μιας κατά τα λοιπά εξαιρετικής δουλειάς, θα χαρακτήριζα την αποφυγή μιας πιο επισταμένης κριτικής στην επιμονή του Kelsen σε ένα δικαϊκό σύστημα που αυτο-αναπαράγεται και κατασκευάζεται με μόνο άξονα τον ίδιο τον εαυτό του. Με άλλα λόγια, η συγγραφέας εμμέσως προσπερνά το γεγονός πως ο Kelsen αρνείται συνειδητά ή μη, να διαβλέψει την παράμετρο των πολιτικών όρων συγκρότησης του κρατικού μηχανισμού και τις ριζοσπαστικές προεκτάσεις που αυτοί ενδεχομένως θα έφεραν στην αναπόφευκτη διαπλοκή τους με το χώρο του δικαίου.
Σε κάθε περίπτωση, το μικρό αυτό βιβλίο ενδείκνυται για εκείνον/-η που σκοπεύει να προχωρήσει σε μια πιο αναλυτική μελέτη του ιεραρχικά δομημένου κανονιστικού συστήματος της καθαρής θεωρίας του δικαίου που έχει ως ταυτόχρονη αρχή και τέλος του τον βασικό/θεμελιώδη κανόνα (Grundnorm). Κυρίως όμως, προτείνεται χωρίς δεύτερη σκέψη προς κάθε αναγνώστη/-ρια που ενδιαφέρεται για μια πρώτη γνωριμία με τον συγκεκριμένο, αφανή θεωρητικό του δικαίου.
* Το «Χανς Κέλσεν, Συνηγορία υπέρ της δημοκρατίας» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις, σε μετάφραση Βασίλη Βουτσάκη.
Υποσημειώσεις
[1] Η Baume άλλωστε έχει ασχοληθεί διεξοδικότερα σε άλλα έργα της αποκλειστικά με τη σκέψη του Carl Schmitt.
[2] Βέβαια κορυφαία στιγμή της ρήξης των σχέσεών τους σε πραγματικό και όχι απλά θεωρητικό επίπεδο, θα πρέπει να θεωρείται εκείνη κατά την οποία ο Schmitt υποβοήθησε την εκδίωξη του Εβραίου, φιλελεύθερου και άρα επικίνδυνου Kelsen για τους Nazi, από το τμήμα της Νομικής του Πανεπιστημίου της Κολωνίας, το 1933. Η τραγική ειρωνεία ήταν ότι ο Kelsen λίγο νωρίτερα, το ίδιο έτος, είχε συνδράμει στην πρόσληψη του Schmitt από το ίδιο Πανεπιστήμιο. Βλ. David Dyzenhaus, Legality and Legitimacy. Carl Schmitt, Hans Kelsen and Hermann Heller in Weimar, Clarendon Press, Οξφόρδη 1997, σ. 84.