Το παρακάτω κείμενο δημοσιεύτηκε το 2018 στην έκδοση In the Name of the People της ομάδας Liasons, μια έκδοση που συγκεντρώνει κείμενα ανθρώπων της αριστεράς και του αντιεξουσιαστικού χώρου σε μια προσπάθεια αποτύπωσης και ερμηνείας των ενσαρκώσεων του λαϊκισμού στις διάφορες γωνιές του πλανήτη∙ γράφτηκε αρκετά χρόνια πριν από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, αρκετά χρόνια πριν ο πόλεμος ξαναπλησιάσει τόσο κοντά, αρκετά χρόνια πριν οι λεπτοδείκτες του ρολογιού της αποκάλυψης μετακινηθούν τόσο αποφασιστικά προς το μη παρέκει. Επομένως, δεν θα βρει κανείς στις γραμμές του ευθείες ερμηνευτικές προσεγγίσεις της παρούσης συνθήκης, προφητείες για την εξέλιξή της, εκδηλώσεις στοίχισης με κάποια από τις εμπλεκόμενες πλευρές. Ο ανώνυμος συντάκτης του συμμετείχε στο Μαϊντάν και μεταφέρει τη βιωμένη εμπειρία της φρενήρους διετίας 2013-2014. Αναλύει το οξύμωρο του κρατικού ρωσικού αντιφασισμού και τα ιδεολογήματα της πουτινικής εκδοχής της ρωσικης αυτοκρατορίας, περιγράφει τις δυναμικές που ανάβλυσαν από το Μαϊντάν και το αντι-Μαϊντάν αλλά και τις μεθοδεύσεις που τα υποδαύλισαν ή τα έτρεψαν σε αμφιλεγόμενες κατευθύνσεις, καταπιάνεται με τη σαρωτική ήττα που βίωσαν οι όμορες πολιτικές ομάδες, τα διεθνιστικά ιδανικά, οι εναλλακτικές προσεγγίσεις του υπάρχοντος. Παρά τις επιμέρους διαφωνίες, το θεωρούμε ένα κείμενο ερεθιστικό κι εξαιρετικά ενδιαφέρον, καθώς διαθέτει τη χρήσιμη και σπάνια αρετή του λεπτού χρωματισμού γεγονότων πάνω στα οποία έχει πέσει μια βαριά σκιά∙ παράλληλα, φανερώνει το πόσο απροετοίμαστοι μπορούμε να βρεθούμε μπροστά στον πειρασμό ανήκουστων και πολιτικά επικίνδυνων διολισθήσεων, υπογραμμίζει εμφατικά τον συχνά δύσκολα προσδιορίσιμο χαρακτήρα των σύγχρονων εξεγέρσεων και υπενθυμίζει ότι στον ενταφιασμό κάθε προοπτικής, που συνεπάγεται ο πόλεμος, θα πρέπει να μπορούμε να αντιτάξουμε τις δικές μας πειστικές αφηγήσεις και να διασώσουμε κοινωνικές κινήσεις στα διάκενα των μεγάλων και των ισχυρών.
Η μετάφραση πραγματοποιήθηκε από πρόσφατη δημοσίευση του New Inquiry.
μετάφραση: Στέφανος Μπατσής
Ένα ζεστό καλοκαιρινό βράδυ στο Κίεβο, ένας φίλος μού διηγήθηκε μια ιστορία για τον παππού του. Η ιστορία διαδραματίζεται κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου στην Ουκρανία. Όντας τότε χωρικός, ο παππούς του βρέθηκε ξαφνικά σε κατεχόμενα εδάφη ύστερα από ακόμη μία γερμανική επίθεση. Ο παππούς του ήθελε να πολεμήσει τους Ναζί, αλλά έπρεπε να βρει το πώς. Υπήρχαν δύο εναλλακτικές: μπορούσε να παραμείνει στα κατεχόμενα και να ψάξει για κάποια αντάρτικη ομάδα ή να προσπαθήσει να ενωθεί με τον Κόκκινο Στρατό. Αποφάσισε να βρει τους αντάρτες, κι έτσι έπεσε πάνω σε μια περίεργη ομάδα που πολεμούσε τους Γερμανούς. Η ιστορία δεν αναφέρει το πώς, αλλά πάντως ανακάλυψε πως επρόκειτο για Μαχνοβίτες.[1] Ο φίλος μού μετέδωσε τη ζωντάνια με την οποία ο παππούς του αφηγούνταν το ότι αποφάσισε να μείνει όσο πιο μακριά μπορούσε από αυτούς, διότι εκείνοι οι άνθρωποι θα συντρίβονταν και από τους Ναζί και από τους Κομμουνιστές. Οι πιθανότητες επιβίωσης σε ένα τέτοιο τάγμα ήταν πρακτικά ανύπαρκτες.
Ελάχιστα είναι σήμερα γνωστά γι’ αυτό το τάγμα, αλλά πιθανότητα καθοδηγούνταν από τον Όσιπ Τσέμπρι – έναν γνωστό Μαχνοβίτη που διέφυγε των Μπολσεβίκων το 1921. Το 1942, ο Τσέμπρι επέστρεψε στην Ουκρανία σε μια προσπάθεια να δημιουργήσει ένα αναρχικό αντάρτικο κίνημα για να πολεμήσει ταυτόχρονα τους Ναζί και τους Μπολσεβίκους. Αν και πολύ λίγα είναι γνωστά σχετικά μ’ αυτό, η μονάδα όντως υπήρξε και τελικά ηττήθηκε από τους Ναζί. Ο Τσέμπρι αιχμαλωτίστηκε και κατέληξε σ’ ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης∙ έπειτα απελευθερώθηκε το 1945 από τους Συμμάχους και στη συνέχεια κατόρθωσε να δραπετεύσει από τους Μπολσεβίκους για ακόμη μία φορά.
Θυμηθήκαμε τον Τσέμπρι στις αρχές του φθινοπώρου του 2014. Η Ρωσία είχε ήδη προσαρτήσει την Κριμαία και προωθούσε στρατεύματα στο Ντονμπάς. Εκείνες τις στιγμές δεν θα εξέπληττε κανέναν αν άκουγε ότι ρωσικά τανκς κινούνταν προς το Χάρκοβο, την Οδησσό ή ακόμη και το Κίεβο. Είχα μόλις φτάσει από την Αγία Πετρούπολη, όπου είχα γίνει μάρτυρας του πώς η ρωσική κοινωνία στήριζε πλήρως την εισβολή. Δεν υπήρχε αντιπολεμικό κίνημα ενόψει, και καθώς ανταλλάσσαμε αναμνήσεις με φίλους, τα συναισθήματά μας ταυτίζονταν με την ένταση της κατάστασης.
Ταραγμένα νερά
Την περίοδο που ακολούθησε, οι συζητήσεις περιστράφηκαν σχεδόν πλήρως γύρω από τον φασισμό και τον αντιφασισμό. Όλες οι υπόλοιπες συζητήσεις επισκιάστηκαν από το εξής ερώτημα: ποιος είναι φασίστας και ποιος είναι αντιφασίστας; Από την αρχή της ουκρανικής εξέγερσης η ρωσική κρατική προπαγάνδα ξαναζωντάνευε μυστικά το παλιό σοβιετικό λεξιλόγιο, διακηρύσσοντας πως εκείνοι που συμμετείχαν στο κίνημα είτε ήταν φασίστες και Ναζί είτε χειραγωγούνταν τουλάχιστον απ’ αυτούς. Αναρχικοί και αριστεροί από την Ουκρανία απαντούσαν σημειώνοντας ότι στην πραγματικότητα το ρωσικό κράτος ήταν το πιο φασιστικό κράτος της περιοχής. Τα «φασιστικά» εθελοντικά τάγματα και η «φασιστική» Λαϊκή Δημοκρατία του Ντόνετσκ (ΛΔΝ) κατέκλυζαν τις ειδήσεις. Αντιφασίστες από τη Λευκορωσία και την Ουκρανία, την Ισπανία και την Ιταλία, τη Βραζιλία κι ένας Θεός ξέρει από πού αλλού, πήγαν να πολεμήσουν. Κάποιοι κατέληξαν στη μία πλευρά και κάποιοι στην άλλη.
Αρχικά οι αριστεροί της Δύσης, γοητευμένοι από τις εικόνες των τυλιγμένων στις φλόγες σοβιετικών λεωφορείων των Μπερκούτ[2] στους παγωμένους δρόμους του Κιέβου, στήριξαν εν πολλοίς το Μαϊντάν. Αλλά όταν διαπίστωσαν ότι οι μαύρες και κόκκινες σημαίες ήταν στην πραγματικότητα εκείνες των φασιστών, άλλαξαν ξαφνικά στάση κι άρχισαν να υποστηρίζουν τη «λαϊκή αντιφασιστική εξέγερση» στα Ανατολικά. Κι έπειτα είδαν το αφιέρωμα του VICE για τους ρωσόφιλους αντιφασίστες που όλως παραδόξως μετατράπηκαν σε φασίστες. Όλο αυτό παραήταν σύνθετο για εκείνους, οπότε απέστρεψαν ομόθυμα το βλέμμα από την κατάσταση στην Ουκρανία. Κι όμως η Δύση δεν ήταν η μόνη που τελούσε σε σύγχυση. Αναρχικοί και αριστεροί από τη Ρωσία επιχειρηματολογούσαν μέχρι θανάτου για το ποιος ακριβώς ήταν φασίστας και αντιφασίστας στην Ουκρανία, σαν αυτό να μπορούσε να εξηγήσει τα πάντα και να επιλύσει με συνοπτικές διαδικασίες το επίδικο ζήτημα.
Κανείς δεν διέθετε ξεκάθαρες ιδέες για το τι να κάνει στην πράξη, ακόμη και στο πεδίο. Όλοι μας αναζητούσαμε απελπισμένα καθοδήγηση, ιδιαίτερα σε ιστορίες του παρελθόντος. Αλλά η πραγματικότητα του πολέμου και η γενικευμένη κινητοποίηση που συνεπάγεται δεν αποτελούσαν αντικείμενα ανάλυσης για εμάς. Οι περισσότεροι μεγαλώσαμε με την αίσθηση ότι ο πόλεμος δεν θα συνέβαινε εδώ. Νιώθαμε ότι αυτά τα πράγματα μπορούσαν να συμβούν μονάχα στην περιφέρεια – σε μέρη που συνήθως αγνοούσαμε ή που τους δίναμε ελάχιστη προσοχή.
Η μόνη πολεμική ιστορία με την οποία ήμασταν εξοικειωμένοι ήταν η ιστορία του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου.[3] Εκείνη η ιστορία, όπως όλοι οι μύθοι, ήταν διαυγής και δεν απαιτούσε εξηγήσεις. Δεν υπήρχαν πολλά για να διαφωνήσεις, κι έτσι ο πόλεμος μετατρεπόταν σ’ ένα πανίσχυρο εργαλείο κατασκευής της ενότητας. Κάπως έτσι φτάσαμε με τον φίλο μου να θυμηθούμε την ιστορία του Όσιπ, την τόσο παραμελημένη και ξεχασμένη στις μέρες μας.
Ο πόλεμος του παππού
Η γενιά μας, που ο ερχομός της στον κόσμο συνέπεσε σχεδόν με το τέλος της Σοβιετικής Ένωσης, ακόμη κουβαλά τον μύθο του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου. Όταν ήμασταν παιδιά, παίζαμε ότι κάναμε πόλεμο – και επρόκειτο πάντοτε για τον ίδιο πόλεμο. Ήταν ένας πόλεμος μεταξύ των δικών μας και των κακών, των γερμανών φασιστών. Ξέραμε τον εχθρό μας από τις παλιές σοβιετικές ταινίες. Οι νεόδμητοι δρόμοι της γειτονιάς μου, χτισμένοι τη δεκαετία του 1980, είχαν λάβει τα ονόματα σοβιετικών ηρώων πολέμου, κι όταν περπατούσες στον δρόμο ήταν αδύνατον να αποφύγεις όλα εκείνα τα μνημεία του σπουδαίου Κόκκινου Στρατού και των μαρτύρων του πολέμου. Ακόμη και κάποιες από τις πόλεις μας θεωρούνταν «ηρωικές πόλεις». Ο παππούς μου ήταν βετεράνος και στις μεγάλες γιορτές έβγαζε περήφανα τα μετάλλιά του και τα φορούσε.
Τη δεκαετία του 1990, όταν τις ειδήσεις πλημμύρισαν παράξενοι άντρες με παραλλαγές και όπλα, δεν μπορούσα να συνδέσω αυτές τις εικόνες με την ιστορία του παππού μου και τα μνημεία προς τιμήν των ηρώων. Εκείνος ο πόλεμος –ο πόλεμος του κινηματογράφου και των τραγουδιών– ήταν ο ιερός πόλεμος. Εκείνος ο πόλεμος ήταν γεμάτος ηρωισμό και αγνότητα. Αυτό που βλέπαμε στην τηλεόραση έμοιαζε σαν ένα ανώνυμο λουτρό αίματος, ένας πόλεμος γεμάτος σύγχυση.
Στη «χώρα που συνέτριψε τον φασισμό», όλως περιέργως δεν ξεπήδησε ποτέ καμία σοβαρή θεωρία για τον φασισμό. Για τον μέσο σοβιετικό πολίτη, ο φασισμός σήμαινε απλώς την επιτομή του κακού και της αθλιότητας. Αλλά στην υποκουλτούρα των φυλακισμένων συμμοριών, για παράδειγμα, τα τατουάζ με τις σβάστικες και τα άλλα ναζιστικά διακριτικά θεωρούνταν σύμβολα μιας ριζικής άρνησης του κράτους. Αυτά τα σύμβολα δεν διέθεταν την ίδια σημασία στη Δύση, και στη Ρωσία ο αντιφασισμός κατέληξε να σημαίνει κάτι διαφορετικό.
Αυτή η διαφορά αρχικά εγκαθιδρύθηκε ως ένα ζήτημα ονοματολογίας. Στη Σοβιετική Ένωση, ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος καλούνταν ως ο Μεγάλος Πατριωτικός Πόλεμος και θεωρούνταν, στη σοβιετική ιστοριογραφία, σαν κομμάτι του αέναου αγώνα για την υπεράσπιση της πατρώας γης. Ο όρος «Πατριωτικός Πόλεμος» αποτελεί μια ονομασία που είχε ήδη χρησιμοποιηθεί κατά την εισβολή του Ναπολέοντα στη Ρωσία. Στα τέλη της δεκαετίας του 1930, κι ακόμη περισσότερο μέσα στον πόλεμο, ο Στάλιν και οι προπαγανδιστές του άρχισαν να μιλάνε για τη σοβιετική ιστορία εντάσσοντάς τη στο ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Έτσι, η προπαγάνδα κατασκεύασε το αφήγημα ενός ατέρμονου πολέμου ενάντια στους εισβολείς από τη Δύση: από τον Αλέξανδρο Νιέφσκι τον δέκατο τρίτο αιώνα στη ναπολεόντεια εισβολή το 1812. Θα ήταν αδύνατο να φανταστεί κανείς αυτόν τον εγκωμιασμό ηρώων προερχόμενων από τη φεουδαρχία και την αριστοκρατία ακόμη κι ελάχιστα χρόνια πριν, αλλά, για τους σκοπούς της πολεμικής κινητοποίησης, φυσικά δεν πείραζε να θυσιαστούν ορισμένες αρχές. Διότι ποιοι, αν όχι εμείς, ο Σπουδαίος Ρωσικός Λαός, θα μπορούσαν να τσακίσουν τον φασισμό και να απελευθερώσουν την Ευρώπη; Και καθώς ο πόλεμος δεν έλεγε να τελειώσει, μετατράπηκε όχι απλώς σε μια μάχη απέναντι στον φασισμό αλλά σε έναν πόλεμο ενάντια σ’ εκείνον τον επίμονο εισβολέα, που ερχόταν ξανά και ξανά για κατακτήσει την ιερή ρωσική γη.
Σύμφωνα με αυτή τη λογική, οι γιγαντιαίες ανθρώπινες απώλειες του πολέμου δεν συνέβησαν εξαιτίας των αποτυχιών του σοβιετικού κράτους αλλά αποτελούσαν τους απολύτως αναγκαίους μάρτυρες. Επρόκειτο για μια θυσία που ταίριαζε βολικά στην παλιά εκείνη ιστορία του, διαλεγμένου από τον Θεό, Ρωσικού Έθνους, που αναλάμβανε με ταπεινότητα τα βάρη των άλλων και έσωζε την Ευρώπη από εσχατολογικές καταστροφές, ξανά και ξανά.
Στο συγκείμενο της γενικότερης καταπίεσης της δεκαετίας του 1930, οι απελάσεις με εθνοτικά κριτήρια ήταν συνηθισμένες. Καθώς αυτή η τάση συνεχιζόταν μέσα στον πόλεμο, για τις απελάσεις χρησιμοποιούνταν η δικαιολογία της συνεργασίας με τους Ναζί. Οι διανοούμενοι του ρωσικού καθεστώτος λατρεύουν να αναφέρονται στις μονάδες συνεργατών που έφτιαξαν οι Ναζί κατά τη διάρκεια του πολέμου, οι οποίες αποτελούνταν από διαφορετικές σοβιετικές εθνοτικές ομάδες. Δημιουργώντας την εικόνα των προδοτικών εθνών, καταφέρνουν να προσπερνούν το γεγονός ότι οι περισσότεροι συνεργάτες ήταν στην πραγματικότητα εθνοτικά Ρώσοι, ούτως ώστε να νομιμοποιούν τις αποικιακές πολιτικές και την εθνοτική καταπίεση.
Μέσω αυτού του αναθεωρητισμού, το κράτος κατόρθωσε να δημιουργήσει μια αναλογία μεταξύ του σοβιετικού και του αντιφασιστικού υποκειμένου. Βαθιά στην ουσία του, ένας Ρώσος είναι αντιφασίστας, κι έτσι το να είσαι ενάντια στους Ρώσους σημαίνει ότι είσαι φασίστας. Ο οποιοσδήποτε αντιτίθεται στη Μόσχα για τον οποιοδήποτε λόγο τώρα γίνεται αυτομάτως φασίστας. Σε αυτό το πλαίσιο, η νίκη μπορούσε να επιτευχθεί μονάχα μέσα από την εθνική ενότητα και το να είσαι Ρώσος σήμαινε να είσαι πιστός. Έτσι, σήμερα, οποιαδήποτε διαμαρτυρία ενάντια στην κεντρική εξουσία θα μπορούσε εύκολα να νοηματοδοτηθεί διαφορετικά εντός αυτών των απλουστευτικών όρων.
Ρώσοι Αντίφα και κρατικός αντιφασισμός
Αν κι έχει απωλέσει κάποια από την ορμή του, τη δεκαετία του 2000 το κίνημα Αντίφα αποτελούσε μια σημαντική κινητήριο δύναμη της ρωσικής νεολαίας. Ενώ ήταν ένα πολύ ετερογενές κίνημα, αυτό που μοιράζονταν τα μέλη του ήταν η όμορφη αλλά όχι πάντα επαρκώς αναστοχασμένη επιθυμία να τσακίζουν Ναζί. Όσο περισσότερο αυτό το κίνημα εστίαζε στις πρακτικές πτυχές της επίθεσης στη Δεξιά, τόσο λιγόστευε η δυνατότητά του να προτείνει το παραμικρό θεωρητικό πλαίσιο ανάλυσης του φασισμού. Το χειρότερο είναι ότι τα μέλη του συχνά κατέληγαν να βαφτίζουν «φασιστικό» οτιδήποτε δεν τους γέμιζε το μάτι. Έτσι συνέβη με τις νεολαιίστικες συμμορίες που κατέφταναν από τον Καύκασο. Αυτές οι συμμορίες δεν αμφισβητούσαν απλώς την πρωτοκαθεδρία τους στους δρόμους, αλλά επίσης επεδείκνυαν «μια ελαττωμένη θέληση για ενσωμάτωση» και αποδοχή της ρωσικής κουλτούρας στις «ιστορικά» ρωσικές πόλεις. Ο «μαύρος ρατσισμός» ή ο «καυκάσιος φασισμός» έγιναν διαδεδομένοι όροι στους Αντίφα χώρους. Μάλιστα ένα σημαντικό κομμάτι αυτού του χώρου δεν είχε πρόβλημα να αποκαλεί εαυτόν «πατριωτικό» και τους Ναζί «αλλοιωμένους Ρώσους» που ξέχασαν τις ρίζες τους. Όπως διακήρυσσε ένα από τα πιο δημοφιλή τραγούδια της φάσης: «Εγώ είμαι ο αληθινός Ρώσος / Εσύ είσαι μονάχα μια Ναζί πουτάνα».[4]
Συνεπώς, αυτοί οι χώροι δεν μπορούσαν να παραγάγουν καμία εναλλακτική οπτική που να θέτει σε αμφισβήτηση αυτή του κράτους. Απλώς επαναλάμβαναν αφελή μάντρα σχετικά με την ξενική φύση των φασιστών και των Ναζί στη «χώρα που συνέτριψε τον φασισμό» και κόμπαζαν για τους παππούδες τους που πήγαν στον πόλεμο.
Το να επεκταθούν σε άλλες αφηγήσεις και αναπαραστάσεις, πίστευαν, θα υπονόμευε την εμβέλειά τους και θα τους διαχώριζε από τους «καθημερινούς ανθρώπους». Προσπαθούσαν όσο το δυνατόν περισσότερο να μοιάζουν και να δρουν συνηθισμένα. Ήθελαν να αποστασιοποιούνται από κάθε μορφή περιθωρίου. Κάποιοι, μάλιστα, λάβαιναν έναν ρόλο πρωτοπορίας ανάμεσα στο «υγιές» κομμάτι της ρωσικής κοινωνίας. Δεδομένης της απήχησης αυτής της λαϊκίστικης στρατηγικής, δεν αποτελεί έκπληξη ότι ορισμένοι εξ αυτών άρχισαν να αισθάνονται συμπάθεια για ιμπεριαλιστικές ιδέες ή έφτασαν να πάνε να πολεμήσουν για τον «Ρωσικό Κόσμο» στο Ντονμπάς.
Ρωσική Άνοιξη εναντίον Μαϊντάν
Ο Χειμώνας της Εξέγερσης το 2014 στην Ουκρανία ήταν βαθύς και μακρύς. Όταν ο πρώην πρόεδρος Βίκτορ Γιανουκόβιτς δραπέτευσε, η μεγάλη πλειονότητα εκείνων που συμμετείχαν στο κίνημα ήταν έτοιμη να παραμείνει στους δρόμους για να παρατείνει την Επανάσταση της Αξιοπρέπειας (η επίσημη ουκρανική ονομασία των γεγονότων).
Το καθεστώς του Βλάντιμιρ Πούτιν βρισκόταν σε μια λεπτή θέση. Από το 2012, αντιμετώπιζε μια αποκαμωμένη οικονομία και ήταν ακόμη αποδυναμωμένο από τον κύκλο διαμαρτυριών του 2011-2012. Ένα κίνημα διαμαρτυρίας τόσο κοντινό στα ρωσικά σύνορα, και μάλιστα ένα πετυχημένο κίνημα, δεν αποτελούσε κάτι το ευπρόσδεκτο, αλλά το καθεστώς είχε κατορθώσει να σφυρηλατήσει την εσωτερική ενότητα και να απονομιμοποιήσει κάθε αναταραχή και αντίσταση. Τα γεγονότα του Μαϊντάν δεν είχαν λήξει ακόμη όταν η Ρωσία προσαρτούσε την Κριμαία, προκαλώντας έναν ντε φάκτο πόλεμο εκεί όπου εκτυλισσόταν μια «λαϊκή» εξέγερση και στέλνοντας το μήνυμα στους γείτονές της ότι οι αναταραχές θα μπορούσαν να εξασθενίσουν τη χώρα τους και να τη μετατρέψουν σε εύκολη λεία για προσαρτήσεις εδαφών.
Την προσάρτηση της Κριμαίας υποδέχτηκε ένα εντυπωσιακό κύμα εθνικιστικής ευφορίας. Από την ανεξαρτητοποίηση της Ουκρανίας το 1991, η Κριμαία κατείχε την πρώτη θέση στη λίστα των περιοχών προς ανακατάληψη για τους ρώσους εθνικιστές. Μετά το 2014, το Κριμνάς, που σημαίνει «η Κριμαία μας ανήκει», έγινε ταυτόχρονα meme και θεμέλιο μιας νέας αυτοκρατορικής συναίνεσης.
Ακόμη δύο ακόμη σημαντικοί όροι εμφανίστηκαν τότε, μολονότι σήμερα έχουν ξεχαστεί: «Ρωσική Άνοιξη» και «Ρωσικός Κόσμος». Η Ρωσική Άνοιξη αποτελούσε ευθεία αναφορά στην Αραβική Άνοιξη, την οποία οι ιδεολόγοι του ρωσικού καθεστώτος είχαν ανακηρύξει, με τη μέγιστη σοβαρότητα, ως τίποτα λιγότερο από μία ειδική επιχείρηση της CIA ενάντια στη νόμιμη ηγεσία του αραβικού κόσμου. Αλλά η Ρωσική Άνοιξη θα έπρεπε να ήταν η αυθεντική εξέγερση του Ρωσικού Λαού, του πρόθυμου να ενωθεί υπό τον ηγέτη και το κράτος του ως ένα κομμάτι του Ρωσικού Κόσμου. Καθώς αυτή η δυνατότητα αναφέρεται σε κάθε τόπο και γη ιστορικά συνδεμένη με τη Ρωσία ή με έναν σημαντικό ρωσόφωνο πληθυσμό, η έκταση του αυτοαποκαλούμενου Ρωσικού Κόσμου υπήρξε πάντοτε ασαφής.
Όπως κάθε λαϊκίστικη ιδέα, ο Ρωσικός Κόσμος εμφανίστηκε ως κάτι φυσικό και αυταπόδεικτο – ήταν απολύτως φυσιολογικό για τους ρωσόφωνους να επιθυμούν την προσάρτησή τους από την Πατρώα Γη. Εντός αυτής της συλλογιστικής, το επίδικο δεν ήταν η (ανα)κατάκτηση εδαφών από τη Ρωσική Αυτοκρατορία αλλά η απελευθέρωση του ρωσικού λαού από την εχθρική κυριαρχία της Δύσης και η επιστροφή του πίσω στην πατρίδα. Είναι σαφής η αναλογία με τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν απ’ ό,τι φαίνεται ο Κόκκινος Στρατός δεν κατέκτησε νέα εδάφη στην Ευρώπη και την Ασία, αλλά απελευθέρωσε αυτούς τους λαούς απ’ τον φασιστικό ζυγό.
Υπό αυτό το πρίσμα, η προσάρτηση της Κριμαίας έγινε μια απλή «επανένωση», μια εκδήλωση της καθολικής βούλησης του κριμαϊκού λάου για επιστροφή στην πατρίδα του. Εκείνοι που δεν αποτελούσαν μέρος της συναίνεσης –όπως οι αυτόχθονες Κριμαίοι Τατάροι, για παράδειγμα, που ήταν καλά οργανωμένοι και εναντιώθηκαν στην προσάρτηση– απλώς αγνοήθηκαν ή έγιναν αντιληπτοί ως προδότες. Μετά την προσάρτηση, όλοι οι αριστεροί, ακτιβιστές και αναρχικοί αναγκάστηκαν να δραπετεύσουν. Όσοι παρέμειναν είτε κατέληξαν στη φυλακή είτε εξαφανίστηκαν ύστερα από κάποια επιδρομή. Κάθε δημόσια πολιτική δραστηριότητα έγινε αδύνατη. Είναι η Ρωσία, στην τελική, και Ρωσία σημαίνει πόλεμος.
Η Λαϊκή Αντιφασιστική Εξέγερση
Χρησιμοποίησαν διάφορες στρατηγικές για να εμφανίσουν την κατάληψη της Κριμαίας και του Ντονμπάς ως λαϊκό κίνημα. Στην Κριμαία, όπου η Ρωσία διέθετε μεγάλες στρατιωτικές βάσεις, ήταν εύκολο να γεμίσουν τη χερσόνησο με στρατιώτες εντός ολίγων ημερών. Αυτές οι δυνάμεις ανέλαβαν γρήγορα τον έλεγχο των πλέον κομβικών υποδομών, όπως του κοινοβουλίου και του αεροδρομίου, και στη συνέχεια υιοθέτησαν έναν ρόλο «παρατηρητή» για να παρουσιαστούν σαν «ειρηνευτική» δύναμη που εγγυάται ότι η «λαϊκή εξέγερση» θα έβαινε ομαλώς κι ότι οι ρωσόφωνοι πληθυσμοί δεν θα δέχονταν «επίθεση».
Παίζοντας ένα ενοχλητικό παιχνίδι του καθρέφτη, οι ρωσόφιλες δυνάμεις άρχισαν να αντιγράφουν τις τακτικές που χρησιμοποιήθηκαν στο Μαϊντάν. Τις πρώτες μέρες της προσάρτησης, δημιουργήθηκαν οι «ομάδες αυτοάμυνας» της Κριμαίας, αντιγράφοντας τις ομάδες αυτοάμυνας του Μαϊντάν. Επισήμως, δημιουργήθηκαν από ντόπιους που επιθυμούσαν να υπερασπίσουν τις πόλεις τους από τις ναζιστικές ορδές που υποτίθεται ότι κατέφθαναν από το Κίεβο. Φυσικά, έγινε γρήγορα εμφανές ότι αυτές οι αμυντικές πολιτοφυλακές ελέγχονταν από ρώσους αξιωματικούς. Απαρτίζονταν από Κοζάκους, ντόπιους μικροεγκληματίες, ρωσόφιλους ακροδεξιούς και φαιοκόκκινους ακτιβιστές από τη Ρωσία. Στην πραγματικότητα, οι ομάδες αυτοάμυνας και ο ρωσικός στρατός επιχειρούσαν από κοινού. Κατά τη διάρκεια των επιθέσεων, αξιωματικοί διηύθυναν όλες τις ενέργειες φορώντας πολιτική περιβολή, ώστε να προβάλλουν την εικόνα της λαϊκής εξέγερσης για χάρη των ΜΜΕ. Οι στρατιώτες που δεν βρίσκονταν ποτέ μακριά, ήταν έτοιμοι να επέμβουν σε περίπτωση παρέμβασης των ουκρανικών υπηρεσιών ασφαλείας ή του στρατού. Αυτή η στρατηγική συνέβαλε στη δημιουργία του ομοιώματος μιας ειρηνικής και εκούσιας προσάρτησης.
Τα θεμέλια αυτής της επικοινωνιακής στρατηγικής στρώθηκαν κατά τη διάρκεια του Μαϊντάν, όταν το αντι-Μαϊντάν κίνημα μεγάλωνε στις ανατολικές πόλεις της Ουκρανίας. Στον πυρήνα αυτού του κινήματος βρίσκονταν ρωσόφιλες οργανώσεις, ήδη εξοικειωμένες με τη ρωσική αυτοκρατορική ιδεολογία. Το αντι-Μαϊντάν αυτοανακηρύχθηκε αντιφασιστικό κίνημα και επαναλάμβανε τα βασικότερα κλισέ της ρωσικής προπαγάνδας. Ο λόγος του αντι-Μαϊντάν ήταν ο αντίθετος του Μαϊντάν: καλούσε σε ένωση με τη Ρωσία, σε επαναφορά του Γιανουκόβιτς στην εξουσία, τιμούσε τα Μπερκούτ, ενώ προσκαλούσε τα ρωσικά στρατεύματα να καταλάβουν τη χώρα. Την ίδια στιγμή, υπήρχαν κι άλλοι άνθρωποι που συμμετείχαν στο αντι-Μαϊντάν – άνθρωποι που πίστευαν ειλικρινά ότι μια ετερόκλητη συμμαχία από Ναζί, ομοφυλόφιλους και κομμάτια του αμερικανικού «βαθέως κράτους» είχαν ενώσει δυνάμεις και είχαν καταλάβει την εξουσία στο Κίεβο.
Αρχικά, το αντι-Μαϊντάν παρουσιαζόταν ως ένα κίνημα ενάντια στο Μαϊντάν. Μια διαδήλωση ενάντια σε μια άλλη διαδήλωση, καταλήψεις κτηρίων έναντι άλλων καταλήψεων, μια αναπόσπαστη βία απέναντι σε μια άλλη. Στο πεδίο, εντούτοις, οι πραγματικότητες των δύο κινημάτων ήταν τελείως απομακρυσμένες. Στο Ντόνετσκ και το Λουγκάνσκ, το αντι-Μαϊντάν κίνημα έδρασε με τη στήριξη της ντόπιας γραφειοκρατίας, της αστυνομίας και του οργανωμένου εγκλήματος. Ενώ το Μαϊντάν καταστελλόταν, το αντι-Μαϊντάν βασίλευε ελεύθερο και επικουρούσε τους ρωσόφιλους να βάλουν χέρι σ’ έναν σημαντικό αριθμό κρατικών κτηρίων και όπλων. «Λαϊκές Συνελεύσεις», υπό τον έλεγχο οπλισμένων ακτιβιστών, εξέλεξαν «λαϊκούς αντιπροσώπους». Ανακηρύχθηκαν οι «Λαϊκές Δημοκρατίες» που καλούσαν τα ρωσικά στρατεύματα και διοργάνωναν δημοψηφίσματα σχετικά για την ένωση με τη Ρωσική Ομοσπονδία. Όπως στην Κριμαία, όλες οι θέσεις-κλειδιά σε αυτές τις αυτοαποκαλούμενες δημοκρατίες καταλήφθηκαν γρήγορα από μυστικούς αξιωματικούς και πιστούς ακτιβιστές σταλμένους από τη Μόσχα. Η υποτιθέμενη εξέγερση έλαβε τέλος σ’ εκείνο το σημείο, και μια νέα ζωή ξεκίνησε σε αυτές τις «απελευθερωμένες» περιοχές.
Αξίζει να σημειωθεί πως όταν άρχισαν οι συγκρούσεις και οι άνθρωποι ήρθαν πρόσωπο με πρόσωπο στα οδοφράγματα, συχνά συνειδητοποιούσαν ότι είχαν περισσότερα κοινά απ’ όσα νόμιζαν. Στο Χάρκοβο, για παράδειγμα, οι παρατάξεις του αντι-Μαϊντάν και του Μαϊντάν στάθηκαν η μία απέναντι από την άλλη στην Πλατεία Ελευθερίας. Το Μαϊντάν προσκάλεσε τους αντιπάλους του να έρθουν και να μιλήσουν στο μικρόφωνο ώστε να μπορέσουν να εξηγήσουν τα πιστεύω τους, και σε πολλές περιπτώσεις οι άνθρωποι άλλαζαν γνώμη και στρατόπεδο. Αυτό αναμενόμενα ταρακούνησε τους ριζοσπάστες εθνικιστές της κάθε πλευράς, που θεωρούσαν ότι η εικόνα της λαϊκής εξέγερσης ολοκληρώνεται μόνο με τη θυσία αθώων. Κι αυτό απείχε παρασάγγας από τις κοινότοπες συναντήσεις, τις ατέρμονες συζητήσεις και την κοινωνικοποίηση που συνέχιζε στην πλατεία.
Με σκοπό να καταδείξουν ποιο από τα δύο αποτελούσε το αληθινό «λαϊκό κίνημα», οι δύο πλευρές ανταγωνίζονταν για την ηγεμονία του δρόμου. Αυτό έκανε τις συγκρούσεις και τις προβοκάτσιες αναπόφευκτες και όλο και πιο βίαιες. Ύστερα από τα γεγονότα της 2ης Μαΐου του 2014 στην Οδησσό, όταν πάνω από 40 άνθρωποι πέθαναν σε μια πυρκαγιά εν μέσω συγκρούσεων μεταξύ του αντι-Μαϊντάν και του Μαϊντάν, και την εκκίνηση του πολέμου στην Ανατολή, οι διαδηλώσεις στους δρόμους σταμάτησαν και πολλοί αντι-Μαϊντάν οργανωτές πήγαν στη Ρωσία ή στις νέες «Λαϊκές Δημοκρατίες».
Παρ’ όλα αυτά, το σχέδιο εγκαθίδρυσης της Νοβοροσίγια, ένα παλιό αποικιακό ρωσικό όνομα για κάποιες περιοχές της Ουκρανίας που υποτίθεται ότι θα επανενώνονταν με την πατρική γη, σύντομα εγκαταλείφθηκε. Παρά τη σημαντική οικονομική και μιντιακή στήριξη της Ρωσίας, η προσπάθεια αναπαραγωγής της «λαϊκής εξέγερσης» που ενορχηστρώθηκε στο Λουγκάνσκ και στο Ντόνετσκ, απέτυχε σε άλλες περιοχές. Αυτό που έμεινε, ωστόσο, και συνέχισε να διακινείται, ήταν το αφήγημα της λαϊκής εξέγερσης. Με τη βοήθεια του ήδη οικείου παραδείγματος της Ρωσικής Άνοιξης, η εξέγερση του Ντονμπάς διακηρύχθηκε ότι ήταν «αντιφασιστική».Το γεγονός ότι η ηγεσία αυτής της «λαϊκής εξέγερσης» απαρτιζόταν από αξιωματικούς φρεσκοσταλμένους από τη Μόσχα δεν φαίνεται να ενόχλησε κανέναν στη Ρωσία. Στο κάτω κάτω, συνέχιζαν την αποστολή του Κόκκινου Στρατού: τη διάσωση των λαών από τον φασισμό και τις μηχανορραφίες της Δύσης.
Ο αντιφασισμός είναι η ιδέα-κλειδί που γεφυρώνει την παλιά μοναρχική αυτοκρατορία, τη μπολσεβίκικη υπερδύναμη και το νέο ρωσικό κράτος: μια παγκόσμια υπερδύναμη που συνεχίζει να ισχυροποιείται παρά τις δολοπλοκίες των αντιπάλων της.
Σε αυτό το πλαίσιο, δεν αποτελεί έκπληξη ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία δεν προκάλεσε μεγάλες διαμαρτυρίες στη Ρωσία. Αντιθέτως, οι δρόμοι γέμισαν με αντίσκηνα αλληλέγγυων οργανώσεων που μάζευαν αγαθά και χρήματα για τις λαϊκές πολιτοφυλακές του Ντονμπάς. Η 9η Μαΐου, γνωστή ως Ημέρα της Νίκης, είναι ο κύριος κρατικός εορτασμός στη Ρωσία. Απαρτίζεται από παρελάσεις, πυροτεχνήματα, πορείες πολιτών, παιδιά που φοράνε στολές του Κόκκινου Στρατού και τραγουδούν συνθήματα όπως «Στο Βερολίνο, στο Κίεβο, στην Ουάσινγκτον!» και «Ευχαριστώ παππού για τη νίκη!». Η αντιπαράθεση στην Ουκρανία μετατράπηκε απρόσκοπτα σε μια ψηφίδα του αφηγήματος της νέας αυτοκρατορικής συναίνεσης.
Μετά το 2014
Όπως οι περισσότερες σύγχρονες εξεγέρσεις, το Μαϊντάν κατέλαβε εξαπίνης τους πολιτικούς χώρους και στις δύο πλευρές των συνόρων. Τα ρωσικά, λευκορωσικά και ουκρανικά ακτιβιστικά δίκτυα πάντα είχαν στενές επαφές, και μολονότι θεωρούνταν ότι η Ουκρανία διέθετε περισσότερες ελευθερίες και λιγότερη καταπίεση, η κοινωνική πραγματικότητα δεν ήταν λιγότερη δύσκολη σε σχέση με αλλού. Ο Γιανουκόβιτς επιχειρούσε να συγχωνεύσει εξουσία και πόρους, ενώ παράλληλα επέβαλε νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις. Όταν σύντροφοι από τις διαφορετικές χώρες συναντηθήκαμε, αστειευτήκαμε λυπημένα ότι σύντομα η Ουκρανία θα ήταν σαν τη Ρωσία, η Ρωσία σύντομα σαν τη Λευκορωσία και η Λευκορωσία σαν τη Βόρεια Κορέα. Τα πράγματα έμοιαζαν να μπορούν να πάνε μόνο προς το χειρότερο. Εάν κάποιος επιχειρηματολογούσε, την Πρωτοχρονιά του 2014, ότι στο Μαϊντάν θα γινόταν μία από τις μεγαλύτερες εξεγέρσεις των τελευταίων δεκαετιών στην Ανατολική Ευρώπη, θα αντιμετωπιζόταν μ’ έναν ορυμαγδό γέλιου.
Αρχικά, οι αριστεροί κι οι αναρχικοί δεν πίστεψαν αληθινά στις προοπτικές που ανοίγονταν από το κίνημα. Κάποιοι έκαναν συγκρίσεις με την Πορτοκαλί Επανάσταση του 2004, παρατηρώντας ότι ήταν μια παγίδα που θα άλλαζε τα πρόσωπα που βλέπουμε στην τηλεόραση και μόνο. Άλλοι θέλησαν να αποφύγουν την παράλυση της υπερανάλυσης και σκέφτηκαν ότι ήταν σημαντικό να συμμετέχουν σε κάθε λαϊκή πρωτοβουλία. Κι ουσιαστικά, αυτό ήταν το Μαϊντάν. Στα βιώματα, την αισθητική και τη σύνθεσή του, ήταν μια «λαϊκή» εξέγερση.
Οι περισσότεροι από εμάς, αναποφάσιστοι, επιλέξαμε να περιμένουμε. Η αμηχανία μας προερχόταν από περίεργα συνθήματα για «Ευρω-συνενώσεις» καθώς και από την παρουσία της Ακροδεξιάς και των νεοναζί. Κι ενώ η Δεξιά δεν έθετε την ατζέντα του κινήματος, ήταν καλύτερα οργανωμένη και προσπαθούσε ξεκάθαρα να αποκλείσει τους εχθρούς της από την πλατεία. Όλα τα σύμβολα της αριστεράς αντιμετωπίζονταν σαν θετικές αναφορές στη Σοβιετική Ένωση, κι άρα ως ρωσόφιλα και υποστηρικτικά στον Γιανουκόβιτς. Όσο για τους αναρχικούς και άλλους ριζοσπάστες, δεν ήταν αρκετά οργανωμένοι ώστε να συμμετέχουν διακριτά.
Στα τέλη του Δεκέμβρη, το κίνημα είχε μεγαλώσει αλλά δεν εξελισσόταν. Έμοιαζε καταδικασμένο να συνεχίσει ως ένας ατελείωτος καταυλισμός παγωμένου καιρού και βαρεμάρας. Αλλά στα μέσα Γενάρη, το καθεστώς αποφάσισε να κλιμακώσει την καταστολή – υιοθετήθηκαν νόμοι έκτακτης ανάγκης και η κατάληψη δέχτηκε βίαιη επίθεση, με πολλές απώλειες. Μετά την επίθεση, η κατάσταση άλλαξε δραματικά, όντας πλέον μια μάχη απέναντι σε μια αληθινή δικτατορία. Αφήνοντας κατά μέρος τις αμφιβολίες τους, οι ριζοσπαστικοί χώροι ενώθηκαν με το κίνημα.
Σύντομα στο πλευρό τους ήρθαν σύντροφοι από γειτονικές χώρες. Είδαμε με τα μάτια μας το πώς η «Ρωσοφοβία» του Μαϊντάν ήταν μια επινόηση των ρωσικών ΜΜΕ. Δεν υπήρχε στ’ αλήθεια. Δεν ενοχλούσε κανέναν να μιλάς ρωσικά στα οδοφράγματα, ακόμη και με την πιο βαριά μοσχοβίτικη προφορά. Κάποιοι αστειεύονταν ότι μπορεί να ήσουν κατάσκοπος, αλλά συνήθως προσέθεταν: «Θα συναντηθούμε στα οδοφράγματα της Μόσχας κυνηγώντας τον Πούτιν».
Το Μαϊντάν μεγάλωνε κατά κύματα, υιοθετώντας πιο ριζοσπαστικές μεθόδους καθώς όλο και περισσότεροι άνθρωποι εμπλέκονταν. Από αυτοσχέδιες κουζίνες μέχρι υπόγεια νοσοκομεία, από εκπαιδεύσεις πολεμικών τεχνών μέχρι ομιλίες και κινηματογραφικές προβολές, αλλά και μεταφορές για τη διανομή προμηθειών, μια τεράστια υποδομή γιγαντωνόταν στον περίγυρο της διαμαρτυρίας. Υπήρχαν ακόμη και προσπάθειες δημιουργίας δομών λήψης αποφάσεων, στα πρότυπα των σοβιέτ ή των συνελεύσεων, αλλά δεν είχαν τον χρόνο να ριζώσουν. Τα Μπερκούτ άρχισαν να πυροβολούν ανοιχτά ανθρώπους στο Κίεβο, και τον Φεβρουάριο η εξέγερση εξαπλώθηκε σε όλη τη χώρα. Οι άνθρωποι άρχισαν να καταλαμβάνουν διοικητικά κτήρια και παντού μπλόκαραν την αστυνομία. Το καθεστώς επιχείρησε μια τελευταία επίθεση, αλλά υπερεκτίμησε τις δυνάμεις του και απέτυχε, κι έπειτα ο Γιανουκόβιτς αναγκάστηκε να δραπετεύσει στη Ρωσία.
Εξωτερικά, το Μαϊντάν είχε νικήσει. Ένα τεράστιος αριθμός ανθρώπων στην Ουκρανία απέκτησε εμπειρίες αυτόνομης οργάνωσης και αντίληψης του δρόμου, και οι θυσίες δεν απέβησαν μάταιες. Οι άνθρωποι ένιωθαν ότι το παιχνίδι είχε αλλάξει κι ότι θα μπορούσαν τώρα να αγγίξουν ένα κομμάτι της συλλογικής εξουσίας.
Αλλά στους αναρχικούς και αριστερούς κύκλους αυτή η ευφορία έσβησε σύντομα. Χάρη στις προσπάθειες των φιλελεύθερων και των ρωσικών ΜΜΕ, όσο αντιθετικοί κι αν ήταν οι σκοποί τους, η Δεξιά κατόρθωσε να προβάλλει μια αυτοεικόνα ριζοσπαστικής εμπροσθοφυλακής του Μαϊντάν. Ανάμεσα σε πολλούς από εμάς, η χαρά έδωσε τη θέση της στον πανικό καθώς αυτοί με τους οποίους μαχόμασταν στον δρόμο κάποιες μέρες πριν είχαν τώρα ξαφνικά αποκτήσει θέσεις αξιωματούχων στις νέες δομές της κρατικής εξουσίας.
Κάτι ακόμη πιο τρομακτικό πλησίαζε. Η Ρωσία προσάρτησε την Κριμαία κι άρχισε έναν πόλεμο, που αποτέλεσε ένα αμφίσημο δώρο για τη νέα κυβέρνηση. Η ενέργεια που απελευθερώθηκε στο Μαϊντάν διοχετεύτηκε σε εθελοντικά τάγματα και στην υποστήριξη του διαλυμένου ουκρανικού στρατού, που δεν θα μπορούσε να κάνει και πολλά απέναντι στη Ρωσία. Εφεξής, υπεράσπιση της Επανάστασης της Αξιοπρέπειας δεν σήμαινε το να είσαι στα οδοφράγματα του Κιέβου αλλά στην πρώτη γραμμή. Τότε το κίνημα εξανεμίστηκε, φυσικά, καθώς είναι προφανώς εσφαλμένο να διαδηλώνεις όταν η χώρα σου είναι σε πόλεμο.
Όσον αφορά τους ρώσους αριστερούς, βρήκαν μια θέση στην πλευρά της ρωσικής προπαγάνδας κι άρχισαν όλο και περισσότερο να ασκούν κριτική στον «ουκρανικό φασισμό». Ιδιαιτέρως γνωστές προσωπικότητες όπως ο Μπόρις Καγκαρλίτσκι άρχισαν να διαδίδουν ιστορίες για μια «αντιφασιστική, προλεταριακή, λαϊκή εξέγερση στο Ντονμπάς». Ορισμένες από αυτές τις φιγούρες της αριστεράς θα μπορούσε να τις δει κανείς να πίνουν τσάι με ρώσους εθνικιστές και αυτοκρατορικούς φασίστες στη επόμενη συνδιάσκεψη του Ρωσικού Κόσμου στην Κριμαία. Οι νέοι πήγαν στον πόλεμο σαν εθελοντές, αν όχι για να βομβαρδίσουν χωριά, έστω τουλάχιστον για να τραβήξουν μερικές selfies με παραλλαγές και το Καλάσνικοφ στο χέρι. Άλλοι έγιναν πολεμικοί ανταποκριτές, ακολουθώντας τάγματα σαν τη μπριγάδα Πρίζρακ, της οποίας ο αρχηγός, αφού μάζεψε μερικούς γνωστούς νεοναζί, έγινε διάσημος για την προώθηση της ιδέας του βιασμού όσων γυναικών δεν βρίσκονταν στο σπίτι μετά την ώρα απαγόρευσης της κυκλοφορίας. Τίποτα απ’ αυτά δεν έμοιαζε να ενοχλεί την Αριστερά, όσο τα τάγματα συνέχιζαν να κουνάνε κόκκινες σημαίες και να τραγουδάνε τραγούδια από τον ιερό πόλεμο, συμπληρώνοντας με ιστορίες για τους στρατιώτες του ΝΑΤΟ στην ουκρανική πλευρά και εικόνες νεκρών παιδιών. Ως προς τους πιο μεγάλους σε ηλικία αριστερούς της Δύσης, αυτοί βρήκαν τον εαυτό τους στην αναβίωση του Ψυχρού Πολέμου κι άρχισαν να υποστηρίζουν εκστρατείες για τους «αντιφασίστες του Ντονμπάς».
Ύστερα από το σοκ των πρώτων μηνών, οι περισσότεροι από τους ριζοσπαστικούς χώρους της Ρωσίας απομακρύνθηκαν από αυτήν την τόσο μπερδεμένη κατάσταση. Είτε το ζήτημα του πολέμου δεν τους αφορούσε είτε ένιωθαν ότι δεν υπήρχε κάτι που μπορούσαν να κάνουν. Υπήρξε επίσης ένα νέο κύμα καταπίεσης εντός της Ρωσίας, ενταγμένο στο πλαίσιο μιας άνευ προηγουμένου στήριξης στον Πούτιν. Σ’ αυτό το συγκείμενο, υπήρχε όλο και λιγότερη δημόσια πολιτική δραστηριότητα, και περισσότεροι σύντροφοι στράφηκαν σε δράσεις υποδομής όπως κολεκτίβες ή εκδόσεις. Άλλοι αποφάσισαν να μεταναστεύσουν, είτε εντός της Ρωσίας είτε στο εξωτερικό.
Από την άλλη πλευρά, στην Ουκρανία η οργάνωση ήταν σε άνοδο. Παρά τον πόλεμο, η πολιτική ζωή άνθιζε, αλλά τα πράγματα άλλαζαν γρήγορα. Οι Αντίφα και πανκ χώροι σε γενικές γραμμές στράφηκαν στη δεξιά. Οι αναρχικοί δεν ξέφυγαν από αυτή τη δυναμική, με πολλούς να καλλιεργούν συμπάθειες για τους «αυτόνομους εθνικιστές» της Αυτόνομης Αντίστασης, μιας πρώην ναζιστικής οργάνωσης των οδοφραγμάτων του Μαϊντάν που τώρα προωθούσε ένα μίγμα αντιιμπεριαλισμού και εννοιών δανεισμένων από τη νέα Δεξιά. Ακολουθώντας τη λογική τους, η εθνότητα αποτελούσε μέγεθος ισοδύναμο της τάξης, και οι εθνικές συγκρούσεις, ακόμη και οι εθνοκαθάρσεις, μπορούσαν να γίνουν αντιληπτές σαν μορφές ταξικού πολέμου. Έβλεπαν τον πόλεμο με τη Ρωσία ως αγώνα ενάντια στον ιμπεριαλισμό, υποστήριζαν τον στρατό και επιδοκίμαζαν σαν ήρωες τα μέλη τους πήγαιναν στον πόλεμο. Άλλοι ακολούθησαν ένα παρόμοιο μονοπάτι. Ενώ άρχιζαν αποκαλύπτοντας τον φασιστικό χαρακτήρα του ρωσικού κράτους, κατέληγαν επιχειρηματολογώντας ότι η μόνη εύλογη στρατηγική ενάντια στη ρωσική εισβολή ήταν η υποστήριξη του ουκρανικού στρατού. Με το να ανακινούν την ιστορία του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, καθρέφτιζαν τη λογική της ρωσικής προπαγάνδας, κατηγορώντας όποιον ασκούσε κριτική στην ουκρανική κυβέρνηση ως ρωσόφιλο ή, προφανώς, ως «φασίστα».
Ένα άλλο κομμάτι του κινήματος αποφάσισε ότι, ξανά με αναφορά στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν αναμετράσαι με το απόλυτο κακό είναι προτιμότερο να συνεργαστείς ακόμα και με τον διάβολο. Με σημερινούς όρους, η Ρωσία αποτελούσε το προφανές κακό, κι ως εκ τούτου η συνεργασία πήρε τη μορφή της κατάταξης στον ουκρανικό στρατό ή στα εθελοντικά τάγματα – σε τελευταία ανάλυση, με την υποστήριξη των κυβερνητικών θεσμών. Υπήρξαν ορισμένοι από τους πλέον πρώην συντρόφους μας που πήγαν στον πόλεμο ή τουλάχιστον στήριξαν μια τέτοια απόφαση. Είναι σαφές ότι κανείς δεν ήθελε να γίνει τροφή για τα καπιταλιστικά και κρατικά κανόνια. Όμως, για κάποιους από αυτούς, αυτή έμοιαζε σαν η μόνη εναπομένουσα επιλογή ώστε να αγωνιστούν ενάντια στη ρωσική εισβολή και τη ρωσική μηχανή. Οι πιο αφελείς πίστεψαν ειλικρινά στην επαναστατική φύση των ανθρώπων και για λίγο πραγματικά θεώρησαν ότι θα μπορούσαν να ερεθίσουν τα πνεύματα των στρατιωτών, πείθοντάς τους να στρέψουν τα όπλα ενάντια στην κυβέρνηση. Οι πιο κυνικοί μιλούσαν για την ευκαιρία της «απόκτησης πολεμικής εμπειρίας», ενώ άλλοι απλώς ένιωθαν πίεση και την ανάγκη να πράξουν κάτι. Με την υποστήριξή του στην ένοπλη πάλη ενάντια στη στρατιωτική εισβολή, μέρος του κινήματος παρασύρθηκε προς μια σαγήνευση από κάθε τι το στρατιωτικό. Έμοιαζαν υπνωτισμένοι από έναν νέο κόσμο γεμάτο Καλάσνικοφ και παραλλαγές, σε αντίστιξη με τον οποίο όλα τα άλλα έμοιαζαν να σβήνουν από το οπτικό πεδίο.
Σύντομα η αναφορά στον πόλεμο έγινε επικίνδυνη. Η προπαγάνδα δεν δούλευε μόνο στη Ρωσία αλλά επίσης και στην Ουκρανία. Ενώ εκείνοι που επιχειρηματολογούσαν ενάντια στον πόλεμο μπορούσαν με συνοπτικές διαδικασίες να χαρακτηριστούν ως πράκτορες του Πούτιν, επιπλέον έγινε παράνομο ακόμη και το να κάνεις δημόσιες δηλώσεις κατά της στρατιωτικής κινητοποίησης.
Πάρα πολλοί άνθρωποι απλώς κουράστηκαν με όλες τις αντιπαραθέσεις κι εγκατέλειψαν το κίνημα. Η οικονομική κρίση της χώρας ανάγκαζε τους ανθρώπους να δουλεύουν περισσότερο, υφαρπάζοντας τον χρόνο τους. Αν και η ενέργεια του Μαϊντάν συνέχιζε να θρέφει αυτόνομα εγχειρήματα, η στασιμότητα έπληξε την καρδιά του κινήματος την ίδια στιγμή που η ουκρανική κοινωνία βρισκόταν σε κρίση και η κυβέρνηση δεν είχε ανακτήσει πλήρως τον έλεγχο της κατάστασης.
Εναλλακτικές ιστορίες
Εκ των υστέρων, μοιάζει πως το κίνημα απέτυχε να βρει έναν τρόπο εναντίωσης στην αναδυόμενη λαϊκιστική ιμπεριαλιστική συναίνεση, τόσο στη Ρωσία όσο και στην Ουκρανία. Κι ως προς αυτό δεν πρέπει να κατηγορούμε μόνο την αδυναμία μας αλλά επίσης και το πώς καθορίσαμε τις προτεραιότητές μας αυτά τα τελευταία χρόνια.
Υπερβολικά απασχολημένοι με το να παλεύουμε με ναζί στον δρόμο, δεν αναπτύξαμε μια στέρεη ανάλυση για το τι είναι ο φασισμός, ούτε προτείναμε μια εναλλακτική στην επίσημη ιστορία του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου που μοιάζει να μας στοιχειώνει σε κάθε στροφή. Στο επίπεδο των τελετουργικών και των συμβόλων, τελικά ακολουθήσαμε την εκδοχή που προωθούσε το ρωσικό κράτος – τον μύθο της ενότητας του σοβιετικού λαού κατά του φασισμού. Οι αφηγήσεις για άλλες δυνάμεις που τα έβαλαν και με τον σταλινισμό και τον ναζισμό –σαν εκείνες του αντάρτικου κινήματος που απέρριψε την κυριαρχία του Κόκκινου Στρατού– τέθηκαν στο περιθώριο. Παρομοίως, έχουμε δώσει ελάχιστη προσοχή στις συγκρούσεις των αγροτών και των εργατών με τον σταλινισμό ή στις εξεγέρσεις στα Γκούλαγκ κατά τη διάρκεια του πολέμου.
Από την άλλη, πρέπει επίσης να ξανασκεφτούμε τον αποικιακό χαρακτήρα της Ρωσικής και Σοβιετικής αυτοκρατορίας. Ένοπλες συρράξεις σε απομακρυσμένα μέρη έχουν ξεχαστεί πολύ εύκολα. Ακόμη κι ο πόλεμος της Τσετσενίας, που ήταν σημαντικός για τους αναρχικούς τη δεκαετία του 1990 και στο ξεκίνημα αυτής του 2000, ξεχάστηκε από την επόμενη γενιά. Έχουμε επιτακτική ανάγκη από εσωτερικές δομές που θα μας επιτρέπουν να μεταβολίζουμε τέτοιες εμπειρίες και τα μαθήματά τους.
Υπό αυτό το φως, δεν προξενεί εντύπωση ότι η έκρηξη του πολέμου στην Ουκρανία μας έπιασε εξαπίνης. Δεν έχουμε λάβει πλήρως υπόψη το γεγονός ότι η Ρωσία είναι πάντοτε σε πόλεμο κάπου, σε κάποιο κομμάτι του κόσμου. Και τώρα αυτός ο πόλεμος χτυπά τη δική μας πόρτα και απειλεί τους συντρόφους και τους γείτονές μας. Επιτίθεται στους φίλους μας. Δεν γνωρίζουμε πλέον ποιο κοινό έδαφος μπορεί να εγκαθιδρύσει σχέσεις ανάμεσα στα κινήματά μας, τη στιγμή που τις χρειαζόμαστε περισσότερο από κάθε άλλη φορά.
Μας φαινόταν, σαν Ρώσοι και Ουκρανοί, ότι σχεδόν ζούσαμε στον ίδιο τόπο, μ’ ένα κοντινό παρελθόν και παρόν. Μοιραζόμασταν τις εμπειρίες και τους πόρους μας στη μάχη απέναντι στις κοινές δυσκολίες. Κι όμως όταν τα κράτη μας βούτηξαν μέσα στον πόλεμο, ταΐζοντάς μας τους μύθους του κοινού μας παρελθόντος, δεν ξέραμε πώς να αντισταθούμε. Όσο περισσότερο προσπαθούν να κινητοποιήσουν τους νεκρούς για να μας διαιρέσουν, τόσο θα πρέπει να δείχνουμε ότι η ιστορία δεν μπορεί να απομειωθεί σε ό,τι έχει γραφτεί από τους νικητές. Εμείς οι ίδιοι πρέπει να διηγηθούμε τις ιστορίες μας –μια ιστορία πέρα από ιμπεριαλιστικούς μύθους, όσο υπαρκτοί κι αν είναι– καθώς μονάχα η επαναστατική ιστορία θα μας κρατήσει ζεστούς αυτόν τον μακρύ χειμώνα.
[1] [Όλες οι υποσημειώσεις γράφτηκαν από τον συγγραφέα] Ακόλουθοι του Νέστορ Μαχνό, του Διοικητή του Επαναστατικού Εξεγερτικού Στρατού της Ουκρανίας, γνωστού και ως Μαύρου Αναρχικού Στρατού, που ηγήθηκαν ενός αντάρτικου στα νότια της Ουκρανίας ενάντια σε άλλες φράξιες που επιδίωκαν τον έλεγχο της περιοχής (ουκρανούς εθνικιστές, γερμανικές και ρωσικές δυνάμεις).
[2] Η πιο βίαιη μονάδα της ουκρανικής αστυνομίας αποκατάστασης της τάξης.
[3] Αποτελεί μια κυριολεκτική μετάφραση του ονόματος που δόθηκε στο κομμάτι του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου που έλαβε χώρα στη Σοβιετική Ένωση.
[4] Το τραγούδι «What we Feel» αποτελεί σύνθεση των Till the End με τη συμμετοχή των Moscow Death Brigade.