Ανάλυση

3 σημεία για το δημοψήφισμα

Το κείμενο γράφεται ενώ ακόμη τα πράγματα είναι εντελώς ρευστά, επομένως δεν μπορεί να αξιώσει την εγκυρότητα μιας αποκρυσταλλωμένης ανάλυσης. Παρά τον σχετικό κίνδυνο,  μπορούν -νομίζουμε- να τονιστούν ορισμένα σημεία, με την ελπίδα να συνεισφέρουν στον διάλογο γύρω από το δημοψήφισμα.

  1. Δημοψήφισμα και δημοκρατία

Ενώ είναι αλήθεια σε πολύ γενικές γραμμές ότι τα δημοψηφίσματα είναι ένα κάποιο βήμα προς την ουσιαστικότερη δημοκρατία, η φιλολογία των ημερών περί στροφής του Σύριζα προς τη δημοκρατία, που επισφραγίστηκε με το υπονοούμενο του Προκόπη Παυλόπουλου («ας μην ξεχνάμε ότι η άμεση δημοκρατία γεννήθηκε στην Αθήνα»), δεν μπορεί να σταθεί με αξιώσεις απέναντι σε έναν κριτικό έλεγχο.

Δεν πρέπει επ’ ουδενί λόγω να πέσουμε στην παγίδα της θεώρησης της άμεσης δημοκρατίας ως μιας απλής συμμετοχής την ώρα της ψήφου, ακόμη κι όταν αυτή αφορά μια απ’ ευθείας απόφαση. Στην πραγματικότητα, ένα αληθινό δημοκρατικό καθεστώς προϋποθέτει την πλήρη συμμετοχή των ανθρώπων στους πολιτικούς, νομοθετικούς και δικαστικούς θεσμούς, την κατάλληλη εκπαίδευση των πολιτών, την πολιτική παιδεία, που αποκτάται ακριβώς μέσω της συμμετοχής σε αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες και της λήψης κρίσιμων αποφάσεων, τη συνεχή ενασχόληση με τα κοινά και την κατά το δυνατόν αντικειμενική ενημέρωση γι’ αυτά, τον υψηλού επιπέδου δημόσιο πολιτικό διάλογο γύρω από τα πολιτικά ζητήματα και, φυσικά, τη διατύπωση του ερωτήματος αναφορικά με το οποίο γίνεται η πολιτική κρίση και η ψηφοφορία από τους ίδιους τους πολίτες. Όλα αυτά συντελούν στη διαμόρφωση ενός άλλου ανθρωπολογικού τύπου, αυτού του πολίτη της δημοκρατίας, ο οποίος δεν έχει καμία σχέση με τον σημερινό κυρίαρχο ανθρωπολογικό τύπο του ιδιώτη.

Στον αντίποδα, σήμερα καλούμαστε να πούμε ένα Ναι ή ένα Όχι, σε ένα ερώτημα προδιατυπωμένο, σε έναν χρονικό ορίζοντα εξαιρετικά στριμωγμένο, χωρίς πραγματική πληροφόρηση για τα πράγματα που διακυβεύονται, ενώπιον μιας κατάστασης στη διαμόρφωση της οποίας δεν συμμετείχαμε, στο οριακό σημείο μιας μεταδημοκρατίας,  όπως θα έλεγε ο Κόλιν Κράουτς, δηλαδή μιας κοινωνίας στην οποία τυπικά λειτουργούν κοινοβουλευτικοί θεσμοί, γίνονται εκλογές, υπάρχουν κόμματα, όμως οι σημαντικές αποφάσεις λαμβάνονται πίσω από κλειστές πόρτες.

Η στιγμή της ψηφοφορίας, λοιπόν, είναι ένα πολύ σημαντικό αλλά και μικρό στοιχείο του δημοκρατικού πολιτεύματος, ένα στοιχείο που μάλιστα φωτίζεται πολύ διαφορετικά υπό το πρίσμα των υπόλοιπων προϋποθέσεων που περιληπτικά περιγράψαμε παραπάνω.

Ένα δημοψήφισμα είναι σίγουρα καλύτερο από το τίποτα και είναι, πράγματι, υπό την προϋπόθεση της θέσης ενός ερωτήματος μη πατρονιστικού, πιο άμεσο από τις εκλογές, όμως σε καμία περίπτωση δεν μετατρέπει το κοινοβουλευτικό σύστημα σε δημοκρατικό.

 

  1. «Ο λαός δεν ξέρει να αποφασίσει» ή η θρησκεία της εξειδίκευσης

Από την άλλη μεριά, ακούστηκαν διάφορα τεχνοκρατικού τύπου επιχειρήματα κατά της διενέργειας δημοψηφίσματος, με κυριότερο το ότι οι «απλοί άνθρωποι» δεν έχουν τις κατάλληλες γνώσεις για να πάρουν μια τόσο σημαντική απόφαση, επομένως πρέπει να εκχωρήσουν αυτό το δικαίωμα τους στους ειδήμονες. Αυτό το -τρελό, στη βάση του- επιχείρημα είναι το πιο αντιδημοκρατικό πράγμα που μπορεί να ισχυριστεί κανείς, κάτι που φαίνεται και από το ότι είναι στην πραγματικότητα το επιχείρημα του Πλάτωνα στην Πολιτεία. Γιατί όμως λέμε ότι είναι τρελό;

Πρώτα απ’ όλα, γιατί τα πολιτικά ζητήματα δεν είναι επιδεκτικά απόδειξης, δεν μπορούν να επιλυθούν μέσα από μαθηματικούς υπολογισμούς, είναι θέματα γνώμης και όχι γνώσης. Για μια πολιτική απόφαση μπορούμε να πούμε ότι είναι καλή ή κακή (πολλές φορές, μάλιστα, μόνο εκ των υστέρων), αλλά δεν μπορούμε να πούμε ότι είναι σωστή ή λάνθασμένη, με την έννοια που το λέμε για την επίλυση μιας άσκησης φυσικής ή γεωμετρίας. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο ψηφίζουμε, επειδή η δημοκρατία είναι το πολίτευμα της δόξας, της γνώμης (έδοξε τηι βουλήι και τωι δήμωι, έλεγαν οι νόμοι των Αθηναίων) και όχι της απόλυτης γνώσης. Σε διαφορετική περίπτωση, δεν θα ψηφίζαμε, αλλά θα ψάχναμε τον πολιτικό (ή οικονομικό, σύμφωνα με τη μόδα) επιστήμονα, ή τον φιλόσοφο βασιλέα, για να του εκχωρήσουμε δια παντός την εξουσία και να μας κυβερνά αυτός.

Δεύτερον, επειδή στη βάση αυτού του επιχειρήματος υπάρχει μια εγγενής αντίφαση, που είναι και η εγγενής αντίφαση της λογικής του αντιπροσωπευτικού συστήματος: ο λαός δηλαδή θεωρείται ανίκανος να λάβει τις πολιτικές αποφάσεις ο ίδιος, αλλά ικανός να λάβει την απόφαση για το ποιοι πρέπει να παίρνουν τις αποφάσεις στη θέση του.

Τρίτον, η επιστήμη, στο βάθος, δεν μπορεί να μας υποδείξει ποιες αξίες πρέπει να επιλέξουμε για τη ζωή μας.  Μπορεί να μας βοηθήσει στους συλλογισμούς μας και στην επιλογή λύσεων, αφού έχουμε κάνει μια ηθική-πολιτική επιλογή, όπως προσπαθήσαμε να δείξουμε και αλλού. 

Τέταρτον, επειδή οι υποστηρικτές αυτής της άποψης συγχέουν δύο διαφορετικά επίπεδα, δύο διαφορετικές χρονικές στιγμές της δημοκρατικής διαδικασίας. Πράγματι, υπάρχουν ζητήματα που απαιτούν ειδικές τεχνικές γνώσεις. Ακόμη όμως και σε αυτά, η δημοκρατική απόφαση προηγείται χρονικά αυτών των ζητημάτων. Αν, παραδείγματος χάρη, μια κοινότητα εξετάζει το ζήτημα αν θα πρέπει να κατασκευάσει έναν δρόμο, η δημοκρατική οδός επιτάσσει τα εξής: η συνέλευση του λαού να αποφασίσει για το αν θα φτιαχτεί ο δρόμος, για το πού θα φτιαχτεί, για το χρηματικό ποσό που μπορεί να δαπανηθεί κλπ. Στη συνέχεια, οι ειδικοί συγκοινωνιολόγοι μηχανικοί να φέρουν τις τεχνικές προτάσεις τους και να τις παρουσιάσουν στον λαό. Έπειτα ο λαός να επιλέξει ανάμεσα στις προτάσεις και στη συνέχεια οι μηχανικοί, με τις ειδικές τους γνώσεις, να εκπονήσουν το έργο.

Αντιθέτως, σήμερα, ακόμη και για τα αμιγώς πολιτικά ζητήματα, η θρησκεία της εξειδίκευσης διατάζει να μιλάνε μόνο οι ειδικοί. Όμως αυτοί είναι ειδικοί τίνος πράγματος;

Κι αν ακόμη, όπως σημειώσαμε πριν, οι περισσότεροι άνθρωποι δεν έχουν μάθει να παίρνουν οι ίδιοι τις αποφάσεις που καθορίζουν τη ζωή τους, αυτό δεν οφείλεται στην έλλειψη κάποιας επιστημονικής γνώσης, αλλά στο ότι οι σημερινοί θεσμοί τούς το απαγορεύουν. Όπως έλεγε ο Καστοριάδης, ένας τρόπος υπάρχει για να μάθουν να τις παίρνουν: παίρνοντάς τες.

 

  1. «Διχασμός» ή γόνιμη σύγκρουση;

Εξίσου αντιδημοκρατικές είναι οι πολωτικές διακηρύξεις του τύπου «όποιος/α ψηφίσει ναι είναι δοσίλογος γερμανοτσολιάς» ή «όποιος/α ψηφίσει όχι θέλει να καταστρέψει τη χώρα/να μας κάνει Σοβιετική Ένωση», αλλά και οι καταστροφολογικές απόψεις όλων όσοι ισχυρίζονται ότι το να αναγκάζεις την κοινωνία να διαλέξει ανάμεσα στο ναι και το όχι συνεπάγεται τη βίαια διχοτόμησή της και τον «εθνικό διχασμό».

Στον αντίποδα, όσοι επιθυμούν τη δημοκρατία, θα πρέπει να εμπεδώσουν ότι ο ρόλος του πολίτη είναι ακριβώς να λαμβάνει θέση στα κρίσιμα πολιτικά ζητήματα, να έχει γνώμη, να τοποθετείται, να μπορεί να επιχειρηματολογήσει υπέρ της θέσης του, βασιζόμενος όσο γίνεται σε επιχειρήματα και χωρίς εμπάθεια για την αντίπαλη πλευρά. Θα πρέπει να συνηθίσουμε στην ιδέα ότι, σε μια αληθινά δημοκρατική κοινωνία, άνθρωποι που σήμερα είναι συντροφοί μας, επειδή έχουμε το ίδιο πολιτικό όραμα και πρόταγμα, μπορεί συχνά να βρίσκονται στο αντίπαλο στρατόπεδο, σε διάφορες επί μέρους υποθέσεις. Αυτό φυσικά δεν θα σημαίνει ότι έγιναν ξαφνικά εχθροί μας. Αντιθέτως, η επίτευξη ενός υψηλού επιπέδου πολιτικού διαλόγου, που φυσικά δεν υπάρχει σήμερα, μπορεί να αποβεί προς όφελος της δημοκρατίας, αν η κάθε πλευρά συζητά με πολιτικά επιχειρήματα και όχι με απλουστευτικές γενικεύσεις και συναισθηματισμούς.

Νομίζουμε, λοιπόν, ότι εν προκειμένω θα πρέπει να διδαχθούμε από τον Μακιαβέλι, ο οποίος πίστευε ότι οι συγκρούσεις μέσα σε μια κοινωνία δεν μπορούν ποτέ να εξαλειφθούν και επομένως, αντί να επιδίδεται κανείς στο άπιαστο όνειρο της εξαφάνισής τους και της μια για πάντα αρμονικής συνύπαρξης, θα πρέπει να τρέπει αυτές τις έριδες προς όφελος της κοινότητας.

Πιστεύουμε ότι αυτά κολλάνε γάντι και στην περίπτωση του επικείμενου δημοψηφίσματος, που συνιστά ένα κατ’ εξοχήν πολιτικό δίλημμα, ένα πρόβλημα που δεν επιδέχεται επιστημονική απάντηση, ένα ερώτημα στο οποίο κάθε απάντηση φαίνεται να έχει απρόβλεπτες και, πάντως, πολύ σκληρές συνέπειες. Γι’ αυτό και θα κλείσουμε με τα λόγια του φίλου Νίκου Σταματίνη, από τo ΣΚΡΑ-punk, που έγραψε: «Γενικά δεν τα συνηθίζω τα ενωτικά στάτους αλλά είναι πολύ βασικό είναι να μην ποινικοποιηθεί το "ΝΑΙ" ή το "ΟΧΙ".»

Πράγματι, η κατάσταση είναι οριακή και πολύ δύσκολη και, παρόλο που προσωπικά έχουμε μια θέση για το συγκεκριμένο ζήτημα, κατανοούμε και την αντίθετη άποψη και δεν θεωρούμε όλους όσοι διαφωνούν εν προκειμένω μαζί μας εχθρούς. Απλώς θεωρούμε ότι στάθμισαν τα πράγματα με διαφορετικό κριτήριο ή τρόπο σε σχέση με εμάς.

Άλλωστε, σε ένα προκαθορισμένο ερώτημα με δύο μόνο απαντήσεις, είναι πολύ λογικό να βρεθούν στο ίδιο στρατόπεδο άνθρωποι κατά τα άλλα εντελώς διαφορετικοί. Δεν πρέπει, λοιπόν, να τους τσουβαλιάσουμε.

Σχετικά με τον αρθρογράφο

Γιάννης Κτενάς