Ανάλυση

Το έπος της Αληπασιάδας και ο ποιητής Χατζή Σεχρέτης

από kaboomzine

του Ευάγγελου Ζάχου Παπαζαχαρίου

Στα 1870 ο ιστοριοδίφης Κωνσταντίνος Σάθας τύπωσε στην Αθήνα, στο τυπογραφείο των Αδελφών Κορομηλά, οδός Ερμού 29, ένα μακροσκελές ποίημα, επιγραφόμενο... «Αληπασιάς» ─ όπως λέμε... Ιλιάς. Το ποίημα αυτό δεν γράφτηκε από ποιητή λόγιο. Υπαγορεύτηκε από έναν αγράμματο στιχουργό, τον Χατζή Σεχρέτη, που σίγουρα το... τραγουδούσε σε έναν «γραμματικό» που το κατέγραφε. Είναι δηλαδή ένα πραγματικό «έπος» με την έννοια που είχε η λέξη τον καιρό του Ομήρου, των ραψωδών του Πεισίστρατου, τον καιρό των Αλεξανδρινών μυθιστοριών, των βυζαντινών και μεταβυζαντινών «επηλίων», τον καιρό του Ερωτόκριτου. Διηγείται σε ομοιοκατάληκτους δεκαπεντασύλλαβους στίχους τη ζωή και τις πράξεις του μυθιστορηματικού Αλή Πασά των Ιωαννίνων, που κυβέρνησε την Ήπειρο, τη Νότια Αλβανία, τη Δυτική Μακεδονία και την Κεντρική και Νότια Ελλάδα επί τριάντα έξι ολόκληρα χρόνια… Δεν είναι δυνατόν να αγνοήσουμε αυτό το κείμενο σήμερα, στην επέτειο των 200 χρόνων απ’ την κήρυξη της επανάστασης του 1821.

Η Αληπασιάς, είναι σίγουρα κείμενο αντιλεγόμενο και παραμελημένο, παρουσιασμένο στρεβλά από τον ίδιο τον πρώτο εκδότη του στην Ελλάδα, που φρόντισε να εκληφθεί ως κείμενο χωρίς ιδιαίτερη σημασία, παρ’ ό,τι δίνει πληροφορίες ουσιαστικές για τα ήθη και τις πρακτικές των ανθρώπων σε μια εποχή από την οποία δεν μας έμειναν και πολλά κείμενα αναφερόμενα στη δυτική και νότια Βαλκανική.

Ο Κ. Σάθας θεώρησε την Αληπασιάδα ιστορικά αναξιόπιστη, γιατί τάχα γράφτηκε καθ’ υπαγόρευση του ίδιου του Αλή Πασά και εξέφρασε μόνο τη δικιά του προσωπική εκδοχή των γεγονότων. Την παρουσίασε λοιπόν κομμένη και συμπτυγμένη εδώ κι εκεί, και από τους 10.000 στίχους του ποιήματος δημοσίευσε μόνο 3.500 στίχους περίπου, διατεινόμενος πως είχε στα χέρια του ένα λειψό αντίγραφο. Του ξεφεύγει όμως σε κάποιο σημείο και ομολογεί ότι η καταστροφή και μόνο του Γαρδικιού, για παράδειγμα, την οποία ο ίδιος παραθέτει σε πολύ λίγες σελίδες, περιγράφεται στο ποίημα σε 3.000 στίχους. Άρα είχε στα χέρια του ολόκληρο το ποίημα και λέει ψέματα πως είχε λειψό αντίγραφο. Τελικά αναγκάζεται να αναγνωρίσει τη σημασία της Αληπασιάδας: «Εν γένει δε θεωρητέον το ποίημα του Σεχρέτη υπό πολλάς και διαφόρους επόψεις μνημείον πολύτιμον».

Οι λόγοι που οδήγησαν τον Σάθα να εκδώσει το έπος δεν ήταν λόγοι αντικειμενικής εκτίμησης κάποιας ιστορικής αλήθειας. Είναι φανερό ότι το περιέκοψε για ν’ αφαιρέσει τα σημεία που ενοχλούσαν τους στόχους του, που ήταν στόχοι... «εθνικοί». Προσπάθησε να σβήσει τις όποιες διαφορές υπήρχαν μεταξύ ελληνόφωνων, αλβανόφωνων και βλαχόφωνων Χριστιανών και να τους παρουσιάσει όλους ως Ρωμιούς, Έλληνες, που ετοιμάζονταν να επαναστατήσουν ενάντια στον τύραννο Αλή Πασά και στον αφέντη του, τον Σουλτάνο. Τους σλαβόφωνους φυσικά αποφεύγει να τους αναφέρει. Προσπάθησε να παρουσιάσει τον Αλή Πασά σαν «αιμοσταγή τύραννο», για να φανεί αβάσταχτος και ανυπόφορος ο «τούρκικος ζυγός» και να δικαιωθεί απόλυτα η επανάσταση για την αποτίναξη του.

«Εν διαστήματι τεσσαράκοντα περίπου ετών λυσσοδέστατα τον ελληνισμόν επολέμησεν ο ενσεσαρκωμένος ούτος δαίμων, και ήθελεν ίσως καταφθείρει αυτόν, εάν μη, κατά θείαν παραχώρησιν, εγκαταλελειμένος παρά πάντων, υπό Τούρκων και χριστιανών αναθεματιζόμενος εξωλοθρεύετο ο θηριωδέστατος εκείνος Τισσαφέρνης. Ούτω δε ο επί των χρόνων αυτού εγερθείς τρομερός διωγμός συνετέλεσεν ουκ ολίγον εις συμπαγίωσιν της ημετέρας εθνικότητος. Επί τούτου εψάλησαν οι κλεπτικοί πολέμοι, οίτινες υπήρξαν το φυτώριον της μεγάλης γενεάς του αγώνος, του οποίου αμφίβολος…θα ήτο η έκβασις, εάν το θηρίον τούτο επέζη...».

Προσπάθησε ο Σάθας να δικαιώσει τους αντιπάλους του Αλή Πασά∙ Τσάμηδες, Λιάπηδες, Αρματολούς και Κλέφτες, και στη συνέχεια Γαρδικιώτες, Σουλιώτες, Παργινούς και άλλους, και να δείξει ότι πάλευαν για την απελευθέρωσή τους από τον...Τούρκο κατακτητή. Και τους ληστές, τους ασύδοτους, τους πωλητές προστασίας, τους δωσίλογους της βενετοκρατίας και τους κάθε λογής πράκτορες ξένων επιρροών σ’ όλη την περιοχή της δικαιοδοσίας του Αλή, τους παρουσίασε ως επαναστάτες και αγωνιστές για την απελευθέρωση από τον Τούρκο κατακτητή.

Ειδικότερα προσπάθησε να...ελληνοποιήσει και να ηρωοποιήσει τους Σουλιώτες, τους οποίους ακόμα και σήμερα πολλοί θεωρούν...Έλληνες, τόσο που να εμφανίζονται κάθε τόσο στον τύπο πύρινα άρθρα με τίτλους όπως «Η αλήθεια για τους Σουλιώτες», για ν αποδείξουν την ελληνικότητά τους.

Η στάση αυτή του Σάθα τον καιρό εκείνον ήταν η φυσιολογική στάση των Βλάχων «Γραικομάνων», δηλαδή οπαδών του Ελληνισμού που είχαν φτιάξει ρεύμα δυνατό και εκτεταμένο από την εποχή του Κουτσόβλαχου Δανιήλ του Μοσχοπολίτη...

Η στάση του λόγιου Σάθα δικαιολογείται, ακόμα, από την επικαιρότητα του Φαλμεράιερ στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Ο περίφημος Γερμανός... «μισέλληνας» είχε εκδώσει στη Στουτγάρδη το 1835 το «Περί της καταγωγής των Νεοελλήνων» που είχε αναστατώσει και εξοργίσει τους Έλληνες εθνικιστές πολιτικούς και είχε γίνει ο βραχνάς των λογίων της νεόδμητης Ελλάδας, γιατί υποστήριζε πως μετά την κάθοδο των Σλάβων και αργότερα των Αρβανιτών στην Ελλάδα, δεν υπήρχαν πια Έλληνες. Ο Φαλμεράιερ είχε εκδώσει το 1857-60 στη Στουτγάρδη και τη μελέτη «Το αλβανικό στοιχείο στην Ελλάδα», που ευαισθητοποίησε ιδιαίτερα τον Κ. Σάθα, και τον έκανε έναν από τους βασικούς θιασώτες της καθαρότητας του Ελληνικού Έθνους.

Ο Γόρδιος δεσμός των τριών δογμάτων

Κάποιοι ιστορικοί εκτιμούν πως η σημασία της Αληπασιάδας έγκειται στο ότι διηγείται τις περιπέτειες του πολυμήχανου πασά, βεζίρη και «βαλέ» της Ρούμελης, που παρά λίγο να γίνει, τελείως ανεξάρτητος, βασιλιάς της Ελλάδας και της Αλβανίας, αυτονομημένος από την Οθωμανική Αυτοκρατορία όπως ο σύγχρονός του Μωχάμεντ Άλη στην Αίγυπτο, ο Καραοσμάνογλου στη Σμύρνη, ο Οσμάν Παζβάνογλου στη Βουλγαρία και άλλοι τοπικοί κυβερνήτες. Κάτι όμως που δεν μπόρεσαν να διακρίνουν οι ιστορικοί είναι πως η Αληπασιάδα είναι η περιγραφή των οικονομικών μέσων και της πολυσύνθετης πολιτικής που ο πολυμήχανος αυτός άνθρωπος, μαζί με τους συνεργάτες του φυσικά, χρησιμοποίησε για να κυριαρχήσει επί τέσσερες δεκαετίες στο χώρο αυτού του «γόρδιου δεσμού» των τριών αντιμαχόμενων δογμάτων του Χριστιανισμού που μοιράζονταν τους πληθυσμούς των Βαλκανίων και να εμποδίσει οποιαδήποτε διάσπασή τους.

Ο Αλή Πασάς εγκατέστησε την απόλυτη εξουσία του στο σημείο συνάντησης του Ελληνορθόδοξου, του Ρωμαιοκαθολικού και του Σκλαβινικού Δόγματος. Και πέτυχε να ελέγξει αυτό τον γόρδιο...κόμπο, και από κύριο σημείο υψηλού κινδύνου για ενδεχόμενη διάσπαση να τον καταστήσει σημείο συνοχής, πραγματική ασπίδα προστασίας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας απέναντι στις μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις που έστειλαν τους στρατούς τους εκεί νομίζοντας πως αν ξεκινούσαν από το αδύνατο αυτό σημείο της θα μπορούσαν να τη διαλύσουν.

Το Σκλαβινικόν Δόγμα, από τον 10ο αιώνα που δημιουργήθηκε, υπήρξε μια ζώνη προστασίας της Ανατολικής Αυτοκρατορίας πρώτα και της Οθωμανικής στη συνέχεια, απέναντι στη φεουδαρχική Ευρώπη και στον Λατινισμό. Από τον 17ο αιώνα όμως η Ρωσική πολιτική κατασκεύασε τον «Σλαβικό» μύθο, θεώρησε τους «Σ(κ)λάβους», τους οπαδούς του Σκλαβινικού Δόγματος των Βαλκανίων, αδελφούς των Ρώσων, για να βάλει πόδι στο Αιγαίο. Η ρωσική προπαγάντα άρχισε να διαβρώνει τη Βουλγαρία, τη Σερβία, το Μαυροβούνιο, κατασκευάζοντας... έθνη «σλαβικά», ξεχωριστά στα κεντρικά Βαλκάνια. Ταυτόχρονα η γερμανική και ρωμαιοκαθολική Αυστρουγγαρία κατάφερε να επιβάλει την εξουσία της στο κράτος της Βενετίας, να προσελκύσει τους ρωμαιοκαθολικούς Κροάτες και Σλοβένους (Σκλαβούνους), καθώς και ένα μέρος των Σέρβων. Τότε το Οθωμανικό κράτος επέλεξε να εντάξει τους υπηκόους του σε δύο και μόνο στρατόπεδα θρησκευτικο-πολιτικά, υπεράνω κάθε τοπικισμού. Στο στρατόπεδο της Ελληνικής Ορθοδοξίας και στο στρατόπεδο του Οθωμανικού Ισλάμ. Να τους χωρίσει όλους σε Τούρκους και Ρωμιούς.

Έτσι, ανέλαβαν να σώσουν την ενότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στα Βαλκάνια οι Βλάχοι της Πίνδου και οι Αλβανίτες, αφού οι Σκλαβινοί... «αλληθώριζαν» προς τις ξένες δυνάμεις της κεντρικής και βορειοανατολικής Ευρώπης…

Οι Βλάχοι, από τον καιρό του Βυζαντίου, ήταν στραμμένοι προς την κτηνοτροφία περισσότερο από τους Αλβανίτες. Τα ιδιώματά τους πολύ πιο κοντινά προς τα ιταλικά ιδιώματα από τα ιδιώματα των Αλβανιτών ευνοήθηκαν από την εγκατάσταση των παζαριών στον Βαλκανικό χώρο τον 14ο και 15ο αιώνα. Οι οικοτεχνικές τους δεξιότητες που είχαν αναπτυχθεί στα πλαίσια της κτηνοτροφικής δραστηριότητας (επεξεργασία του γάλακτος, του δέρματος, των κεράτων, του ξύλου, του μαλλιού, των μετάλλων κ.λπ.) εξελίχτηκαν σε βιοτεχνίες, και η ένταξή τους στις παραγωγικές και ανταλλακτικές διαδικασίες του παζαριού υπήρξε αθρόα. Και φυσικά η εγκατάστασή τους στα αστικά κέντρα που διέθεταν παζάρια, όπως στα Γιάννενα, στη Μοσχόπολη, στην Άρτα κ.λπ., υπήρξε μαζική. Και αυτό απέφερε πλούτο και ευημερία στις ορεινές τους βάσεις, στα Ζαγόρια, στο Μέτσοβο κ.λπ. Φυσιολογικά η επιρροή τους στα πολιτικά πράγματα ήταν σημαντική.

Οι Βλάχοι της δυτικής Θεσσαλίας, της Ηπείρου, της Δυτικής Μακεδονίας, εμφανίζονται ως πρωταγωνιστές της Ελληνο-Ορθοδοξίας. Και στους σπουδαγμένους στην ελληνομάθεια Βλάχους της δυτικής Ελλάδας αποδίδονται οι ηγεσίες των ηγεμονιών της Μολδαβίας και της Βλαχίας. Στα τέλη του 18ου αιώνα o Ρήγας, Βλάχος απ’ το Βελεστίνο, πείθεται από τις αρχές της Γαλλικής Επανάστασης και ρίχνει την ιδέα μιας συνομοσπονδίας βαλκανικής μαζί με τους Μουσουλμάνους. Αυτό το τελευταίο έχουμε την τάση να το ξεχνάμε, λόγω της κατασκευής του μπαμπούλα του Ισλάμ.

 Οι Αλβανίτες από τη μεριά τους, αφιερωμένοι περισσότερο στις τέχνες του πολέμου, ήταν ως τότε στραμμένοι κατά ένα μεγάλο ποσοστό προς τη Λατινική Δύση, ενώ όσοι απ’ αυτούς είχαν γίνει μουσουλμάνοι έλεγχαν κατά ένα μέρος το κρατικό στράτευμα των Γενιτσάρων, που βασιζόταν σε πολεμιστές καταγόμενους από τα τρία βουνά. Από το Άλβανον, από το Μπαλκάν και από τον Καύκασο.

Στη διάρκεια των δύο αιώνων που προηγήθηκαν της διακυβέρνησης του Αλή, τα πράματα ήταν εξαιρετικά πολύπλοκα στην Ήπειρο και στην Αλβανία. Πολλοί εμπειροπόλεμοι ορεινοί της Ηπείρου και της Αλβανίας πολεμούσαν ως μισθοφόροι της Βενετίας ή άλλων κρατών της Ιταλίας, ακόμα και της... Γαλλίας. Άλλοι, όπως είπαμε, είχαν προσχωρήσει στο Νέο Στράτευμα των Οθωμανών, στο σώμα των Γενιτσάρων. Επί τόπου οι περίφημοι «σπαχήδες», που διαδέχθηκαν τους βυζαντινούς μεγαλογαιοκτήμονες, είχαν γίνει επί Οθωμανών τοπικοί χωροφύλακες χωρίς δικαιώματα γαιοκτησίας.

Η Οθωμανική εξουσία για να σταματήσει τη φεουδαρχική συγκεντροποίηση της γης, παραχωρούσε ένα δικαίωμα φορολογίας πάνω στην παραγωγή ώστε οι σπαχήδες να συντηρούν στρατιωτικά σώματα, για να φυλάνε την τάξη σε τοπικό επίπεδο και να ακολουθούν τον οθωμανικό στρατό σε καιρό πολέμου. Αυτό όμως δεν ικανοποιούσε κάποιους απ’ αυτούς. Μιμούμενοι το αστοφεουδαρχικό βενετσιάνικο σύστημα, προσπαθούσαν με πολέμους αναμεταξύ τους να μεγαλώνουν την επιρροή τους και να υποδουλώνουν τους καλλιεργητές. Και πολύ συχνά έκαναν συμμαχίες με ξένες δυνάμεις, όχι για να... «απελευθερώσουν την Ελλάδα από τον Τούρκικο ζυγό» όπως μας διδάσκει η τρέχουσα επίσημη ιστορία, αλλά για να προσπορίζονται οφέλη οι ίδιοι και οι πολεμικές ομάδες τους. Και μόνο από το 1635 και μετά όταν αναγκάστηκαν να γίνουν μουσουλμάνοι για να διατηρήσουν τα «σπαχηλίκια» τους, μειώθηκαν κάπως οι αναμεταξύ τους... «κατακτητικοί» πόλεμοι που γίνονταν ερήμην της κεντρικής εξουσίας του Οθωμανικού κράτους.

Πέρα απ’ αυτούς όμως τους αναγνωρισμένους «ανθρώπους των αρμάτων», αρματολούς, υπήρχαν κι άλλοι ορεινοί πολεμιστές που ασκούσαν τη ληστεία, που πουλούσαν προστασία στους κτηνοτρόφους, στους καλλιεργητές, στους βιοτέχνες. και που χαράτσωναν τα καραβάνια και τη διακίνηση των αγαθών στους μεγάλους δρόμους. Οι συχνές εξεγέρσεις τους εξυπηρετούσαν τα συμφέροντα της Βενετίας, του Βασιλείου των δύο Σικελιών, του Βατικανού.

Ο Αλή Πασάς, ως ντερβέναγας αρχικά, επόπτης των κλεισωρειών και των δρόμων, προσπάθησε να βάλει μια τάξη στα δυτικά και νότια Βαλκάνια που μαστίζονταν από την ασυδοσία των ορεινών που επιδίδονταν στη ληστεία και την πώληση προστασίας. Και για να βάλει μια τάξη στην ταραγμένη αυτή περιοχή των νοτιοδυτικών Βαλκανίων, έπρεπε να υποτάξει στην κυριολεξία όλους αυτούς τους ανυπόταχτους ορεινούς, που ήταν άλλωστε Αλβανίτες και Βλάχοι, αλβανόφωνοι.και βλαχόφωνοι. Είχε στη διάθεσή του μόνο κάποιους Λιάπηδες μουσουλμάνους της κεντρικής Αλβανίας και Τόσκηδες της νότιας Αλβανίας, κατά ένα μεγάλο ποσοστό χριστιανούς ορθόδοξους, Ρωμιούς. Ρωμιός ήταν κι ο επιστήθιος φίλος και συνεργάτης του Θανάσης Βάγιας με τον οποίο συνεργάστηκε σ’ όλη του τη ζωή με απόλυτη σύμπνοια στην πράξη και στον πολιτικό σχεδιασμό.

Ο Αλής είχε καταλάβει τα Τρίκαλα ως ντερβέναγας χωρίς την άδεια της κεντρικής εξουσίας, που του έδωσε τον τίτλο του Πασά των Τρικάλων εκ των υστέρων και με τη συναίνεση των Τρικαλινών που εκτίμησαν την αποτελεσματικότητά του ως δερβέναγα, δηλαδή την εκκαθάριση των δρόμων από τους ληστές. Ύστερα από λίγο κατέλαβε και τα Γιάννενα με τον ίδιο τρόπο, χωρίς να ρωτήσει κανέναν. Σίγουρα του έδωσαν την ιδέα οι Βλάχοι υποστηρικτές του, που θεωρούσαν τα Γιάννενα μια πιο κεντρική πιάτσα για τις μεταποιητικές και εμπορικές τους δραστηριότητες.

Η κατάληψη απ’ τον Αλή Πασά των Ιωαννίνων, που το πασαλίκι τους διεκδικούσαν κληρονομικώ δικαιώματι οι απόγονοι του μέχρι τότε πασά, βόλεψε την Υψηλή Πύλη που δεν αναγνώριζε εύκολα την κληρονομική μεταβίβαση οφικίων. Βόλευε όμως κυρίως τους Βλάχους της Πίνδου που υποστήριξαν τον Αλή ως δικό τους άνθρωπο. Ακόμα, βόλεψε το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης. Αυτό φαίνεται από τη φιλική στάση του Κοσμά του Αιτωλού προς τον Αλή κι από το σεβασμό που έδειχνε ο Αλής προς τον τελευταίο. Η στάση των Βλάχων λοιπόν την εποχή αυτή δεν ήταν καθόλου αποσχιστική από την Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Το κίνημα του Καρά Μαχμούτ Μπουσατλή και των «Λατίνων» οπαδών του, δηλαδή των Γκέκηδων του βορρά της σημερινής Αλβανίας και του Κοσόβου καθώς και των Μαυροβούνιων και των Κροατών και Σλοβένων, ήταν σαφώς αποσχιστικό. Και είχε σχέση με την προπαγάνδα της Αυστρουγγαρίας που προσπαθούσε να κατέβει προς νότον και να επεκτείνει την κυριαρχία και την επιρροή της στα Βαλκάνια. Γι’ αυτό και ο Καραμαχμούτ κατέβηκε ως την Οχρίδα και την κατέλαβε. Συμβολική κίνηση αφού η Οχρίδα ήταν το κέντρο, η μήτρα του Σκλαβινικού Δόγματος.

Η συμμετοχή του Αλή στην εκστρατεία ενάντια στον πασά της Σκόδρας, Καρά Μαχμούτ Μπουσατλή, το 1788-1789 έχει άμεση σχέση με την εθνογέννεση των Κροατών και των Αλβανών. Ο Μπουσατλής ήταν αυτός που πρώτος έριξε την Ιλλυρική ιδέα, θεωρώντας απογόνους των αρχαίων Ιλλυριών και τους Αλβανούς και τους Σλάβους. Στην περίπτωση αυτή ο Αλής κατάλαβε τη σημασία ενός τέτοιου εγχειρήματος και συμμετείχε στην καταστροφή του Μπουσατλή όχι μόνο για να του αναγνωριστεί από το Σουλτάνο το οφίκιο του Πασά των Ιωαννίνων, αλλά και για να γίνει ο σωτήρας του Οθωμανικού κράτους που κινδύνευε απ’ το κίνημα του Μπουσατλή.

Με την εμφάνιση του Αλή Πασά, που ένωσε τις κυριότερες φυλές τους, οι Αλβανίτες αναδείχθηκαν σε πρωταθλητές της άμυνας της Αυτοκρατορίας. Και η πολιτική τους αυτή συνέχισε ως τους Βαλκανικούς πολέμους του 1912, οπότε αναζήτησαν κι αυτοί μια ιδιαίτερη βαλκανική πατρίδα.

Η διπλωματική αντιμετώπιση της Γαλλικής, της Ρωσικής και Αγγλικής επεκτατικής πολιτικής στο Ιόνιο και στην Αδριατική, υπάρχει διάχυτη στην Αληπασιάδα. Οι λεπτομέρειες που δίνει η Αληπασιάδα διαψεύδουν το ότι η διπλωματία του Αλή Πασά ήταν εμπειρική διπλωματία ενός ανθρώπου που την ασκούσε χωρίς σχεδιασμό, με την προσωπική του έμπνευση και καπατσοσύνη. Δείχνουν πως ο Αλής είχε στη διάθεσή του ολόκληρο δίκτυο πληροφοριών και ανθρώπων που γνώριζαν τις γλώσσες και τα ήθη των αντιπάλων του, καθώς και τις τοπικές γλώσσες και τα ιδιώματα. Διαβάζοντας την Αληπασιάδα μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι εκτός από τον ίδιο τον Αλή, που αντιμετώπισε αριστοτεχνικά τις εναλλαγές των ξένων δυνάμεων στα σύνορά του, έπαιξαν ρόλο και πολλά άλλα μυαλά, όπως οι Ρωμιοί λόγιοι των Ιωαννίνων που οι περισσότεροι απ’ αυτούς ήταν Βλάχοι. Η επίσημη ιστορία μας τους κατέταξε στην τάξη των λογίων, που μέλημά της ήταν μόνο η λογοτεχνία και η παιδεία. Και αμέλησε τον πολιτικό ρόλο που έπαιξαν στο γεωπολιτικό πάζλ των Ιονίων νήσων και της Αδριατικής στις αρχές του 19ου αιώνα.

Οι Ευρωπαίοι που βρέθηκαν εδώ, γιατί τα Γιάννενα, τα Ιόνια νησιά και η Αδριατική ακτή ήταν στην επικαιρότητα με την παρουσία εκστρατευτικών σωμάτων των τριών μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων, χαρακτήρισαν τον Αλή Πασά ως σημαντική προσωπικότητα. Ο λόρδος Μπάιρον, για παράδειγμα, τον ονόμασε «μουσουλμάνο Ναπολέοντα»...

Η συνένωση των μεγάλων τοπικών φυλών της Αλβανίας είναι ένα από τα κυριότερα συμβάντα της εποχής του Αλή Πασά που η Αληπασιάδα φωτίζει με εκπληκτικές λεπτομέρειες. Ο Αλή πασάς επιχείρησε αυτή τη συνένωση συνειδητά και την πέτυχε. Τη συνένωση των Τόσκηδων, των Λιάπηδων και των Τσάμηδων. Στόχευε να συνενώσει και τους Γκέκηδες του αλβανικού βορρά. Ο Χατζή Σεχρέτης το λέει ξεκάθαρα πως είχε βλέψεις για τον αλβανικό βορρά:

            «Κι άλλα μουράτια καρτερεί με του θεού την χάρη

            Την Ντίμπρα και την Γκεκαριά κι αυτά θέλει τα πάρει

            Κι άλλα μουράτια καρτερεί όσο καιρό κι αν ζήσει

            σε Σκόδρα και Καράνταϊ αυτός θα κάμει κρίση.»

Και προσθέτει ακόμα πως ο Αλής θα μπορούσε να επεκτείνει τη δικαιοδοσία του και στη Βοσνία ακόμα:

            «Θαρρώ και γω που το ’γραψα με την δική μου γνώση

            Σε Βόσνα και επίλοιπα νιζάμι θελα δώσει

            Τι αυτός είν’ ένας άνθρωπος σε τούτο το ζαμάνι

            που τον γεράτισ’ ο θεός.μονόν χωρίς ακράνη...»

Ο ποιητής της Αληπασιάδας μιλάει πια για «Άρβανο», χωρίς να δίνει στη λέξη μόνο γεωγραφική σημασία. Εννοεί μ’ αυτήν ολόκληρη την κοινή γνώμη των κατοίκων του Αλβάνου. Εννοεί ακόμα το σύνολο των πολεμιστών του Αλβάνου που συντάσσονταν με τον Αλή πασά.

        «Και πλάκωσ’ όλο τ’ Άρβανο στου Δέλβινου τα μέρη…»

Βρισκόμαστε εδώ μπροστά σ’ ένα ξύπνημα της εθνικής συνείδησης των Αλβανών που παραμελήθηκε κι από τους ίδιους τους Αλβανούς, όταν έγραψαν την εθνική τους ιστορία τον καιρό του Εμβέρ Χότζα.

Η γιγάντια προσπάθεια να ενώσει τις ανεξάρτητες και ασύδοτες φυλές δεν εκτιμήθηκε δεόντως από τους ιστορικούς. Ίσα-ίσα που παρερμηνεύθηκε κυρίως από τους Έλληνες ιστορικούς, που θεώρησαν ότι η «λευτεριά» την οποία επικαλούνταν για το Σούλι ήταν η ελευθερία της Ελλάδος. Οπότε και ο Αλής, που ήθελε να υποτάξει το Σούλι, ήταν εχθρός της ελευθερίας της Ελλάδος. Γενικά η παρερμηνεία του όρου ελευθερία είναι τραγική τον 19ο αιώνα. Γιατί ελευθερία πρόσφερε ο Αλή Πασάς στους παραγωγούς και στους μεταφορείς προϊόντων, καθαρίζοντας τους δρόμους από τους ληστές. Για να το πετύχει όμως αυτό έπρεπε να τιμωρεί παραδειγματικά αυτούς που σταματούσαν τα καραβάνια και τα λήστευαν, αυτούς που απήγαγαν ανθρώπους και γύρευαν λύτρα. Όλοι οι ιστορικοί μας του 19ου αιώνα, όπως και ο Κ. Σάθας, τον χαρακτήρισαν «αιμοσταγή τύραννο». Αλλά ο Αλής από το Τεπελένι δεν ήταν ούτε τόσο «αιμοσταγής» ούτε και τόσο «τύραννος», αν τον συγκρίνουμε με τους άλλους ηγεμόνες της εποχής του. Με τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη, για παράδειγμα, που πετσόκοψε εκατοντάδες χιλιάδες Γάλλους στρατιώτες στους κατακτητικούς πολέμους του στην Ευρώπη, στην Ασία και στην Αφρική, μόνο και μόνο για να στερεώσει την ιμπεριαλιστική επιρροή της Γαλλίας και να στερεώσει τις βάσεις του «Γαλλικού Έθνους». Απλώς ήταν τρομερά δύσκολο να υποταχθούν σε μια ανώτερη εξουσία όλοι αυτοί οι ασύδοτοι ορεινοί και κυρίως οι Σουλιώτες, που ζούσαν πουλώντας προστασία, ή οι Λιάπηδες, που ήταν συστηματικοί ζωοκλέφτες από καταβολής κόσμου.

Η σπάνια, για την εποχή του, προσωπικότητα του Αλή εκτιμήθηκε από τον λαό της Ελλάδας και της Αλβανίας για πολύ συγκεκριμένους λόγους. Γιατί επέβαλε απόλυτη τάξη∙ υπέταξε όλους τους ληστές, τους ασύδοτους, τους πωλητές προστασίας, τους δωσίλογους της βενετοκρατίας και τους κάθε λογής πράκτορες ξένων επιρροών σ’ όλη την περιοχή της δικαιοδοσίας του. Κι αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την ανάπτυξη της βιοτεχνίας, της ανταλλαγής και των τεχνών και γενικότερα την ευημερία της Ελλάδας.

Ο Αλή Πασάς μισήθηκε κυρίως από τους Έλληνες εθνικιστές λόγιους της μετεπαναστατικής περιόδου και έγινε ήρωας αρνητικός στη μυθολογία της νεότερης Ελλάδας.

Κανείς τους δεν θέλησε να παραδεχθεί ότι η εμφάνιση του Αλή Πασά στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα, ενός Αλβανού που στήριξε την πρωτοκαθεδρία του χριστιανορθόδοξου ελληνόφωνου και του ισλαμικού αλβανόφωνου στοιχείου στα δυτικά Βαλκάνια, και η πρωτοκαθεδρία του στάθηκε σημαντική για να μην καταρρεύσει η Οθωμανική Αυτοκρατορία πάνω από έναν αιώνα νωρίτερα. Κανείς δεν θέλησε να παραδεχθεί πως ο Αλής ήταν ο άνθρωπος των Ελληνοβλάχων και των Αλβανών Μουσουλμάνων και της επιτυχούς συμμαχίας τους.

Η συμμετοχή του Αλή στις κυριότερες εκστρατείες που είχαν σχέση με τις απαρχές της παρέμβασης των ευρωπαϊκών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων στην Ανατολή, που ο απόηχός της είναι αισθητός μέχρι σήμερα, δείχνει τη σημασία αυτού του προσώπου που κράτησε την Ελλάδα στα χέρια του παραπάνω από τριάντα χρόνια, περισσότερα από κάθε άλλον ηγεμόνα στην ιστορία. Ήταν ο τελευταίος συνεπής Ανατολίτης σε μια κοινωνία που έχανε την εμπιστοσύνη στον εαυτό της και στο κοινωνικό της σύστημα, που πειθόταν πως το μέλλον ανήκε στην Ευρώπη και πως έπρεπε να την μιμηθεί για να επιβιώσει.

Απ’ αυτούς που μιμούνταν τα δυτικοευρωπαϊκά πρότυπα έγινε ήρωας λαϊκών μυθιστορημάτων και θεατρικών έργων, πρωταγωνιστής ηρωικών έργων του Καραγκιόζη και δημοτικών τραγουδιών. Ακόμα στη δεκαετία του ’80 ο μεγάλος καραγκιοζοπαίχτης Χαρίδημος έπαιζε στους Αέρηδες στην Πλάκα την τριλογία του Κατσαντώνη κι έδειχνε επί σκηνής τον Αλή να βάζει τους δημίους να σπάνε με τη βαριά τα κόκαλα του περίφημου ήρωα των βουνών της Ρούμελης. Φυσικά στην Ήπειρο και σ’ όλη τη δυτική Ελλάδα η βαριά σκιά του Αλή Πασά πλανιέται ακόμα σήμερα. Και για όλα αυτά μία από τις πηγές που χρησιμοποιήθηκε πλατιά ήταν η Αληπασιάδα, είτε από τα χειρόγραφά της που κυκλοφόρησαν, ολόκληρα ή διασκευασμένα, είτε πετσοκομμένη όπως την εξέδωκε ο Κ. Σάθας.

Μόνο κατά τον Μεσοπόλεμο, ο ιστορικός Τάκης Κανδηλώρος αντιμετώπισε πιο ψύχραιμα την προσωπικότητα του Αλή Πασά σ’ ένα μακροσκελές άρθρο του στην Εγκυκλοπαίδεια του Πυρσού. Κι ύστερα απ’ αυτόν, συνέχισε το μίσος των Ελλήνων εθνικιστών να αμαυρώνει τη μνήμη του Αλή Πασά. 

Στις αρχές του 2001 (15 Μαρτίου), στο ένθετο «Ιστορικά» της εφημερίδας «Ελευθεροτυπία» με τίτλο «Αλή Πασάς» εμφανίστηκαν μια σειρά από προσεγγίσεις σημερινών ερευνητών που μαρτυρούν μια νέα κατεύθυνση στην ιστορική έρευνα γύρω από την εποχή του Αλή Πασά, δηλαδή την προεπαναστατική περίοδο, μια τάση επανεκτίμησης των πηγών εκείνης της εποχής και μια διάθεση αποκατάστασης της προσωπικότητας του περιλάλητου κυβερνήτη της Ελλάδας. Η εικόνα του αιμοσταγούς τυράννου φαίνεται να ξεθώριασε, με την υποχώρηση του εθνικισμού μεταξύ των πανεπιστημιακών μας δασκάλων. Η σύγκριση του Αλή Πασά με τον Βοναπάρτη, που αποδίδεται στο Λόρδο Μπάιρον, δεν φαίνεται πια καθόλου υπερβολική στους σημερινούς ερευνητές.

Δυστυχώς και στη Σερβία και στη Βουλγαρία, στην οποία ανήκει τώρα το Βιδίνι, και στην Ελλάδα και στην Τουρκία, κυριάρχησε η πολιτειακή μορφή του εθνικού κράτους που βόλευε τους μεταπράτες εμπόρους, και κανείς δεν υποστήριξε πια ποτέ τη Βαλκανική Ομοσπονδία των αυτοδιοικούμενων τοπικών ενοτήτων, που είχαν φανταστεί και προπαγανδίσει ο Οσμάν Παζβάνογλου κι ο Ρήγας ο Βελεστινλής και που υλοποιήθηκε λίγο μετά στην Ελβετία.                           

Η σημασία λοιπόν της Αληπασιάδας έγκειται και στο ότι αναφέρεται σε γεγονότα σημαντικά για την ιστορία των δυτικών Βαλκανίων στα τέλη του 18ου αιώνα, σχετικά με τις απαρχές των επαναστατικών κινημάτων και της λεγόμενης «εθνογένεσης» των βαλκανικών λαών, που γι’ αυτά έχουμε αντιφατικές πληροφορίες.

Ο παραμελημένος Παζβάνογλου που προσπάθησε ανεπιτυχώς να απελευθερώσει τον Ρήγα απ’ τη φυλακή, είχε κι αυτός μια σχέση έμμεση με την επανάσταση του 1821. Όταν πέθανε από φυσικό θάνατο το 1808, άφησε στο πόδι του έναν επάξιο αγωνιστή, τον κυβερνήτη του Ρουστσούν, Μουσταφά Μπαϊρακτάρ, τον επονομαζόμενο Αλεμτάρ. Αυτός την ίδια χρονιά, το 1808, μάζεψε τους Γενίτσαρους και τους νταήδες του Βιδινίου και κατέβηκε στην Κωνσταντινούπολη να βάλει ένα τέλος στους νεοτερισμούς… Μπήκε με τον στρατό του στο παλάτι του Σουλτάνου, χωρίς να συναντήσει καμιά αντίσταση. Και απαίτησε να του φέρουν μπροστά του τον ίδιο τον Σουλτάνο Σελίμ, τον «εκμοντερνιστή». Οι αυλικοί έπνιξαν τον Σουλτάνο και πέταξαν το πτώμα του στην αυλή, μπροστά στον Αλεμτάρ. Τότε ο Αλεμτάρ σήκωσε το μπαϊράκι του και μπήκε μέσα στο παλάτι, έπιασε και φυλάκισε τον Σουλτάνο Μουσταφά και έχρισε Σουλτάνο τον αδερφό του Μαχμούτ, που τον βρήκε κρυμμένο πίσω από μια στοίβα χαλιά. Αυτός ο Μαχμούτ είναι ο Σουλτάνος του 1821. Στα 19 χρόνια που πέρασαν απ’ τον ενθρονισμό του, πείσθηκε από τους εκσυγχρονιστές και προχώρησε σ’ αυτό που η φατρία του θεώρησε εκσυγχρονισμό. Εξολόθρευσε το σώμα των Γενιτσάρων και  προσπάθησε να καταστείλει την επανάσταση στην Ελλάδα…

Ο Τουρκ-αλβανός ποιητής Χατζή Σεχρέτης

Ο Κ. Σάθας παρουσιάζει τον ποιητή της Αληπασιάδας, Χατζή Σεχρέτη, με καθόλου κολακευτικά λόγια:

«Εν τη αυλή του Αλή έζη ψωμιζόμενος Τουρκαλβανός τις, Χατζή Σεχρέτης ονομαζόμενος, και εκ Δελβίνου καταγόμενος. Ούτος πάντη αγράμματος τυγχάνων, πλην δια ποιητικής πεπροικισμένος φαντασίας, καθ’ υπαγόρευσιν του Αλή εξύμνησε τά τε τρόπαια και τα κακουργήματα του νέου αυτού Φαλάριδος... Ο Χαζή Σεχρέτης απεβίωσεν ολίγα προ του θανάτου του Αλή έτη εν Αλβανία, ένθα ελεεινώς απέζη έκ τινος θέσεως, ήν απήλαυσε συνεχώς παρενοχλών τον φιλάρπαγα και ανελεήμονα ήρωα του ποιήματός του... Μονομερής πανηγυριστής και άθλιος κόλαξ ο Χατζή Σεχρέτης διαστρέφει συνεχώς την αλήθειαν, επισωρεύων ψεύδη, και επιχέων τον ιόν της μοχθηρίας κατά της αντιπαλαιούσης τω ήρωί του εθνικότητος. Πλην πολλάκις διαλάμπει εν αυτώ και η αλήθεια, ουχί βεβαίως καθαρά και τηλαυγής, ευκόλως όμως εκκαθαριζομένη της αχλύος, δι’ ής μοχθηρός φανατισμός και προκατειλημμένη φαντασία περιέβαλαν αυτήν. Ούτω π.χ. εκτός των άλλων αναγνωρίζομεν, ότι ο ήρως του Σουλίου πολέμαρχος, ο καλόγηρος Σαμουήλ, δεν έθηκεν ιδία χειρί το πυρ το περιθέμενον αυτώ τον στέφανον του μαρτυρίου, αλλά χειρ αδελφική, εξαναγκασθείσα υπό του τυράννου, ανετίναξεν εις τον αέρα το ηρωικόν Κούγκι. Τούτο κάπως ομολογούσιν ό τε Περραιβός και ο Κουτσονίκας.»

Ο Χατζή Σεχρέτης δεν ήταν «ποιητής» με τη σημερινή σημασία της λέξης, ούτε με τη σημασία που δινόταν στη λέξη από τους λόγιους σ’ όλο τον 19ο αιώνα. Ήταν «μπεϊτετζής», δηλαδή «στιχουργός» οργανοπαίχτης, που διέθετε καλλιεργημένη και ανεπτυγμένη μνήμη, ώστε να θυμάται από στήθους άπειρα τραγούδια και να μπορεί με μεγάλη ευκολία να συνθέτει και δικά του. Και δεν μετέφερε ο ίδιος στο χαρτί με το χέρι του το μακροσκελές τραγούδι του, παρά το υπαγόρευε, το τραγουδούσε σ’ ένα γραμματικό που το κατέγραφε.

Η λέξη «μπεϊτετζής», από την αλβανική bejtexhinj, προέρχεται από την τουρκική beiteci, σχηματισμένη από την περσική λέξη beit που σημαίνει «στίχος» και την τούρκικη κατάληξη –ci, που σημαίνει «άτομο ειδικευμένο», όπως λέμε λουκουμτζής, γανωτζής, βιολιτζής κ.λπ. Μπεϊτετζής σημαίνει στιχουργός. Στα σημερινά αλβανικά λεξικά μπορούμε να βρούμε τη λέξη bejtar (μπεϊ-τάρ) με τη σημασία «λαϊκός ποιητής», όπου η τούρκικη κατάληξη –τζής έχει αντικατασταθεί με την αντίστοιχη αλβανική –ταρ, αλλά έχει διατηρηθεί η περσική ρίζα «μπέιτ» που όπως είπαμε σημαίνει «στίχος». Ο ίδιος ο Χατζή Σεχρέτης στο τέλος του έργου του λέει:

             «Χατζή Σεχρέτης τα ’καμε ετούτα τα μπεέτια

             οπ’ έχει και στην τσέπη του χίλιες χιλιάδες τέτοια...»

Για τους Αλβανούς «μπεϊτετζήδες» έγραψε σχετικά πρόσφατα. ο Αλβανός ερευνητής του Ινστιτούτου Γλωσσολογίας και Λογοτεχνίας των Τιράνων Γιόργο Μπούλο στο περιοδικό Albanohellenica ένα άρθρο στα γαλλικά με τίτλο «Η ποίηση των Μπεϊτετζήδων και η αξία των ανατολίτικων στοιχείων της». Θεωρεί τους Μπεϊτετζήδες επιρροή ισλαμική, που ήρθε στην Αλβανία από την Ανατολή μαζί με το Ισλάμ. Δεν είναι όμως έτσι. Μπορεί η λέξη μπεϊτετζής να ήρθε από την Ανατολή με το Ισλάμ, αλλά λαϊκοί στιχουργοί υπήρχαν και μεταξύ των Αλβανών χριστιανών και μεταξύ των Βαλκάνιων και των Ελλήνων, και έχουμε αναρίθμητα παραδείγματα τραγουδιών και επών που συντέθηκαν ή γράφτηκαν από επώνυμους στιχουργούς από τον καιρό του Βυζαντίου ως τις μέρες μας.  Η σύνθεση ενός τέτοιου βιογραφικού ποιήματος ήταν κάτι το νορμάλ τότε. Γινόταν όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στην Κωνσταντινούπολη και στην Ανατολή και σ’ όλα τα Βαλκάνια Στην εποχή που ο Χατζή Σεχρέτης συνέθεσε την Αληπασιάδα, κυκλοφορούσαν πολυάριθμα τέτοια ποιήματα, που δεν ήταν ποιήματα αλλά... ραψωδίες επικές. Στην Πόλη κυκλοφορούσε η Βοσπορομαχία. Στο κοντινό Μαυροβούνιο ο ίδιος ο ηγεμόνας, ο Πέταρ Πέτροβιτς Νιέγκος, θα συνέθετε… λίγο αργότερα τη «Γιρλάντα των βουνών», ένα μεγάλο στιχούργημα που θεωρείται από τα πρώτα, τα κλασικά έργα της Σερβικής λογοτεχνίας… Το χρονικό της Δρόπολης, Το χρονικό του Γαλαξιδίου, Το χρονικό της Συκής του Πηλίου. Το χαμένο σήμερα χρονικό της Ζαγοράς. Τα χρονικά του Νικήτα Νιφάκου. Τα στιχουργήματα του Ναϊμ Φράσερη, η Σλάβικη Βέδα του Βέρκοβιτς και άλλα.

Η διαβολικά επίμονη περσική αυτή λέξη «μπέιτ», «μπέϊτι», έχει σωθεί στα ελληνικά και ως δεύτερο συνθετικό της λέξης «ρε-μπέτ», που σημαίνει «τετράστιχο», «ρεμπέτικο». Το αρχικό περσικό πρόθεμα «ρου» έγινε στα τούρκικα «ρε», μέσα από τους κανόνες της «αρμονίας των φωνηέντων» της τουρκικής γλώσσας και το περσικό «μπέιτ» έγινε «μπετ». Άσχετα όμως από τη διαφορετική προφορά τους στις δύο γλώσσες, στην αραβική γραφή οι δύο λέξεις γράφονται με τα ίδια γράμματα. Σημειωτέον ότι ο πληθυντικός του «ρου-μπειτ» είναι στα περσικά «ρου-μπαγιάτ», λέξη γνωστή διεθνώς από τα 500 τετράστιχα του μεγάλου Πέρση ποιητή Ομάρ Καγιάμ που έχουν μεταφραστεί και εκδοθεί στα ελληνικά από πολλούς γνωστούς λογοτέχνες μας.

Οι «ρεμπετολόγοι» δεν δέχονται αυτή την πραγματικότητα, την απορρίπτουν έτσι αυθαίρετα, παρ’ όλο που οι λέξεις «ρε-μπετ» και «ρου-μπέιτ» υπάρχουν στα τουρκικά λεξικά, και φυσικά στα περσικά. Την εντόπισα για πρώτη φορά στο βιβλίο μου «Η Πιάτσα» (1η έκδοση Κάκτος, Αθήνα 1980).

Για τη ζωή του αλβανού μπεϊτετζή-στιχουργού Χατζή Σεχρέτη δεν ξέρουμε και πολλά πράματα, πέρα απ’ το ότι καταγόταν από την αλβανική πόλη Δέλβινο, μια πόλη της σημερινής Νότιας Αλβανίας, που βρίσκεται δεκαπέντε χιλιόμετρα βορειότερα από τους Αγίους Σαράντα. Ο Αλής τον βρήκε εκεί, αφού πήγαινε συχνά, και πάντρεψε την αδερφή του Χαϊνίτσα με τον πασά του Δέλβινου, τον οποίο αργότερα δολοφόνησε για να εντάξει το Δέλβινο στην επικράτειά του.

Γράφτηκε ότι ο ποιητής βασίστηκε σε διηγήσεις του ίδιου του Αλή και περιέχει τη δική του άποψη για τα γεγονότα... Η άποψη αυτή δεν δικαιώνεται. Ο ποιητής υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας σε ορισμένα τουλάχιστον περιστατικά αν όχι σε όλα, αφού οι ξένοι περιηγητές περιγράφουν την παρουσία του πάντα δίπλα στον Αλή, να κάθεται μάλιστα στο ντιβάνι του πασά.

Ο Δανός περιηγητής Peter Oluf Brondsted, που επισκέφθηκε τον Αλή στα Γιάννενα το φθινόπωρο του 1812, δίνει την παρακάτω περιγραφή ενός προσώπου που καθόταν δίπλα στον Αλή και που δεν μπορεί να ήταν άλλος από τον ποιητή Χατζή Σεχρέτη:

«Ο Βεζίρης ήταν καθισμένος κοντά σ’ ένα παράθυρο στη γωνία του ντιβανιού με σταυρωμένα τα πόδια, πάνω σ’ ένα μαξιλάρι μάλλον μεγαλύτερο από τ’ άλλα. Στ’ αριστερά του και σε απόσταση λίγων βημάτων από κείνον καθόταν στο ντιβάνι και στην ίδια στάση ένας ηλικιωμένος Τούρκος, προφανώς υψιλόβαθμος αξιωματούχος, άντρας με ωραίο παρουσιαστικό και με μια πολύ πιο επιβλητική όψη από κείνην του Βεζίρη. Πιο κάτω και πάνω σε ένα ποικιλόχρωμο χαλί στο πάτωμα, δηλαδή στο χώρο που περιέβαλε το ντιβάνι, βρίσκονταν τρεις γραμματικοί ή αντιγραφείς, δύο από τους οποίους Έλληνες ήταν μπροστά στο Βεζίρη, ενώ ο τρίτος που ήταν Αλβανός ή τουλάχιστον έτσι έμοιαζε από το ντύσιμο του, ήτανε πιο κοντά στον Τούρκο που μόλις ανέφερα... Ο Βεζίρης μας χαιρέτησε... Κατόπιν μας έγνεψε να καθίσουμε στο ντιβάνι όχι μακριά απ’ αυτόν. Έδωσε μερικές εντολές στους γραμματικούς κι αυτοί αμέσως αποσύρθηκαν. Δεν έμεινε παρά μόνο ο γηραλέος Τούρκος που αποτέλεσε το βουβό πρόσωπο της σκηνής...»

Σε μια ακουαρέλα που βρίσκεται στο Μουσείο Μπενάκη μπορούμε να δούμε ένα πρόσωπο που κάθεται στο ντιβάνι δίπλα στον Αλή. Μπορεί κάλλιστα να είναι ο ποιητής Χατζή Σεχρέτης. Ήταν λοιπόν μυστικοσύμβουλος του Αλή, που συχνά τον έστελνε σε διπλωματικές αποστολές, όπως αναφέρει στην Αληπασιάδα. Άρα τα όσα έγραψε ήταν η επίσημη άποψη, αυτή που έπρεπε να γραφτεί. Αλλά σε καμία περίπτωση δεν υπαγορεύτηκε απ’ τον ίδιο τον Αλή Πασά.

Σχετικά με τον αρθρογράφο

kaboomzine