Κινηματογράφος

Η κούκλα της Ταινιοθήκης (ή αλλιώς: Ξεχάστε τα Oscar!)

Εξέλαβα τη βράβευση Di Caprio ως (ταπεινωτική) φάρσα της Επιτροπής: «Ό,τι καλύτερο είχες να (μάς) δώσεις ήταν οι κραυγές, και οι γκριμάτσες, πόνου στο Revenant… Παρ’ το κι άδειασέ μας τη γωνιά!»

Κατά τ’ άλλα, το Έπος του Iniaritu δεν είναι παρά τεχνικό «show-off» - Που θα ξεπεραστεί απ’ το επόμενο του ιδίου (ή και νωρίτερα). Μανιχαΐσμός: Ο κακός παραείναι κακός. Χολλυγουντιανός κρετινισμός: Μια άρνηση του ήρωα να πεθάνει (εμπύρετος - νηστικός μες στα χιόνια, θαμμένος, τσαλαπατημένος και μισοφαγωμένος απ’ τα θηρία, πεσμένος από γκρεμό…), που ’βγαλε, αν μη τι άλλο, γέλιο.

Θα μπορούσε να εκληφθεί και ως «σχόλιο» πάνω στο Hollywood, αλλά το ’κανε καλύτερα με το Birdman. Εδώ, μάλλον σοβαρολογούσε (δυστυχώς) => «Χρυσό popcorn», από μένα, για το ’16    [Ξέρω, δεν θα πληγωθεί…]

Κι ας είναι τόσο επιβλητική, που να μην επιτρέπει αμφισβητήσεις (σαν μαρκάρισμα, ή τάπα, του Yao Ming)**. Οι ευθείες αναφορές στο Aguirre με την πρώτη, συναρπαστική, σεκάνς, ή στον Andrei Tarkovsky (διάσπαρτες), ή ακόμη και στον… Friedrich, δεν αρκούν για ν’ αναγάγουν μια αμερικανιά σε έργο τέχνης.

Αντίθετα, υποκλίνομαι στην τιμιότητα (και το soundtrack, με Giuseppe Verdi!) του Mad Max. Τη θεωρώ απ’ τις καλύτερες κινηματογραφικές μου εμπειρίες, το ’15.

Μού ξέφυγε (;) το Spotlight. Θαρρώ πως η Δύση θα πρέπει να πάψει ν’ αναζητά «ήρωες» και «φωτεινές εξαιρέσεις» στο βούρκο (η αισιοδοξία είναι κι αυτή μια μορφή αποδοχής του βούρκου). Ν’ αντικρίσει τον εαυτό της κατάματα. Με ταινίες σαν το «The Wolf of Wall Street» [Έπος! – ΕΚΕΙ έπρεπε να πάρει το Oscar, ο Leo], ή το, συγκεκαλυμμένο ντοκιμαντέρ, «The Big Short». Αυτό το τελευταίο τ’ απήλαυσα…

Το πληθωρικό μοντάζ ακροβατούσε με την αισθητική (εμένα, πάντως, μ’ άρεσε), ο τρόπος κινηματογράφησης συνέτεινε στην αμεσότητα, τα γνωστικά στοιχεία έπεφταν βροχή – μπερδεύοντας, από ένα σημείο κι έπειτα, τους αμύητους περί του finance. Μάλιστα, οι χαρακτήρες λειτούργησαν εργαλειακά (θυμηθείτε την ατάκα του Brad Pitt, με το «1% unemployment»…), για να παράσχουν στοιχεία. Να «ξεστραβώσουν» το θεατή.

Ενδιαφέρον και το Ex-Machina, που πέρασε στα ψιλά  (Oscar ειδικών εφέ).

Ο, βλακώδης, παροξυσμός των κριτικών με την «Carol», καθώς κι η υπερ-προβολή του «Hateful Eight», δεν ευοδώθηκαν – ευτυχώς! - με τ’ αντίστοιχα επίχρυσα ειδώλια: 0/6, για τον Todd Haynes. 1/3 για τον Tarantino - ή μάλλον για τον, χαλκέντερο (87 ετών) Ennio Morricone, που ΔΕΝ είχε ξαναπάρει βραβείο!

Ο «Γιος του Σαούλ» ως Best Foreign Language, εξυπακούετο. Μιλάμε για την καλύτερη ταινία της διοργάνωσης (γενικώς).

Με παρακίνησε να ψάξω τις ρίζες του «πατρός» του Σαούλ, Laszlo Nemes - καθώς και του δασκάλου του, Bela Tarr - στο τρέχον αφιέρωμα της Ταινιοθήκης.

Πρόλαβα την, βραβευμένη (δεύτερο συνεχόμενο «Jury Prize» για τους Ούγγρους, το ‘70), «Αγάπη», του Karoly Makk. Ήσυχη, υποβλητική, σκοτεινή – όπως και η ζωή πίσω απ’ το παραπέτασμα. Δυστυχώς, έφτασε να με… γλαρώσει (στοιχείο του «Υπαρκτού», και αυτό!), με αποτέλεσμα να χάσω κάποια λεπτά.

Το αβανγκαρντίστικο μοντάζ σού υπενθυμίζει ότι βλέπεις ταινία. Μια πικρή, κριτική ταινία που, όλως παραδόξως, παρήχθη απ’ το ίδιο το Καθεστώς που (σε προηγούμενη φάση του) κατήγγειλε! Διατηρώντας, έτσι, σ’ απόσταση το θεατή - σπάζοντας τη συναισθηματική ταύτιση, επιστρατεύοντας τη λογική.

Η ταινία προλογίστηκε ως «αριστούργημα». Διαφωνώ: Τ’ αριστουργήματα ΔΕΝ κουράζουν. Κι αυτό, επιβεβαιώθηκε με το «Mephisto», του Istvan Szabo («Best Foreign Language» 1981), που προβλήθηκε αμέσως μετά. Και αποκατέστησε τον ορισμό…

Το «Mephisto» είναι, κατ’ εμέ, ο «Κομφορμίστας» της ανατολικο-ευρωπαϊκής φιλμογραφίας. Μια αριστουργηματική συμπύκνωση της έννοιας του Φασισμού (ψέμα, προδοσία, ακόρεστη λαγνεία της Εξουσίας, αριβισμός).

Ο ρόλος του πρωταγωνιστή (Klaus Maria Brandauer) είναι χειμαρρώδης, ηδυπαθής, θυμίζοντας έντονα αυτήν, αυτόν αλλά κι αυτόν

Η σταδιακή κοινωνική-επαγγελματική άνοδος, είναι, παράλληλα, και πτώση – μια αντίφαση που συνοψίζεται στην τελευταία, αριστουργηματική σκηνή (κυρίαρχος του κόσμου αλλά, την ίδια στιγμή, «έγκλειστος»)!

Ο Mephisto: Αντιναζί, όσο του επιτρέπεται ν’ απολύει (εκ του ασφαλούς) ναζί. Όσο η Πρόοδος, κι η Αριστερά, «πουλάει»… Αργότερα, όργανό τους. Με μια λέξη, μόνιμα «συμβατός» με τη βούληση των αποπάνω: Κομφορμιστής!

Ο ρυθμός της ταινίας, η χρήση τεχνικών μέσων (φως, επιλογή φακών) είναι τέτοια, ώστε να μην σ’ αφήνουν σε χλωρό κλαρί… Το μοντάζ - όπως και στην «Αγάπη» - πέφτει σ’ ελάχιστα καρέ. Όλο το λίπος εξαφανίζεται. Οι χώροι εναλλάσσονται μεμιάς.

Έτσι, η αργή είσοδος - έξοδος του πρωταγωνιστή απ’ το γραφείο, τη στιγμή της εκμηδένισής του (απ’ τον ναζί), λαμβάνει πολλαπλάσια βαρύτητα. Το ίδιο κι οι «ντεμενάδες» του, στον εξώστη…

[Κάτι ανάλογο σκεφτόμουν για τον, επιθανάτιο, μονόλογο του βασιλιά, στο – κατά τ’ άλλα οργιαστικό – «Falstaff», του Orson Welles: Η κάμερα μένει για 2 ολόκληρα λεπτά στυλωμένη στο πρόσωπό του. Πολλαπλασιάζοντας (σ’ αντιδιαστολή με το γρήγορο μοντάζ και τα travelling της υπόλοιπης ταινίας) το φορτίο του μονολόγου…]

Ας επανέλθουμε στο ερώτημα: Τι είναι Αριστούργημα;

- Ένα φιλμ 2μισι ωρών, που βλέπεται, νυχτιάτικο - με μιαν ανάσα - μετά από βαρύ ασπρόμαυρο του ’70, κι ενώ είσαι άυπνος! Κι ενώ δίπλα σου κάθεται η ωραία της Ταινιοθήκης, μελαχρινή, μόνη και σινεφίλ (αρκετά σινεφίλ, ώστε να βλέπει 4 ώρες ουγγρικά, Παρασκευή βράδυ στο Γκάζι). Κι όμως, o Szabo σε κάνει να την ξεχάσεις - από το πρώτο κιόλας λεπτό…

Πώς αλλιώς θα χαρακτήριζες μια τέτοια ταινία;

** Μετά απ’ τη συγγραφή του κειμένου, θυμήθηκα αυτό...

Σχετικά με τον αρθρογράφο

Ρένος Μάρτης