Κινηματογράφος

Ο Ταρκόφσκι για τον Ρομαντισμό

Σε συνέχεια της αναδημοσίευσης των σκέψεων του Ταρκόφσκι για τη σχέση τέχνης και έρευνας, όσο και αυτής του Κίρκεγκωρ περί σιωπής, αυτή τη φορά έχουμε τον Ταρκόφσκι να αναφέρεται στον Ρομαντισμό σε μια ύστερη συνέντευξη (Αντρέι Αρσένιεβις Ταρκόφσκι, Ο ποιητής όμοιος Θεού: η τελευταία μεγάλη συνέντευξη, εισ.-μτφρ.-σημ. Κωνσταντίνος Μπλάθρας, manifesto 2016, σ. 45-52· τροποποιώ τη μετάφραση σε αρκετά σημεία με βάση το αγγλικό κείμενο).

Πέραν της αγάπης για τον Ταρκόφσκι, υπάρχουν κι άλλοι δύο λόγοι για αυτό το ποστ. Ο ένας αφορά τον ρώσο σκηνοθέτη ως αγέλαστο, θεόβαρο και θεοσόβαρο αναζητητή του Απολύτου, χωρίς χιούμορ, ελαφρότητα, πολυσημαντότητα κ.λπ. Συνηθίζω να παίζω το χαρτί του χιούμορ, για παράδειγμα στους Kafka, Beckett, Bernhard ως επί της ουσίας κωμικούς συγγραφείς. Σε έναν πρόσφατο διάλογο το επιχείρημα αυτό χρησιμοποιήθηκε εναντίον μου όταν αναφέρθηκα στον αγέλαστο Ταρκόφσκι, τον οποίο ο συνομιλητής υποβάθμισε χάριν του Φελίνι, βάζοντάς με σε σκέψεις. Δεν θα τις αναπτύξω εδώ, αλλά το γενικό πλαίσιο αφορά τη φύση και την αποτίμηση της τέχνης: είναι αυτή άραγε σπουδαιότερη όταν χαρακτηρίζει το αντικείμενο, ή χαρακτηρίζεται η ίδια ως αντικείμενο, από πολλά διαφορετικά πρίσματα και επιφάνειες, ή μήπως όταν καταβυθίζεται σε κάτι ενιαίο, με την υψηλότερη δυνατή ένταση; Έχει καν νόημα το ερώτημα, υπάρχει ανάγκη για μια μονοσήμαντη προσέγγιση; Το χιούμορ τι ρόλο παίζει σε όλα αυτά; Είναι αλήθεια πως συνιστά κεντρικό παράγοντα διαχωρισμού, όμως πόση βαρύτητα έχει εντέλει; Τι περιμένουμε από την τέχνη που θεωρούμε πραγματικά σπουδαία, να μας συγκινήσει, να μας τέρψει, να μας κάνει να σκεφτούμε, να μας εκπλήξει, να μας τοποθετήσει εκτός διάρκειας ή κόσμου;

Ο δεύτερος λόγος είναι η ευθύτητα της θέσης του Ταρκόφσκι σχετικά με τον Ρομαντισμό, πράγμα που από τη μία προξενεί κάποια αμηχανία λόγω του αφοριστικού ύφους, από την άλλη παρέχει μια χρήσιμη καλλιτεχνική και πολιτισμική αποσαφήνιση. Καταλαβαίνει κανείς καλά τι εννοεί αυτός, που δεν διαθέτει ίχνος ειρωνείας και επιτήδευσης, όταν εγκαλεί τους δυτικούς καλλιτέχνες για εγωκεντρισμό· κι αν εγκαλεί τον Κλάιστ και τον Μπετόβεν, μόνο να φανταστεί κανείς μπορεί τι θα σκεφτόταν για τους συστημικούς καλλιτέχνες, που περιφέρουν τις έρευνες και τα ιδιωτικά τους αντικείμενα πέρα δώθε, τσαλαβουτώντας στις επιχορηγήσεις. Η άτεγκτη εικόνα του ποιητή –με την ευρεία έννοια– που σκιαγραφείται παρακάτω παρουσιάζεται έτσι δελεαστική. Η κατ’ ουσίαν χριστιανική έννοια της υποχρέωσης που προτάσσεται, ο καλλιτέχνης ως προφήτης της κοινότητας, είναι μια πρώτη (και παλιά) κίνηση – απαιτεί βέβαια επεξεργασία.

Αν μοιάζει λογικό να συμπεριληφθεί ο Μπύχνερ στους καλλιτέχνες στους οποίους αντιτίθεται ο Ταρκόφσκι, ένας άλλος θανατηφόρα σοβαρός ποιητής εισέρχεται στον φανταστικό διάλογο: «[Σύμφωνα με τον Μπύχνερ] “θα ήθελε να είναι κανείς κεφαλή Μέδουσας” έτσι ώστε… να συλλάβει μέσω της τέχνης το φυσικό ως φυσικό! […] Το να ήθελε κανείς [man] ασφαλώς δεν σημαίνει εδώ: θα ήθελα εγώ. […] Είναι μια έξοδος από το ανθρώπινο, μια κίνηση εξόδου προς έναν χώρο στραμμένο προς το ανθρώπινο, μα ανοίκειο – τον ίδιο με εκείνον όπου η μορφή πιθήκου, τα αυτόματα και συνεπώς… αχ, και η τέχνη επίσης μοιάζουν να βρίσκονται στο στοιχείο τους» (Paul Celan, Ο μεσημβρινός και άλλα πεζά, μτφρ. Γ. Σαγκριώτης, Άγρα 2006, σ. 96-97).

Τέχνη και άνθρωπος, χριστιανισμός και αισθητική, ανοικειότητα και υποχρέωση… Ας πούμε μονάχα προκαταβολικά: τίποτα δεν μας υποχρεώνει να διαλέξουμε ανάμεσα στις διαφορετικές εικόνες της τέχνης, της σκέψης, ή της πολιτικής· υπάρχει μια πλειάδα ορισμών με διαφορετική ισχύ, σε διαφορετικά επίπεδα και για διαφορετικούς λόγους. Το ξεπέρασμα της ανάγκης μονοσήμαντου, αμετάκλητου ορισμού είναι σίγουρα ένα πρώτο βήμα. Μα οφείλουμε, όπως ένας πολίτης γνωρίζει τους νόμους, να διατρέχουμε τα ποικίλα μονοπάτια που άλλοτε διακλαδώνονται και άλλοτε απομακρύνονται, και που συναπαρτίζουν εντέλει όχι μόνο τους υπαρκτούς, αλλά και τους δυνητικούς, συχνά ακόμη ασύλληπτους, μεσημβρινούς μας.

Υγ. Οι εικόνες είναι polaroid του Ταρκόφσκι.

~

Θα συμφωνούσατε να ονομάζαμε τις ταινίες σας ρομαντικές;

Όχι, δεν θα συμφωνούσα.

Ωστόσο βρίσκουμε σε αυτές τέτοια επαναλαμβανόμενα μοτίβα όπως το Ρομαντικό ταξίδι σε αναζήτηση της ταυτότητας, απόλυτες αξίες· έχουμε να κάνουμε με ιεροποίηση του κόσμου, αναζήτηση για το ιερό, μυθολογικοποίηση των γεγονότων· τέλος, έχουμε την πίστη στην πρωταρχική καθαρότητα του πνευματικού πολιτισμού που εκφράζει ο καλλιτέχνης. Όλο αυτό το πνεύμα είναι πολύ Ρομαντικό.

Το θέσατε πολύ όμορφα, αλλά έχω την εντύπωση πως ό,τι χαρακτηρίσατε εδώ δεν είναι καθόλου Ρομαντισμός. Ό,τι μόλις περιγράψατε δεν έχει απολύτως καμία σχέση με αυτόν. Υποθέτω Ρομαντισμός… Κάθε φορά που ακούω τη λέξη «Ρομαντισμός» τρομάζω. Επειδή ο Ρομαντισμός είναι μια προσπάθεια… δεν είναι καν μια προσπάθεια, είναι ένας τρόπος να εκφραστεί μια κοσμοθεωρία, μια αντίληψη της πραγματικότητας, στην οποία ο άνθρωπος βλέπει στα πραγματικά γεγονότα, στον πραγματικό κόσμο, περισσότερα απ’ όσα πραγματικά υπάρχουν. Έτσι, όταν αναφέρετε κάτι ιερό, αναζήτηση της αλήθειας κ.λπ. – για μένα αυτό…

Δεν είναι Ρομαντισμός;

Δεν είναι Ρομαντισμός, γιατί δεν μεγαλοποιώ την πραγματικότητα. Για μένα η πραγματικότητα είναι γενικά πολύ μεγαλύτερη από ό,τι μπορώ να βρω σε αυτή, πολύ πιο βαθιά και πιο ιερή από ό,τι είμαι σε θέση να αντιληφθώ. Οι Ρομαντικοί σκέφτηκαν ότι η ζωή ήταν πολύ πιο πλούσια από ό,τι μπορούσαν να δουν, δηλαδή μάντευαν, πίστευαν ότι η ζωή δεν ήταν τόσο απλή, ότι υπήρχε βάθος σε αυτή, πολλά στοιχεία από εκείνο που αποκαλούμε εξωτικό, μεταφυσική, αυτό που διαφεύγει της κατανόησής μας, ό,τι δεν μπορεί να καταληφθεί μέσω της γνώσης. Το μάντευαν, προσπαθούσαν να το εκφράσουν. Επιτρέψτε μου να δώσω ένα παράδειγμα: υπάρχουν άνθρωποι που μπορούν να δουν μια αύρα, μια ιδιαίτερη πολύχρωμη έλλαμψη γύρω από το ανθρώπινο σώμα· αυτοί οι άνθρωποι έχουν συγκεκριμένες αισθήσεις ανεπτυγμένες σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ ό,τι οι περισσότεροι άνθρωποι. Μιλούσα πριν λίγο καιρό με έναν τέτοιο άνθρωπο στο Βερολίνο, έναν Κινέζο –θα μπορούσε να σας θεραπεύσει, ξέρει πολύ καλά ποια είναι η κατάστασή σας, πώς αισθάνεστε, ποια είναι τα προβλήματά σας– μπορεί να τα δει όλα αυτά στην αύρα.

Το φαινόμενο αυτό επιβεβαιώθηκε από τη φωτογραφία Κίρλιαν.

Ναι, αυτά τα πειράματα σχετίζονται με αυτή, αλλά ένα τέτοιο πρόσωπο απλά μπορεί να δει αυτή την αύρα με τα ίδια του τα μάτια, ενώ οι Ρομαντικοί προσπάθησαν να την επινοήσουν, να μαντέψουν ότι πρέπει να υπάρχει – ενώ ένας ποιητής μπορεί να τη δει.

Πιθανόν θα μου πείτε: υπήρχαν όμως ποιητές ανάμεσα στους Ρομαντικούς. Φυσικά, δεν το αρνούμαι. Υπήρχε ο Χόφμαν, τον οποίο απλά λατρεύω, υπήρχε ο Λέρμοντοφ, ο Τιούτσεφ, ένας από τους βαθύτερους, ένας ιλιγγιώδης ποιητής, υπήρχαν πολλοί… Είναι αλήθεια. Αλλά μπορούμε πραγματικά να τους αποκαλούμε Ρομαντικούς; – Δεν είναι Ρομαντικοί, δεν είναι καθόλου Ρομαντικοί. Και ο Χόφμαν είναι ένας Ρομαντικός; Έτσι, όταν μου λένε: Ρομαντισμός… Προφανώς – η μορφή όπως τη χρησιμοποιούν αυτοί οι καλλιτέχνες κατά κάποιον τρόπο εξαγιάζεται, μεγεθύνεται, ωραιοποιείται, εξευγενίζεται. Νομίζω ότι η ζωή είναι αρκετά όμορφη, έχει αρκετό βάθος και πνευματικότητα μέσα της και δεν χρειάζεται να αλλάξεις τίποτα – εμείς είμαστε που θα πρέπει να αναλάβουμε τη φροντίδα της δικής μας ανάπτυξης, με την πνευματική έννοια, αντί να προσπαθούμε να κάνουμε την πραγματικότητα ομορφότερη. Επομένης, αυτή η ρομαντική φορεσιά προκύπτει από έλλειψη πίστης μέσα στον άνθρωπο ή πίστη κυρίως στα προϊόντα της δικής του φαντασίας.

Αυτό είναι σολιψισμός.

Ναι. Για μένα προσωπικά ο Ρομαντισμός, ή τουλάχιστον ένα από τα σημαντικά συστατικά του, μοιάζει με κάτι τελείως διαφορετικό. Λοιπόν, ο Ντοβζένκο είπε κάποτε πολύ εύστοχα ότι ακόμη και σε μια λασπωμένη λακκούβα θα μπορούσε να δει την αντανάκλαση των αστεριών. Αυτό το είδος της εικόνας μπορώ να το καταλάβω απόλυτα. Αλλά αν κάποιος έλεγε ότι θα μπορούσε να δει την «έναστρη στρατιά του ουρανού» και έναν άγγελο να πετά εκεί, θα ήταν μια αποστειρωμένη, αλληγορική φόρμα, εντελώς ψεύτικη, αποκομμένη από τη ζωή. Αλλά αυτό είναι το κλειδί, ο Ντοβζένκο μπορούσε να το δει γιατί ήταν ένας ποιητής, η ζωή γι’ αυτόν ήταν πολύ πληρέστερη, γεμάτη με πνευματικότητα, απ’ ό,τι ήταν για εκείνους που έψαχναν στην πραγματικότητα γύρω τους απλώς μια προσθήκη, ένα συμπλήρωμα στη δική τους δημιουργική δράση. Για έναν Ρομαντικό, η ζωή παρέχει μια σκέτη αιτία να δημιουργεί, ενώ για έναν ποιητή η δημιουργία είναι μια αναγκαιότητα, διότι εξαρχής το πνεύμα που είναι ζωντανό μέσα του τη ζητά. Έτσι ένας καλλιτέχνης, ένας ποιητής –σε αντίθεση με έναν Ρομαντικό– καταλαβαίνει καλύτερα από οποιονδήποτε άλλο το ότι γίνεται όμοιος Θεού. Αυτό είναι λογικό. Αυτό ακριβώς είναι η ικανότητα να δημιουργείς. Είναι σαν η ικανότητα αυτή να έχει δοθεί εξαρχής, δεν ανήκει στον άνθρωπο. Ένας Ρομαντικός από την άλλη πλευρά πάντα θα προσπαθεί να βρει στο ταλέντο του, στις δικές του δημιουργικές δραστηριότητες, κάποια ιδιαίτερη ομορφιά.

Ή μια αποστολή.

Μια αποστολή. Όμορφα. Εδώ θα συμφωνήσω απόλυτα μαζί σας.

Υπάρχει μια λέξη στα πολωνικά, “wieszcz”, λέμε για παράδειγμα ότι ο Άνταμ Μισκιέβιτς ήταν ένας “wieszcz” του έθνους, ένας προφήτης, ένας μάντης που αποκάλυψε ενώπιον του έθνους κρυμμένες αλήθειες…

Ναι, ναι, ναι. Με τη διαφορά ότι αυτό δεν είναι Ρομαντισμός.

Γιατί αυτό;

Ο Πούσκιν επίσης ήταν κάπως έτσι, και αργότερα πολλοί καλλιτέχνες το ίδιο, υπάρχουν ακόμα σήμερα και υπηρετούν… Πιστεύω ότι ο Ρομαντισμός –υπό μια στενότερη έννοια– εκδηλώνεται όταν ένας καλλιτέχνης είναι μεθυσμένος από αυτολατρεία, δημιουργεί στην τέχνη του τον εαυτό του. Αυτό είναι ένα ρομαντικό ιδίωμα που το βρίσκω αποκρουστικό. Επιπλέον, αυτή η αυτοεπιβεβαίωση, αυτή η ατελείωτη αυτοπαρουσίαση δεν είναι αποτέλεσμα της τέχνης του, είναι ο σκοπός της. Αυτό είναι κάτι που δεν με βρίσκει πολύ σύμφωνο και γενικά αυτός είναι ο Ρομαντισμός που δεν μου αρέσει, αποπνικτικός, τρομερά επιτηδευμένος, επιτηδευμένες ζωγραφικές, καλλιτεχνικές συλλήψεις, κ.λπ. Όπως στον Σίλλερ, όταν ο ήρωας ταξιδεύει πάνω σε δύο κύκνους. Το θυμάστε; Είναι κιτς. Είναι απλά κιτς. Με την ευκαιρία, στη Ρωσία, πιστεύω και στην Πολωνία, δεν υπήρξαν ποτέ καλλιτέχνες που θα μιλούσαν τόσο πολύ για τον εαυτό τους όπως ο Νοβάλις, όπως ο Κλάιστ, ο Μπάιρον, ο Σίλλερ, ο Βάγκνερ.

Μα αυτό είναι Ρομαντικός ατομικισμός, ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά γνωρίσματα του Ρομαντισμού.

Αυτό είναι εγωκεντρισμός, το να σκέφτεται κανείς μόνο εντός των ορίων του «και τι άλλο υπάρχει για χάρη μου;», είναι φοβερή επιτήδευση, η ανάγκη να είναι κανείς στο κέντρο του σύμπαντος. Το εκ διαμέτρου αντίθετο είναι ένας άλλος κόσμος, ο κόσμος της ποίησης που θεωρώ ως Ανατολική, ως Ανατολικό πολιτισμό. Πάρτε για παράδειγμα τη μουσική του Βάγκνερ ή, δεν ξέρω, του Μπετόβεν –– είναι ένας ατελείωτος μονόλογος περί εαυτού: δείτε πόσο φτωχός είμαι, μέσα στα κουρέλια, πόσο αξιολύπητος, πόσο Ιώβ είμαι, πόσο δυστυχής, πόσο υποφέρω –όσο κανείς άλλος– υποφέρω σαν τον αρχαίο Προμηθέα… και εδώ βλέπετε πώς αγαπώ, και εδώ βλέπετε πώς… Καταλαβαίνετε; Εγώ, εγώ, εγώ, εγώ. Όχι πολύ καιρό πριν, επίτηδες άκουγα μουσική από τον έκτο αιώνα π.Χ., ήταν κινεζική κλασική τελετουργική μουσική. Προσφέρει απόλυτη διάλυση του ατόμου στο τίποτα, στη φύση, στο σύμπαν. Αυτό είναι το εκ διαμέτρου αντίθετο σε ποιότητα. Κάθε φορά που ένας καλλιτέχνης περίπου διαλύει τον εαυτό του μέσα σε ένα έργο τέχνης, όταν ο ίδιος εξαφανίζεται χωρίς να αφήνει ίχνη, τότε αυτό είναι αφάνταστη ποίηση.

Θα αναφέρω ένα παράδειγμα που το βρίσκω εντελώς μαγευτικό. Στη μεσαιωνική Ιαπωνία ζούσαν πολλοί ζωγράφοι οι οποίοι μπορούσαν να βρουν καταφύγιο στην αυλή των Σογκούν ή να μένουν κοντά σε κάποιους φεουδάρχες –η Ιαπωνία ήταν χωρισμένη σε πολλές επαρχίες εκείνα τα χρόνια– και ήταν εξαιρετικοί καλλιτέχνες, ιδιαίτερα δοξασμένοι, είχαν φτάσει στο απόγειο της φήμης. Και ενώ είχαν φτάσει εκεί, πολλοί από αυτούς ξαφνικά θα εξαφανίζονταν, θα έφευγαν μακριά. Θα εξαφανίζονταν ολότελα και στη συνέχεια επανεμφανίζονταν στην αυλή κάποιου άλλου Σογκούν ως εντελώς άγνωστα άτομα, με διαφορετικά ονόματα, και θα ξεκινούσαν από την αρχή την καριέρα ενός ζωγράφου της αυλής, δημιουργώντας έργα σε εντελώς διαφορετικό ύφος. Και με αυτόν τους τον τρόπο κάποιοι από αυτούς θα μπορούσαν να ζήσουν πέντε ή έξι ζωές.

Ταπεινότητα…

Αυτό δεν είναι ταπεινότητα. Υποθέτω ότι θα μπορούσε κάποιος να το ονομάσει ταπεινότητα, αλλά θα προτιμούσα να χρησιμοποιήσω μια διαφορετική λέξη – για μένα αυτό είναι σχεδόν σαν μια προσευχή, στην οποία το δικό μου «εγώ» δεν έχει σημασία. Καθώς το ταλέντο που μου έχει παραχωρηθεί δόθηκε από ψηλά και –αν πράγματι μου έχει δοθεί αυτό το ταλέντο– είμαι κατά κάποιον τρόπο ξεχωριστός. Και αν είμαι ξεχωριστός, αυτό σημαίνει ότι πρέπει να το υπηρετήσω, είμαι ένας δούλος, όχι το κέντρο του σύμπαντος – είναι πεντακάθαρο. Πολύ σωστά αναφέρατε την ταπεινότητα, αλλά αυτό είναι κάτι πολύ πιο σημαντικό από την ταπεινότητα.

Σχετικά με τον αρθρογράφο

Στέφανος Ρέγκας