Βιβλίο

Μικρομεγάλες πανδημίες σε περίκλειστες πόλεις

Τον Νοέμβρη που μας πέρασε, οι εκδόσεις futura προμήθευσαν τα ταυτοχρόνως ανοιχτά και κλειστά –τα κβαντικά– βιβλιοπωλεία με το δοκίμιο του Χρήστου Φιλιππίδη «Είμαστε σε πόλεμο με έναν αόρατο εχθρό»: πανδημία, βιοπολιτική και αντιεξέγερση. Ο τίτλος, όπως και το μέχρι τώρα έργο του Φιλιππίδη, υποψιάζουν την αναγνώστρια για το περιεχόμενο του βιβλίου. Η εφαρμοσμένη θεωρία αντιεξέγερσης και η εξέταση της γενικευμένης χρήσης πολεμικών μεταφορών, οι στενές αναπτύξεις περί πολιτικής των σωμάτων, η διαχείριση της πανδημίας ως έκφανση κυριαρχίας, τέτοιες και παρεμφερείς θεματικές γεμίζουν τις σελίδες του. Οι δε βασικοί πυλώνες μέσα από τους οποίους θίγονται τα ζητήματα αυτά είναι τρεις: η προαναφερθείσα πολεμική ρητορική· η σχέση μεταξύ πολιτικής, βιολογίας και σωματικότητας· και ο ρόλος των θεωριών και των πρακτικών του τομέα και των πρακτικών της αντιεξέγερσης στο πλαίσιο αυτής της μετασχηματιζόμενης σχέσης. Οι προθέσεις του συγγραφέα είναι ξεκάθαρες: «Η επείγουσα αποστολή εντός της σημερινής δυστοπικής συνθήκης δεν αφορά τη διελεύκανση ως προς την προέλευση του ιού. Πόσο μάλλον την άρνηση της υπάρξής του. […] Αντιθέτως, αφορά την ιστορική διάγνωση των τρόπων με τους οποίους η τρέχουσα πανδημία συνδέεται με μορφές διακυβέρνησης και άσκησης εξουσίας. Την ανάγνωση, με άλλα λόγια, των τρόπων με τους οποίους ο ιός αυτός αξιοποιείται σήμερα» (σ. 20).

Το σώμα, μας λέει ο Φιλιππίδης αντλώντας από τους Foucault, Douglas, Sontag, κ.ά., λειτουργεί ως μεταφορά για την κοινωνία, κυρίως ως προς τις παθολογικές καταστάσεις και όχι ως προς την κανονική λειτουργία· κατ' επέκταση, ως μεταφορά μιας συνθήκης που χρήζει διόρθωσης, επαναφοράς στην τάξη, θεραπείας. Υπάρχει μια καταστατική διαπλοκή βιολογίας και πολιτικής, μια διαρκώς εντεινόμενη τάση βιολογικοποίησης της πολιτικής και πολιτικοποίησης της βιολογίας. Η αντίληψη αυτή δεν είναι νεότευκτη, δεν εμφανίστηκε ξαφνικά με την πανδημία του κορωνοϊού, μα συνιστά αντιθέτως μια de facto σταθερά στα πλαίσια των εναλλασσόμενων νεωτερικών μοντέλων άσκησης της εξουσίας. Πιο συγκεκριμένα, οι μολυσματικές νόσοι συνδέθηκαν με δεδομένα μοντέλα διαχείρισης, ορίζοντας τα όρια της κοινωνικής ειρήνης και της κατάστασης εξαίρεσης: οι διαφορές μεταξύ λέπρας, πανούκλας, ευλογιάς… Στην εξέλιξη αυτή, ο τρόπος με τον οποίο τίθεται το πρόβλημα-κορωνοϊός καθορίζει εν πολλοίς και το πεδίο των πιθανών απαντήσεων, οι οποίες αυτοακρωτηριάζονται αμετάκλητα εάν περιοριστούν στο γεγονικό, αμιγώς επιδημιολογικό σκέλος του ζητήματος. Οφείλουμε εδώ να αναφέρουμε πως το επίμετρο του Θανάση Λάγιου και της Βάσιας Λέκκα φωτίζει περαιτέρω την ιστορικότητα αυτών των διαπλοκών, δείχνοντας ότι η κατασταλτική και η παραγωγική διάσταση της περιβόητης βιοπολιτικής έχουν υπάρξει ιστορικά αξεδιάλυτες, και συνδέοντας αυτό το νήμα με εξαιρετικά επίκαιρες έννοιες όπως το ρίσκο, ο υγιεινισμός και η υγεία ως καθήκον του πολίτη.

Η ανάγνωση της πανδημίας απαιτεί λοιπόν να πάρουμε στα σοβαρά την πολεμική ρητορική που χρησιμοποιούν ακατάπαυστα –και με μεγάλη τέρψη: ο πόλεμος είναι ενασχόληση των σπουδαίων ανδρών– οι κυβερνώντες. Οι πολεμικές μεταφορές «δεν είναι μια παρομοίωση ανάμεσα σε άλλες, [αλλά] μας προετοιμάζει κυριολεκτικά για την εφαρμογή στρατιωτικού νόμου» (σ. 36). Όμως οι μεταφορές αυτές μετασχηματίζονται με τον χρόνο, υπάγονται σε εσωτερικές διαφοροποιήσεις: πιο συγκεκριμένα, τα απανταχού διαγγέλματα (π.χ. Μακρόν, Μητσοτάκης, Τραμπ) περί κορωνοϊού έκαναν τακτική χρήση του σχήματος του αόρατου εχθρου. Ο Φιλιππίδης δείχνει πειστικά ότι η έννοια αυτή αντλείται από τις μεταπολεμικές εξελίξεις που έφεραν τις αποικιοκρατικές δυνάμεις μπροστά σε ένα νέο είδος εχθρού –τους αντάρτες της περιφέρειας– για την αντιμετώπιση του οποίου απαιτήθηκε η ανάπτυξη νέων θεωριών και επιχειρησιακών πλαισίων. Η κίνηση αυτή γέννησε τον κλάδο της αντιεξέγερσης, ως μοντέλο πληθυσμιακής διαχείρισης του ανθρώπινου πεδίου [human terrain] εντός και δια του οποίου λειτουργεί ο αόρατος αυτός εχθρός. Η ολιστική μετατροπή του πληθυσμού σε πεδίο επιχειρήσεων συνδυάζεται με μια φυσικοποίηση των «παθολογιών» και των κοινωνικών τους αιτιών, οδηγώντας όχι μόνο σε μια αίσθηση επείγοντος, αλλά και σε ένα συγκεκριμένο μοντέλο τρόπων παρέμβασης. Ο φόβος διαχέεται, τα όρια μεταξύ προστασίας και ελέγχου θολώνουν, και ο στρατιωτικής κοπής ανθρωπισμός δεν συνεπάγεται μια πιο ευγενική εκδοχή του πολέμου, αλλά μάλλον την ένταξη των ανθρώπινων σχέσεων στο επίκεντρο του στρατιωτικού ενδιαφέροντος.

Τα παραπάνω καθιστούν τους στρατιωτικούς φορείς της αντιτρομοκρατίας και της αντιεξέγερσης αρμόδιους να μιλήσουν για την πανδημία και τη διαχείρισή της· δεν μας έχουν λείψει άλλωστε, την τελευταία χρονιά, οι εικόνες από εμπλοκή στρατιωτικών σωμάτων στο πλαίσιο της. «Η στρατιωτικοποίηση της διαχείρισης της πανδημίας δεν σημαίνει μόνο την εφαρμογή στρατιωτικού νόμου και την ανάδειξη του αστυνομικο-στρατιωτικού συμπλέγματος σε βασικό ρυθμιστή της κοινωνικής (ανα)παραγωγής. Σημαίνει, πρώτα απ' όλα, την επιβολή συγκεκριμένων νοηματικών και συναισθηματικών κόσμων» (σ. 49). Οι νοηματικοί και συναισθηματικοί αυτοί κόσμοι δεν είναι μακρινοί κι αφηρημένοι· αρκεί να σκεφτούμε ότι ο υπουργός Δημόσιας Τάξης («Προ-Πο») συμμετέχει στα ανακοινωθέντα και τις δράσεις του υπουργείου Υγείας, του υπουργείου Παιδείας, σύντομα και του Μεταφορών με την πιθανή συγκρότηση ενός ακόμη ειδικού αστυνομικού σώματος για τα ΜΜΜ… Στον βαθμό άλλωστε που η απλή κυκλοφορία των πολιτών στον δημόσιο χώρο συνεπάγεται δυνητικά την αστυνομική έγκληση με οριζόντια, ενιαία αιτιολόγηση, η έγκληση αυτή εσωτερικεύεται με νέο, πρωτοφανή τρόπο: η interpellation δεν έχει ανάγκη την appellation, εγκαλούμαστε εκ των πραγμάτων απλά και μόνο βρισκόμενοι/ες έξω –ακόμη και σε κάποιον έρημο δρόμο χωρίς μάσκα, ή καπνίζοντας σε κάποια πλατεία στις 21.25– και όχι απαραίτητα μέσα από μια απτή συνάντηση με τα όργανα της τάξεως.

Έχει εδώ και δεκαετίες επισημανθεί η διφυής τάση άμβλυνσης των ορίων μεταξύ διαφόρων εννοιών από τη μία, και διαρκούς διεύρυνσης του χώρου που καταλαμβάνεται από τη νοοτροπία και τις πρακτικές που σχετίζονται με την κατάσταση εξαίρεσης από την άλλη. Όπως και σε όλα τα υπόλοιπα πεδία του βίου, έτσι κι εδώ η πανδημία και η διαχείρισή της λειτουργούν καταλυτικά: καθιστούν την κατεύθυνση αυτή ακόμα πιο ανάγλυφη, και ταυτόχρονα την παροξύνουν περαιτέρω. Εάν η διαχωριστική γραμμή μεταξύ υγείας και ασθένειας, κανονικού και παθολογικού χάνει το νόημά της από τη στιγμή που αντικείμενο της ιατρικής δεν είναι το πεδίο της ασθένειας, αλλά αυτό του ρίσκου, τώρα όλοι και όλες καθίστανται ασθενείς μέχρι αποδείξεως του εναντίου, κάτι που έχει βαθιές προεκτάσεις ως προς την αντίληψη του εαυτού, του κινδύνου, της δεξίωσης του άλλου, της κατανόησης της υγείας. Εάν η αστυνομία στρατιωτικοποιείται γοργά και η διάκρισή της από τα αμιγώς στρατιωτικά σώματα αφορά περισσότερο τη θεσμική υπόσταση παρά το modus operandi (είναι, με άλλα λόγια, πιο πολύ ονομαστική παρά πραγματική), η έννοια του εσωτερικού εχθρού αναβαθμίζεται σε διαρκή άξονα ενασχόλησης των κρατικών μηχανισμών. Εάν η αγνώστου διαρκείας κατάλυση δικαιωμάτων που μέχρι πρότινος θεωρούνταν στοιχειώδη βρίσκει όλο και περισσότερες αιτίες εφαρμογής (τρομοκρατία, πολιτική αναταραχή, πανδημία), η κατάσταση ειρήνης μεταμορφώνεται, μπροστά στα μάτια μας, σε μια ελαφριάς έντασης κατάσταση πολιορκίας: κι εμείς μένουμε αποσβολωμένοι, καθώς «μια ολότελα πολεμική πραγματικότητα ορθώνεται ξαφνικά μπροστά στα μάτια μας» (σ. 39).

Ίσως φυσικά να ισχυριστεί κανείς ότι το όραμα του Φιλιππίδη είναι δυστοπικό, ότι μια τέτοια ανάλυση αφήνει λίγες μόνο χαραμάδες μέσα από τις οποίες μπορούμε να ανασάνουμε (τη δημιουργία των οποίων είχε αναλάβει ο συγγραφέας σε προηγούμενο δοκίμιο), ότι το φαινόμενο της διαχείρισης της πανδημίας πρέπει να σχετιστεί πιο στενά με την επιδημιολογική της όψη, ότι προτρέχει κανείς κινδυνολογώντας, δίχως να ασχολείται με την υπαρκτή απειλή που σηματοδοτεί ο ίδιος ο κορωνοϊός. Ωστόσο, στον γράφοντα θα φάνταζε ακατανόητη η αμφισβήτηση της πραγματολογικής παρατήρησης ότι «οι αρμόδιοι, ήτοι τα πολιτικά, αστυνομικά και στρατιωτικά επιτελεία, πάτησαν πάνω σε μια νέα γη και ήδη την περιφράσσουν. Με άλλα λόγια, κατέλαβαν τόσο νέο και γόνιμο έδαφος εντός του πεδίου της κοινωνικής οργάνωσης που φαντάζει αδύνατον να το επιστρέψουν με κάποιον τρόπο πίσω» (σ. 9). Αυτό το γεγονός μπορούμε να το συσκοτίσουμε, να το θεωρήσουμε παροδικό, να το υπαγάγουμε στην επιδημιολογική πραγματικότητα και στη σωτηρία της (ατομικής) ζωής, να το εκλάβουμε ως δεδομένο ή ακόμα και ως δικαιολογημένο. Ασχέτως της στάσης μας, δεν παύει να αποτελεί τη σημαντικότερη, πιθανότατα, παρακαταθήκη του πανδημικού «μεγασυμβάντος»· στην πραγματικότητα, είναι ίσως ακριβώς το σημαίνον στοιχείο που μετατρέπει μια πανδημία σαφώς χαμηλότερης έντασης απ' αυτές που προβλέπονταν απ' όλους τους προϋπάρχοντες στρατηγικούς σχεδιασμούς κρατών και υπερεθνικών θεσμών, σε κατακλυσμικό μεγασυμβάν, η αντιμετώπιση του οποίου θέτει οτιδήποτε άλλο σε δεύτερη μοίρα.

Αν έχουμε ένα στοιχειώδες καθήκον στη σημερινή συνθήκη, αυτό είναι τουλάχιστον να αντισταθούμε στην κολοσσιαία έλξη της συνήθειας. Στις καινούριες λέξεις που εμφανίζονται –όπως το συνηθίζουν εδώ και κάποιες δεκαετίες– με ρυθμούς πολυβόλου, και μας παρασέρνουν στις τροχιές τους: «ασυμπτωματικοί», «επιπεδοποίηση της καμπύλης», «ατομική ευθύνη», «mRNA», «δείκτης μεταδοτικότητας R», «αρνητές του εμβολίου», «αρνητικό ρεκόρ», «θνησιμότητα IFR», «υγειονομικά διαβατήρια» – αλλά και «click away», «zoom», «skype drinks»· στον καθημερινό βομβαρδισμό με αφηρημένους, θανατερούς αριθμούς και στο τρελό ρολερκόστερ των υιοθετούμενων πολιτικών· στους τέσσερις τοίχους, τους γνώριμους ανθρώπους και καταστάσεις, στην ανάσα μέσα από μάσκες και το ανεβοκατέβασμα στις σκάλες γιατί ξεχάσαμε το χαρτί κυκλοφορίας· στην αίσθηση πως η υποταγή είναι υποχρέωση και οι όποιες ελευθερίες πολυτέλεια… Το χρέος αυτό είναι δύσκολο: ο άνθρωπος είναι ένα ζώο που συνηθίζει. Ο «Πόλεμος με έναν αόρατο εχθρό» μάς βοηθάει, όσο είναι κάτι τέτοιο δυνατόν, να μην το λησμονήσουμε.

Σχετικά με τον αρθρογράφο

Στέφανος Ρέγκας